H Google ποτέ δεν ησυχάζει… Στην αγγλική (προς το παρόν) έκδοση της δημοφιλούς μηχανής αναζήτησης εμφανίζεται αριστερά η επιλογή “Show options”.
Μπορούμε να φιλτράρουμε την αναζήτηση μας και να επιλέξουμε έρευνα από βίντεο, φόρουμ, ανασκόπηση κλπ καθώς και το πόσο πρόσφατα θέλουμε να είναι τα αποτελέσματα. Δείτε το παραπάνω βίντεο που δημοσίευσε η Google και εξηγεί τη νέα λειτουργία.
Η Κάμπιον επιστρέφει. Οχι μόνον στον κινηματογράφο εποχής αλλά στον κινηματογράφο γενικότερα, από τον οποίο τα τελευταία χρόνια είχε απομακρυνθεί. Με το «Λαμπρό αστέρι», όπως μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά το «Βright star», η σκηνοθέτρια φωτίζει ένα καταραμένο ρομάντζο περασμένων εποχών, εκείνο του βρετανού ποιητή Τζον Κιτς (Μπεν Γουίσο) και της Φάνι Μπρόουν (Αμπι Κόρνις).
Γνωρίστηκαν ως γείτονες στο Χάμπστεντ του Βόρειου Λονδίνου το 1819. Αφημένος στη γοητεία της, ο Κιτς έγραψε για τη μούσα του δεκάδες ερωτικά γράμματα και ποιήματα.
Από ένα τέτοιο ποίημα άλλωστε είναι παρμένος ο τίτλος της ταινίας. «Ο έρωτας της Μπρόουν για τον Κιτς ενέπνευσεορισμένα από τα πιο όμορφα ερωτικά ποιήματα αλλάκαι γράμματα που έχουν γραφεί ποτέ» θεωρεί η Κάμπιον, της οποίας η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Καννών.
Οντως, ο Κιτς εμπνεύστηκε τρία από τα σπουδαιότερα ποιήματά του από αυτήν, ανάμεσα στα οποία και την πασίγνωστη «Ωδή στη μελαγχολία».
Τ ο 1819 το ζεύγος αρραβωνιάστηκε, αλλά η γαμήλια ημέρα δεν επρόκειτο να έρθει ποτέ. Φυματικός και αδύναμος, ο Κιτς ακολούθησε τις οδηγίες των γιατρών και αναζήτησε θερμότερο κλίμα στη Ρώμη, όπου πέθανε τον Φεβρουάριο του 1821. Ηταν μόλις 25 χρόνων και δεν είχε γευτεί ακόμη τη φήμη που επρόκειτο να τον ακολουθήσει μετά θάνατον. Το τελευταίο ποίημά του είχε τον απλό τίτλο «Για τη Φάνι». Από την εποχή που η Κάμπιον ανακάλυψε για την ερωτική σχέση του Κιτς με την Μπρόουν διαβάζοντας τη βιογραφία του Αντριου Μόσιον, ήθελε να αφηγηθεί με εικόνες αυτή τη «γνήσια ιστορία Ρωμαίου και Ιουλιέτας», όπως την αποκαλεί η ίδια. «Βλέπω τον κόσμο του Κιτς και της Φάνι ως έναν κόσμο πλημμυρισμένο στο φως- φως που στην κυριολεξία ξεχειλίζει. Και παρ΄ ότι η ταινία τελειώνει με τον θάνατο του Κιτς, η λάμπαπου έχει ανάψει από την ποιητική ιδιοφυΐα και το μοναδικόπνεύμα του δεν μπορεί να σβήσει».
Η Τζορτζίνα Χένρι έχει χρηματίσει επικεφαλής του ενθέτου Media και διευθύντρια σύνταξης του Guardian. Τα τελευταία χρόνια είναι επικεφαλής στην ιστοσελίδα Comment is Free, μια πλατφόρμα ελεύθερου διαλόγου όπου γίνονται διαδικτυακές «μάχες» για την πολιτική, τη θρησκεία, την επιστήμη, ενώ άρθρα των δημοσιογράφων της βρετανικής εφημερίδας αναρτώνται και σχολιάζονται. Η ιστοσελίδα δημοσιεύει 50.000 σχόλια τον μήνα, τα οποία συχνά είναι επιθέσεις εναντίον των δημοσιογράφων.
– Ποια είναι τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία δημοσιεύετε τα σχόλια των αναγνωστών;
– Αντί να διαβάζουμε το σχόλιο εξαρχής και να το εγκρίνουμε ή να το κόβουμε όπως άλλοι δικτυακοί τόποι, τα δημοσιεύουμε όλα και η λογοκρισία γίνεται εκ των υστέρων. Αυτό μας χαρίζει αμεσότητα και οι χρήστες μας πιστεύουν ότι είναι η δική τους πλατφόρμα όπου εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους χωρίς αστυνομία γνώμης. Οσοι αναγνώστες πάντως ξεπερνούν τα όρια με απαράδεκτη γλώσσα ή κακή συμπεριφορά προειδοποιούνται και ύστερα χάνουν την πρόσβαση. Αν ένα άρθρο προκαλέσει τόσα σχόλια που η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο, τότε κλείνουμε τη δυνατότητα σχολιασμού.
– Ποια είναι η διαφορά του παραδοσιακού αναγνώστη από τον διαδικτυακό;
– Εκείνοι που αγοράζουν εφημερίδα έχουν άλλες σχέσεις με τους δημοσιογράφους, διότι πληρώνουν ένα ποσό για να διαβάσουν τη γνώμη τους. Ο διαδικτυακός δεν σε τιμά με τον οβολό του αλλά με τον χρόνο του. Είναι πιο απαιτητικός και πιο ωμός. Δεν είναι παθητικός πλέον…
– Ποια είναι η γνώμη σας για τα μπλογκ;
– Υπάρχουν 110.000.000 μπλογκ και το 97% έχουν έστω και μερικούς αναγνώστες. Στις αμερικανικές εκλογές ένα τμήμα του προεκλογικού αγώνα έγινε στο Διαδίκτυο, με πολιτικού περιεχομένου μπλογκς τα οποία ήταν καταπληκτικά. Πώς θα μπορούσες να τους γυρίσεις την πλάτη ως δημοσιογράφος;
Ο Τζιμ Ρόμπερτς, διευθυντής της διαδικτυακής έκδοσης των New York Times με 30 εκατομμύρια αναγνώστες, αναλύει πως “η κρίση μάς δίδαξε πώς να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας” στην Καθημερινή.
Εχουν αλλάξει οι όροι του επαγγέλματος; Οι μπλόγκερ κάνουν τη δική τους «δημοσιογραφία».
– Με το χάος των πληροφοριών που κυκλώνει τον σύγχρονο άνθρωπο, θα πρέπει να στρέφεται στην εξαιρετικής ποιότητας δημοσιογραφία για να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του. Πρέπει να αντιληφθούν οι αναγνώστες των μπλογκ ότι δεν διαβάζουν έγκυρο ρεπορτάζ, αλλά περιπλανώνται στο εσωτερικό τοπίο του μυαλού του μπλόγκερ. Δηλαδή, επαφίενται για την ενημέρωσή τους σε κάποιον που δεν ξόδεψε ώρες για να καλύψει γεγονότα, να επιβεβαιώσει πηγές, να βγάλει σωστά συμπεράσματα. Υπάρχουν και μπλογκ που απλώς αναμασούν και αναδημοσιεύουν ό,τι έχουμε γράψει εμείς οι υπόλοιποι σε κορυφαίες διεθνείς εφημερίδες. Επιμένω λοιπόν: Το παλαιάς κοπής καλό ρεπορτάζ, που στηρίζεται στα γεγονότα και όχι σε απόψεις, θα μας σώσει.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία, και η συνακόλουθη Kαταστροφή, υπήρξε ένα κομβικό σημείο στην ελληνική Iστορία. Κομβικό όχι μόνο γιατί τελείωσε μία δεκαετία συνεχών πολέμων του μικρού Ελληνικού Κράτους κατά της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (πρωτίστως), αλλά γιατί έσβησε το βασικό ιδεολογικό δόγμα του ελληνισμού, που ήθελε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Πριν από 90 χρόνια, ο ελληνικός στρατός αναλαμβάνει την αποστολή της νικήτριας συμμαχίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να αποβιβάσει στρατό στη Σμύρνη για να επιβάλει την τάξη σ’ ένα μέρος της αυτοκρατορίας που σάπιζε και να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς από ορδές άτακτων τουρκικών στρατευμάτων. Να σημειώσουμε ότι τα ελληνικά στρατεύματα δεν ήταν τα μόνα στα εδάφη που ήταν κάποτε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συμμαχικά στρατεύματα βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, στην Αττάλεια, σε όλα τα παράλια της Μικράς Ασίας. Το σχέδιο των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν αντίστοιχο με εκείνο κατά της Γερμανίας. Το ξεδόντιασμα μιας επικίνδυνης εχθρικής δύναμης. Κι αυτή την ευκαιρία άδραξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος να στείλει στρατεύματα στην περιοχή.
Σήμερα δεν ξέρουμε τι πιθανότητες επιτυχίας θα είχε το σχέδιο του Βενιζέλου, ο οποίος ανατράπηκε στις εκλογές του 1920. Μια νέα κυβέρνηση εξελέγη με το σύνθημα της επιστροφής των ελληνικών στρατευμάτων, αλλά αποφάσισε την εξάπλωσή τους προς Ανατολάς. Οι σύμμαχοι απέσυραν την εμπιστοσύνη τους στην Ελλάδα, οι Μπολσεβίκοι ενίσχυαν τους «αντι-ιμπεριαλιστές» του Κεμάλ και η Αμερική ξαναγύρισε στον απομονωτισμό. Η καταστροφή ήταν θέμα χρόνου…
Τα ερωτήματα όμως παραμένουν. Επρεπε η Ελλάδα να πάρει το ρίσκο μιας εκστρατείας που έκρυβε πολλούς κινδύνους; Υπήρχε τρόπος για έναν πολιτικό, ο οποίος κυριολεκτικά έσυρε την χώρα του στον Παγκόσμιο Πόλεμο, να αρνηθεί κατόπιν τα εδάφη που οι νικητές μοίρασαν (έστω με το πρόσχημα της αστυνόμευσης), όταν μάλιστα αυτά αποτελούσαν μέρος της κοινής για όλες τις πολιτικές δυνάμεις Μεγάλης Ιδέας; Υπήρχε τρόπος να κρατηθούν τα εδάφη χωρίς την εκστρατεία στην Ανατολία;
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή