ΙΙΙ. Ιστορίες από την Καινή Διαθήκη

Ο καλός ποιμένας

Ανάμεσα στα πλήθη που ακολουθούσαν τον Ιησού για να τον ακούσουν να μιλάει ήταν και οι αυστηροί Φαρισαίοι. Αυτοί σαν φανατικοί υποστηρικτές του Μωσαϊκού Νόμου που ήταν, δεν  έβλεπαν με καλό μάτι ότι γύρω από τον Ιησού μαζεύονταν τελώνες και άλλοι άνθρωποι που δεν τηρούσαν τον Νόμο. Έλεγαν μεταξύ τους και κατηγορούσαν τον Ιησού: «Αυτός ο άνθρωπος  κάθεται και τρώει με αμαρτωλούς».

βββ

Τότε ο Ιησούς για να δείξει ότι ήρθε για όλους τους ανθρώπους και κυρίως για τους αμαρτωλούς είπε αυτή τη μικρή ιστορία. 

 

Ο ΚΑΛΟΣ ΠΟΙΜΗΝ 3

Μια φορά ήταν ένας καλός βοσκός, που είχε εκατό πρόβατα. Μόλις κατάλαβε πως είχε χάσει ένα, άφησε τα ενενήντα  εννέα και πήγε στο βουνό για να ψάξει το χαμένο πρόβατο.

Ο Ποιμήν ο καλός

Όταν το βρήκε, το έβαλε χαρούμενος στους ώμους του και  γύρισε σπίτι γεμάτος χαρά. Χάρηκε πιο πολύ γι’ αυτό που είχε ξεφύγει από το κοπάδι και το βρήκε παρά για τα  υπόλοιπα που είχε αφήσει για να ψάξει. Γι’ αυτό προσκάλεσε τους φίλους του και τους γείτονες και τους είπε:  «Χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα το χαμένο μου πρόβατο».

Λκ 15, 1-6

 

c4592a247b5fc8e5dc170ccd3346ce17

 

 

 

 

Ένας πατέρας γεμάτος αγάπη:

η παραβολή του Ασώτου ή του σπλαχνικού πατέρα

 

ασωτοσΈνας πατέρας είχε δύο γιους που τους καμάρωνε, είχε κάμπους και περιβόλια πλούσια και κοπάδια πολλά. Ολόκληρη  συντροφιά δούλων υπηρετούσανε τις ανάγκες του σπιτιού. Τα είχαν όλα, δεν έλειπε τίποτα. Ώσπου μια μέρα,  ξαφνικά, το ένα από τα παιδιά, το μικρότερο, παρουσιάστηκε στον πατέρα. «Θέλω να μου δώσεις το μερίδιο της  περιουσίας που μου αναλογεί», του είπε. Ξαφνιασμένος ο πατέρας προσπαθεί να τον μεταπείσει: «Τι σου λείπει,  παιδί μου; Τι είναι εκείνο που δε σου το προσφέρω;». Η επιμονή του γιου ήταν απελπιστική. Είχε πάρει την απόφασή  του. Το πατρικό του σπίτι έμοιαζε με φυλακή. Είχε γνωρίσει συντροφιές ελεύθερες. Με αυτές θα έφευγε μακριά, εκεί που δε θα μπορούσε να τον φτάσει η έγνοια κι ο έλεγχος του πατέρα του. Οι φίλοι του μιλούσαν αδιάκοπα για τα εξαίσια πράγματα των μακρινών τόπων. Αδύνατο στάθηκε να τον πείσει ο πατέρας. Με πόνο βαθύ αναγκάστηκε να  του δώσει το μερίδιό του.

Εκείνος ξεπούλησε ό,τι του ανήκε, πήρε τα χρήματα και έφυγε βιαστικά χωρίς να  αποχαιρετήσει κανέναν.

ασωτ

 

Στις πολιτείες που πήγε, έζησε σπάταλα και παρασύρθηκε μακριά από κάθε τιμιότητα και  αρετή. Ένα πρωί, όταν συνήλθε απ’ το μεθύσι του, ανακάλυψε πως είχε ξοδέψει όλη του την περιουσία και ήταν πια σαν ένα έρημο σκυλί στον δρόμο. Κανείς πια δεν τον εμπιστευόταν και δεν τον ήθελε για φίλο. Ο καιρός περνούσε και  ξέπεφτε όλο και περισσότερο. Έφτασε στο σημείο να βόσκει γουρούνια για να τρώει κι αυτός λίγη από την τροφή  τους.

 

ασωτττττ

 

Τότε ήρθε στον νου του ο πατέρας του και το πατρικό του σπίτι που εγκατέλειψε. «Ω να μπορούσα να γυρίσω πίσω», συλλογιζόταν. «Να πέσω στα πόδια του πατέρα μου και να του ζητήσω να με συγχωρήσει. Να μη με  δεχτεί σαν παιδί του, μα σαν τον πιο τελευταίο υπηρέτη του, αφού δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος του».

Σα να είχε φτερά στα πόδια έτρεξε πίσω στο σπίτι του. Από μακριά είδε τον πατέρα του που στεκόταν σε ένα ύψωμα κοιτάζοντας  τον δρόμο και προσμένοντας το χαμένο του παιδί. Έτρεξε κοντά του, έπεσε στα πόδια του και είπε:  Πατέρα μου, αμάρτησα σε σένα και στον ουρανό. Μα μετανιώνω. Πάρε με για δούλο σου, πατέρα».

 

ασσσσσσσ

 

Ο πατέρας τον έσφιξε στην αγκαλιά του, «παιδί μου» του φώναζε και τον φιλούσε κλαίγοντας. Ύστερα φώναξε στους υπηρέτες του:  βγάλτε του τα κουρελιασμένα ρούχα, λούστε τον και φορέστε του καθαρά ολόασπρα ρούχα, δώστε του το δαχτυλίδι  μου να φορέσει στο χέρι του και σανδάλια στα πόδια του.

αααααασσσσσσ

 

Κι ύστερα σφάξτε το καλύτερο μοσχάρι να χαρούμε και να  γιορτάσουμε. Γιατί το παιδί μου αυτό ήταν νεκρό και αναστήθηκε, ήταν χαμένο και βρέθηκε». Κι έγινε χαρά μεγάλη  στο σπίτι εκείνο κι η ευτυχία άπλωσε ξανά τα φτερά της και το σκέπασε. Σε λίγο άρχισε λαμπρό πανηγύρι.

ασσσφφ

 

Έλειπε  μόνο ο μεγαλύτερος αδελφός. Βρισκότανε στα χωράφια. Σαν γύρισε το βράδυ, είδε το γλέντι και απόρησε. «Ήρθε ο  αδελφός σου και ο πατέρας σου από την χαρά του έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό», του είπε ένας υπηρέτης. Θύμωσε ο  μεγαλύτερος αδελφός και δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. Ο πατέρας μόλις το πληροφορήθηκε, πήγε κοντά του.

ασσασσσσ

«Παιδί  μου», του λέει, «έλα μέσα. Ήρθε ο αδελφός σου». «Ποιος αδελφός μου; Αυτός που ’φαγε τα λεφτά σου με τις αμαρτωλές διασκεδάσεις; Και τώρα εσύ, έσφαξες γι’ αυτόν το καλύτερο μοσχάρι; Εμένα τόσα χρόνια που σου δουλεύω ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες για να διασκεδάσω με τους φίλους μου». Κι ο σπλαχνικός πατέρας τού  είπε: «Παιδί μου, σκέψου καλύτερα. Εσύ κοντά μου δεν ήσουν τόσα χρόνια; Τα δικά μου δεν είναι και δικά σου; Έλα,  λοιπόν, και συ μαζί με μας να χαρείς, που ο αδελφός σου ήταν σαν πεθαμένος και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».

Λκ 15, 11-24

 

Kyriaki Asotou

 

Ερωτήσεις για συζήτηση

Αν ο άσωτος γιος φεύγοντας άφηνε ένα σημείωμα στο σπίτι του, τι λες να έγραφε;

Έκανε σωστά ο πατέρας και δέχτηκε τον άσωτο γιο του ξανά στο σπίτι;

 

 

Βλέπουμε…