κλικ στην εικόνα
Ιεροί τόποι και ιερές πορείες
Τα ταξίδια στη ζωή μας είναι σαν τις γέφυρες, που συνδέουν τις απέναντι όχθες του ποταμού και μας βοηθούν να γνωρίσουμε την άλλη πλευρά του κόσμου που ζούμε. Τα ταξίδια έχουν ενδιαφέρον όταν στο τέλος τους υπάρχει ένα προορισμός, κάτι σημαντικό, μια γνωριμία, ένας άλλος κόσμος, κάτι άγνωστο που επιθυμούμε τόσο έντονα να γνωρίσουμε. Έτσι ακριβώς μοιάζει η ζωή μας. Με ένα συνεχές ταξίδι, για να γνωρίσουμε τους άλλους μας αδελφούς. Για να γνωρίσουμε τον Ουράνιο Πατέρα μας. Ναι! Η ζωή μας είναι ένα υπέροχο ταξίδι. Γεμάτο ομορφιά και περιπέτειες. Ένα σπουδαίο ταξίδι!
Το τρελοβάπορο
Τι ευχές δίνουμε σε κάποιον όταν πάει ταξίδι
2. Ταξίδια με ένα σπουδαίο σκοπό
Από την Παλαιά Διαθήκη
Αναζητώντας πατρίδα με οδηγό τον Θεό
Ο Θεός του είπε: «Άβραμ, ο τόπος που κατοικείς γέμισε από ασεβείς ανθρώπους. Άφησε λοιπόν τον τόπο αυτό κι έλα να κατοικήσεις στη χώρα που εγώ θα σου δείξω. Εκεί θα αυξήσω τους απογόνους σου σαν την άμμο. Από εσένα θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης».
Ύστερα από μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι πέρασαν τον Ιορδάνη ποταμό και μπήκαν στην εύφορη και όμορφη Γη Χαναάν.
Στην πόλη Χαρράν, στη Μεσοποταμία, ζούσε ο Αβραάμ και η γυναίκα του η Σάρρα. Και οι δύο είχαν γεράσει, αλλά δεν είχαν αποκτήσει παιδιά.
O Θεός είπε στον Αβραάμ: «Φύγε από τη χώρα σου! Άφησέ τα όλα πίσω: το σπίτι σου, τους συγγενείς σου και τους φίλους σου. Πήγαινε σε μια χώρα που θα σου δείξω εγώ. Θα γίνεις εσύ ο γενάρχης ενός μεγάλου έθνους και θα σε ευλογήσω».
Ο Άβραμ έπρεπε να αφήσει την πατρίδα του και να ξεκινήσει για έναν τόπο άγνωστο, διατρέχοντας πολλούς κινδύνους. Υπάκουσε όμως με προθυμία στην εντολή του Θεού. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του Σάρα και τον ανεψιό του, τον Λωτ, τον οποίο αγαπούσε πολύ, γιατί ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Μαζί τους πήραν και όλα τους τα κοπάδια από πρόβατα, βόδια και καμήλες καθώς και τους άντρες που τα φρόντιζαν. Ξεκίνησαν για τη Χαναάν.
Το ταξίδι κράτησε πολύ. Πέρασαν τον Ιορδάνη ποταμό και όταν έφτασαν στη Χαναάν, ο Θεός ευχαριστημένος που ο Άβραμ υπάκουσε στην εντολή Του, παρουσιάστηκε σ’ αυτόν με τη μορφή τριών αγγέλων, που φιλοξενήθηκαν στη σκηνή του.
Τον ευλόγησε λοιπόν και του είπε: «Θα σε κάνω πατριάρχη, δηλαδή αρχηγό μεγάλου λαού, που θα κατοικήσει σ΄ αυτήν τη χώρα. Από τους απογόνους σου θα γεννηθεί ο Σωτήρας του κόσμου. Από δω και στο εξής θα ονομάζεσαι Αβραάμ και η γυναίκα σου Σάρα. Τη γυναίκα σου θα την ευλογήσω και θα σας χαρίσω γιο από τον οποίο θα προέλθουν λαοί και βασιλιάδες». Ο Αβραάμ έχτισε τότε στον τόπο όπου είχε μιλήσει με τον Θεό ένα θυσιαστήριο και τον ευχαρίστησε. Από εκεί προχώρησε προς τα βουνά, ανατολικά της Βαιθήλ.
Στο μέρος που κατασκήνωσε έκτισε ακόμη ένα θυσιαστήριο για τον Θεό. Έπειτα συνέχισε την πορεία του προς τον νότο, στη γη Χαναάν.
Γένεση 12
Ταξιδεύοντας προς τη Γη της Επαγγελίας
Η Έξοδος
O Μωυσής και ο Ααρών παρουσιάστηκαν στον Φαραώ ζητώντας του, στο όνομα του Θεού, να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να αναχωρήσουν από την Αίγυπτο. Εκείνος εξαγριωμένος όχι μόνο δεν τους το επέτρεψε, αλλά αύξησε τις καταναγκαστικές τους εργασίες. Τότε συνέβη μια σειρά από καταστροφές που έπληξαν άγρια τη χώρα, οι γνωστές «δέκα πληγές του Φαραώ». Παρ’ όλα αυτά η καρδιά του Φαραώ παρέμενε σκληρή σαν πέτρα…
Όταν οι καταστροφές έγιναν δυσβάστακτες, ο Φαραώ αποφάσισε επιτέλους να αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν. Αφού πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους, καθώς και τα ζώα τους, ξεκίνησαν. Μπροστά πήγαινε ο Μωυσής με τον Ααρών και πίσω ακολουθούσε ο λαός.
Ολόκληρος ο λαός σχημάτισε μια πομπή από πολλές χιλιάδες ανθρώπους. Με τα πρόβατα, τα κατσίκια και τα βόδια τους, πήραν τον δρόμο μέσα από την έρημο, με κατεύθυνση προς την Ερυθρά Θάλασσα.
Όμως πιο μπροστά κι απ’ τον λαό κι από τον Μωυσή προχωρούσε ο ίδιος ο Θεός τη μέρα μέσα σε μια στήλη νεφέλης για να τους δείχνει το δρόμο και τη νύχτα μέσα σε στήλη φωτιάς για να τους φωτίζει.
Έξοδος 5-13
Η διάβαση της Ερυθράς θάλασσας
Όταν η Αίγυπτος έμεινε χωρίς Ισραηλίτες, ο Φαραώ μετάνιωσε που τους άφησε να φύγουν. Είπε στους αξιωματικούς του: «Δεν έπρεπε να υποχωρήσω! Τώρα δεν έχουμε πια κανέναν για να μας κάνει όλες τις βαριές δουλειές». Γι’ αυτό και ο Φαραώ σκέφτηκε να φέρει πάλι πίσω με τη βία τους Ισραηλίτες. Έζεψε τις άμαξές του, πήρε μαζί του τους πολεμιστές του και καταδίωξε τους Ισραηλίτες.
Έξοδος 14, 5-6
Ο λαός του Ισραήλ είδε κιόλας από μακριά ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης: ο Φαραώ και οι στρατιώτες του έρχονταν ξοπίσω τους. Τότε τους κυρίεψε μεγάλος φόβος κι άρχισαν να φωνάζουν στον Μωυσή: «Τι ήταν αυτό που μας έκανες να μας βγάλεις από την Αίγυπτο; Γιατί μας έφερες να πεθάνουμε εδώ στην έρημο;». Ο Μωυσής απάντησε στον λαό: «Μη φοβόσαστε! Ο Κύριος θα πολεμήσει για σας». Άπλωσε το χέρι του με το ραβδί πάνω από τη θάλασσα. Ο Θεός έστειλε ένα δυνατό άνεμο, τα νερά υποχώρησαν και φάνηκε ο βυθός. Τα νερά χωρίστηκαν στα δύο και σχημάτιζαν τείχος δεξιά και αριστερά. Οι Ισραηλίτες πέρασαν από μέσα, πατώντας σε στεριά. Όταν ο Φαραώ και οι στρατιώτες του είδαν αυτό που έγινε, τους καταδίωξαν και τους ακολούθησαν μέσα στη θάλασσα. Όταν όμως οι Ισραηλίτες είχαν πια περάσει τη θάλασσα και πήγαν απέναντι, ο Μωυσής άπλωσε πάλι το χέρι του πάνω από τη θάλασσα και αυτή ξαναγύρισε στη θέση της. Όλοι οι Αιγύπτιοι πνίγηκαν. Έτσι, σώθηκαν οι Ισραηλίτες. Όλος ο λαός δόξασε τον Θεό ψάλλοντας έναν ύμνο:
Στον Κύριο θα ψάλω: κέρδισε
νίκη λαμπρή και ένδοξη∙
άλογα και καβαλάρηδες
στη θάλασσα τους έριξε.
Ο Κύριος είναι η δύναμή μου
κι αυτόν υμνώ∙
εκείνος μ’ έσωσε.
Αυτός είν’ ο Θεός μου,
θα τον δοξολογώ∙
και του πατέρα μου ο Θεός,
θα τον εγκωμιάζω.
…Θα βασιλεύεις, Κύριε, παντοτινά
στους αιώνες τους ατελείωτους.
Τότε η αδερφή του Μωυσή, η Μαριάμ, πήρε στο χέρι της το τύμπανο και άρχισε να ψέλνει κι αυτή τον ύμνο στον Θεό. Όλες οι γυναίκες την ακολούθησαν με τύμπανα στον χορό. Ήταν όλοι τόσο χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι που ο Θεός τούς έβγαλε από την Αίγυπτο και τους έσωσε.
Έξοδος 14-15
Η πορεία στην έρημο
Οι Ισραηλίτες συνέχισαν τον δρόμο τους στην έρημο. Μετά από μερικές εβδομάδες, τελείωσαν όλες οι τροφές που είχαν πάρει μαζί τους. Ο λαός άρχισε τα παράπονα: «Καλύτερα να μέναμε στην Αίγυπτο! Εκεί είχαμε άφθονο το κρέας και χορταίναμε το ψωμί. Εδώ στην έρημο, όμως, θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα!».
Μίλησε τότε ο Θεός στον Μωυσή και του είπε: «Άκουσα τα παράπονα των Ισραηλιτών. Πες τους λοιπόν ότι το βράδυ θα φάνε κρέας και το πρωί θα χορτάσουν ψωμί. Έτσι θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός τους».
Το βράδυ ήρθε ένα σμήνος από ορτύκια και σκέπασε το στρατόπεδο. Οι Ισραηλίτες τα έπιασαν εύκολα, τα έψησαν και τα έφαγαν. Όταν το άλλο πρωί ξύπνησαν, το έδαφος τριγύρω τους ήταν σκεπασμένο με κάτι λεπτό σαν πάχνη. Όλοι ρωτούσαν: «Τι είναι αυτό;». O Μωυσής τούς είπε: «Αυτό είναι το ψωμί που σας δίνει ο Θεός να φάτε. Ο Θεός διέταξε να μαζεύετε απ’ αυτό, καθένας όσο χρειάζεται για μία μέρα. Κανένας δεν θα κρατήσει απ’ αυτό για την άλλη μέρα. Αύριο θα υπάρχει πάλι ψωμί από τον ουρανό».
Οι Ισραηλίτες ονόμασαν αυτό που μάζευαν «μάννα». Όλοι μάζευαν απ’ αυτό, καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του. Μερικοί που δεν άκουσαν τον Μωυσή και φύλαξαν και για την άλλη μέρα, είδαν ότι σκουλήκιασε και βρώμισε. Δεν χρειαζόταν να το φυλάξουν: κάθε μέρα ερχόταν καινούριο μάννα στο έδαφος. Ήταν άσπρο και η γεύση του ήταν σαν γλύκισμα από μέλι.
Έξοδος 16
Οι Ισραηλίτες συνέχισαν την πορεία τους στην έρημο και έφτασαν σε μια περιοχή που δεν είχε καθόλου νερό. Άρχισαν πάλι τα παράπονα στον Μωυσή: «Δώσε μας νερό να πιούμε», του φώναζαν. Τότε ο Μωυσής προσευχήθηκε στον Κύριο και εκείνος τού απάντησε: «Προχώρα μπροστά από τον λαό, πάρε μαζί σου τους πρεσβύτερους των Ισραηλιτών, πάρε στο χέρι και το ραβδί σου με το οποίο χτύπησες τον Νείλο και πήγαινε. Εγώ θα βρίσκομαι εκεί πριν από σένα, πάνω στον βράχο, στο όρος Χωρήβ. Χτύπα τον βράχο και θα βγει από ’κει νερό για να πιει ο λαός».
Έτσι οι Ισραηλίτες, παρά την απιστία τους στη δύναμη του Θεού, χόρτασαν νερό.
Έξοδος 17, Αριθμοί 20
κλικ στην εικόνα
Το ταξίδι του Ιωνά
O Ιωνάς ήταν ένας ευσεβής άνθρωπος. Κάποια μέρα ο Θεός τού είπε: «Σήκω να πας στη Νινευή, τη μεγάλη πόλη. Εκεί να πεις στους κατοίκους ότι θα τους τιμωρήσω, γιατί είδα πόσο κακοί είναι». Ο Ιωνάς όμως φοβήθηκε να πάει στη Νινευή και δεν υπάκουσε. Πήγε σε ένα παραθαλάσσιο μέρος, βρήκε ένα πλοίο που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήθελε να ξεφύγει από τον Θεό.
Ανεμοστρόβιλος όμως σηκώθηκε στη θάλασσα. Οι ναύτες τρόμαξαν και ζητούσαν τη βοήθεια του Θεού. Και για να ελαφρώσουν το πλοίο έριχναν το φορτίο του στη θάλασσα.
Νωρίτερα ο Ιωνάς είχε κατεβεί στο αμπάρι του πλοίου και κοιμόταν βαθιά. Ο πλοίαρχος τον πλησίασε και του είπε: «Σήκω και παρακάλεσε τον Θεό σου να μας βοηθήσει∙ ίσως μας λυπηθεί και σωθούμε».
Ο Ιωνάς όμως είπε: «Ο Θεός δεν θα με ακούσει. Εγώ φταίω για όλα. Δεν υπάκουσα στην εντολή του και ήθελα να ξεφύγω απ’ αυτόν. Τότε έστειλε ο Θεός τη θαλασσοταραχή. Πάρτε με και ρίξτε με στη θάλασσα, κι αυτή θα ησυχάσει.
Οι ναύτες δεν ήθελαν να το κάνουν αυτό. Η θαλασσοταραχή όμως γινόταν ολοένα και χειρότερη. Τότε άρχισαν να προσεύχονται στον Θεό: «Αχ, Κύριε, μη μας τιμωρήσεις, επειδή θα ρίξουμε αυτόν τον άνθρωπο στη θάλασσα. Εσύ, Κύριε, εκείνο που θέλεις το κάνεις». Έπειτα σήκωσαν τον Ιωνά και τον πέταξαν στη θάλασσα. Κι αμέσως η θαλασσοταραχή σταμάτησε.
Τότε ένα μεγάλο ψάρι κατάπιε τον Ιωνά. Κι έμεινε ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του ψαριού τρία μερόνυχτα. Από ’κει προσευχήθηκε στον Θεό. Τότε το ψάρι κολύμπησε προς την ακτή και έβγαλε τον Ιωνά στη στεριά.
Για δεύτερη φορά είπε ο Θεός στον Ιωνά; «Σήκω να πας στη Νινευή. Εκεί να πεις στους ανθρώπους ότι θα τους τιμωρήσω».
Αυτή τη φορά ο Ιωνάς υπάκουσε. Πήγε στο κέντρο της πόλης και φώναξε: «Τρεις μέρες ακόμα, κι η Νινευή θα καταστραφεί!». Τότε οι κάτοικοι της Νινευή τρόμαξαν. Φόρεσαν πένθιμα ρούχα και προσευχήθηκαν στον Θεό να τους γλιτώσει. Σταμάτησαν τις κακές και άδικες πράξεις τους.
Όταν είδε ο Θεός πως οι Νινευίτες άφησαν την κακία τους, αποφάσισε να μην καταστρέψει την πόλη. Ο Ιωνάς όμως κάθισε μπροστά στην πόλη και περίμενε να την καταστρέψει ο Θεός. Όταν όμως δε συνέβη τίποτε, ο Ιωνάς οργίστηκε και είπε στον Θεό: «Καλά έλεγα εγώ ότι αλλάζεις εύκολα γνώμη. Έχεις πολύ μεγάλη υπομονή με τους ανθρώπους και είσαι πάντα πρόθυμος να αναστείλεις την τιμωρία τους. Γι’ αυτό δεν ήθελα από την αρχή να πάω στη Νινευή».
Κι ο Θεός τού αποκρίθηκε: «Είναι σωστό να θυμώνεις, Ιωνά;».
Ο Ιωνάς ήθελε να φτιάξει ένα στέγαστρο και να καθίσει από κάτω. Ο Θεός πρόσταξε τότε να φυτρώσει ένα φυτό, και να ψηλώσει γρήγορα πάνω από το κεφάλι του Ιωνά να του κάνει σκιά.
Ο Ιωνάς χάρηκε πάρα πολύ γι’ αυτό το φυτό. Νωρίς, την άλλη μέρα το πρωί, ένα σκουλήκι άρχισε να τρώει τις ρίζες του φυτού, κι έτσι αυτό ξεράθηκε. Όταν βγήκε ο ήλιος, το κεφάλι του Ιωνά έκαιγε κι αυτός ένιωθε εξαντλημένος. Παραπονέθηκε, λοιπόν, στον Θεό.
Ο Θεός τότε τον ρώτησε: «Είναι σωστό να θυμώνεις, Ιωνά, εξαιτίας αυτού του φυτού; Εσύ ούτε κοπίασες γι’ αυτό το φυτό ούτε το φρόντισες για να μεγαλώσει. Κι όμως λυπήθηκες γι’ αυτό. εγώ δεν έπρεπε να λυπηθώ για τη Νινευή, μια πόλη τόσο μεγάλη, να λυπηθώ τους ανθρώπους της και να μην τους αφήσω να πεθάνουν;».
Ιωνάς 1-4