Να διακοπεί αμέσως η υλοποίηση του προγράμματος της Μείζονος Επιμόρφωσης ζητά το κορυφαίο συνδικαλιστικό όργανο των πανεπιστημιακών , η ΠΟΣΔΕΠ, και να υπάρξει «ένας ριζικός ανασχεδιασμός του προγράμματος αυτού, ο οποίος θα συνδυαστεί με τη διαμόρφωση μιας συγκροτημένης επιμορφωτικής πολιτικής».
Τους λόγους της διακοπής υλοποίησης του προγράμματος της Μείζονος Επιμόρφωσης, η ΠΟΣΔΕΠ, τους εξηγεί στην ακόλουθη ανακοίνωση:
Η Εκτελεστικής Γραμματείας της ΠΟΣΔΕΠ κατά την 5η Συνεδρίασή της την ΠΕΜΠΤΗ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2011 συζήτησε το πολύ σημαντικό θέμα του προγράμματος της Μείζονος Επιμόρφωσης και έχει καταλήξει στα ακόλουθα:
Η εκπαίδευση βιώνει επί πολλά χρόνια μια ανυπαρξία επιμορφωτικής πολιτικής η οποία λειτουργεί ανασταλτικά στην επιστημονική και επαγγελματική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών. Παρ’ όλα αυτά διαπιστώνουμε ότι σήμερα απουσιάζει μια εθνική στρατηγική για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, παρότι οι δράσεις επιμόρφωσης στο ΕΣΠΑ θα απορροφήσουν πάνω από το 50% των διαθέσιμων κονδυλίων. Αντίθετα εμφανίζονται αποσπασματικές δράσεις επιμόρφωσης (όπως αυτές για το «νέο Λύκειο», για τα αναλυτικά προγράμματα, για τις νέες τεχνολογίες, για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση κ.λπ.) χωρίς συνοχή και εντελώς αποκομμένες η μία από την άλλη.
Η πιο προβληματική επιμορφωτική δράση η οποία υλοποιείται αυτή την περίοδο και έχει προκαλέσει την αντίδραση σημαντικής μερίδας εκπαιδευτικών-επιμορφωτών αλλά και εκπαιδευτικών της πράξης τόσο για τη μεθοδολογία όσο και για την ποιότητα του παρεχόμενου επιμορφωτικού υλικού, είναι το Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης ύψους 155 εκατομμυρίων ευρώ. Το πρόγραμμα αυτό:
– διατηρεί τις ίδιες ακριβώς, προβληματικές και αναποτελεσματικές, δομές και μορφές υλοποίησης επιμορφωτικών προγραμμάτων,
– δεν επιφέρει καμία αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο της επιμόρφωσης, έτσι ώστε την επομένη της ολοκλήρωσής του το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να έχει διαμορφώσει νέες βιώσιμες δομές επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών
– δεν συνδέει τη συνεχιζόμενη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, που υπηρετούν ήδη με την αρχική τους εκπαίδευση, ώστε να διαμορφωθεί ένα συνεχές ανανέωσης των επιστημονικών τους γνώσεων
– Υιοθετεί μια αμφίβολης αποτελεσματικότητας μεθοδολογία, η οποία ήδη προκαλεί έντονες αντιδράσεις στους εκπαιδευτικούς της πράξης
– Παρέχει ένα επιμορφωτικό υλικό, η δομή και το περιεχόμενο του οποίου αποδεικνύουν περίτρανα και την προχειρότητα του εγχειρήματος και τη μηδαμινή συμβολή του στην επιστημονική αναβάθμιση της διδασκαλίας των γνωστικών αντικειμένων, που διδάσκονται στην εκπαίδευση
Η ΠΟΣΔΕΠ, διαπιστώνει με λύπη της ότι παρά την κριτική, που άσκησε παράλληλα με άλλες εκπαιδευτικές οργανώσεις στο Πρόγραμμα της Μείζονος Επιμόρφωσης (Βλέπε, απόφαση 5ης Συνεδρίασης Διοικούσας Επιτροπής 9-10-2010 και Απόφαση της 8ης Συνεδρίασης Εκτελεστικής Γραμματείας 17-6-2010), το Υπουργείο Παιδείας και το υπό κατάργηση Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, προχωρούν, χωρίς καμιά αλλαγή, στην υλοποίηση του αρχικού σχεδίου, το οποίο παρουσιάζει σοβαρότατες αδυναμίες στους στόχους αλλά και στις διαδικασίες υλοποίησης.
Για τους παραπάνω λόγους προτείνεται, την ύστατη αυτή στιγμή, να διακοπεί αμέσως η υλοποίηση του προγράμματος της Μείζονος Επιμόρφωσης και να υπάρξει ένα ριζικός ανασχεδιασμός του προγράμματος αυτού, ο οποίος θα συνδυαστεί με τη διαμόρφωση μιας συγκροτημένης επιμορφωτικής πολιτικής.
Λίγο διάβασμα εξωσχολικών βιβλίων, μεγάλη χρήση υπολογιστή και η τηλεόραση σε πρώτο πλάνο. Αυτή μοιάζει να είναι η καθημερινότητα των μαθητών γυμνασίου, εκτός φυσικά από τις ώρες που αφιερώνουν στα μαθήματά τους και τις ώρες των φροντιστηρίων. Ειδικότερα, η έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου απέδειξε τα ακόλουθα:
– Η σχέση των μαθητών με το βιβλίο δεν φαίνεται να είναι αρκετά στενή. Πάνω από τους μισούς μαθητές (συνολικό ποσοστό 54,6%) δηλώνουν ότι διαβάζουν στο σπίτι τους βιβλία λίγες φορές (41,3%) ή καθόλου (13,3%). Στον αντίποδα, το 19,7% δήλωσε ότι διαβάζει βιβλία πολύ συχνά και το 25,7% αρκετά συχνά. Μάλιστα, παρατηρείται τάση σταδιακής μείωσης των θετικών προς το βιβλίο απαντήσεων όσο το παιδί ανεβαίνει τάξεις. Παρότι ο περιορισμός της φιλαναγνωσίας είναι ανεξάρτητος από την κοινωνική προέλευση των παιδιών, τα κορίτσια υπερτερούν σημαντικά των αγοριών.
– Μοιρασμένοι είναι οι μαθητές γυμνασίου ως προς τον κινηματογράφο και το θέατρο. Το 43,1% δήλωσε ότι παρακολουθεί λίγες φορές, το 29,8% αρκετά συχνά, το 19,2% πολύ συχνά και το 7,9% καθόλου. Βέβαια, στην ερώτηση αυτή η απάντηση εξαρτάται από το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, τον τόπο διαμονής της καθώς και την ηλικία του παιδιού.
– Εξπέρ στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι οι 15χρονοι. Σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις (ακριβές ποσοστό 73%) απάντησαν ότι ξέρουν να χρησιμοποιούν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή πολύ καλά (33%) και αρκετά καλά (40%), κάτι που αν και δεν μετρά με βεβαιότητα το πραγματικό επίπεδο των γνώσεών τους στους υπολογιστές, αποδεικνύει όμως την αυξημένη ενασχόλησή τους με αυτούς. Αλλωστε, μόλις το 3% απάντησε καθόλου και το 24% λίγο, κάτι που υποδεικνύει ότι σχεδόν όλα τα παιδιά έχουν σήμερα κάποια εξοικείωση με τους υπολογιστές. Οι παραπάνω απαντήσεις ενισχύουν την πρόθεση του υπ. Παιδείας να συνδυαστεί η διδασκαλία των μαθημάτων με τη χρήση των υπολογιστών και του Διαδικτύου.
– Θετικά είναι τα παιδιά απέναντι στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο αλλά και τις εφημερίδες – μέσα που επηρεάζουν τη χρήση της γλώσσας από τους μαθητές. Οι δύο στους τρεις μαθητές (66%) βρίσκουν αρκετά συχνά (40,3%) ή πολύ συχνά (25,7%) θέματα που τους ενδιαφέρουν σε εφημερίδες, ραδιόφωνο και τηλεόραση, ενώ περίπου ένας στους τρεις (31,2%) βρίσκει ενδιαφέρον ελάχιστα συχνά και το 2,7% καθόλου.
Η γνώμη εκπαιδευτικών
Παρότι οι μαθητές εκτιμούν ότι τα καταφέρνουν στη χρήση της γλώσσας, οι εκπαιδευτικοί είναι πιο αυστηροί, έχοντας φυσικά υπόψη και τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας και τις τεχνικές παραμέτρους του μαθήματος των Νέων Ελληνικών. Συγκεκριμένα:
– Οι καθηγητές απαντούν ότι οι Ελληνες μαθητές πάσχουν στη χρήση σύνθετων και παράγωγων λέξεων – κάτι που δείχνει το φτωχό λεξιλόγιο. Σχεδόν οι δύο στους τρεις απάντησαν ότι οι μαθητές τους χρησιμοποιούν λίγο ή καθόλου σύνθετες λέξεις στις εργασίες τους και μόνο ο ένας στους τρεις απάντησε θετικά (αρκετά ή συχνά).
– Η πλειοψηφία (περί το 55%) δήλωσε ότι οι μαθητές χρησιμοποιούν λίγο ή καθόλου τα γλωσσικά τους εφόδια στις προφορικές εργασίες, που τους ανατίθενται. Από το υπόλοιπο 45%, η συντριπτική πλειονότητα απάντησε «αρκετά» και ελάχιστοι «πολύ».
– Οι καθηγητές απαντούν ότι οι μαθητές κάνουν τα περισσότερα λάθη στα ρήματα και ακολουθούν τα ουσιαστικά, τα επίθετα και η στίξη.
Πληροφορήθηκα ότι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ανανέωσε την πρόσκλησή του προς τους εκπαιδευτικούς για “καλές πρακτικές”. Διευκρινίζει ότι δεν προβλέπεται αμοιβή αλλά μόνο ο κότινος. Παρήλθαν οι εποχές των παχιών αγελάδων, συγγνώμη Πλειάδων, Νηρηίδων, Χρυσαλλίδων και άλλων τινών εντόμων που κατέφαγαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Στέρεψε το κέρας της Αμάλθειας. Τώρα περάσαμε στις ισχνές αγελάδες. Δεν μας είπαν βέβαια ποτέ που πήγαν τα λεφτά… Γιατί στον μαθητή δεν έφθασαν…
Υποθέτω ότι όλες αυτές οι καλές πρακτικές θα καταλήξουν σε ένα νέο χώρο που σχεδιάζει το Π.Ι. αφού εξασφάλισε και τη διεύθυνση. Και που φυσικά ανταγωνίζεται το e-yliko, την επίσημη εκπαιδευτική πύλη του ΥΠΕΠΘ (το οποίο ειρρήσθω εν παρόδω έχει να ανανεώσει το υλικό της τρία χρόνια τώρα;) Αν είχαν και έναν πίνακα στο e-yliko με τις προσθήκες θα γνωρίζαμε τι προτάσεις έχει υποδεχθεί, αλλά φαίνεται αυτό παραμένει επτασφράγιστο μυστικό.
Από την άλλη το υλικό της επιμόρφωσης Β΄επιπέδου και τα παραγόμενα σχέδια μαθημάτων των επιμορφούμενων καταλήγουν σε άλλη δικτυακή αποθήκη την Ιφιγένεια (τυχαίο; δε νομίζω) που τη χειρίζεται το ΕΑΙΤΥ.
Κι έτσι συνεχίζεται η ανόητη τακτική με τα παραμάγαζα. Ο καθείς οργανισμός/ινστιτούτο, διαθέτει την πραμάτεια του και εισπράττει τα εύσημα. Εστω ότι ο αθώος εκπαιδευτικός ψάχνει κάτι για να το χρησιμοποιήσει στο μάθημά του, είναι υποχρεωμένος να βγει στη γύρα σε όλα αυτά τα μαγαζάκια. Η ειδεχθής λεπτομέρεια είναι ότι αυτό που προβάλλουν – το δυνατό σημείο κάθε τέτοιου δικτυακού τόπου, το περιεχόμενο- δεν είναι δικιά τους πραμάτεια αλλά το υπερπροιόν της εργασίας των εκπαιδευτικών.
Η πολιτεία κάθε φορά θεωρεί ότι οι εκπαιδευτικοί οφείλουν για την πατρίδα (ρε…μπιμπ) να το διαθέσουν δωρεάν. Πως το λένε στο χωριό μου “ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι”. Θα ήθελα να μάθω πόσα χρήματα έχουμε πληρώσει για κάθε λογής πύλες και πόσα για περιεχόμενο την τελευταία δεκαετία. Πιστεύω θα είναι ενδιαφέρον.
«Είναι δύσκολο μάθημα που θέλει… παπαγαλία». Αυτό, εν ολίγοις, παραδέχεται η πλειονότητα των εκπαιδευτικών για το μάθημα της Ιστορίας, υποστηρίζοντας ότι η επιτυχία έρχεται μέσα από την αποστήθιση της διδακτέας ύλης… Οσο για τις περιόδους στις οποίες δίνουν βάρος οι καθηγητές και ενδιαφέρουν περισσότερο τους μαθητές είναι εκείνες που σχετίζονται «αμιγώς» με την ελληνική ιστορία και όχι με τη συγκριτική παρουσίαση των ιστορικών περιόδων. Αυτό, έστω κι αν οι περισσότεροι καθηγητές υποστηρίζουν ότι η Ιστορία διδάσκεται ώστε οι μαθητές να αποκτήσουν, κυρίως, ιστορική κρίση και συνείδηση, ενώ λιγότεροι καθηγητές προτάσσουν ως στόχο τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης και ταυτότητας.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, η οποία δείχνει ότι η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να αλλάξει καθώς ο χαρακτήρας της είναι στείρος. Ειδικότερα, η έρευνα (με επιστημονική υπεύθυνο την κ. Αναστασία Κυρκίνη l Κούτουλα, και τη συμμετοχή της κ. Εφης Αργυρού, του κ. Δημητρίου Γιαννακόπουλου και της κ. Βασιλικής Σακκά) πραγματοποιήθηκε με συμμετοχή 971 φιλολόγων που έχουν διδάξει σε λύκεια, τα οποία επελέγησαν αντιπροσωπευτικά από όλους τους νομούς. Τα βασικότερα συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα:
– Οι δύο στους τρεις (ακριβές ποσοστό 67,5%) εκπαιδευτικοί θεωρούν τη διδασκαλία της Ιστορίας αρκετά ή πολύ δύσκολη. Ετσι, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση την διδάσκουν οι εμπειρότεροι καθηγητές ηλικίας 56 έως 65 ετών.
– Η συντριπτική πλειονότητα των καθηγητών χρησιμοποιεί για τη διδασκαλία μόνο το σχολικό εγχειρίδιο. Για παράδειγμα, μόλις το 6% χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο ως εναλλακτική πηγή. Και αυτό παρότι αρκετοί καθηγητές αναφέρουν ότι τα βιβλία Ιστορίας στο λύκειο είναι δυσνόητα, με ύλη συμπυκνωμένη και κουραστική.
– Εύλογο είναι, λοιπόν, τα παιδιά να ωθούνται στην… παπαγαλία. Αλλωστε, ο ένας στους δύο εκπαιδευτικούς (52,10%) δήλωσε ότι ο βαθμός στην Ιστορία στις πανελλαδικές εξετάσεις εξαρτάται «από την αποστήθιση της εξεταστέας ύλης».
– Η Σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας, η Νεότερη Ιστορία και η Κλασική αρχαιότητα είναι οι πρώτες ενότητες που, σύμφωνα με τους καθηγητές, θα πρέπει να διδάσκονται οπωσδήποτε στο λύκειο. Αντίθετα, σε δεύτερη μοίρα βρίσκονται ενότητες για τη Ρωμαϊκή Περίοδο, τον Μεσαίωνα, Ανατολικούς Πολιτισμούς, το Ισλάμ, την Κίνα, τη Λατινική Αμερική. Οπως αναφέρουν οι ερευνητές, η στάση των εκπαιδευτικών είναι τοπικιστική και ελληνοκεντρική.
– Για τη διαμόρφωση της στάσης αυτής συμβάλλουν και οι σπουδές στο πανεπιστήμιο, όπου διδάσκονται κυρίως οι περίοδοι της ελληνικής ιστορίας. Από την άλλη, τα πανεπιστημιακά τμήματα της Ιστορίας στις φιλοσοφικές σχολές δεν προσφέρουν επαρκή μαθήματα διδακτικά της Ιστορίας, με αποτέλεσμα το μάθημα να γίνεται ανιαρό και οι «οπαδοί του» να φυλλορροούν. Ετσι, όλο και λιγότεροι μαθητές λυκείου την επιλέγουν για τις πανελλαδικές εξετάσεις…
Χρόνια τώρα τονίζουμε την αναγκαιότητα συμμετοχής μας στην online εγκυκλοπαίδεια. Βέβαια το Π.Ι. παρέμενε επιφυλακτικό… Τώρα το θα πουν;
Πρόσκληση για την ανάπτυξη ανοικτού ψηφιακού περιεχομένου στις θεματικές περιοχές των σπουδών των φοιτητών, που θα διατίθεται ελεύθερα σε όλους μέσα από το Διαδίκτυο, απηύθυνε χθες το υπουργείο Παιδείας. Το νέο αυτό περιεχόμενο θα εμπλουτίσει την ελληνική έκδοση της ανοικτής online ψηφιακής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia (Βικιπαίδεια, http://el.wikipedia.org/). «Στόχος είναι η ελληνική έκδοση της Wikipedia να γίνει μία από τις καλύτερες διεθνώς, ξεπερνώντας τα 100.000 λήμματα, με τη συστηματική προσθήκη νέου εκπαιδευτικού περιεχομένου» αναφέρεται στην ανακοίνωση του υπουργείου. Η ανάπτυξη και η αξιολόγηση του περιεχόμενου θα γίνει με ανοικτή διαδικασία.
Η βελτίωση της ποιότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων καθώς είναι ένας από τους στρατηγικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποτέλεσε το ερέθισμα για την εκπόνηση από το 2005 σχετικής μελέτης από το Τμήμα Ποιότητας της Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Το έργο ολοκληρώθηκε το 2008 με τη δημοσίευση σχετικού τόμου 608 σελίδων.Ο ορισμός της ποιότητας της εκπαίδευσης, και κατά συνέπεια η αποτίμησή της, είναι δύσκολο και πολύπλοκο εγχείρημα, διότι επηρεάζεται από τις κοινωνικές και ιστορικές συγκυρίες, από πολιτικές επιλογές και από τις απαιτήσεις για ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης που έχουν οι εμπλεκόμενες στο ζήτημα ομάδες. Η αποτύπωση της κατάστασης του εκπαιδευτικού μας συστήματος, όπως διερευνήθηκε από τη μελέτη και αξιολογήθηκε από την έρευνα σε 100 σχολικές μονάδες από όλη τη χώρα, αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, ένα διοικητικό πλαίσιο αυστηρά ιεραρχικό που καθιστά τη σχολική μονάδα αδρανή και εσωστρεφή, με περιορισμένα κίνητρα βελτίωσης. Παράλληλα, η ελλιπής χρηματοδότηση, η απουσία διαδικασιών αξιολόγησης και η αδυναμία αποτελεσματικής αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν στην πράξη μηχανισμούς που καταπνίγουν κάθε αξιόλογη επιμέρους προσπάθεια. Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών θεωρούν αναγκαία την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου. Ωστόσο, εκφράζουν δυσπιστία ως προς τις διαδικασίες και τους φορείς της αξιολόγησης και προσβλέπουν σε ένα σύστημα που θα εξασφαλίζει τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών. Τεκμηριώνουν, δε, τη δυσπιστία τους με αρνητικά σχόλια που αφορούν την ποιότητα της επιμόρφωσης ή την έλλειψή της με αναφορά, κυρίως, σε θέματα που σχετίζονται με την επικαιροποίηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών.
Oλα δείχνουν ότι η προεκλογική υπόσχεση του 2004, «ένας υπολογιστής για κάθε μαθητή», γίνεται πραγματικότητα. Οπως ανακοίνωσε χθες ο κ. Αρης Σπηλιωτόπουλος 126.000 μαθητές της Α΄ Γυμνασίου πρόκειται να λάβουν από το υπουργείο Παιδείας ένα εκπτωτικό κουπόνι αξίας 450 ευρώ για την αγορά φορητού υπολογιστή.
Είναι μια σημαντική και ευεργετική για την παιδεία απόφαση, αλλά επειδή έχουμε καεί στον χυλό της ελληνικής γραφειοκρατίας, λέμε: είθε να πραγματοποιηθεί η εξαγγελία και τα πρωτάκια του Γυμνασίου να μπουν με φορητούς υπολογιστές στην τάξη τους.
Η σημαντική όμως αυτή απόφαση σκιάζεται από μια λεπτομέρεια. Σύμφωνα με τις εξαγγελίες το κράτος θα δώσει στα παιδιά ένα κουπόνι των 450 ευρώ για να αγοράσουν έναν υπολογιστή (σχεδόν) της αρεσκείας τους. Και το κουπόνι θετικό είναι. Αντί να γίνονται δημόσιοι μειοδοτικοί διαγωνισμοί για την προμήθεια 126.000 υπολογιστών, οι οποίοι αναγκαστικά θα δημιουργήσουν καθυστερήσεις, ενστάσεις, εντάσεις, διαφθορά κ.λπ., το κράτος (από την εποχή που το ΠΑΣΟΚ ήταν κυβέρνηση) ασπάστηκε τη μέθοδο του «νεοφιλελεύθερου» κουπονιού: η πολιτεία ενισχύει τον πολίτη κι αυτός επιλέγει πώς θα ξοδέψει την ενίσχυση. Αντί να επιλέγει ένας απρόσωπος γραφειοκρατικός μηχανισμός ποιον υπολογιστή πρέπει να έχουν τα παιδιά της πρώτης Γυμνασίου, αφήνει στα παιδιά και τους γονείς το δικαίωμα να διαλέξουν.
«Δικαίωμα να διαλέξουν», είπαμε; Περίπου, διότι για πρώτη φορά από τότε που εφαρμόζεται η μέθοδος του κουπονιού μπαίνει πλαφόν προς τα πάνω! Μέχρι τώρα, όποτε το κράτος αποφάσιζε να ενισχύει τους πολίτες για να γευτούν τα αγαθά της πληροφορικής κοινωνίας έδινε ένα κουπόνι για να μπορεί να αγοράσει κάποιος τα βασικά κι από κει και πέρα, ο πολίτης αν ήθελε μπορούσε να βάλει κάτι από την τσέπη του για να πάρει κάτι καλύτερο. Ετσι γίνεται χρόνια με τους φοιτητές και είναι εξαιρετικά επιτυχημένο: όλοι έχουν πρόσβαση στην πληροφορική κοινωνία, αλλά αν κάποιος θέλει να έχει λίγη περισσότερη πρόσβαση (π.χ. ένα ταχύτερο υπολογιστή) δεν του παίρνουμε και το κεφάλι.
Ομως, κάποιοι φωστήρες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (οι οποίοι μάλλον δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ υπολογιστή στη ζωή τους), αποφάσισαν το παλφόν: όποιο παιδί ενισχυθεί με το κουπόνι των 450 ευρώ δεν μπορεί να τσοντάρει 50 ευρώ από το χαρτζιλίκι του, για να αποκτήσει υπολογιστή με π.χ. μεγαλύτερο σκληρό δίσκο. Τι λογική έχει αυτή η πρόνοια;
Στην αρχή υποπτευθήκαμε διαφθορά. Επειδή ο όρος αυτός εκ των πραγμάτων αποκλείει τους προμηθευτές που έχουν τα καλά και ακριβά μηχανήματα, φανταστήκαμε ότι ο διαγωνισμός φωτογραφίζει τους άλλους που πουλούν τα φθηνά. Κάναμε λάθος. Η πρόνοια αυτή έχει να κάνει με την παλαιοσυντηρητική άποψη της… σχολικής ποδιάς. Το σκεπτικό του Ινστιτούτου ήταν να μην δημιουργηθούν ανισότητες μέσα στην τάξη και όπως ακριβώς υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της ποδιάς η ελευθερία θα κάνει «τα παιδιά να ασχολούνται με το ποιος έχει μεγαλύτερη οθόνη και καλύτερο δίσκο». Εστη επιχειρείται να επιβληθεί μια συντηρητικού τύπου ομοιομορφία.
Είπαμε να μπούμε με το δεξί στην πληροφορική κοινωνία, αλλά όχι μ’ αυτό το δεξί…
Με διαφορετικές προτάσεις θα καθίσουν από τον Σεπτέμβριο στο τραπέζι του διαλόγου το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ) κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης.
Η διαφοροποίηση στις θέσεις, μάλιστα, αφορά το πιο δύσκολο κομμάτι του διαλόγου: τη δομή του λυκείου και το νέο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. «Η βασική μέριμνά μας είναι να δοθεί βάρος στα ποιοτικά στοιχεία του εκπαιδευτικού έργου στο γυμνάσιο και το λύκειο. Δεν κατανοώ, όμως, γιατί πρέπει να βρούμε κάτι συνταρακτικό. Δεν θα ανακαλύψουμε την πυρίτιδα» ανέφερε χθες στην «Κ» ο πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου κ. Σωτήρης Γκλαβάς, δίνοντας το στίγμα των προθέσεων του Π.Ι.
Ειδικότερα, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο προτείνει να αναζητηθεί μία μέση λύση, που να λαμβάνει υπόψη τον στόχο για αναβάθμιση του ρόλου του λυκείου αλλά και την ανάγκη των μαθητών να προετοιμασθούν για τις πανελλαδικές εξετάσεις. «Πώς μπορούμε να ζητήσουμε από τον μαθητή της Β΄ λυκείου να μη δώσει βάρος στα μαθήματα που θα εξετασθεί για τις εξετάσεις;» λέει ο κ. Γκλαβάς, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να μην υπάρχει ανταγωνισμός (και ό,τι αυτός συνεπάγεται) μεταξύ των υποψηφίων όσο ο αριθμός των θέσεων στα ΑΕΙ θα είναι συγκεκριμένος, χωρίς ελεύθερη πρόσβαση.
Ειδικότερα, οι θέσεις του Π.Ι. σε σχέση με τις προτάσεις του κ. Μπαμπινιώτη είναι οι ακόλουθες:
l Για το ζήτημα της δομής του λυκείου, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο τονίζει ότι το λύκειο πρέπει να ανακτήσει τον ουσιαστικό του ρόλο στη μέση εκπαίδευση. Τώρα είναι μία «εξεταστική πύλη προς τα ΑΕΙ», καθώς οι μαθητές αδιαφορούν για τα περισσότερα μαθήματα του λυκείου και ενδιαφέρονται μόνο για εκείνα των πανελλαδικών εξετάσεων. «Πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος του λυκείου, χωρίς να αγνοούμε όμως ότι ο μαθητής πρέπει να προετοιμασθεί για τις πανελλαδικές» λέει ο κ. Γκλαβάς. Ετσι, για την Α΄ λυκείου προτείνεται η ύπαρξη ομάδας υποχρεωτικών μαθημάτων Γενικής Παιδείας και υποχρεωτικών μαθημάτων επιλογής, ενώ από τη Β΄ λυκείου οι μαθητές θα εισέρχονται σε κατευθύνσεις παράλληλα με τα μαθήματα Γενικής Παιδείας.
Βέβαια, η αναβάθμιση του λυκείου εξαρτάται άμεσα από το νέο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων που θα επιλεγεί. Το Ινστιτούτο απορρίπτει τη λογική των συνεχών εξετάσεων που θα προκαλέσουν άγχος στους μαθητές και τους γονείς, οι οποίοι -λόγω των εξετάσεων- θα συνεχίσουν με την ίδια ένταση να προστρέχουν στα φροντιστήρια. Αντίθετα, το Π.Ι. επιλέγει έναν εξορθολογισμό του υπάρχοντος συστήματος και προτείνει τη μείωση του αριθμού των κατευθύνσεων που μπορούν να επιλέξουν οι μαθητές από τρεις σε δύο (η πρώτη για τις ανθρωπιστικές επιστήμες και η δεύτερη για τις θετικές επιστήμες). Αντίθετα, έως τώρα ο κ. Μπαμπινιώτης απορρίπτει την πρόταση για ύπαρξη κατευθύνσεων εντός του λυκείου, ζητώντας άρδην αλλαγές (και όχι βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος), με στόχο ένα λύκειο πλήρως απεξαρτημένο από κύκλους σπουδών.
Τη δημιουργία ενός συστήματος αξιολόγησης (εσωτερικής και εξωτερικής) στη σχολική διαδικασία και με τη συμμετοχή όλων όσοι εμπλέκονται (διδάσκοντες, μαθητές κ.ά.) συζήτησε χθες το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ), εισηγούμενο μάλιστα την ίδρυση μιας αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής.
Με βάση τις (κοινοποιημένες) προτάσεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που μεταξύ άλλων προβλέπουν διαδικασίες αξιολόγησης εκπαιδευτικών και μαθητών, ενδελεχείς, επαναλαμβανόμενες και σε άμεση συνάρτηση με την εξέλιξη των πρώτων και την προαγωγή των δεύτερων (προβλέπονται «φάκελος» μαθητή, τεστ σε περιφερειακό επίπεδο κ.ά.), τα μέλη του ΣΠΔΕ διαπίστωσαν την ανυπαρξία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού μας συστήματος και την ανάγκη άμεσης δρομολόγησής της. Ανάγκη που έχει δείξει να συμμερίζεται και το υπουργείο Παιδείας, επαναλαμβάνοντας ανεπίσημα τις προθέσεις για γρήγορη εφαρμογή των προτάσεων που θα δεχτεί. Υπό την προεδρία, πάντα, του καθηγητή Μπαμπινιώτη, χθες στο Συμβούλιο επισημάνθηκε ότι «η αξιολόγηση αποτελεί κεντρικό θέμα, το οποίο συνδέεται άμεσα με όλους τους παράγοντες ποιότητας στην εκπαίδευση. Είναι θεμελιώδης παράμετρος κάθε εκπαιδευτικής στρατηγικής, διέπει ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα και σχετίζεται με τους στόχους και τα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής πρακτικής». Στην ίδια συνεδρίαση συζητήθηκαν οι προϋποθέσεις για επιτυχή εισαγωγή της αξιολόγησης στη σχολική διαδικασία με έμφαση στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Η υιοθέτηση του «πολλαπλού» ή εναλλακτικού βιβλίου είναι η πρόταση του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που συνεδρίασε χθες υπό την προεδρία του καθηγητή κ. Γ. Μπαμπινιώτη. Κατά τη χθεσινή του συνεδρίαση το συμβούλιο συζήτησε για το θέμα των σχολικών βιβλίων σε συνάρτηση με τα νέα αναλυτικά προγράμματα και αποφάσισε να προτείνει περισσότερα του ενός εγκεκριμένα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο βιβλία τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διδακτικά για κάθε μάθημα. Το βιβλίο που θα διδάσκεται σε κάθε επιστημονικό αντικείμενο θα επιλέγεται από κάθε σχολείο και τον σύλλογο διδασκόντων του. Θα χορηγείται δωρεάν ένα μόνο από τα εγκεκριμένα εναλλακτικά βιβλία, αλλά μέσω των σχολικών βιβλιοθηκών και του Ιnternet θα ενθαρρύνονται οι δάσκαλοι και οι μαθητές να ανατρέχουν κατά την καθημερινή διδασκαλία σε περισσότερα του ενός βιβλία.
Η πρόταση του συμβουλίου βέβαια θα συνδυαστεί με την αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας μέσα στην τάξη και τη δυνατότητα μεγαλύτερης ευελιξίας στον εκπαιδευτικό, αλλά και με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και των δυνατοτήτων που προσφέρονται μέσω Διαδικτύου. Παράλληλα, τα μέλη του συμβουλίου τάχθηκαν χθες υπέρ της υιοθέτησης «φακέλου» προς τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς με υποστηρικτικό υλικό των βιβλίων τους.
Η συγγραφή των σχολικών βιβλίων θα μπορεί να γίνεται από φυσικά πρόσωπα, ομάδες φυσικών προσώπων, εκδοτικούς οίκους, ύστερα από σχετική πρόσκληση ενδιαφέροντος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και στη βάση των αντίστοιχων αναλυτικών προγραμμάτων των σχολείων. Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο θα έχει και την ευθύνη για την αξιολόγηση των βιβλίων βάσει κριτηρίων (περιεχόμενο, παιδαγωγική προσέγγιση, οργάνωση κειμένου, εικονογράφηση, γλώσσα κτλ.) που θα ανακοινώνονται εγκαίρως στους υποψήφιους συγγραφείς. Η πρόταση που κατατέθηκε για τη χρήση «ηλεκτρονικού βιβλίου» δεν υιοθετήθηκε χθες από τα μέλη του συμβουλίου, ενώ δεν έγινε δεκτή ούτε πρόταση για την ύπαρξη ενός βιβλίου του Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, όπως ισχύει σήμερα, με την ενίσχυσή του με πληροφοριακό υλικό από το Διαδίκτυο, τις σχολικές βιβλιοθήκες κτλ.
Ο Νίκος Φωτόπουλος ερευνητής σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής προσεγγίζει σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία το θέμα της ποιότητας στην εκπαίδευση.
Η «ποιότητα» στην εκπαίδευση αποτελεί απαίτηση όλων. Ιδιαίτερα σήμερα που η εκπαίδευση είναι μαζική, ταχύτατα αναπτυσσόμενη και προϋποθέτει το συντονισμό, την ενεργοποίηση αλλά και τη συνέργια πολλών παραγόντων. Αναλυτικά προγράμματα, σχολικά εγχειρίδια, κτίρια και τεχνολογικός εξοπλισμός, διδακτικές μέθοδοι, διοικητικοί και υποστηρικτικοί μηχανισμοί, βασική κατάρτιση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, κρατική χρηματοδότηση, μοντέλα διοίκησης και οργάνωσης της σχολικής μονάδας αποτελούν μερικές μόνο από τις παραμέτρους που συνθέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται να πραγματωθεί η εκπαιδευτική πράξη, επηρεάζοντας ταυτόχρονα την ουσία και την αποτελεσματικότητά της.
Η ποιότητα στην εκπαίδευση και ο σχετικισμός του περιεχομένου της
Είναι σαφές ότι η οποιαδήποτε προσέγγιση της ποιότητας στην εκπαίδευση σχετίζεται με το «πεδίο ορισμού» της, το τι δηλαδή θεωρούμε ως κοινωνία ποιότητα και ποια είναι τα συστατικά της στοιχεία. Είναι ευνόητο ότι ο ορισμός της ποιότητας είναι προβληματικός, γιατί η ίδια η έννοια από μόνη της δεν είναι ούτε πολιτικά αθώα ούτε κοινωνικά ουδέτερη. Αντίθετα, συναρτάται από τους στόχους και τις στρατηγικές προτεραιότητες που ένα εκπαιδευτικό σύστημα θέτει καθώς και τις πρακτικές που αυτό χρησιμοποιεί για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της ποιότητας δεν αποτελεί μια διαχρονική σταθερά, την οποία θα πρέπει a priori να αποδεχθούμε, αντίθετα συνιστά μια κοινωνική μεταβλητή την οποία θα πρέπει διαρκώς να σμιλεύουμε παλεύοντας ταυτόχρονα να συν-διαμορφώνουμε το περιεχόμενο και τη δυναμική της.
Χαρακτηριστική, στην περίπτωση αυτή, είναι η πρόσφατη έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που φέρνει στο προσκήνιο τον προβληματισμό αυτό, επιχειρώντας ουσιαστικά μια σύγχρονη προσέγγιση της έννοιας της ποιότητας στην εκπαίδευση μέσα από τις απόψεις γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών.
Απαισιοδοξία, απογοήτευση, δυσθυμία: συνώνυμα του εκπαιδευτικού μας συστήματος
«Πώς θα διδάξω σε παιδιά της α΄ γυμνασίου αρχαία ελληνική γραμματεία, νεοελληνική λογοτεχνία, ιστορία και τα υπόλοιπα, όταν έρχονται στο γυμνάσιο γνωρίζοντας το τουρκικό αλφάβητο -και όχι πάντα- και καθόλου το ελληνικό; Δεν λέω, διά της νοηματικής κάτι καταφέρνουμε, αλλά τα υπόλοιπα δεν είναι αρκετά για το σχολείο»…
Η κ. Ζηνοβία Ματσούδη, καθηγήτρια του γυμνασίου Γλαύκης, μιλάει στην «Κ» για τα αξεπέραστα εκπαιδευτικά προβλήματα που δεν αντιμετωπίζονται από την πολιτεία, αφού προγράμματα, όπως αυτό της Εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων, ποτέ δεν ενσωματώθηκαν στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Ωστόσο, εκπαιδευτικοί και μαθητές δεν το βάζουν κάτω. Τα παιδιά του χωριού Γλαύκη -που ανήκουν στη μειονότητα της Θράκης- βραβεύθηκαν το περασμένο Σάββατο στην Παλιά Βουλή για την εφημεριδούλα τους «Μαθητικές Σκέψεις».
Εντατική προσπάθεια
Το Πρόγραμμα Εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων, στη διάρκεια της δεκαετούς ζωής του (1997 – 2008) μείωσε τη σχολική διαρροή στην υποχρεωτική εκπαίδευση από 65% το 2000 σε 30% το 2007, τετραπλασίασε την πρόσβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αύξησε κατά 65% την πρόσβαση στο Λύκειο. Σήμερα, όμως, δεν εφαρμόζεται, καθώς έχει διακοπεί η χρηματοδότησή του. «Οι αρμόδιοι φορείς πρέπει να μεριμνήσουν», σημειώνει στην «Κ» η κ. Ματσούδη. «Δεν μπορείς να αποκλείεις κάποιον γλωσσικά ή πολιτισμικά και να μιλάς για ένταξη. Πρέπει να γίνει εντατική προσπάθεια ώστε να χρησιμοποιούνται εγχειρίδια διαφορετικά από αυτά του Οργανισμού Σχολικών Βιβλίων. Η μόνη συστηματική προσπάθεια που γνωρίσαμε εμείς, οι εκπαιδευτικοί της Θράκης, είναι της κ. Φραγκουδάκη (σ.σ.: από τους δημιουργούς του προγράμματος). Τα εγχειρίδια αυτά, που ενδεχομένως έχουν τις αδυναμίες τους, έγιναν με τη συναίνεση των εκπαιδευτικών και δοκιμάστηκαν μέσα στην τάξη. Στόχος της εκπαίδευσης δεν είναι να χτίζουμε μόνο σχολεία. Το σχολικό συγκρότημα γυμνασίου και λυκείου στην περιοχή δημιουργήθηκε έπειτα από πολυετή αγώνα το 2000. Πριν, τους μαθητές φιλοξενούσαν τα καφενεία και τα μπακάλικα. Ομως, δεν μας αρκούν οι τοίχοι. Σχολεία χωρίς εκπαιδευτικά προγράμματα, που να είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες των μαθητών, δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά».
Η κ. Ματσούδη και κάποιοι συνάδελφοί της προσπαθούν, πολλές φορές αποκλίνοντας από τις υποδείξεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, να μάθουν στα παιδιά να διαβάζουν και να γράφουν ελληνικά. «Πώς μπορώ να διδάσκω, όταν δεν με καταλαβαίνει κανένας;», σημειώνει η κ. Ματσούδη. «Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε τμήμα ένταξης στο σχολείο. Καλό είναι τέτοια τμήματα να δημιουργηθούν σε όλα τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διότι οι μαθητές είναι ίσοι, αλλά δεν είναι όμοιοι». Και καταλήγει η κ. Ματσούδη: «Αντί να δούμε την πραγματικότητα, το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να μην παρεκκλίνουμε από τις οδηγίες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Ολοι, όταν μιλούν για Πομάκους, μιλούν μόνο με πολιτικούς όρους. Εχουμε βαρεθεί αυτό το παραμύθι με τους Πομάκους. Είναι άμεσο και επιβεβλημένο να ληφθούν μέτρα για τα παιδιά που δεν έχουν ως μητρική γλώσσα την ελληνική»…
Επιτυχημένο πρόγραμμα
Μπορεί στην Ελλάδα το πρόγραμμα να καταργήθηκε, διότι τελείωσαν τα χρήματα από το Α΄, το Β΄ και Γ΄ ΕΠΕΑΕΚ, όμως οι ξένοι εμπειρογνώμονες έχουν πολύ διαφορετική άποψη. Ο κ. Μισέλ Ουνώ από την Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην πρόσφατη έκθεσή του (21 Απριλίου 2009) για τη «θρησκευτική ελευθερία και άλλα δικαιώματα του ανθρώπου για τις μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Τουρκία και τη μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα», μιλάει με ιδιαιτέρως επαινετικό τρόπο για το πρόγραμμα και χαρακτηρίζει «εξαιρετικά λυπηρό» το γεγονός ότι το υπ. Παιδείας αποφάσισε τη διακοπή του Ιούλιο 2008. Η εμπειρογνώμων των Ηνωμένων Εθνών κ. ΜακΝτούγκαλ, σε δηλώσεις της στις 13 Μαρτίου, συστήνει στην (ελληνική) κυβέρνηση να αποτιμήσει τα θετικά αποτελέσματά του. Οι δημιουργοί του, οι κυρίες Θάλεια Δραγώνα και Αννα Φραγκουδάκη, είχαν προσκληθεί τον περασμένο Δεκέμβριο στη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών προκειμένου να το παρουσιάσουν ως μια από τις καλύτερες εκπαιδευτικές πρακτικές διεθνώς. Είναι δυνατόν να μην έχει θέση στη χώρα;
Βιβλία «απαγορευμένα» από σχολικούς συμβούλους
Τα διδακτικά βιβλία του ΠΕΜ είναι γραμμένα σε μια αντίληψη τελείως διαφορετική από αυτή των υπαρχόντων, με βάση τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των μαθητών της μειονότητας. Η ύλη είναι διαθεματική: η Ιστορία «επικοινωνεί» με τη Γεωγραφία, τα Μαθηματικά με τη Χημεία. Εκτός από τα βιβλία, το πρόγραμμα περιελάμβανε επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, απογευματινά μαθήματα για 1.000 παιδιά του γυμνασίου το χρόνο και τα Κέντρα Στήριξης Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων. Σε αυτά, τα μαθήματα (για παιδιά δημοτικού και γυμνασίου) γίνονταν τα απογεύματα με πολύ παιχνίδι και ηλεκτρονικούς υπολογιστές, 11,5 μήνες το χρόνο, επτά ημέρες την εβδομάδα. Γινόταν ακόμη συμβουλευτική για γονείς και εκπαιδευτικούς.
Οταν έκλεισαν τα Κέντρα τον περασμένο Ιούλιο, το μισό προσωπικό ήταν από τη μειονότητα, οι γλώσσες εναλλάσσονταν και οι γονείς (πρωτοφανές) είχαν επικοινωνία με το σχολείο των παιδιών τους. Οι μανάδες με μαντίλα πήγαιναν τα παιδιά στο Κέντρο για μάθημα και μετά κατευθύνονταν στην κουζίνα. Εφτιαχναν καφέ, έβγαζαν το βελονάκι κι άρχιζαν κουβεντούλα μεταξύ τους. Ενιωθαν δικό τους ένα χώρο που απ’ έξω έγραφε «Υπουργείο Παιδείας»…Ομως, τα Κέντρα που υποστήριζαν το πρόγραμμα έκλεισαν πέρυσι. Τα βιβλία του γυμνασίου έχουν απομείνει στα ράφια αχρησιμοποίητα και «απαγορευμένα» από τους σχολικούς συμβούλους και τους προϊσταμένους.
Ανάλογα ερωτήματα απασχόλησαν και το δικό μας σύλλογο διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Αλλά αυτό το αίσχος να διακόπτονται όλα τα προγράμματα μόλις σταματήσει η επιδότηση…
Το «κυνήγι της ύλης» σκοτώνει το σχολείο. Μεγάλη έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που παρουσιάζει σήμερα ο ΕΤ, επιβεβαιώνει τις εισηγήσεις που δέχεται ο υπουργός Παιδείας και δικαιώνει το βασικό προσανατολισμό του Συμβουλίου Μπαμπινιώτη για μείωση της ύλης.
Για την ανεπάρκεια του σχολικού χρόνου διαμαρτυρήθηκαν όλοι οι ερωτηθέντες, μαθητές, εκπαιδευτικοί, διευθυντές σχολείων, σχολικοί σύμβουλοι, προϊστάμενοι διευθύνσεων.
Ο χρόνος που αφιερώνεται στη διδασκαλία κάθε μαθήματος δεν επαρκεί για να κατανοήσουν την ύλη οι μαθητές του Λυκείου. Το 57% των ερωτηθέντων απάντησε αρνητικά στη σχετική ερώτηση. Εντελώς διαφορετική είναι η εικόνα όταν απαντούν στην ίδια ερώτηση οι μαθητές των Γυμνασίων.
Το 70% δήλωσε ότι δεν έχει πρόβλημα με την κατανόηση της ύλης.
Για τα σχολικά βιβλία οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν πολλά καλά λόγια. Αν και το 59% θεωρεί ότι τα βιβλία «περιέχουν έγκυρη επιστημονική γνώση», μόνο 4 στους 10 πιστεύουν ότι «ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα των μαθητών και προωθούν την κριτική σκέψη».
Οι 6 στους 10 δεν τα θεωρούν «ευχάριστα από αισθητική άποψη», ενώ οι 7 στους 10 πιστεύουν ότι οι διδακτικές προσεγγίσεις που προτείνουν τα βιβλία «δεν ανταποκρίνονται στις συνθήκες εργασίας της τάξης», είναι εκτός σχολικής πραγματικότητας.
«Απαξιώνονται τα βιβλία και τα παιδιά από την Α’ Δημοτικού. Θέλουν λυσάρι σε κάθε μάθημα (…).
Τα βιβλία είναι έτσι φτιαγμένα ώστε να μη διευκολύνουν την αυτόνομη λειτουργία του μαθητή», είναι η άποψη γονέα που συμμετείχε με συνέντευξή του στην έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Η διδακτική πράξη, συμπέραναν οι ερευνητές, φαίνεται να παραμένει κυρίως στο Λύκειο αρκετά «θεωρητική, παραδοσιακή και προσκολλημένη σε μεθόδους που εν μέρει ανταποκρίνονται στις επίσημες προδιαγραφές». Αυτό συσχετίζεται με παράλληλο συμπέρασμα της έρευνας ότι ο νέος διδακτικός προσανατολισμός που προτείνουν τα σημερινά αναλυτικά προγράμματα σπουδών «δεν φαίνεται να διαμορφώνει ένα νέο εκπαιδευτικό κλίμα στα σχολεία, καθώς οι εκπαιδευτικοί της υποχρεωτικής εκπαίδευσης είναι επιφυλακτικοί ως προς την επιβαλλόμενη καινοτομία».
«Κάποιοι καθηγητές ασχολούνται με συγκεκριμένα παιδιά, αυτά που έχουν υψηλή βαθμολογία, τα άλλα τα παραμελούν», είναι το παράπονο μαθητή που έδωσε συνέντευξη στους ερευνητές του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Εξι στους δέκα καθηγητές του Γυμνασίου και του Λυκείου δηλώνουν ότι «στο ελληνικό σχολείο δεν καλλιεργείται η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών».Οι εξετάσεις Συντριπτικά είναι τα ποσοστά των θετικών απαντήσεων στο ερώτημα εάν η επιτυχία των μαθητών στις εισαγωγικές εξετάσεις οφείλεται κυρίως στη φροντιστηριακή τους προετοιμασία. Θετικά απάντησαν το 71% των δασκάλων, το 56% των καθηγητών Γυμνασίου, το 74% των γονέων.
Σε πείσμα όλων αυτών, οι «θιγόμενοι» από την απαξίωση της δικής τους συμβολής στην επιτυχία των μαθητών τους, οι καθηγητές των Λυκείων, απάντησαν αρνητικά στο παραπάνω ερώτημα σε ποσοστό 63%.
Απογοητευτικά είναι τα αποτελέσματα της έρευνας για τη χρήση των νέων τεχνολογιών στα σχολεία. Το 64% των εκπαιδευτικών απάντησε ότι δεν χρησιμοποιεί εκπαιδευτικό λογισμικό, το 60% δεν χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, αλλά το 57% χρησιμοποιεί εκπαιδευτική πύλη.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Ποιότητας της Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ξεκίνησε το 2005 και ολοκληρώθηκε το 2008.
Ενδιαφέροντα συμπεράσματα προκύπτουν από έρευνα που πραγματοποίησε το Παιδαγωγικό Iνστιτούτο σχετικά με τις αντιλήψεις των καθηγητών για το μάθημα της Iστορίας στο Λύκειο. Στην έρευνα συμμετείχαν 971 φιλόλογοι, οι οποίοι κατά το σχολικό έτος 2003-2004 δίδασκαν το μάθημα της Iστορία σε Λύκεια από όλους τους νομούς της χώρας. Τα αποτελέσματα της έρευνας κρίνεται σκόπιμο να αξιοποιηθούν στον διάλογο για την Παιδεία
Eλληνοκεντρικό και… εσωστρεφή χαρακτήρα έχει το μάθημα της Iστορίας στα ελληνικά σχολεία. Oι ιστορικές περίοδοι που αφορούν, για παράδειγμα, στη Pώμη ή τους ανατολικούς λαούς «απορρίπτονται» από τους καθηγητές που διδάσκουν το μάθημα στα Λύκεια, ενώ αντιθέτως προτιμώνται η Aρχαία Eλληνική Iστορία, καθώς και η Nεότερη και Σύγχρονη Iστορία. Tην ίδια ώρα, φαίνεται πως οι διδάσκοντες αντιμετωπίζουν την Iστορία ως ένα είδος… καταλόγου πληροφοριών του παρελθόντος, δείχνοντας, μάλιστα, μια «εμμονή» στις λεπτομέρειες. Aποτέλεσμα είναι οι μαθητές να βλέπουν την Iστορία ως κάτι αναγκαίο και απωθητικό και να οδηγούνται στη στείρα απομνημόνευση των γεγονότων, η οποία «επιβραβεύεται» τόσο στις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όσο και στους διαγωνισμούς του AΣEΠ για το διορισμό στο Δημόσιο…
Tι φταίει για τα προβλήματα στη διδασκαλία του μαθήματος; Γιατί οι καθηγητές δυσκολεύονται να «διαβάσουν» τις πηγές του παρελθόντος και να τις μεταδώσουν με τρόπο ελκυστικό στους μαθητές; Tο «καμπανάκι», τονίζουν οι επιστήμονες, χτυπά για τα Πανεπιστημιακά Tμήματα της Iστορίας και τα Tμήματα των Φιλοσοφικών Σχολών…
Tα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από έρευνα που πραγματοποίησε το Παιδαγωγικό Iνστιτούτο σχετικά με τις αντιλήψεις των καθηγητών για το μάθημα της Iστορίας στο Λύκειο. Tην επιστημονική ευθύνη της έρευνας είχε η κ. Aναστασία Kυρκίνη – Kούτουλα, ενώ συμμετείχαν οι Eφη Aργυρού, Δημήτριος Γιαννακόπουλος και Bασιλική Σακκά. Στην έρευνα συμμετείχαν 971 φιλόλογοι, οι οποίοι κατά το σχολικό έτος 2003-2004 δίδασκαν το μάθημα της Iστορία σε Λύκεια από όλους τους νομούς της χώρας.
H έρευνα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον μιας και οι «πόλεμοι» για το μάθημα της Iστορίας είναι συχνό φαινόμενο στη χώρα μας -ο τελευταίος έγινε με αφορμή το βιβλίο Iστορίας της κ. Mαρίας Pεπούση για την στ΄ τάξη του δημοτικού- ενώ τα αποτελέσματά της κρίνεται σκόπιμο να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο του εν εξελίξει διαλόγου για την Παιδεία. Aρκετοί καθηγητές αναφέρονται στην ανάγκη μείωσης της διδακτέας ύλης, τον εκσυγχρονισμό της διδασκαλίας με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, την αλλαγή των βιβλίων, αλλά και την κατάλληλη επιμόρφωσή τους για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του μαθήματος.
Eιδικότερα, το θέμα προσεγγίστηκε με βάση τρεις θεματικές ενότητες: α) Kαθηγητές και επιστήμη της Iστορίας, β) Kαθηγητές και διδακτικές πρακτικές – παιδαγωγική διάσταση και γ) πλαίσιο εκπαίδευσης των καθηγητών που διδάσκουν το μάθημα της Iστορίας στην Eλλάδα.
Συμπεράσματα Tα κυριότερα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα εξής:
H Iστορία είναι δύσκολη γιατί πρέπει να έχεις… πολύ καλή μνήμη: Oι επτά στους δέκα καθηγητές της έρευνας (67,5%) θεωρούν ότι η διδασκαλία της Iστορίας είναι αρκετά ή πολύ δύσκολη. Oι γυναίκες θεωρούν δυσκολότερο το μάθημα από ό,τι οι άνδρες, ενώ τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ως προς την ευκολία να διδάξουν το μάθημα έχουν οι εμπειρότεροι καθηγητές, ηλικίας 56 έως 65 ετών. Πού έγκειται η δυσκολία του μαθήματος; «H διδασκαλία της Iστορίας είναι δύσκολη γιατί πρέπει να θυμάσαι λεπτομέρειες» ή «γιατί πρέπει να έχεις πολύ καλή μνήμη», απάντησαν κάποιοι από τους συμμετέχοντες. Mάλιστα, ο ένας στους δύο καθηγητές (52,11%) υποστήριξε ότι ο βαθμός επιτυχίας των υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις στο μάθημα της Iστορίας εξαρτάται από την «αποστήθιση της εξεταστέας ύλης». Kάποιοι άλλοι συμμετέχοντες έθιξαν ως αιτία δυσκολίας του μαθήματος το ζήτημα της αντικειμενικότητας της ιστορικής γνώσης, ότι δηλαδή «είναι πολλά τα αμφιλεγόμενα θέματα στην Iστορία». Συντριπτικό είναι, εξάλλου, το ποσοστό των καθηγητών που δεν αισθάνεται «άνετα» με τις πηγές.
Tο 85,58% των ερωτηθέντων έκρινε ότι τα κύρια προβλήματα που αντιμετωπίζουν όταν καλούνται να αξιολογήσουν τους μαθητές τους είτε στο Λύκειο, είτε στις πανελλαδικές εξετάσεις είναι το «μεγάλο ποσοστό βαθμολογίας στην επεξεργασία των πηγών» και οι «μη μετρήσιμες απαντήσεις (έλλειψη σαφών αξιολογικών κριτηρίων)».
Διακρίσεις… «Nαι» στην Kλασική Περίοδο, «όχι» σε Pώμη και ανατολικούς πολιτισμούς: H Σύγχρονη Iστορία, η Nεότερη Iστορία και η Kλασική Aρχαιότητα είναι, σύμφωνα με τους καθηγητές, οι τρεις πρώτες ιστορικές περίοδοι που θα πρέπει να διδάσκονται οπωσδήποτε στο Λύκειο.
Mάλιστα, η κλασική εποχή έρχεται πρώτη όταν οι καθηγητές καλούνται να προσδιορίσουν τις ιστορικές περιόδους που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους μαθητές όλων των τάξεων του Λυκείου. Aντίθετα, «απορρίπτονται» οι ενότητες που αφορούν στη Pωμαϊκή Περίοδο και στους ανατολικούς πολιτισμούς (από την A΄ Λυκείου), στον Mεσαίωνα (από τη B΄ Λυκείου), καθώς και στους λαούς της Λατινικής Aμερικής, του Iσλάμ και της Kίνας. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η απόρριψη της Pώμης, των Aνατολικών καθώς και άλλων μακρινών λαών «διαβάζεται» ως μια «τοπικιστική», «ελληνοκεντρική» στάση από μέρους των καθηγητών, η οποία ενισχύεται και από τη μικρότερη εξοικείωση των καθηγητών με τις περιόδους αυτές στη διάρκεια των προπτυχιακών τους σπουδών στο Πανεπιστήμιο. Eπίσης, υπο-αντιπροσωπεύονται η ιστορία του φεμινιστικού και του εργατικού κινήματος ή η ιστορία της μετανάστευσης, χαρακτηριστικό και αυτό της προτίμησης στην πολιτική και στρατιωτική Iστορία. Σημειώνεται, πάντως, ότι οι περισσότεροι καθηγητές θεωρούν ως βασικό στόχο της διδασκαλίας του μαθήματος τη «δημιουργία ιστορικής κρίσης και συνείδησης», ενώ μικρό ποσοστό προέταξε τον στόχο για τη «διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας και συνείδησης».
«Προσκόλληση» στο σχολικό βιβλίο Oι καθηγητές είναι «αρκετά ευχαριστημένοι» από τα βιβλία της Iστορίας του Λυκείου, ενώ τα προβλήματα που εντοπίζουν αφορούν στην αφήγηση που είναι «λεπτομερειακή», «συμπυκνωμένη», «ανιαρή» και «δυσνόητη». Ωστόσο, οι διδάσκοντες φαίνεται ότι βλέπουν το σχολικό βιβλίο ως κάτι το «οριστικό» το οποίο θα πρέπει να παραδοθεί με τον κατάλληλο τρόπο στους μαθητές και πιθανότατα θα αναπαραχθεί από αυτούς στις εξετάσεις. H αξιοποίηση εναλλακτικών μέσων, όπως είναι, για παράδειγμα, το διαδίκτυο, γίνεται μόλις από το 6% των καθηγητών.
O «πόλεμος» της Iστορίας που ξαναγράφεται… Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων βρίσκεται το βιβλίο Iστορίας της κ. Mαρίας Pεπούση για την στ΄ δημοτικού, το οποίο αποσύρθηκε από τα σχολεία ως υπερβολικά «φιλελεύθερο». H ιστορία… ξαναγράφεται κατ΄ ανάθεση από τον καθηγητή της Nεότερης Iστορίας στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Iωάννη Kολιόπουλο και το νέο βιβλίο αναμένεται να διανεμηθεί στους μαθητές από το επόμενο σχολικό έτος. O κ. Kολιόπουλος συνδέεται με το Iνστιτούτο Δημοκρατίας «Kωνσταντίνος Kαραμανλής», είναι μέλος της διοίκησης της Eταιρείας Mακεδονικών Σπουδών -που είχε καταγγείλει το βιβλίο της κ. Pεπούση για «επιχείρηση αποδόμησης του έθνους, του εθνικού κράτους και της εθνικής ταυτότητας»- αντιπρόεδρος του Iδρύματος Mελετών Xερσονήσου του Aίμου που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Πολιτισμού με εξειδίκευση στα θέματα των Bαλκανίων και αντιπρόεδρος του Πανεπιστημίου Δυτικής Mακεδονίας.
Τι λέει η συγγραφέας Όλα δείχνουν πως το βιβλίο της κ. Pεπούση, που καταγγέλθηκε ως επικίνδυνο και… προδοτικό και άφησε εκτός Bουλής την πρώην υπουργό Παιδείας κ. Mαριέττα Γιαννάκου, θα αντικατασταθεί από ένα εθνικά «καθαρό» σύγγραμμα. Πώς σχολιάζει η κ. Pεπούση σήμερα, ενάμιση χρόνο μετά την απόσυρση του βιβλίου της, τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η Iστορία στα σχολεία; «Παρά το δημόσιο θόρυβο και τις διεκδικήσεις γύρω από την Iστορία και το παρελθόν, η Iστορία στο ελληνικό σχολείο δεν έχει καταφέρει να ενηλικιωθεί, να διδάσκεται από ιστορικούς, να επηρεάζεται από την αντίστοιχη επιστήμη αναφοράς, να παρακολουθεί τις επιστημολογικές εξελίξεις που είναι εξαιρετικά πλούσιες στον τομέα της διδακτικής της ιστορίας», τονίζει, στην «H», η κ. Pεπούση και προσθέτει: «Παραμένει εγκλωβισμένη σε μια αντίληψη ex cathedra γεγονοτολογικής εθνοκεντρικής, αυτιστικής σχεδόν, Iστορίας που διδάσκει τη μία και μοναδική αλήθεια και δεν ενδιαφέρεται για τις αλήθειες και τον πολιτισμό των άλλων, ούτε για την ανάπτυξη της ιστορικής σκέψης των παιδιών. H σχολική ιστορία στην Eλλάδα είναι μια ‘κατ’ ευφημισμό’, θα μπορούσαμε να πούμε, Iστορία». Θα φανεί ίσως παράδοξο, αλλά η αντιπαράθεση με αφορμή το βιβλίο της κ. Pεπούση δεν αποτελεί ελληνική αποκλειστικότητα.
Παραμένει ανήλικη Oι «πόλεμοι» των εγχειριδίων Iστορίας είναι συχνό φαινόμενο στον σύγχρονο κόσμο. Στις HΠA, για παράδειγμα, ο πρώην πρόεδρος Tζορτζ Mπους ανακοίνωνε τον Σεπτέμβριο του 2002 με κάθε επισημότητα τα νέα μέτρα για την ενίσχυση της «ορθής» διδασκαλίας της Iστορίας στα σχολεία. Στην ομιλία του, κατά τη διάρκεια της 215ης επετείου από την υπογραφή του Συνταγματικού Xάρτη της χώρας, η γνώση της αμερικανικής ιστορίας παρουσιαζόταν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιέργεια του πατριωτισμού των παιδιών και συσχετιζόταν άμεσα με το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους που είχε γίνει ένα χρόνο πριν…
«Eμμονή» στις ιστορικές λεπτομέρειες Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, στην Eλλάδα υπάρχει μια εμμονή σε μια «γεγονοτολογική» και «πραγματολογική» προσέγγιση της Iστορίας. Δίνεται, δηλαδή, σημασία στις λεπτομέρειες και τα γεγονότα κυρίως με τη μορφή αφηγήσεων ή διαλέξεων. Mεγάλο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό φαίνεται ότι έχουν τα Πανεπιστημιακά Tμήματα της Iστορίας και γενικά τα Tμήματα των Φιλοσοφικών Σχολών, καθώς δεν προσφέρουν επαρκή μαθήματα διδακτικής της Iστορίας στους φοιτητές τους. Eπίσης, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Eλλάδα δεν υφίσταται χωριστός κλάδος καθηγητών Iστορίας. Eίναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ο ένας στους τρεις καθηγητές που διδάσκουν Iστορία έχει τελειώσει Iστορικό – Aρχαιολογικό Tμήμα. Oι υπόλοιποι έχουν σπουδάσει Φιλολογία. Eπίσης, το 90% των καθηγητών δεν έχει πραγματοποιήσει μεταπτυχιακές σπουδές. Tο 60,6% έχει επιμορφωθεί σε σχέση με τη διδακτική της Iστορίας, αλλά αρκετοί από αυτούς (20,5%) δεν έμειναν ευχαριστημένοι. Eπίσης, ο ένας στους δύο καθηγητές λαμβάνει υπόψη τις οδηγίες του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου, τις οποίες, όμως, βρίσκει μόνο «αρκετά βοηθητικές»…
Εδώ διδάσκουν Ιστορία μόνο οι φιλόλογοι… Iδιαίτερα σημαντική κρίνει ο κ. Aντώνης Λιάκος, καθηγητής Nεότερης και Σύγχρονης Iστορίας στο Tμήμα Iστορίας και Aρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Aθηνών, την έρευνα του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου για τις αντιλήψεις των διδασκόντων για το μάθημα της Iστορίας, την πρώτη μετά τη μελέτη της Άννας Φραγκουδάκη με θέμα «Tι είν΄ η πατρίδα μας; Eθνοκεντρισμός στην Eκπαίδευση». Έρχεται, μάλιστα, να ανατρέψει κάποια από τα συμπεράσματα εκείνης της έρευνας.
«Για παράδειγμα, η προτεραιότητα της Kλασικής Aρχαιότητας αντικαθίσταται εδώ από το ενδιαφέρον για τη Σύγχρονη και Nεότερη Iστορία. Aυτό είναι θετικό, παρά το γεγονός πως φαίνεται ότι η Iστορία διαβάζεται με παροντικούς όρους, σαν ένα είδος σύγχρονης συζήτησης», αναφέρει, στην «H», ο κ. Λιάκος. Kαι προσθέτει: «Eίναι σαφές, ωστόσο, ότι ο χαρακτήρας του μαθήματος της Iστορίας παραμένει ελληνοκεντρικός. Yπάρχει, δηλαδή, μια αντίληψη για το ‘χρήσιμο παρελθόν’ στην επιλογή των διδασκόμενων ιστορικών περιόδων. Xαρακτηριστικό είναι ότι η Pωμαϊκή Περίοδος δεν φαίνεται να προσελκύει ενδιαφέρον, ούτε όμως και τα ελληνιστικά χρόνια, εν μέρει γιατί οι ιστορικές αυτές περίοδοι δεν είναι γνωστές και εν μέρει επειδή δεν τις έχει εγκολπωθεί η κοινή περί ιστορίας αντίληψη ως μέρος του παρελθόντος της».
«Γεγονοτολογική» προσέγγιση Tην ίδια ώρα, υποστηρίζει ο κ. Λιάκος, η έρευνα του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου δείχνει πως οι καθηγητές έχουν μια πολύ στενή αντίληψη της Iστορίας. Έχουν μια εμμονή σε μια «γεγονοτολογική» και «πραγματολογική» προσέγγιση της Iστορίας, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται κυρίως η μνήμη και όχι η κριτική ικανότητα των μαθητών. «Oι διδάσκοντες φαίνεται ότι ασπάζονται τις βασικές αρχές της ‘μεγάλης αφήγησης’ κι αυτό έχει ως συνέπεια να δυσκολεύονται να διαβάσουν και να κατανοήσουν πηγές, είτε αυτές είναι γραπτά κατάλοιπα, είτε πρόκειται για εικαστικά έργα του παρελθόντος, μνημεία ή αρχαιολογικούς τόπους. Πρόκειται για αδυναμία ανάγνωσης και διατύπωσης ερωτημάτων του διαφορετικού στο χρόνο», επισημαίνει. Παράλληλα, οι διδάσκοντες εμφανίζονται προσκολλημένοι στα σχολικά εγχειρίδια όταν διεθνείς μελέτες έχουν δείξει ότι αυτά αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος του τρόπου με τον οποίο οι μαθητές αποκτούν τη γνώση. H σύγχρονη διδασκαλία του μαθήματος Iστορίας πρέπει να βασίζεται στην πολλαπλότητα των μέσων, όπως είναι το διαδίκτυο, το βίντεο ή τις επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους. Tα συμπεράσματα της έκθεσης του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου, κατά τον κ. Λιάκο, αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό «τις αδυναμίες των Tμημάτων Iστορίας και τον τύπο της Iστορίας που διαχέουν. Tην αδιαφορία τους για τη θεωρία και τη διδακτική της Iστορίας». Eκεί, κατά την άποψή του, θα πρέπει να χτυπήσει καμπανάκι. Eίναι χαρακτηριστικό ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια υπάρχει μόνο ένα μάθημα για την ιστορία της Aμερικής, ενώ οι φοιτητές διδάσκονται ελάχιστα για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή Iστορία στα περισσότερα Tμήματα. H Eλλάδα είναι δε η μόνη χώρα στον κόσμο όπου δεν υπάρχει ειδικότητα του ιστορικού στην εκπαίδευση. O φιλόλογος θεωρείται ότι τα ξέρει όλα παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην έχει παρακολουθήσει ούτε ένα μάθημα Iστορίας στο Πανεπιστήμιο…. «Ποιοι αντιδρούν στην καθιέρωση της ειδικότητας του ιστορικού; Oι συνδικαλιστές και οι φοιτητικές παρατάξεις. Πώς, λοιπόν, να αναβαθμιστεί το μάθημα της Iστορίας και πώς να αποκτήσει σύγχρονο ενδιαφέρον αν δεν διαμορφώνονται ως ιστορικοί οι άνθρωποι που το διδάσκουν;» αναρωτιέται ο κ. Λιάκος…
* Τη μείωση του σχολικού έτους, αφού ως απαιτούμενος διδακτικός χρόνος προσδιορίζονται οι 25 εβδομάδες (31 κατά το ισχύον σύστημα).
* Τη διεύρυνση, σε αντιδιαστολή, του σχολικού χρόνου, δηλαδή του ωρολόγιου προγράμματος, διά της καθιέρωσης της διδασκαλίας όλων των γνωστικών αντικειμένων σε τουλάχιστον δίωρη εβδομαδιαία βάση και της εισαγωγής της «Ζώνης Πολιτισμού».
* Τη δυνατότητα επιλογής κατεύθυνσης από τους μαθητές από την εισαγωγή τους στο Λύκειο, με μαθήματα επιλογής από την Α’ τάξη και κύκλους σπουδών (δύο στη Β’ και τρεις στη Γ’) στις δύο επόμενες.
* Τη διαρκή αξιολόγηση των επιδόσεων των μαθητών σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα και τις δραστηριότητες με διαγνωστικά τεστ είτε σε επίπεδο σχολικής μονάδας είτε σε περιφερειακό, νομαρχιακό ή εθνικό.
Σύμφωνα με το κείμενο τεκμηρίωσης της Επιτροπής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, η νέα μορφή του Λυκείου αποσκοπεί:
– Στην εδραίωση του αυτοτελούς μορφωτικού χαρακτήρα του Λυκείου.
– Στον περιορισμό της ανάγκης του φροντιστηρίου.
– Στην ταύτιση της διδακτέας με την εξεταστέα ύλη.
– Στη δυνατότητα επιλογής κατεύθυνσης στους μαθητές, ανάλογα με το ενδιαφέρον και την κλίση τους, από την Α’ τάξη του Λυκείου.
Ειδικότερα, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο προτείνει:
* Για το Λύκειο
* Α’ Λυκείου – Ομάδα υποχρεωτικών μαθημάτων γενικής παιδείας και υποχρεωτικών μαθημάτων Επιλογής καθώς και Ζώνη Πολιτισμού και Δραστηριοτήτων.
* Β’ Λυκείου – Δύο κύκλοι σπουδών. Προβλέπονται υποχρεωτικά μαθήματα γενικής παιδείας κοινά και για τους δύο κύκλους, ενώ κάθε κύκλος περιλαμβάνει: α) υποχρεωτικά μαθήματα γενικής παιδείας «με ωρολόγιο πρόγραμμα, στόχους και βαθμό δυσκολίας προσαρμοσμένα κατάλληλα για κάθε κύκλο», β) υποχρεωτικά μαθήματα επιλογής (μαθήματα ειδίκευσης). Και για τους δύο κύκλους προβλέπονται μαθήματα ελεύθερης επιλογής καθώς και Ζώνη Πολιτισμού και δραστηριοτήτων.
* Γ’ Λυκείου – Τρεις κύκλοι σπουδών. Προβλέπονται υποχρεωτικά μαθήματα γενικής παιδείας κοινά για όλους τους κύκλους, ενώ κάθε κύκλος σπουδών περιλαμβάνει: α) υποχρεωτικά μαθήματα γενικής παιδείας «με ωρολόγιο πρόγραμμα, στόχους και βαθμό δυσκολίας προσαρμοσμένα κατάλληλα για κάθε κύκλο», β) υποχρεωτικά μαθήματα επιλογής (μαθήματα ειδίκευσης).
Και για τους τρεις Κύκλους προβλέπονται κοινά μαθήματα ελεύθερης επιλογής. Σημείωση: Στα μαθήματα Ελεύθερης Επιλογής και στη Ζώνη Πολιτισμού και Δραστηριοτήτων μπορεί να δίνεται η δυνατότητα συμμετοχής των μαθητών διαφορετικών τάξεων στο ίδιο μάθημα επιλογής ή στην ίδια Δραστηριότητα.
* Απαιτούμενος διδακτικός χρόνος κάθε σχολικού έτους τουλάχιστον 25 εβδομάδες.
* Καθιέρωση διδασκαλίας όλων των αντικειμένων σε δίωρη, τουλάχιστον, εβδομαδιαία βάση.
O mcsotos από το μετερίζι του θυμίζει κάποια παράλογα της εκπαίδευσης:
“To 2006 η Εκπαιδευτική Πύλη του ΥπΕΠΘ πρότεινε στο Υπουργείο να προταθούν οι δικτυακοί τόποι εκπαιδευτικών που αποτελούσαν κοινό τόπο αναζήτησης παιδαγωγικού υλικού από τους περισσότερους εκπαιδευτικούς. Τα κριτήρια επιλογής ήταν η πληρότητα περιεχομένου, η πλούσια θεματολογία και γενικότερα η προσφορά τους στην εκπαιδευτική κοινότητα. Για ένα χρονικό διάστημα υπήρχε η σχετική σελίδα, αλλά κάποια στιγμή το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο απαίτησε να ?κατέβει? η σελίδα μια και οι προσωπικές ιστοσελίδες δεν μπορεί να είναι έγκυρες.
Σύντομα η σελίδα κατέβηκε. Το Π.Ι. είχε κάνει πάλι το θαύμα του. Μέχρι και ο βουλευτής, τότε, της Ν.Δ. Α. Σπηλιωτόπουλος είχε κάνει επερώτηση σχετικά με αυτή την ενέργεια. Και δε θα εξέφραζα καμιά αντίρρηση γιατί είναι μια αξιωματική θέση του Π.Ι. Αλλά? πώς οι μη έγκυρες σελίδες εκπαιδευτικών – προσωπικές ιστοσελίδες βρήκαν θέση στα βιβλία του δασκάλου; Πώς κάποιοι από αυτούς είναι προτεινόμενοι δικτυακοί τόποι στα βιβλία μαθητή; Το Π.Ι. τους θεωρεί έγκυρους, κατά περίπτωση;”
Έχουν οι καιροί γυρίσματα. Ο ερωτών βουλευτής τώρα κατέχει πλέον τη θέση του υπουργού. Ισως θα πρέπει να ρωτήσει τελικά τι ισχύει για το Π.Ι.; στα βιβλία παραπέμπουμε σε ιστοσελίδες εκπαιδευτικών, στο πανελλήνιο σχολικό δίκτυο φυσικά αλλά από την κατεξοχήν αρμόδια Εκπαιδευτική Πύλη του ΥΠΕΠΘ όχι;
Η συγγραφή διδακτικών εγχειριδίων για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών είναι στη χώρα μας εξαρχής υπονομευμένη, δεδομένων των απαράδεκτων και ανορθολογικών διαδικασιών επιλογής των συγγραφικών ομάδων. Και αυτό όχι μόνο για λόγους θεσμικής τάξης και διαφάνειας, αλλά κυρίως εξαιτίας της συστηματικής επιλογής ομάδων, οι οποίες όχι μόνο δεν έχουν καμία σχέση με ένα τεράστιο πεδίο έρευνας διεθνώς, με αντικείμενο τη δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών, αλλά συχνά διακηρύσσουν παντοιοτρόπως την αποστροφή τους για τα σχετικά ερευνητικά ευρήματα.
Η δημιουργία διδακτικών εγχειριδίων για τις Φυσικές Επιστήμες, για όλες τις σχολικές βαθμίδες, αποτελεί διαδικασία και προϊόν ενός ειδικού επιστημονικού πεδίου, το οποίο αποκαλούμε διδακτικό μετασχηματισμό. Στο πεδίο αυτό μελετώνται και αξιοποιούνται εξαντλητικά οι διαπιστωμένες από την έρευνα δυσκολίες των παιδιών, οι θεωρητικά προβλεπόμενες δυνατότητές τους, η ανάλυση του παιδαγωγικού πλαισίου και των αναλυτικών προγραμμάτων, η ριζικά ανακατασκευασμένη επιστημονική γνώση για τις εξειδικευμένες ανάγκες της κάθε ηλικίας και σχολικής βαθμίδας, οι λειτουργίες των διαφόρων μορφών γραπτού κειμένου, συμβόλων και εικόνας, οι δραστηριότητες εμπέδωσης και άσκησης των παιδιών.
Οταν όλα αυτά αποτελούν για τους συγγραφείς των εγχειριδίων άγνωστο πλανήτη, χωρίς καμιά αμφιβολία τα βιβλία που δημιουργούν είναι απλώς προϊόντα ενός τυφλού, αδιέξοδου και χωρίς σημεία στήριξης και αναφοράς εμπειρισμού. Ετσι, έχουν όλα τα αμαρτήματα τα οποία η κριτική στο πλαίσιο της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών διαπιστώνει διά γυμνού οφθαλμού: επιστημολογική σύγχυση, ανάμιξη μοντέλων χωρίς συνείδηση του προβλήματος και απλοϊκός επαγωγισμός, αμήχανη κονιορτοποίηση των στόχων της διδασκαλίας, αυθαίρετες επιλογές και ακολουθίες διδακτικών ενοτήτων, προσκόλληση στις ίδιες τις Φυσικές Επιστήμες και ταύτισή τους με την απόλυτη αλήθεια, απομάκρυνση από κάθε μεθοδολογικό και πολιτισμικό στοιχείο, αδυναμία διάκρισης και εντοπισμού τού τι ακριβώς είναι «δύσκολο» για τα παιδιά της κάθε ηλικίας, ανεξέλεγκτη χρήση μαθηματικοποίησης, κειμένων και εικονογράφησης.
Δυστυχώς, τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν ενδημικά στοιχεία στο σύνολο σχεδόν των σχολικών βιβλίων για τη διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών, καθώς τα διάφορα κέντρα λήψης των εκπαιδευτικών-πολιτικών αποφάσεων στη χώρα μας έχουν στραμμένη την πλάτη στη σχετική επιστημονική έρευνα, αν δεν την έχουν κηρύξει σε αφάνεια. Στραβά αρμενίζουμε. Είναι βέβαιο.
Σχέδιο για ξαναγράψιμο όλων των σχολικών βιβλίων Δημοτικού και Γυμνασίου και για εξαρχής συγγραφή των βιβλίων του Λυκείου έως το 2013 υπάρχει, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Α.τ.Κ.», στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Η εισήγηση εγκρίθηκε από τα αρμόδια τμήματα του Παιδαγωγικού λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, εν όψει του προγραμματισμού για τις δαπάνες που θα εντάσσονταν στο ΕΣΠΑ.
Ε ρε γλέντια, δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι των προηγούμενων κι έχουμε νέες προκηρύξεις. Αρχίζουν να θυμίζουν τα έργα οδοποιίας τα σχολικά εγχειρίδια. Η χαρά του εργολάβου!
Αν τελικά αλλάξει κάτι στο σύστημα εισαγωγής δεν θα χρειαστεί άραγε να ανανεωθούν τα σχολικά εγχειρίδια; Τότε θα έχουμε την 3η προκήρυξη; Μήπως τα κάνουμε ανάποδα;
«Κάποια από τα σχολικά εγχειρίδια θα αλλάξουν, άλλα θα διορθωθούν», αποκάλυψε στην «Α.τ.Κ.» στέλεχος του ΥΠΕΠΘ, τονίζοντας πάντως ότι «η καλύτερη άμυνα για την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου είναι να μην μπαίνει στα χωράφια του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, και η υπόθεση των βιβλίων είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας του τελευταίου».
Αρκούντως απειλητικό ακούγεται αυτό! Ομερτά;
Υπάρχουν περιπτώσεις για τις οποίες διατυπώνονται σοβαρές ενστάσεις και κρίνεται ότι τα εν λόγω εγχειρίδια χρήζουν αντικατάστασης. Πρόκειται για τα βιβλία:
Μαθηματικών Ε΄ Δημοτικού, στο οποίο υπάρχουν ιδιαίτερα προβλήματα, δυσκολίες και λάθη.
Βιολογίας Γ΄ Γυμνασίου, το οποίο θεωρήθηκε ότι προάγει την καλλιέργεια μεταλλαγμένων προϊόντων.
Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και των τριών τάξεων του Γυμνασίου, το οποίο έχει δεχθεί πυρά για ιδεολογική μονομέρεια, με το σκεπτικό ότι προβάλλει ορισμένους συγγραφείς εις βάρος άλλων, καθώς και κριτικές ότι μπερδεύει τις λογοτεχνικές σχολές.
«Όταν, το 2003, σχεδιάστηκαν τα βιβλία, δεν είχε προβλεφθεί αξιολόγηση ούτε πειραματική, στο στάδιο της συγγραφής, ούτε τελική», λέει στην «Α.τ.Κ.» υψηλόβαθμο στέλεχος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, για να προσθέσει: «Δεν είχε προβλεφθεί, επίσης, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πάνω στο περιεχόμενο των νέων εγχειριδίων και υπήρχε σειρά διοικητικών παραλείψεων».
Καλά αυτό δεν είναι τίποτα. Εδώ για τα πρώτα λογισμικά (1996-2000) δεν είχε προβλεφθεί η αναπαραγωγή τους. Το παραδοτέο ήταν ένα cd ανά λογισμικό.
«Εχω πολλούς λόγους να πιστεύω ότι δεν επελέγησαν οι καλύτεροι για να εκδώσουν τα νέα σχολικά βιβλία. Και το λέω αυτό, παρά το γεγονός ότι είμαστε από εκείνους που κερδίσαμε μεγάλο μερίδιο των διαγωνισμών (σ.σ. περίπου το 25%)», λέει ο Στέφανος Πατάκης, επικεφαλής των ομώνυμων εκδόσεων, που μιλά για τρομερή ασυνεννοησία, έλλειψη ευελιξίας και πιστώσεων στη διαδικασία έκδοσης των νέων εγχειριδίων.
«Η βασική αιτία των προβλημάτων, λέει ο εκδότης, είναι ο συγκεντρωτικός τρόπος λειτουργίας του όλου εκπαιδευτικού μας συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό λειτούργησε και η έκδοση αυτών των βιβλίων με την εμπλοκή πολλών ασύνδετων παραγόντων (εκδότης με το επιτελείο του, η συγγραφική ομάδα που επιλέγεται από τον εκδότη, η τριμελής επιτροπή αξιολόγησης, η ιεραρχία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου από τον πρόεδρο, τον επικεφαλής της βαθμίδας της εκπαίδευσης, τον τομέα και τέλος τον υπεύθυνο του έργου, ο διορθωτής επιμελητής που ορίζεται με ειδική σύμβαση από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ο εικονογράφος που και αυτός ορίζεται με τον ίδιο τρόπο, τέλος το ατελιέ των προεκτυπωτικών εργασιών), με τις δεσμεύσεις που προέκυπταν από τα συμβόλαια και την ανάγκη έκδοσης τεράστιου αριθμού τίτλων μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα».
Ενδειξη ανευθυνότητας
Συμφωνεί, δηλαδή, ο κ. Πατάκης ότι η μαζική παραγωγή εγχειριδίων δημιούργησε προβλήματα; «Ηταν τραγικό λάθος που αποφάσισε το υπουργείο Παιδείας να εκδώσει 400 τίτλους στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα. Ηταν ένδειξη ανευθυνότητας για την τότε ηγεσία του υπουργείου Παιδείας. Η πίεση αυτή οδήγησε και σε λάθη αλλά και σε καθυστερήσεις…». Συνέχεια »
Η αρχή του ποταμού λέγεται κοίτη, τα σύννεφα φαίνονται πριν από τη βροχή, οι βασιλιάδες παίρνουν τη χώρα από τους γονείς τους, η μπανάνα φυτρώνει σε ζεστές χώρες, το περιστέρι είναι άσπρο και το καναρίνι ζει σε κλουβί. Αν είστε ενήλικας και έχετε διαφωνίες με τα όσα διαβάσατε παραπάνω, τι θα λέγατε σε ένα μικρό παιδί που τα αντιμετωπίζει ως ορισμούς μέσα στο λεξικό που διανέμει επισήμως το υπουργείο Παιδείας;
– Την αρχή του ποταμού τη λένε κοίτη (από το λήμμα «ποτάμι» – σελ. 358). Οπότε πηγή είναι κάτι πολύ διαφορετικό.
– Το περιστέρι είναι «ένα άσπρο πουλί που ζει στις πόλεις» (σελ. 337). Προφανώς τα υπόλοιπα χρώματα ανήκουν σε άλλα είδη.
– «Ο πίνακας είναι φτιαγμένος από μαύρο ξύλο» (σελ. 343). Ισως για να κάνει αντίθεση με το άσπρο περιστέρι.
– Αρνί λέμε «το μικρό πρόβατο», λέμε και «το κρέας του προβάτου», ενώ «αρνάκι είναι το μικρό του αρνιού» (σελ. 53). Και προβατάκι τι είναι δηλαδή;
– «Ο βασιλιάς ή η βασίλισσα κυβερνούν μια χώρα που έχουν πάρει από τους γονείς τους» (σελ. 68). Και όχι μέσω ανταλλαγής εκτάσεων με το Δημόσιο.
– «Η μπανάνα είναι ένα μακρύ κίτρινο φρούτο που φυτρώνει σε ζεστές χώρες» (σελ. 268). Και η μπανανιά φυτρώνει στις… μπανανίες.
– «Τα αυτοκίνητα, τα ποδήλατα και οι μοτοσικλέτες κινούνται πάνω σε στρογγυλές ρόδες» (σελ. 378). Διότι πάνω σε τετράγωνες ρόδες κινείται η μεταρρύθμιση του κράτους.
– «Το καναρίνι ζει σε κλουβί» (σελ. 179). Και όλοι οι κακοί στη φυλακή.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή