Άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη στην Καθημερινή
Είναι δεδομένο ότι το Διαδίκτυο έφερε μια πιο ισότιμη πρόσβαση στη γνώση. Ζούμε ένα κύμα εκδημοκρατισμού της γνώσης· γεωγραφικό και ταξικό. Παλιότερα, για να δει κανείς τη βιβλιοθήκη του Κέμπριτζ, έπρεπε να ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα. Σήμερα, μπορεί να βρει τα βιβλία της από το γραφείο του. Παλιότερα, έπρεπε να έχει κάποιος λεφτά για να παρακολουθήσει μαθήματα του ΜΙΤ. Σήμερα, έρχονται διαδικτυακά σπίτι του.
Σ’ αυτόν τον υπαρκτό εκδημοκρατισμό της γνώσης ορθώνονται τρεις γκρίνιες. Η μία είναι η άρνηση της τεχνολογίας, εξαιτίας των πιθανών κινδύνων που έχει η ανάπτυξή της. Ο Πολ Βιρίλιο, για παράδειγμα, έγραψε την «Πληροφοριακή Βόμβα». Είναι σίγουρος ότι η κοινωνία της γνώσης ενέχει κινδύνους, αλλά άγνωστους. Δεν τους ξέρει, αλλά… υπάρχουν. Μεταμοντέρνος λόγος λέγεται αυτό.
Η δεύτερη γκρίνια έχει να κάνει με «τα παιδάκια της Αφρικής». Το ακούμε για κάθε νέα τεχνολογία: «Τι να το κάνω εγώ το εμβόλιο για το Αλτσχάιμερ, όταν τα παιδιά της Αφρικής δεν έχουν ούτε ασπιρίνη για τον πυρετό;». Το επιχείρημα έχει εν μέρει λογική. Πραγματικά «τι να το κάνεις το εμβόλιο για το Αλτσχάιμερ, αν δεν έχεις Αλτσχάιμερ;». Αν όμως αποκτήσεις, το πρώτο που ξεχνάς είναι τα «παιδάκια της Αφρικής».
Η τρίτη γκρίνια έχει να κάνει με το διαβόητο «ψηφιακό χάσμα». Βέβαια, καμιά τεχνολογία, καμιά επιστημονική επανάσταση δεν διαχέεται αμέσως σε όλη την υφήλιο. Ο Γουτεμβέργιος τύπωσε την πρώτη Βίβλο το 1455, στην Ελλάδα η τυπογραφία ήρθε στις αρχές του 19ου αιώνα. Οσο για το τυπωμένο βιβλίο, ακόμη πασχίζουμε να γίνει κτήμα του ελληνικού λαού. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι η επανάσταση έγινε και ακόμη προχωρεί. Εξάλλου, αυτοί που μιλούν για ψηφιακό χάσμα στην Αφρική πρέπει να αναλογιστούν ποιο είναι το τυπογραφικό χάσμα του δυτικού κόσμου με την Αφρική.
Πολύ περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να μετέχουν ισότιμα στην κοινωνία της γνώσης και πλέον όχι μόνον ως αναγνώστες, αλλά και ως συγγραφείς. Στον κυβερνοχώρο, οικονομικά και τεχνολογικά όλοι βρίσκονται στο ίδιο σημείο εκκίνησης. Στο Διαδίκτυο, το άρθρο ενός δημοσιογράφου είναι εξίσου προσβάσιμο με το άρθρο ενός πιτσιρίκου. Και στην περίπτωση του γνωστού «πιτσιρίκου» έχει και μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα απ’ ό, τι τα άρθρα πολλών καθιερωμένων δημοσιογράφων. Δηλαδή, τα δίκτυα επικοινωνιών ισοπεδώνουν παλιές ιεραρχίες της βιομηχανικής κοινωνίας και απομένει να δούμε αν θα συνθέσουν νέες. Και δεν μιλάμε μόνο για το Ιnternet. Παρατηρήθηκε στις επιχειρήσεις ότι τα εσωτερικά δίκτυα επικοινωνιών έκαναν παρωχημένες πολλές θέσεις εργασίας εργοδηγών και άλλων εργαζομένων που χαρακτηρίζονται από τον όρο «middle management». Τα μεσαία στελέχη μιας επιχείρησης χρειάζονται για να μεταφέρουν τις εντολές της διοίκησης από τα πάνω προς τα κάτω. Οι γραφειοκράτες οποιουδήποτε μηχανισμού αυτόν τον ρόλο επιτελούν. Πολλοί έχασαν τη δουλειά τους επειδή τα ηλεκτρονικά δίκτυα έκαναν τον ρόλο τους παρωχημένο.
Τα δίκτυα υπολογιστών, λοιπόν, ισοπεδώνουν ιεραρχίες. Στον κυβερνοχώρο λειτουργεί καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του και τις δυνατότητές του. Αυτό όμως δημιουργεί έναν κατακερματισμό της εμπειρίας που τρομάζει πολλούς. Είναι διαφορετικά και πολύ πιο εύκολα τα πράγματα αν έχεις τρεις εφημερίδες να ορίζουν την πολιτική ατζέντα, δύο κανάλια που σου επισημαίνουν τι είναι σημαντικό να δεις και (γιατί όχι;) να σκεφτείς και αν έχεις δέκα βιβλία τον χρόνο για να διαμορφώσεις φιλοσοφία ζωής, αντί να έχεις εκατομμύρια από δαύτα και να ψάχνεις να βρεις άκρη. Σίγουρα, οι παρέες, οι κοινότητες δένονται πάρα πολύ όταν όλοι έχουν δει τον «Αγνωστο Πόλεμο» κι έχουν ένα κοινό θέμα συζήτησης, αντί να πας την επόμενη μέρα στο γραφείο και ο ένας να έχει δει Αντέννα, ο άλλος MTV, ο τρίτος CNN, ο τέταρτος ένα βίντεο στο YouTube κ. λπ. Η κοινότητα χρειάζεται την κοινή εμπειρία για να είναι κοινότητα. Από την άλλη, όλη αυτή η πληθώρα διαθέσιμων πληροφοριών μετατρέπεται σε άγχος. «Πληροφοριακό άγχος» το ονομάζουν κάποιοι ψυχολόγοι: να προλάβω να δω το ένα, να διαβάσω το άλλο, να μη χάσω το τρίτο κ. λπ. ώστε να μην είμαι εκτός θέματος και εκτός της κοινότητας όπου ζω και λειτουργώ. Αυτό το άγχος είναι λογικό να υπάρχει και να μεγεθύνεται, όσο μεγαλώνει το ποσό των πληροφοριών που όλοι έχουμε διαθέσιμες.
Ολα αυτά είναι πραγματικά, αλλά το ίδιο θα έλεγε κι ένας μοναχός του Μεσαίωνα βλέποντας την πλημμύρα των αιρετικών κειμένων που άρχισαν να βγαίνουν από τις τυπογραφικές μηχανές. Δεύτερον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πληροφορική επανάσταση είναι σε μετάβαση και κάθε επανάσταση σε μετάβαση διασπείρει σύγχυση. Το παλιό δεν έχει πεθάνει και το καινούργιο δεν έχει γεννηθεί. Είναι η περίοδος που στη μελέτη των επιστημονικών επαναστάσεων ο Τόμας Κουν ονομάζει «περίοδο της ιδιόρρυθμης επιστήμης». Τότε, γράφει, όλοι οι επιστήμονες νιώθουν ότι έχουν χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και υπήρχαν πολλά ιστορικά παραδείγματα επιστημόνων που εγκατέλειψαν τη θεραπεία της επιστήμης επειδή ακριβώς δεν είχαν πού να σταθούν. Τρίτον, ακόμη και στον παλιό κόσμο της τυπογραφίας, τα ΜΜΕ είχαν υπονομεύσει με πολλή επιτυχία «την αίσθησή μας για το τι είναι αληθές και τι όχι, τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό».
Ενάντια στην τεχνολογική πρόοδο
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί ένας «προοδευτικός συντηρητισμός» για κάθε νέα τεχνολογία. Ο πιο εμφανής εκφράζεται από πολλούς εκπροσώπους των οικολογικών κινημάτων. Η άρνηση της τεχνολογικής προόδου γίνεται λίγο της μόδας. Τη δεκαετία του 1970, το τρομερό παιδί του «Μάη του ’68», ο σκιτσογράφος Reiser, είχε φτιάξει ένα κόμικ για να διακωμωδήσει αυτή την άρνηση του εκδημοκρατισμού που φέρνει η τεχνολογία. «Οταν (παλιά) οι πλούσιοι είχαν αυτοκίνητο, ήταν σημαντικό γεγονός. Τώρα που οι φτωχοί έχουν αυτοκίνητο, είναι καταστροφή». «Οταν οι πλούσιοι πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα, ήταν κάτι αξιοπερίεργο. Οταν οι φτωχοί πάνε για μπάνιο στη θάλασσα, είναι επιδρομή». «Οταν οι πλούσιοι πήγαιναν σε εξωτικά μέρη, γίνονταν βιβλία και συζητήσεις. Τώρα που πηγαίνει και η μεσαία τάξη, καταστρέφεται ο πλανήτης». Θα μπορούσαμε να το συμπληρώσουμε, λέγοντας «όταν έγραφαν μόνο… λίγοι, είχαμε πρόοδο. Τώρα που γράφουν πολλοί, έχουμε καταστροφή της κουλτούρας».