Κι ενώ οι επιστήμονες ξεθηκάρωναν τις σπάθες τους στη Λεμεσό, μάχες διεξάγονταν και εν Αθήναις με αφορμή το άρθρο του Κ. Γεωργουσόπουλου “Εργολάβοι λήθης”
Η απάντηση της κας Ρεπούση καίρια και αρκούντως απολαυστική:
Οφείλουμε να πούμε στον ποιητή μας ότι δυστυχώς δεν είναι πια στο χέρι μας. Οι καιροί άλλαξαν. Κάποτε η μνήμη ήταν αντίσταση, τώρα είναι καθεστώς. Πρέπει να θυμόμαστε, κατά το πρέπει να πιστεύουμε. Και πρέπει να θυμόμαστε με συγκεκριμένο τρόπο, να ενστερνιστούμε έναν συγκεκριμένο τύπο μνήμης. Που αποθηκεύει στον σκληρό της δίσκο και περιποιείται τη βία που οι μακρινοί και κοντινοί πρόγονοι βίωσαν στο πετσί τους από τους άλλους, στοιχειώνει την αδικία που η φυλή υπέστη στο πέρασμα του χρόνου. Μιας μνήμης που συγκροτείται γύρω από δύο κεντρικές φιγούρες, του ενόχου και του θύματος. Μιας «θυματοποιημένης», ασπρόμαυρης μνήμης. Που προσμετράει τη δική της βία στον ηρωισμό. Μιας μνήμης ευάλωτης σε πολιτικούς χειρισμούς, ψευδείς και παραμορφωμένες συλλογικές αναπαραστάσεις, μνημονικές εκλαϊκεύσεις, αδιέξοδα συνθήματα. Που παρόλα αυτά περνιέται για ιστορία, καθώς αγορεύει στο όνομα της ιστορικής πραγματικότητας. Που πολλαπλασιάζει το κοινό της, αυξάνει τη ζήτησή της και αποκτά όλο και περισσότερη πολιτική δύναμη. Μιας μνήμης που χρειάζεται την αγορά για να τη θρέψει, την πολιτική για να την προστατέψει, μηχανισμούς για να την καλλιεργήσουν.
Διαβάστε τη συνέχεια…
Και το σχολείο; Τι του ζητάμε να κάνει; Να παραμείνει ένας μηχανισμός της κυρίαρχης εθνικής μνήμης, ένα από τα δεκανίκια της; Να διαιωνίζει τις στερεοτυπικές εικόνες της; Να υπηρετεί τις σκοπιμότητές της; Ή να υποστηρίξει μια κριτική ιστορική μνήμη ικανή να βοηθήσει τα παιδιά να υπερβούν το εγώ τους, να σταθούν κριτικά απέναντι στον εαυτό τους, να πλησιάσουν τον άλλον, να τον γνωρίσουν, να ανοιχθούν στον κόσμο και στις προκλήσεις του;