O Bill Viola είναι ένας θρύλος της video art. Τα έργα του προβάλλουν τη σχέση του ανθρώπου με τα 4 στοιχεία – φωτιά, νερό, αέρας, γη. Το συγκεκριμένο έργο “Η σχεδία” είναι παραγγελία των Ολυμπιακών αγώνων του 2004. Θα το έλεγα προφητικό. Οι άνθρωποι στέκονται αμέριμνοι και περιμένουν. Ενοχλούνται λίγο καθώς η σχεδία γεμίζει από ετερόκλητους ανθρώπους και ξαφνικά το νερό τους παρασύρει. Ο καθένας προσπαθεί να αντισταθεί με τον τρόπο του. Αλλά μετά την καταιγίδα κάτι έχει αλλάξει. Έχουν βγει από τον μικρόκοσμό τους.
Μέσα από μια σειρά ντοκιμαντέρ του Νικίτα Μιχάλκοφ για τους σημαντικότερους Ρώσους ζωγράφους του 19ου αιώνα, παρακολουθείται η ιστορική εξέλιξη της ρωσικής κοινωνίας.
Η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά», γυρισμένη το 1966, προσεγγίζει με ιδιαίτερο τρόπο ένα τραγικό επεισόδιο: Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς δύο αμερικανικά αεροπλάνα συγκρούστηκαν πάνω από τη θαλάσσια περιοχή του ισπανικού χωριού Παλομάρες. Από τις τέσσερις ατομικές βόμβες που μετέφερε το ένα από τα δύο, οι τρεις έπεσαν στο έδαφος και η μία στη θάλασσα, η οποία αποτελούσε ανοικτή απειλή ολέθρου και αιτία μόλυνσης για τις γύρω περιοχές και το οικοσύστημα της Μεσογείου. Ο Κακογιάννης ευαίσθητος δέκτης των προβλημάτων του καιρού του, της πυρηνικής απειλής και της οικολογικής καταστροφής, έκανε αμέσως το ατύχημα ταινία. Τώρα από αυτό το φιλμ εμπνέονται 30 μεταπτυχιακοί και προπτυχιακοί φοιτητές από Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών. Μαζί τους η μουσικός Ευγενία Αθανασοπούλου επιχειρεί έναν διάλογο με νότες τόσο με την ταινία όσο και με τα έργα των νέων δημιουργών. Η έκθεση θα φιλοξενηθεί στους χώρους του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης με αφορμή τα 60 χρόνια από την έναρξη της σκηνοθετικής καριέρας του στην Ελλάδα με το «Κυριακάτικο ξύπνημα», το 1954.
Η τριακονταμελής ομάδα των νέων δημιουργών για να προσεγγίσει το έργο “Όταν τα ψάρια βγήκαν στη στεριά”, ένα από τα λιγότερο γνωστά και συγχρόνως από τα πιο πολιτικά έργα του σκηνοθέτη, χρησιμοποίησε ως ερευνητική αφετηρία την πλαστικότητα, την εικαστική γραφή, τις αναφορές στο ρεαλισμό και το βαθύ προβληματισμό του Κακογιάννη πάνω στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα της εποχής του.
Συμβαίνει στους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Να μην μπορούν ή να μην θέλουν να πάνε για ψώνια στην τοπική αγορά για τα αναγκαία και να στείλουν ένα υπηρέτη τους. Στο διαδίκτυο εμφανίστηκε μία λίστα με τρόφιμα που ήθελε ο μεγάλος ζωγράφος της Αναγέννησης, Μιχαήλ Άγγελος (Michelangelo Buanarroti όπως ήταν το πλήρες όνομά του) και είναι απόλαυση.
Να είσαι μεγάλος ζωγράφος, να σου έχουν αναθέσει ένα τόσο σπουδαίο έργο στο Βατικανό, όπως η Cappella Sistina κι εσύ να συνειδητοποιείς ότι πρέπει να πας στο μανάβη για ψώνια. Πρέπει να βάλεις προτεραιότητες, σωστά; Αυτό έκανε και ο Μιχαήλ Άγγελος, ή, κατά κόσμον, Michelangelo Buanarroti και αποφάσισε να στείλει τον υπηρέτη του για τα απαραίτητα ψώνια.
Το πρόβλημα που θα αντιμετώπιζε δύσκολα κάποιος άλλος, αλλά εύκολα ένας ευφάνταστος ζωγράφος, είναι το γεγονός ότι ο υπηρέτης δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Έτσι, ο Μιχαήλ Άγγελος, έφτιαξε αυτή τη λίστα που είναι απολαυστική, σχεδόν όσο και οι λεπτομέρειες από τα μεγάλα έργα τέχνης που έχει κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα., ζητώντας από τον υπηρέτη να πάρει αντζούγιες, κρασί και άλλα τρόφιμα.
Η λίστα αυτή φιλοξενείται αυτές τις ημέρες στο μουσείο τέχνης του Seattle, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ μόνιμή της κατοικία, είναι στο Casa Buanarroti, το σπίτι του μεγάλου ζωγράφου, στη Φλωρεντία. Είναι ένα από τα ελάχιστα πράγματα που παρέμειναν άθικτα, εφόσον ο μεγάλος ζωγράφος στα τέλη της ζωής του είχε βάλει φωτιά, για να κάψει όλα εκείνα τα προσχέδια που είχε κάνει πριν φτιάξει τα μεγάλα του έργα. Έλεγε ο ίδιος (όπως αναφέρει ο βιογράφος του) ότι δεν ήθελε οι άνθρωποι να δουν πόσο είχε δοκιμάσει τον εαυτό του και τον είχε εξασκήσει να φτάνει την τελειότητα.
Ένα πολύ καλό βίντεο από την RoyalSociety of Arts και τον Κέβιν Ρόμπινσον, που εκθέτει το πρόβλημα της σύγχρονης εκπαίδευσης πιάνοντάς το από τη ρίζα του.
Οι βασικές γραμμές του.
1. Οι αλλεπάλληλες «εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις», που λαβαίνουν πλέον χώρα παντού στον κόσμο, αγνοούν το γεγονός ότι το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα έχει στηθεί στη βάση των νοησιαρχικών αντιλήψεων του Διαφωτισμού για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της βιομηχανικής κοινωνίας.
2. Αυτό το σύστημα, που οργανώνει το σχολείο κατά το πρότυπο του εργοστασίου και αποβλέπει στην εξατομίκευση και τον κομφορμισμό, ταξινομεί τα παιδιά σε αυτά που «πιάνουν τα γράμματα» (από τα οποία επανδρώνει τα ανώτερα στρώματα) και σε αυτά που «δεν πιάνουν τα γράμματα» (από τα οποία επανδρώνει τις τάξεις των απλών εργατών και εργαζόμενων) έχοντας για κριτήριο την ικανότητα για επαγωγική σκέψη και για αποστήθιση των Κλασικών.
3. Έτσι, εκατομμύρια παιδιά, που έχουν ένα σωρό άλλα ταλέντα αλλά όχι αυτό που ανταποκρίνεται στο παραπάνω «ακαδημαϊκό κριτήριο», καταλήγουν στα σκουπίδια −απ’ όπου και η σύγχρονη «επιδημία» των «μαθησιακών δυσκολιών», και ειδικότερα της «διαταραχής συγκέντρωσης» και της «υπερκινητικότητας», τις οποίες ελαφρά τη καρδία αντιμετωπίζουν ποτίζοντας τα παιδιά με φάρμακα, που τα κάνουν ζόμπι ενώ μερικά από τα οποία είναι και επικίνδυνα.
4. Είναι παλαβό, τη στιγμή που γεμίζουμε τον κόσμο των παιδιών με τηλεοράσεις, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ipads, iphones, διαφημίσεις, έναν ασταμάτητο καταρράκτη που τους αποσπά διαρκώς την προσοχή, να τα κατηγορούμε ότι «δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν» σε μια σχολική διδασκαλία, η οποία όπως είδαμε στηρίζεται σε ένα στενόμυαλο κριτήριο και επιπλέον έχει καταντήσει αφόρητα βαρετή.
5. Στο καθαρά εκπαιδευτικό πεδίο, πρώτο θύμα αυτής της νοοτροπίας είναι η Τέχνη, η οποία δεν εδράζεται σε μια διανοητική-εγκεφαλική απλώς προσέγγιση στα πράγματα αλλά, επιπλέον, σε μια προσέγγιση αισθητηριακή, συγκινησιακή και αισθητική, δηλαδή πληρέστερη, δημιουργική και ζωντανή.
6. Απέναντι σε αυτό το σύστημα λοιπόν, πρέπει να υπάρξει «αλλαγή παραδείγματος» και προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να βοηθήσει η ανάδειξη ενός ουσιώδους στοιχείου της δημιουργικότητας, που διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι και είναι η αποκλίνουσα σκέψη, δηλαδή η ικανότητα να σκεφτεί κανείς πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις και απαντήσεις για την επίλυση ενός προβλήματος.
7. Πρόκειται για μια ικανότητα που διαθέτουν τα παιδιά, καθώς έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας διαθέτουν αποκλίνουσα σκέψη σε ποσοστό 98%, το οποίο πέφτει στο 30% για τα ίδια παιδιά στο τέλος του Δημοτικού σχολείου, και ακόμα περισσότερο στο 12% στις ηλικίες 11-15 χρονών −πράγμα που ασφαλώς σχετίζεται με το κοινό σε όλα αυτά τα παιδιά γεγονός, ότι αλέστηκαν στο μύλο του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος.
Ανεβαίνοντας σκαλί σκαλί και όροφο τον όροφο την Πινακοθήκη Γκίκα, στην οδό Κριεζώτου, έχεις την αίσθηση ότι ζεις στον αφρό. Μιάμιση ώρα μέσα σε αυτήν την «Κιβωτό» του Μουσείου Μπενάκη, σε μια σύντομη επίσκεψη (γιατί απαιτούνται ώρες και επανειλημμένες επισκέψεις), ρουφάς αυτό που σου λείπει: νόημα, ομορφιά, ουσία, πολιτισμό. Ζωή με μεδούλι.
Γι’ αυτό βγαίνεις λίγο ζαλισμένος, σαν να είχες πάει στον κινηματογράφο και η ταινία να σε πήρε μαζί της. Όταν βγαίνεις στα φώτα, είναι όλα αλλιώς. Έστω για λίγο… Σκεφτόμουν με δέος, είναι η αλήθεια, την επένδυση μόχθου και γνώσης για να στηθεί αυτό το μουσείο – ίσως το πιο «προσωπικό» του ‘Αγγελου Δεληβορριά. Γιατί η Πινακοθήκη Γκίκα είναι ένα μεγάλο ψηφιδωτό από αχανείς μικρόκοσμους, ψηφίδες, θυλάκους, θραύσματα, παλίμψηστα και σπαράγματα, μωσαϊκά και αλυσιδωτές εικόνες, κολάζ και αναπτύγματα, μεγεθύνσεις και σμικρύνσεις, ωκεανούς και δροσοσταλίδες. Είναι ο μέγας κόσμος.
Μπαίνεις στη δίνη του, αφήνεσαι και ζαλίζεσαι στο στριφογύρισμά του, στις ελικοειδείς γέφυρές του που ενώνουν πλαγιές που δεν φανταζόσουν. Εκεί, στην οδό Κριεζώτου, σε αυτό το όμορφο αρχοντικό κτίριο του 1932-34, σχεδιασμένο από τον μετρ αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη για την οικογένεια του Γκίκα, νανουρίζεται ένας ολόκληρος κόσμος. Δυο βήματα από το Σύνταγμα, σε μια «χαράδρα» ανάμεσα στην Πανεπιστημίου και την Ακαδημίας, συναντιέσαι με την Ελλάδα που σου λείπει. Είναι όλοι εκεί. Τους ξέρεις όλους. Αλλά δεν ήξερες πόσο αγαπητοί σού είναι. Ο ένας δίπλα στον άλλον, σου ψιθυρίζουν το τραγούδι της πατρίδας με τα χρώματα της νιότης σου, με το χαμόγελο των γονιών σου, με την ανάσα μιας Ελλάδας που, δεν μπορεί, ζει κάπου ανάμεσά μας. Ακόμα. Ενας ένας, από ποιον να πρωταρχίσεις… Από τον Μόραλη στον Τσαρούχη, από τον Κεφαλληνό στον Τάσσο, από τον Πικιώνη στον Κωνσταντινίδη, από τον Βενέζη στον Θεοτοκά, από τον Σπαθάρη στον Γουναρόπουλο, από τον Σεφέρη στον Ρίτσο, από τον Σκαλκώτα στον Μητρόπουλο, από τον Κόντογλου στον Παπαλουκά. από τον Καρυωτάκη στον Σκαρίμπα, από τον Απάρτη στον Ζογγολόπουλο, από τον Χατζιδάκι στον Θεοδωράκη, από την Παπαϊωάννου στον Χαρισιάδη, από τον Εγγονόπουλο στον Βασιλείου… δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Είναι οξυγόνο. Είναι μετάληψη.
Δεν με πείραξε ότι εκείνη την ώρα, Σάββατο πρωί, με τα καταστήματα ανοικτά σε περίοδο εορταστική, ήμουν μόνος σε αυτό το μουσείο-Κιβωτό. Όταν έφευγα, άκουσα τον ψίθυρο από άλλους επισκέπτες και τα βήματά τους. Είχα το προνόμιο, αν και δεν θα έπρεπε σε μια τόσο μεγάλη πόλη, να συνομιλήσω σιωπηρά, μόνος, σαν σε ναό, σαν σε πηγή, με όσους κάνουν το άκουσμα της Ελλάδας γλυκό. Είναι σχεδόν επώδυνο.
Στους επάνω ορόφους, στον κόσμο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στο σπίτι και στο ατελιέ του, σαν επίστεψη, σαν παράδεισος και σαν αετοφωλιά, είναι ο κόσμος του ζωγράφου. Σιωπηλός αλλά τόσο εύηχος, πλημμυρισμένος ομορφιά και σοφία. Οι απαντήσεις δίνονται μόνες τους. Κατεβαίνοντας με το ασανσέρ, ένιωσα να έμπαινα σε έναν προθάλαμο προετοιμασίας εξόδου στην «πραγματική» ζωή. Ήξερα ότι πίσω μου άφηνα ένα κομμάτι, που θα ξανάβρισκα σύντομα.
Το μυθιστόρημα 99 Reasons Why (HarperCollins, 2012) της Καρολάιν Σμέιλς γράφτηκε εξαρχής για να κυκλοφορήσει σε e-book. Η βρετανή συγγραφέας δεν πιστώνεται με καμιά πρωτοτυπία ως εδώ. Η καινοτομία βρίσκεται στο ότι ο αναγνώστης μπορεί να αλλάξει το κείμενο που διαβάζει ανάλογα με τις απαντήσεις που θα δώσει σε ερωτήσεις που αναδύονται στη διάρκεια της ανάγνωσης ακόμη και ανάλογα με την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται (αν γνωστοποιήσει τη γεωγραφική του θέση μέσω GPS). Η αφήγηση τελειώνει με 11 διαφορετικούς τρόπους. Είναι το πέρασμα, λένε οι θεωρητικοί της ανάγνωσης, από τη γραμμική ανάγνωση στη διαδραστική ανάγνωση. Δεν γυρίζουμε πλέον σελίδες τη μια μετά την άλλη ώσπου να φτάσουμε στο τέλος, όπως συμβαίνει στο παραδοσιακό βιβλίο και στα απλά e-books, αλλά επεμβαίνουμε και διαμορφώνουμε το κείμενο διαβάζοντάς το.
Το μυθιστόρημα περνά σε μια νέα εποχή πειραματισμού, στην οποία επιχειρείται η ανανέωση τόσο του είδους όσο και της λειτουργίας της ανάγνωσης. Οι απόπειρες της οnline συμμετοχικής συγγραφής από δύο ή περισσότερα πρόσωπα δεν είναι τωρινές, δεν κατέληξαν όμως σε προϊόντα με αποδοχή και απήχηση και καταγράφηκαν απλώς ως συμβάντα, όπως τo Twitter Fiction Festival. Αυτό οφείλεται, υποστηρίζουν οι παρατηρητές του βιβλίου, στο ότι δεν βρέθηκαν σοβαροί συγγραφείς και σοβαροί εκδότες πίσω από αυτές τις προσπάθειες και στο ότι οι πειραματισμοί αυτοί περιορίστηκαν κυρίως στη λεγόμενη «νεανική λογοτεχνία» (υπερφυσικά πλάσματα, ξωτικά, μάγοι, βρικόλακες και άλλα πλάσματα της φανταστικής λογοτεχνίας) που απευθύνεται σε νεαρούς, εμμονικούς και επαρκέστατους χρήστες της τεχνολογίας.
Τώρα στη Βρετανία μια σειρά κριτικά καταξιωμένων συγγραφέων αρχίζει να ασχολείται με το διαδραστικό ψηφιακό βιβλίο με την υποστήριξη παραδοσιακών εκδοτών όπως Faber και ο HarperCollins. Ο ιστορικός τέχνης και συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Ίεν Πέαρς, ο «νέος Τζόις» σύμφωνα με τα εφετινά δημοσιεύματα και υποψήφιος για το Βραβείο Βooker Γουίλ Σελφ, ο βραβευμένος ποιητής, πεζογράφος και μελετητής της αγγλικής λογοτεχνίας Μπλέικ Μόρισον είναι τα πρώτα «βαριά» ονόματα που επιστράτευσαν οι εκδοτικοί οίκοι προκειμένου να προσδώσουν στο ηλεκτρονικό βιβλίο το κύρος στο οποίο ακόμη υπολείπεται έναντι του έντυπου, να το βγάλουν από τον περιορισμένο χώρο της εφηβικής λογοτεχνίας και της μαζικής λογοτεχνίας (αισθηματική λογοτεχνία, αφηγήσεις τρόμου, περιπετειώδης μυθοπλασία κτλ.) και να το καταστήσουν υπολογίσιμο όχημα για τη σοβαρή λογοτεχνία.
Ο Πέαρς ολοκληρώνει ένα τέτοιο διαδραστικό βιβλίο για τον Faber και, όπως δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα Guardian: «Προσπαθώ διαρκώς να βρω νέους τρόπους για να αφηγηθώ ιστορίες και υπάρχουν ανεξάντλητες δυνατότητες. Γιατί να θεωρούμε την έντυπη μορφή του μυθιστορήματος ως την οριστική μορφή του; Ήρθε η ώρα να αλλάξουμε θεμελιώδη πράγματα. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να μην πετύχει το πείραμα». Στο βιβλίο του, μεταξύ άλλων, επισημαίνει κεφαλαία που δεν είναι απαραίτητο να διαβάσει ο αναγνώστης και του δίνει την ευκαιρία, ενώ διαβάζει, να ελέγχει πληροφορίες που διάβασε νωρίτερα.
Ο Μπλέικ Μόρισον, που διδάσκει δημιουργική γραφή στο Goldsmiths College και θέσπισε μόλις ένα βραβείο νεωτερικής γραφής 10.000 στερλινών, υποστηρίζει ότι η επιτυχία του ψηφιακού βιβλίου θα εξαρτηθεί από το περιεχόμενο που θα λάβει η έννοια της «διαδραστικότητας». «Η ανάγνωση είναι διαδραστική από τη φύση της», λέει. «Είτε διαβάζεις στον υπολογιστή, σε μια συσκευή ανάγνωσης ή σε ένα χάρτινο βιβλίο, συμμετέχεις στη διαδικασία της ανάγνωσης, φέρνεις τον κόσμο σου μέσα στον κόσμο του βιβλίου. Η ανάγνωση δεν είναι μια παθητική δραστηριότητα αφενός και αφετέρου η διαδραστικότητα δεν μπορεί να ταυτίζεται με το ηλεκτρονικό παιχνίδι».
Το αφήγημα μυστηρίου Τα 39 σκαλοπάτια του Τζον Μπιούκαν (1875-1940) είναι ένα από τα κλασικά αφηγήματα που θα κυκλοφορήσουν σύντομα στη Βρετανία σε διαδραστική ψηφιακή μορφή. Πάντως, ο Γουίλ Σελφ υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη γραμμικότητα της αναγνωστικής διαδικασίας και ότι το έντυπο βιβλίο ως έδαφος για πειραματισμούς δεν έχει εξαντληθεί.
«Τα ψηφιακά βιβλία έχουν μια βαρετή μορφή που αντιγράφει τα έντυπα», ισχυρίστηκε ο Στίβεν Πέιτζ, εκτελεστικός διευθυντής των εκδόσεων Faber, στο συμπόσιο FutureBook τον περασμένο Δεκέμβριο στο Λονδίνο, και παρότρυνε τους εκδότες να φέρουν τους συγγραφείς κοντά στους προγραμματιστές και στους δημιουργούς ψηφιακών εφαρμογών ενώ η Βικτόρια Μπάρνσλι, διευθύντρια ψηφιακών εφαρμογών στον οίκο HarperCollins, επισήμανε ότι οι ψηφιακές καινοτομίες είναι απαραίτητες για την επιβίωση της βιομηχανίας του βιβλίου.
Είναι βεβαίως ζήτημα προς εξέταση αν οι καινοτομίες του ψηφιακού λογοτεχνικού λόγου τον καθιστούν πρωτοποριακό, αν δηλαδή η νέα μορφή έχει τον κριτικό και ανατρεπτικό χαρακτήρα των πρωτοποριών όπως τις μάθαμε στον 20ό αιώνα. Είναι επίσης ζήτημα αν ο ψηφιακά πρωτοποριακός συγγραφέας αμφισβητεί τις παραδομένες αξίες και τις καθιερωμένες λογοτεχνικές μορφές, αν αντιτίθεται στο κατεστημένο, αν έχει κάποιο επαναστατικό όραμα το οποίο θεωρεί ότι υπηρετεί μέσω των αισθητικών ανατροπών ή αν εξυπηρετεί τη διαιώνιση ενός κατεστημένου και μιας εμπορευματικής λογικής. Για την ώρα όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα. Εκείνο που απασχολεί τον κόσμο του βιβλίου είναι το πώς, οι τεχνικές παράμετροι του εγχειρήματος και όχι οι πολιτικές, οι φιλοσοφικές και οι αισθητικές.
Πάντως, ο Ίεν Πίαρς ομολογεί ότι είναι επιφυλακτικός, ειδικά για τα διαδραστικά παιχνίδια που εμπλουτίζουν το περιεχόμενο. «Το βιβλίο μου, με τον προσωρινό τίτλο “Αρκαδία” δεν θα έχει παιχνίδια ούτε θέλω να παρασυμμετέχει ο αναγνώστης. Αφηγούμαι μια ιστορία. Τα παιχνίδια καλά είναι, αλλά ένα βιβλίο-παιχνίδι δεν πρόκειται ποτέ να καταλήξει “Άμλετ”». http://www.tovima.gr//culture/article/?aid=502535
Στη «Βροχή» («Regen»), 1929, έχουμε ακόμα μια φορά την ποιητική της καθημερινότητας. Η βροχή στο Άμστερνταμ. Ο φακός κάνει την εισαγωγή του στο θέμα, βλέπουμε την ήρεμη κίνηση στους δρόμους, τις πρώτες στάλες και μετά τη βροχή που παρασέρνει στο ρυθμό της τους ανθρώπους και τα οχήματα. Οι πρώτες στάλες, οι γιακάδες που σηκώνονται εικονοποιούν τη βροχή που θα δούμε σε λίγο να χορεύει στους δρόμους και στις στέγες του Άμστερνταμ. Και εδώ ο ρυθμός σε μια βωβή ταινία αποποιείται τη χρήση της μουσικής.
Ένα εντεκάλεπτο κολάζ εικόνων που έφτιαξαν το 1921 ο μοντερνιστής ζωγράφος Τσαρλς Σίλερ (Charles Sheeler)και ο φωτογράφος Πολ Στραντ (Paul Strand)για να απεικονίσουν τη γέννηση του Μανχάταν ως δάσους από ουρανοξύστες.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή