Στην εποχή του Διαδικτύου ένα ευφυές ντοκιμαντέρ (Zeitgeist) και το όραμα ενός πολύπραγμονα επιστήμονα (Jacque Fresco) κινητοποιούν πολίτες σε όλες τις μεριές του πλανήτη. Καθόλου άσχημα για μια κοινωνία που αφήνεται στην κρίση και όχι στα διδάγματά της. «Αν δεν δεχτούμε την ευθύνη για το μέλλον μας, τότε κάποιοι άλλοι θα σκέφτονται για εμάς», λέει σε συνέντευξή του στο kathimerini.gr, o 93χρονος, αισίως, Jacque Fresco.
Όταν πριν από δύο περίπου χρόνια ο Peter Joseph, ανεξάρτητος παραγωγός και σκηνοθέτης από τις ΗΠΑ «έριχνε» online ένα ντοκιμαντέρ για τις διαστάσεις του κοινωνικού ελέγχου μέσα από τον χριστιανισμό, τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, κανείς δεν ήξερε τη δυναμική της θέασης και της συζήτησης που θα προκαλούσε η δουλειά του.
Έπειτα από το πρώτο φιλμ (Zeitgeist: The Movie), το οποίο ξεπέρασε τις 50.000.000 επισκέψεις διαδικτυακά ακολούθησε και δεύτερο μέρος (Zeitgeist: Αddendum) με τον Joseph να επικεντρώνεται αυτή τη φορά στην κατασκευασμένη οικονομική κρίση ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην αδυναμία του καπιταλισμού να επανεντάξει την ηθική στη λογική της κοινωνίας και της πολιτικής.
Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος, ξεχώρισε, μεταξύ άλλων, η τοποθέτηση του Jacque Fresco και η πρότασή του για έναν εναλλακτικό κοινωνικό σχηματισμό. Μια κοινωνία που γνωρίζει ποιοι είναι οι φυσικοί πόροι της και βασίζεται σ’ αυτούς χωρίς να τους καταστρέφει αλόγιστα αλλά με το να τους διανέμει ανάλογα με το πρόσταγμα της πραγματικής ανάγκης.
«Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» λέμε, λοιπόν, όταν κλείνονται άνευ λόγου οι δύο από τις τρεις λωρίδες της εθνικής. «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» αποφαινόμαστε όταν για κάθε έργο, σε κάθε γειτονιά, περνάει πρώτα η ΕΥΔΑΠ, ανοίγει λάκκο–κλείνει λάκκο, έρχεται έπειτα η ΔΕΗ, ανοίγει λάκκο–κλείνει λάκκο, κατόπιν ο ΟΤΕ, ανοίγει λάκκο–κλείνει λάκκο, τέλος (τέλος;) η ΔΕΦΑ, ανοίγει λάκκο–σκάβει λάκκο, με πολυμελή ημιαδρανούντα συνεργεία, που δεν αποτελούνται βέβαια από εργαζόμενους του Δημοσίου αλλά από συνεργεία καλοπληρωμένων εργολάβων. «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» δογματίζουμε όταν δύο και τρία χρόνια έπειτα από καταστροφικούς σεισμούς ή φονικές πυρκαγιές, οι σεισμόπληκτοι και οι πυρόπληκτοι κοιμούνται ακόμα σε λυόμενα, με τις «δεσμεύσεις» της Πολιτείας να τους ζεσταίνουν το χειμώνα και να τους δροσίζουν το καλοκαίρι. «Αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται» κηρύσσουμε όταν από τις πυρκαγιές απειλείται ακόμα και η Ολυμπία (η πλουτοφόρος σημειωτέον Ολυμπία, μιας και η «βαριά μας βιομηχανία», σύμφωνα και με τις τελευταίες πρωθυπουργικές διαπιστώσεις, δεν είναι ο πολιτισμός αλλά ο τουρισμός, το ρουμ–του–λετ και οι πουλς παρά θίν’ αλός), κι όταν στον Υμηττό και στην Πεντέλη τα αυθαίρετα ξεφυτρώνουν δυο–τρεις μήνες μετά την πυρά, κάτω από τον δροσερό ίσκιο των «δεσμεύσεων» της Πολιτείας. «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» ισχυριζόμαστε όταν ο δασάρχης κάποιου νησιού αποχωρεί από την υπηρεσία του πλουσιότερος κατά πολλές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, χάρη στον τίμιο ιδρώτα του.
«Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» παραπονιόμαστε όταν τα νοσοκομεία (όπου τα ράντζα ζουν και βασιλεύουν χρόνια και χρόνια μετά την «κατάργησή» τους) ξεμένουν και από γάζες ακόμα και από αναισθητικό, ενώ σε κάποιο σκοτεινό υπόγειο σκουριάζουν οι αξονικοί τομογράφοι, επειδή δεν προσλαμβάνονται ειδικοί για να τους δουλέψουν και επειδή, δεύτερον και κυριότερον, το Δημόσιο (δηλαδή οι υψηλοί διαχειριστές του) νιώθουν υποχρεωμένοι να χρηματοδοτούν παγίως τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» λέμε, την Ελλάδα, θυμίζω, που επιμένουμε να τη δοξάζουμε σαν κοτίδα (και) του ωραίου αθλητικού πνεύματος, όταν για να χτυπήσεις ένα κόρνερ σε εχθρική έδρα πρέπει να είσαι κατάφρακτος, σαν πολεμιστής του Μεσαίωνα, κι όταν, αμέσως μετά το τέλος του αγώνα, κάθε αγώνα, η διοίκηση, κάθε διοίκηση, βγάζει μια λυρικότατη αφήγηση για να υμνήσει την άψογη συμπεριφορά του «υπέροχου λαού», κάθε «υπέροχου λαού».
«Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα», μοιράζεσαι την γκρίνια σου με τους φίλους σου, όταν νοικιάζεις δωμάτιο που το έχεις δει μια χαρά στο Ιντερνετ, φως–νερό–τηλέφωνο–θαυμάσια θέα, μια ανάσα από τη θάλασσσα, και φτάνοντας αντικρίζεις αποκαρδιωμένος, κοντά χιλιόμετρο από τη θάλασσα, ένα οίκημα με λιγότερα κομφόρ κι από την πιο ταπεινή σκηνή στο ταπεινότερο κάμπινγκ. «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» λέμε ή γράφουμε όταν πληροφορούμαστε πόσο κοστίζει ετησίως (750 εκατ. ευρώ) η διαφθορά στον τόπο μας, όπου, όπως άλλωστε μας είχε προειδοποιήσει ο Ζήνων, ακόμα και ο λαγός πρέπει να πληρώσει αδρό γρηγορόσημο για να τα καταφέρει να νικήσει τη χελώνα. «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» επαναλαμβάνουμε μονότονα, παραιτημένοι, όταν ακούμε χρόνια τώρα για τη μόλυνση του Ασωπού, με την Πολιτεία κοιμωμένη, για τα παράνομα λατομεία του Μαρκόπουλου, με την Πολιτεία κοιμωμένη, για τα Βατοπέδια και τα Ανθιμοπέδια, με την Πολιτεία στην περίπτωση αυτή υπερδραστήρια, άψογα συντονιζόμενη και εκθύμως υπηρετούσα τους κερδοσκοπούντες εκκλησίαρχους. «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια πράγματα» λέμε όταν ακούμε τον υπουργοφιλόσοφο κ. Γ. Βουλγαράκη να εισάγει το ανέμελο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο το «νόμιμο είναι και ηθικό». Και στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε όταν διαβάζουμε ότι ο δήμαρχος της Αθήνας κ. Νικήτας Κακλαμάνης, πρωτοπόρος στο ξαναπρασίνισμα διά τσιμεντώσεως και έκθετος για τον Βοτανικό και για την Κυψέλη, δήλωσε τα εξής αμοραλιστικά σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Νέμεσις» (τεύχος 95, Φεβρουάριος 2009): «Πιστεύω ότι δεν πρέπει να πηγαίνουμε πάντα με το γράμμα του νόμου όταν πρόκειται για το ευρύτερο κοινωνικό όφελος». Δηλαδή το ωφέλιμο είναι νόμιμο, και εφόσον το νόμιμο είναι ηθικό, τότε και το ωφέλιμο είναι ηθικό. Παράδειγμα ενός «ευρύτερου κοινωνικού οφέλους» που μας επιτρέπει, υποτίθεται, να περιφρονήσουμε τους νόμους; Μα το γήπεδο του Παναθηναϊκού (ή μάλλον το εμπορικό κέντρο του κ. Βωβού), η δημιουργία του οποίου, κατά τον δήμαρχο και τους ομοϊδεάτες του, μας υποχρεώνει να λοιδορήσουμε ακόμα και το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ετσι μονότονο το παράπονό μας, σαν από μαγνητόφωνο με κολλημένη την κασέτα. Ενα παράπονο που αδυνατεί να αλλάξει οτιδήποτε, που αρνείται μάλλον την ίδια την επιθυμία να αλλάξει οτιδήποτε, επειδή, πρώτα απ’ όλα, δεν του λείπει ο αυτοκολακευτικός τόνος: «Ολα αυτά τα ξινά και τα άθλια που γίνονται μόνο στην Ελλάδα, γίνονται αποκλειστικά από τους υπόλοιπους, όχι βέβαια από μένα», αυτή την αυτοαθωωτική διαβεβαίωση διαβάζουμε πίσω από το μοτίβο της γκρίνιας. Η Ελλάδα όμως, όσο κι αν δεν ανήκει στους Ελληνες όπως ευαγγελίζονταν μεσσίες άλλων καιρών, από Ελληνες κατοικείται, Ελληνες την εμψυχώνουν, την κυβερνούν, τη συνδημιουργούν, την πληγώνουν ή την τιμούν. Αυτοί σχηματίζουν, ψηφίδα την ψηφίδα, την εικόνα της, θολή ή λαμπρή, απωθητική ή ελκυστική. Το γεγονός ότι τα μερίδια εξουσίας, άρα και ευθύνης, δεν είναι ίδια, δεν σημαίνει ότι μια μικρούλα ευθύνη δεν πέφτει στον καθένα μας.
Ένας φίλος έχει ένα γιο. Προσπαθεί να μου εξηγήσει για να καταλάβω. Απαριθμεί τα κόστη, κάνει το άθροισμα. Τα ‘χει υπολογίσει. Χρειάζομαι μια δουλειά, ένα μισθό μόνο για την ανατροφή του παιδιού μου, λέει. Γιατί είμαστε φτωχοί; Επειδή οι πατεράδες μας δεν χρειάζονταν έναν επιπλέον μισθό για να μεγαλώσουν εμάς.
Αυτές τις μέρες το κράτος χρεοκόπησε και επισήμως. 5 ταμεία δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Το κράτος έχει χρεοκοπήσει καιρό τώρα, σε όλες τις λειτουργίες και τους κοινωνικούς ρόλους του, απλώς δεν το ‘χουμε καταλάβει χειροπιαστά, γιατί έχουμε μάθει να μετράμε μόνο με τα λεφτά που μπαίνουν στην τσέπη μας.
Σε όλες τις χώρες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κρίση. Αυξάνουν τις δημόσιες δαπάνες, μειώνουν τη φορολογία. Εδώ δεν μπορούν, κάνουν το αντίθετο, το κράτος είναι το ίδιο χρεοκοπημένο, αντί να ενισχύσει τη ρευστότητα, την αφαιρεί. Για τον εαυτό του. Η κρίση δεν είναι η αιτία των προβλημάτων μας. Τα προβλήματά μας μας κάνουν ανίκανους να αντιμετωπίσουμε την κρίση.
Το κράτος δανείζεται ακριβότερα απ’ όσο δανείζεται καθένας από μας. Το κράτος δηλαδή είναι πια εντελώς αφερέγγυο. Πληρώνει το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού σε τοκοχρεολύσια. Δεν έχει λεφτά, αν ήταν επιχείρηση θα έβαζε λουκέτο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά μας. Παραδόξως δεν συζητάνε όλοι αυτό.
Γιατί είμαστε φτωχοί; Πληρώνουμε πάρα πολλά στο κράτος. Έχουμε τις μεγαλύτερες «κρατήσεις», οι εργαζόμενοι παραπονιούνται ότι σχεδόν το 40% του μισθού τους παρακρατείται, οι επιχειρήσεις ότι πληρώνουν σχεδόν το διπλάσιο απ’ όσα ο κάθε εργαζόμενος παίρνει στο χέρι. Πώς λοιπόν χρεοκόπησε αυτό το κράτος; Έχουμε δωρεάν παιδεία, όμως πληρώνουμε περισσότερες ιδιωτικές δαπάνες για παιδεία από κάθε άλλον Ευρωπαίο. Περισσότερες ιδιωτικές δαπάνες για υγεία από κάθε άλλον Ευρωπαίο. Κάθε Σεπτέμβριο πανικόβλητοι γονείς ψάχνουν νηπιαγωγεία. Πληρώνουμε σχολεία, πληρώνουμε παιδικούς σταθμούς, πληρώνουμε φροντιστήρια, πληρώνουμε τις ξένες γλώσσες, τον αθλητισμό, τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, πληρώνουμε τις σχολές. Πληρώνουμε ιδιωτική ασφάλιση, πληρώνουμε νοσοκομεία, εξετάσεις, φακελάκια. Πληρώνουμε διόδια, η μοναδική χώρα που αντί να μειώνονται τα διόδια ακριβαίνουν με το χρόνο, πληρώνουμε δεκαετίες διόδια για δρόμους που δεν είναι εθνικοί οδοί, πληρώνουμε διόδια για δρόμους που δεν έχουν γίνει ακόμα. Δεν έχουμε μετρό, συγκοινωνίες, πληρώνουμε ταξί, πληρώνουμε βενζίνες, πληρώνουμε πάρκινγκ γιατί δεν υπάρχουν θέσεις στάθμευσης. Πληρώνουμε σεκιουριτάδες γιατί δεν υπάρχει ασφάλεια, αστυνόμευση, πληρώνουμε κάθε διασκέδαση γιατί δεν υπάρχει ένα δέντρο, ένα παγκάκι, μια προβλήτα να κάτσει ένας άνθρωπος χωρίς να πληρώσει. Πληρώνουμε για κάθε δραστηριότητα, για κάθε λειτουργία του κράτους, πληρώνουμε ταρίφα για τη βάφτιση και την κηδεία μας. Πληρώνουμε την παιδεία, πληρώνουμε την υγεία, την ασφάλεια, πληρώνουμε τις συγκοινωνίες, τους δρόμους, τα σκουπίδια, το περιβάλλον. Πληρώνουμε δηλαδή διπλά. Πληρώνουμε αυτά που κανένας άλλος Ευρωπαίους δεν διανοείται να πληρώσει, γιατί του τα παρέχει ήδη το κράτος. Γι’ αυτό είμαστε φτωχοί.
Κι όμως το κράτος έχει χρεοκοπήσει. Μήπως επειδή μας παρέχει υψηλές υπηρεσίες; Γίνονται κάθε χρόνο και χειρότερες. Κι όμως το κράτος δεν έχει λεφτά και δανείζεται. Πού πάνε αυτά τα λεφτά; Εκατοντάδες χιλιάδες κομματικές προσλήψεις, ενώ μένουν κενές οι απαραίτητες οργανικές θέσεις. Προκλητική κακοδιαχείριση του δημόσιου χρήματος από κομματικά στελέχη. Αύξηση όλων των δαπανών στα ταμεία και το ΕΣΥ, ενώ συγχρόνως οι υπηρεσίες τους υποβαθμίζονται. Διασπάθιση του δημόσιου χρήματος στις ΔΕΚΟ την ίδια ώρα που χρεοκοπούν και οι υπηρεσίες τους υποβαθμίζονται. Μετατροπή της τοπικής αυτοδιοίκησης σε άλλο ένα πεδίο διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Εκποίηση της δημόσιας γης από κουμπάρους και ηγούμενους. Υπεξαίρεση του κοινωνικού πλούτου από πολιτικές εταιρείες Α.Ε. που μεταφέρουν συνεχώς χρήμα από τα δημόσια ταμεία και το μετατρέπουν σε μαύρο χρήμα, σε πολιτικό χρήμα.
Έτσι το κράτος χρειάζεται κι άλλο χρήμα, πάντα περισσότερο χρήμα. Και χτυπάει δεύτερη φορά. Αυξάνει τους φόρους, μεγαλώνει τον ΦΠΑ, αυξάνει τους έμμεσους φόρους, τις ασφαλιστικές εισφορές, τους λογαριασμούς των υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Έτσι τα προϊόντα γίνονται ακόμα πιο ακριβά, η ζωή ακόμα πιο δύσκολη.
Καμία υγιής παραγωγική δραστηριότητα δεν αναπτύσσεται σε τέτοιο περιβάλλον. Η ιδιωτική παραγωγή μειώνεται αντί να αυξάνεται, μόνο η διαπλοκή, η συναλλαγή με την εξουσία σε όλες τις βαθμίδες ανθεί σ’ αυτή τη χώρα. Στους πολίτες υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να επιβιώσουν, να κλέβουν ο ένας τον άλλον. Και αυτό κάνουν. Και όλοι μαζί τον εαυτό τους. Γι’ αυτό είμαστε φτωχοί.
Κάθε μέρα που περνάει η κατάσταση γίνεται λιγότερο αναστρέψιμη. Τα ταμεία χρεοκόπησαν, στα νοσοκομεία πεθαίνουν άνθρωποι γιατί λείπουν εξαρτήματα, τα ποτάμια έχουν γίνει χαβούζες, ζούμε δίπλα στις χωματερές, τα σχολεία μοιάζουν με παράγκες χωρίς δασκάλους, τα δικαστήρια με σταθμούς των ΚΤΕΛ που εκδικάζουν υποθέσεις μετά από μια δεκαετία, οι αστυνομικοί πυροβολούν ο ένας τον άλλον ή αυτοτραυματίζονται, η Ακρόπολη λειτουργεί 9 με 2, όταν δεν είναι κλειστή λόγω απεργίας, και τα πανεπιστήμια λειτουργούν χρόνο παρά χρόνο. Είμαστε φτωχοί καιρό τώρα, αλλά δεν το ‘χουμε καταλάβει. Δεν είναι παράδοξο που κανένας δεν λέει κάτι για το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε και τι θα κάνουμε γι’ αυτό;
Τι είναι αυτό που κάνει τα παιδιά, τους εφήβους να «ξεσκάνε» με το αποτρόπαιο; Να μεταποιούν σε ψυχαγωγία το οχληρό, το απεχθές, το φρικώδες; Mε το πάτημα ενός κουμπιού να τινάζουν μυαλά στον αέρα, να διαμελίζουν σώματα, να μετατρέπουν ανυποψίαστους διαβάτες σε παραμορφωμένα πτώματα; Είναι η ακόρεστη δίψα της εφηβικής ψυχής για δυνατές συγκινήσεις ή απλά μια νοσηρή έξη, επειδή καθοδηγήθηκαν έντεχνα στα χρυσοφόρα παιχνίδια αδάμαστης βίας; Για τη βία, οι σχετικές έρευνες, γνώμες, θεωρίες διίστανται: άλλες λένε ότι επηρεάζει αρνητικά τα παιδιά κι άλλες ότι αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα τους, ότι τα αιμοσταγή «ξεκαθαρίσματα», οι τυφλές εξολοθρεύσεις, οι αιματοκυλισμένοι πόλεμοι, οι βιβλικές καταστροφές, τα εκτονώνει. Ισως. Το βέβαιο είναι ότι εθίζονται, η ασχήμια και η κακία να αποτελούν τη φυσική ατμόσφαιρα της προσωπικής τους διασκέδασης. Μιας πολύωρης, συνήθως, μοναχικής διασκέδασης.
Σ’ αυτήν κατέφευγε ο 17χρονος Τιμ Κρέτσμερ που σκότωσε προ ημερών 15 άτομα στο Βινέντεν της Γερμανίας. «Είμαι απίστευτα δυστυχισμένος. Η κατάσταση δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί» είχε γράψει στους γονείς του. «Ολοι με κοροϊδεύουν, κανείς δεν αναγνωρίζει τις ικανότητές μου» είχε ομολογήσει συνομιλώντας στο Ιντερνετ.
Οι πολλές ώρες τηλεθέασης ή ενασχόλησης με το Ιντερνετ οδηγούν σε κατάθλιψη, έδειξε έρευνα του πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ. Τα προβλήματα κατάθλιψης είναι ο λόγος που τα παιδιά απομονώνονται για ώρες μπροστά στον υπολογιστή, λένε οι ψυχίατροι. Οι σκηνές βίας αυξάνουν τις φοβίες και την επιθετικότητα, έδειξε γερμανική έρευνα. Η μοναξιά μπροστά στο κουτί, οι σπάνιες κοινωνικές επαφές διαταράσσουν τον πνευματικό και συναισθηματικό παιδικό κόσμο, λένε οι ψυχολόγοι. Δύσκολο για τους πολυάσχολους γονείς –επισκέπτες στο σπίτι τους– να διακρίνουν τα συμπτώματα κατάθλιψης (άλλωστε παιδί και κατάθλιψη είναι για τους πολλούς έννοιες ασυμβίβαστες), από την εφηβική αστάθεια διάθεσης, από την ταλάντωση ανάμεσα στη χαρά και τη μελαγχολία, τον ενθουσιασμό και την απάθεια, την αγάπη και το μίσος. Δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι λείπουν.
Κι εκείνα, συνομιλώντας με τον ανώνυμο άλλο στο Ιντερνετ προσπαθούν να ανιχνεύσουν ποιανού βούληση είναι και ποιος βούλεται μέσα τους. Χωρίς μνήμες και σχέδια, διώχνουν μακριά το μέλλον, μαθαίνοντας με το «ποντίκι» τη μοναξιά, τον τρόμο, τους στεναγμούς, τους θυμούς, την κατάπτωση. Κι όταν ξεχειλίσει η απογοήτευση ή η οργή, δεν υπάρχει κάποιο έσχατο κριτήριο, κάποια αμετάκλητη αρχή να τους εμποδίσει να διαπράξουν το έγκλημα.
«Τίποτα δεν έχει νόημα» είχε γράψει ο νεαρός Κρέτσμερ. Αυτήν την έλλειψη νοήματος, την οργή για έναν κόσμο εχθρικό, άδειο, παράλογο, ίσως προσπάθησε να εξαφανίσει μαζί με τα θύματά του. Η ωμότητα του νικημένου, που δεν μπορεί να συγχωρέσει τη ζωή.
Κι όμως, είναι τόσο απλό, γνωστό, στοιχειώδες. Μύθοι, παραδόσεις, ιστορία, καθημερινή ζωή μάς διδάσκουν ότι για να επιτύχουμε την ισορροπία δεν υπάρχουν άπειροι τρόποι, ένα είναι το μυστικό, η επικοινωνία. Η βαθιά ζεστή ανθρώπινη επαφή (εν προκειμένω γονέων-παιδιών) κεραυνοβολεί με χαρά, πληροί με ελπίδα, διεγείρει το πνεύμα, γεμίζει το σύμπαν μας.
«Ο ουρανός τι είναι;», ρωτάει η κ. Αγάπη, δασκάλα.
«Μπλε», ακούγονται τρεις – τέσσερις απαντήσεις. «Ποιος είναι μπλε;», ξαναρωτά η κ. Αγάπη. «Ο ουρανός», απαντούν περισσότεροι απ’ ό,τι πριν.
«Εγώ κοιτάω τον ουρανό», εξηγεί η κ. Αγάπη. «Ο Νίκος περιμένει τον φίλο του, γυρίστε στη σελίδα 58. Ο Νίκος περιμένει τον φίλο του, στην 58, εί-πα-με»… επαναλαμβάνει η κ. Αγάπη κοιτώντας ένα μαθητή που βρίσκεται σε άλλη σελίδα.
«Το “περιμένει” τι είναι;», ρωτάει. Πολλές απαντήσεις δίνονται, αλλά δύσκολα γίνονται κατανοητές από τη δασκάλα. Η έννοια του ρήματος δεν είναι ακόμα οικεία στους αλλοδαπούς μαθητές. Ξαφνικά, η πόρτα ανοίγει. Μπαίνει ο Εμμανουέλ από τη Νιγηρία. «Ελα, παιδί μου, πού είσαι; Εσένα περιμέναμε», τον υποδέχεται η κ. Αγάπη. «Εχεις βιβλίο; Α, έχεις τις φωτοτυπίες. Είμαστε στη σελίδα 58. Ο Νίκος περιμένει τον φίλο του. Η Μαρία κοιτάει τη φίλη της»…
Σάββατο απόγευμα, λίγο μετά τις έξι, στο –μόνο κατ’ όνομα– Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών, στον Κολωνό. Στη μικρή αίθουσα, επτά μαθητές, τρεις Πακιστανοί, δύο Αιγύπτιοι, ένας Σύρος και ένας Νιγηριανός κάθονται γύρω από το τραπέζι. Κάποιος από αυτούς δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση στη δική του γλώσσα και έμαθε στα ελληνικά! Αθλος. Ο 26χρονος Φαϊσέλ έχει σπουδάσει νομικά στο Πακιστάν και εδώ δουλεύει σε φούρνο. Βρίσκεται στην Ελλάδα τρία χρόνια. Εμαθε για το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών από ένα φίλο. Δίπλα του, ο 24χρονος Αμίλ που φτιάχνει έπιπλα, ζει στην Ελλάδα δυόμισι χρόνια και μιλάει «έτσι κι έτσι», όπως λέει. Ο 27χρονος Μοχάμαντ δουλεύει σε σακουλοποιία. «Διαβάζω εφημερίδα», λέει στην «Κ», «και πιάνω τη γενική ιδέα» Περισσότερο φαίνεται να δυσκολεύεται ο 27χρονος Εμμανουέλ από τη Νιγηρία που δουλεύει σε σούπερ μάρκετ και έχει έρθει πριν από ενάμιση χρόνο στην Ελλάδα. Πιο πολυλογάς, αν και με ενδιαφέρουσες ερωτήσεις όπως λέει η κ. Αγάπη, είναι ο 35χρονος Φιλίπ από την Αίγυπτο. Ισως επειδή έχει ήδη συμπληρώσει έξι χρόνια στην Ελλάδα. Είναι ένας από τους τρεις αλλοδαπούς οικοδόμους μαθητές στο εν λόγω τμήμα. Οι άλλοι δύο είναι ο 25χρονος Οσάμα και ο 23χρονος Μοχάμεντ από τη Συρία, μόλις οκτώμιση μήνες στην Ελλάδα. Στον πίνακα, η κ. Αγάπη τους διδάσκει ελληνικά. Παραπέρα, μια νεαρή Ελληνίδα φοιτήτρια παρακολουθεί με προσοχή, για να διδάξει και εκείνη σε λίγες εβδομάδες σε κάποια άλλη τάξη.
Εξω από την αίθουσα ο κόσμος ήταν περισσότερος από κάθε άλλη φορά, όπως λέει στην «Κ» η υπεύθυνη Νάνσυ Κατσαΐτη. Γίνονταν εγγραφές για νέα τμήματα. Στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών, που λειτουργεί εδώ και πέντε χρόνια, παραδίδονται δωρεάν μαθήματα ελληνικών από ανθρώπους που διαθέτουν τμήμα του ελεύθερου χρόνου τους, προσφέροντας σε άγνωστους σ’ αυτούς μετανάστες. Τον περασμένο Οκτώβριο μετρούσε 450 μαθητές, 65 δασκάλους και 21 τμήματα.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή