Δημοσιεύθηκε στην Featured, Διάφορα

… γιατί η μητέρα είναι μόνο μία!

mother

Χρόνια πολλά στις μαμάδες όλου του κόσμου.

Χρειάζεται όμως άραγε να μας το θυμίζει η μέρα αυτή ότι πρέπει κάθε μέρα να είμαστε ευγνώμονες για αυτό το άτομο που είναι πάντα δίπλα μας και ότι πρέπει να του δείχνουμε καθημερινά την ευγνωμοσύνη και την αγάπη μας;

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από σήμερα κιόλας να λέμε στη μαμά μας κάθε μέρα το σ’ αγαπώ, όχι μόνο με λόγια, αλλά με πράξεις, με τη συμπεριφορά μας.

 

 

Χρόνια πολλά, μαμά!

 

Και λίγα λόγια για την ιστορία…

Η γιορτή της μητέρας έχει αρχαιοελληνική προέλευση, (ημέρα εορτασμού της μητρότητας). Στη σύγχρονη εποχή, η αμερικανίδα Άννα Μαρία Ριβς Τζάρβις ήταν εκείνη που είχε πρώτη την ιδέα να καθιερωθεί μια ιδιαίτερη ημέρα προς τιμή όλων των μητέρων.

 https://blogs.sch.gr/17nippell/files/2012/04/t1-2gaia.jpg

Στην αρχαία Ελλάδα, μια γιορτή ανοιξιάτικη ήταν αφιερωμένη στη Θεά Γαία (Μητέρα Γη), μητέρα των θεών και των ανθρώπων. Αυτή ήταν και η πρώτη μορφή εορτασμού της Μητέρας.

 

Τη γιορτή αυτή διαδέχθηκε η γιορτή η αφιερωμένη στην κόρη της Γαίας, τη Ρέα. Η Ρέα ήταν η σύζυγος του Κρόνου και η Μητέρα του Δία και όλων των Θεών της αρχαίας Ελλάδας.

 

Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, συναντάμε τη Γιορτή της Μητέρας ως γιορτή αφιερωμένη στη Θεά Κυβέλη, που γινόταν κάθε Μάρτιο.

 

Στη συνέχεια, φτάνουμε στην Αγγλία του 15ου-16ου αι. μ.Χ., όπου γιορταζόταν η «Mothering Sunday», δηλ. η «Κυριακή της Μητέρας», την 4η Κυριακή της Σαρακοστής, και ήταν αφιερωμένη στις μητέρες. Εκείνη τη μέρα όλοι οι υπηρέτες έπαιρναν από τα αφεντικά τους μία μέρα άδεια, για να επισκεφτούν τα σπίτια τους και να περάσουν την μέρα τους μαζί με τις μητέρες τους.

 

Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στις αρχές του 20ού αιώνα, η δασκάλα Άννα Τζάρβις (Anna Jarvis) από τη Φιλαδέλφεια, αγωνίστηκε για την καθιέρωση της Γιορτής της Μητέρας, τη 2η Κυριακή του Μαΐου. Ήθελε να τιμήσει τη μητέρα της που αγωνίστηκε για τη συμφιλίωση Νοτίων και Βορείων Αμερικανών μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου πολέμου το 1864. Οι αγώνες της Άννας Τζάρβις δικαιώθηκαν το 1914, όταν το Κογκρέσο και ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον όρισε επίσημα ως εθνική Γιορτή της Μητέρας τη δεύτερη Κυριακή του Μαΐου.

 

Στην Ελλάδα, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Γιορτή της Μητέρας στις 2 Φεβρουαρίου του 1929, για να συνδυαστεί η Γιορτή αυτή με τη χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής. Τελικά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η γιορτή μεταφέρθηκε από τις 2 Φεβρουαρίου στη 2η Κυριακή του Μαΐου.

Η μητέρα στην τέχνη

http://lh6.ggpht.com/-KANkBhvjnXQ/UgjKzXqoyzI/AAAAAAAAIDA/S0ALdvJ_0-Q/clip_image021_thumb%25255B19%25255D.jpg?imgmax=800

Παναγία η Γλυκοφιλούσα

Η Οσία Εμμέλεια, μητέρα του Αγίου Βασιλείου

http://3.bp.blogspot.com/-4A0TMv643og/U2P8jMf3CsI/AAAAAAAAWXg/wCO6gaiuzjM/s1600/MOM+1.jpg

Γεώργιος Ιακωβίδης – Μητρική Στοργή

Νικόλαος Γύζης – Μητέρα και Παιδί

Πάμπλο Πικάσο – Η μητέρα και το παιδί

Πάμπλο Πικάσο – Η μητέρα και το παιδί

Πιέρ Ρενουάρ – Μητέρα και παιδί

Βαν Γκογκ – Η μητέρα Ρουλίν με το μωρό

http://1.bp.blogspot.com/-YxXdNDQkLCg/T6gG3r66_uI/AAAAAAAAAXI/BWE8osKYIu0/s1600/%CE%A0%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CF%82+-+Mary+Cassat+-%CE%9C%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%81%CE%B1+%CE%BA%CE%B1%CE%B9+%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%AF.jpg

Mary Gassat – Μητέρα και παιδί

Γκούσταφ Κλιμτ

Blog_Divider_shabbymissjenndesigns

Η μητέρα στη λογοτεχνία – ποίηση

“Μάνα”

Γεράσιμος Μαρκοράς

 

Μάνα!.. Δε βρίσκεται

λέξη καμία

νάχει στον ήχο της

τόση αρμονία,

σαν ποιος να σ’ άκουσε

με στήθος κρύο,

όνομα θείο;

 

Παιδί από σπάργανα

ζωσμένο ακόμα,

με χάρη ανοίγοντας

γλυκά το στόμα,

γυρνάει στον άγγελο

που τ’ αγκαλιάζει

και μάνα κράζει.

 

Στον κόσμο τρέχοντας

ο νέος διαβάτης

πέφτει στ’ αγνώριστα

βρόχια τσ’ απάτης,

και αναστενάζοντας,

Μάνα μου! Λέει,

Μάνα! Και κλαίει.


Της νιότης φεύγουνε

τ’ άνθια κ’ η χάρη

τριγύρω σέρνεται

με αργό ποδάρι,

ώσπου στην κλίνη του,

σα βαρεμένος,

πέφτει ο καημένος.

 

Και πριν την ύστερη

πνοή του στείλει,

αργά ταράζονται

τα κρύα του χείλη,

και με το μάνα μου!

πρώτη φωνή του,

πετά η ψυχή του.

Design D

Το μικρό μου παιδί

Κική Δημουλά

 

Το μικρό μου παιδί

σοβαρή αταξία έκανε πάλι.

Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,

σκούντησε με το χέρι του

το κρεμασμένο

στον τοίχο τ’ ουρανού

κόκκινο πιάτο,

κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε

που είδε τον ήλιο

ντυμένο ρούχα παιδικά

να κατεβαίνει τρέχοντας

της φαντασίας μου τη σκάλα

και να έρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα

και μαλώνω αυστηρά

το μικρό μου παιδί,

ενώ κλέβω κρυφά

τον χυμένο επάνω του ήλιο.

flower blog divider

Σολωμός  Διονύσιος “Η Ελληνίδα μητέρα”  

Κρέμεται το σπαθί κοντά στην κούνια σου, καλό μου,
αλλά το χέρι δεν είναι που το ’σφιγγε στη νίκη.
Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλει το γίγαντά μου.
Κάμπους, βουνά, χωρίς αυτόν μάχης καπνοί σκεπάζουν.
αλλ’ αυτό τώρα που κουνώ τ’ αμέριμνο κορμάκι                                  
αύριο θα γίνει δύναμη που ο λογισμός κινάει,
και στήθι αντρίκειο θα σταθεί στες σαϊτιές της μοίρας.
Βρέχει τα βέλη της αυτή στα ύψη των ανδρείων,
που εκεί στημένοι στερεοί λάμπουν στη μάχη θείοι.
Χαρές και πλούτη να χαθούν, και τα βασίλεια, κι όλα,                       
τίποτε δεν είναι, αν στητή μέν’ η ψυχή κι ολόρθη.
Όλα τα ερείπια γύρω της κοιτά χαμογελώντας,
κι ανθοί σ’ αυτά, παντού κι αργά, βλασταίνουν ως τον τάφο.
φυτρώνει και στο σκότος του του Παραδείσου τ’ άνθι.
Του κόρφου συ, της αγκαλιάς αγαπημένο βάρος,                               
σπούδαξε, μην αργοπορείς βάρος να γίνεις τρόμου
εκεί που οι χείμαρροι του εχθρού τρομαχτικά βρυχίζουν.
Αλλά το χέρι σου ζωστό πλια στο λαιμό μου γύρω
δε θα ’ναι τότε, αλλά σ’ αυτό τ’ ολεθροφόρο ξίφος.
Της Μοίρας έτσ’ οι δύναμες, όσο τρανές κι αν είναι,                           
κι αν πέσεις συ στον πόλεμο, μένουν εκείνες, όπως
της κούνιας τα κινήματα που τώρα σε κοιμίζουν.
Μεγάλωσε, μεγάλωσε, μη δίχως μάνα μείνεις.
Θα ζώσει εκείνη το σπαθί μες στο βυζί αποκάτου,
κι εμπρός ! σημαία και σπαθί, ψυχή, ψυχή, και νίκη !                        
Την ψυχή μέσα μου γρικώ του ποθητού πατρός σου,
και χίλιες, χίλιες γύρω μου ξαστράφτουν Αμαζόνες.
Άντρες, γυναίκες είν’, κανείς δε θα ρωτά στη μάχη.
Κοίτα τους λάκκους ! – αλλά τι μπορείς συ να κοιτάξεις;
Άπειρους λάκκους, άπειρους γεμίζουν οι νεκροί μας.                        
πέφτουμ’ εμείς, το έργο μας για την πατρίδα μένει,
και σ’ όλα ζει τα στήθη μας τούτ’ η πνοή και μόνη,
που φλόγα γίνεται φριχτή καθολικού πολέμου,
που κάθε γη και θάλασσα παντού περιλαβαίνει,
που ζώνει εσέ και σκίρτημα και της κουνιάς σου δίνει.                       
Σκίρτα, κουνιά, μ’ ευχή χαράς για το καλό που θα ’ρθει !
Γλυκά κι η τύχη μού γελά, γιατί η στιγμή ’ναι τούτη
που τ’ ακριβά σου βλέφαρα σηκώνονται κι αφήνουν
το χαμογέλιο της ματιάς να λάμψει, σ’ όλα τ’ άλλα
αβέβαιο και τρεμάμενο, αλλ’ όχι και σ’ εμένα.                                      
Έλα σ’ εμέ, των σπλάχνων μου γλυκό βλαστάρι. θέλω
για μια στιγμή γοργά ’π’ αυτό το σπίτι να μακρύνω.
θέλω το μέτωπ’ ο καπνός της μάχης να σου ’γγίξει,
πλατιά το στήθος σου, βαθιά, να πνέξει ολέθρου φλόγα.
 
  Μετάφραση Γεωργίου Καλοσγούρου (1849-1902), «Διονυσίου Σολωμού τα Ιταλικά ποιήματα», Εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα 1921 – Γ. Καλαματιανού, Μ. Σταθοπούλου-Χριστοφέλλη, Ν. Κοντόπουλου, Ευ. Φωτιάδη, Ηλ. Μηνιάτη «Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄ Λυκείου»,Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1978, σ. 95-96)
Blog_Divider_shabbymissjenndesigns

Γιάννης Ρίτσος, [Η μητέρα μου] (από τον “Ορέστη”)

 
«…Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, –
μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια
ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:
“μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο”,
ή: “ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος”,
ή “θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες”,
ή “μου διαφεύγει μια νότα απ’ αυτήν την ευωδιά της νύχτας”,
και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει –
Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια
για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), –
τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα
μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,
αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,
με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου,
καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας,
κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,
μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της
και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο
σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν
σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει
μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,
μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει
τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο –
Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση
ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, – πάντα φοβόμουνα
μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, –
όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα
βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε
τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση
της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη
σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα να ‘βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη
ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά
να κάνουν έρωτα καταμεσίς του σκονισμένου δρόμου
σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι.
Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα,
επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» […]
(Γ. Ρίτσος, “Ορέστης, Τέταρτη διάσταση”, εκδ. Κέδρος)
flower blog divider

Μιχάλης Γκανάς, «Νοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού»

 
«Τα χέρια σου τα κέρινα/ η Παναγιά εκράτει.
Χιόνιζε στα σεντόνια σου/ και σ’ όλο το κρεβάτι.
 
Η κόκκινη λιανή γραμμή/ του πλαστικού σωλήνα
από τη φανερή πληγή/ σαν το ποταμάκι εκίνα.
 
Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου/ σκιαγμένα τα τρυγόνια
και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς/ και στα μικρά μου χρόνια.
 
Μικρά πολύ πικρά πολύ/ χτισμένα γύρα γύρα
και μόνο από τη χούφτα σου/ σπυρί χαράς επήρα.»
9297168

    Νίκος  Καζαντζάκης    

(Αναφορά στον Γκρέκο)

  
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να’ ταν ο αγέρας ανάμεά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τά’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
            -Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
            Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λές;» και χαμογελούσε.
 
            Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να’ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να’ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γής να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
            Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της –από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.
            Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να’ χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να’ ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρεί το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζανα πηγαινοέρχεται, ν’ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ’ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρεί το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.

Design D

Διδώ Σωτηρίου 

(Το σπίτι μου)
 

       Η μητέρα του ήταν μια τρυφερή,ευαίσθητη και υπομονετική γυναίκα.Στο σπίτι υπήρχαν δυο εξουσίες που υπολόγιζαν όλοι:του Θεού και του πατέρα.Στον άντρα της δεν αντιμιλούσε ούτε του εναντιωνόταν ποτέ.Μόνο μια φορά τόλμησε όταν τον είδε να δέρνει με μανία το παιδί τους,το Μανώλη,επειδή έδωσε ένα νόμισμα στη μαϊμού ενός πλανόδιου γύφτου αντί να αγοράσει αλάτι.Εκείνη τη φορά η μητέρα προσπάθησε να συγκρατήσει τον άντρα της,για να μη σκοτώσει το παιδί.Πρόκειται για μια γυναικεία μορφή χαρακτηριστική της εποχής της. Διακρίνεται,όπως και άλλες γυναίκες της εποχής,για την εργατικότητα και τη νοικοκυροσύνη της.Ήταν άξια, προκομμένη και εργατική γυναίκα.Την έβλεπαν σαν το σκεπασμένο ήλιο,που τον μαντεύεις,μα οι αχτίδες του δεν φτάνουν ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε.Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να χαϊδέψει τα παιδιά και να τα πάρει στα γόνατά της και να τους πει ένα παραμύθι.Ο Μανώλης τη θυμάται να δουλεύει πάντα ασταμάτητα,προσπαθώντας να προλάβει όλες τις δουλειές μέσα στο σπίτι αλλά και στα χωράφια.Ξυπνούσε πολύ πρωί για να ετοιμάσει το φαγητό,να φροντίσει το μωρό στην κούνια,να πλύνει και να φροντίσει το καθημερινό νοικοκυριό του σπιτιού.

flower blog divider

Ένα από τα καλύτερα τραγούδια για τη μητέρα

είναι το παρακάτω ποντιακό

 Πώς να πειράξω τη μητέρα

Στη γιορτή της μητέρας – παιδική χορωδία Σπύρου Λάμπρου

Η ευχή τση μάνας

Κρητικό αφηγηματικό τραγούδι

Της μάνας η καρδιά-Παντελής Θαλασσινός

Συντάκτης:

Δάσκαλος στο 27ο Δημοτικό Σχολείο Τρικάλων “Αριστείδης Παππάς”


Περισσότερες πληροφορίες

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *