Η αποκαλωδίωση κράτησε μια μέρα. Τόσο χρειάστηκε για να εισαχθώ στον εναλλακτικό κόσμο της νήσου Σύρου. Μερικές φορές σκέφτομαι αν είναι εικονικός. Βλέπετε εδώ οι άνθρωποι καλημερίζονται και το εννοούν. Κάθε φορά την πατάω. Κάποιος άγνωστος με καλημερίζει στο δρόμο και κάθε φορά παραξενεύομαι. Παρατηρούσα τους καταστηματάρχες που άνοιγαν τα μαγαζιά τους και χωράτευαν ο ένας με τον άλλον. Σκέφτηκα, αυτή είναι η ποιότητα ζωής. Πριν μέρες στην Αθήνα θυμήθηκα δύο οδηγούς που είχαν πιαστεί πρωί-πρωί στα χέρια δι’ ασήμαντον αφορμήν. Εδώ καμία σχέση. Οι Συριανοί είναι άλλο πράγμα. Έτσι και ζητήσεις οδηγίες στο δρόμο, παρατάνε τη δουλειά τους και σε συνοδεύουν. Πάντα με το χαμόγελο. Φυσικά καθώς θα σας συνοδεύουν θα απαντήσετε σε μία μικρή ανάκριση για το γενεαλογικό σας δέντρο. Αλλά είναι ευγενικοί. Τι το προκαλεί; ο αέρας; η θάλασσα; το ότι μπορούν να απλώσουν τη ματιά τους στο απέραντο γαλάζιο;
Η θάλασσα, η πανδέγμων, με δέχτηκε ως παραλυτική πλέον από την πολύωρη στρέβλωση πίσω από την οθόνη. Η θάλασσα, η θάλασσα, η θάλασσα. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για το σπίτι μου. Έπρεπε να διεξάγω αγώνα για να το επανακτήσω από τις στρατιές των αραχνών που είχαν υφάνει το δικό τους βασίλειο. Κι εκεί που ετοιμαζόμουν να χαλαρώσω πριν τη μάχη των καλωδίων που θα διεξαγόταν, βλέπω μία ουρά σκορπιού να μου γνέφει. Η αδρεναλίνη πουσάρισε μεμιάς τους χτύπους μου, με μία κλωτσιά στο στήθος. Έγινα δολοφόνος, διαταράσσοντας την οικολογική μου συνείδηση, αλλά σόρρυ, δεν μπορούσαμε να μοιραστούμε το ίδιο σπίτι. Και ήταν θηριώδης στο μέγεθος. Τα αποτελέσματα της μάχης στη φωτό.
*Ο τίτλος του ποστ από ένα βιβλίο του Σάκη Σερέφα.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.