“Το δόγμα διχάζει, η αμφιβολία ενώνει. Είμαστε υπεύθυνοι για την Ιστορία”. Κορνήλιος Καστοριάδης
Η «παιδεία» μας τις τελευταίες δεκαετίες έχει πάψει να είναι δωρεάν. Είναι περίεργο γιατί επιμένει να αυτοαποκαλείται έτσι. Τα σχολεία είναι διαλυμένα. Η δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια εκπαίδευση μαστίζεται από τους μαθητοπατέρες, την εργαλειακή γνώση και την αχαλίνωτη κομματοκρατία. Τις προάλλες συζητάγαμε με μία φίλη που έχει μπουχτίσει με την κακοδιοίκηση στα σχολεία κι αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για διευθύντρια. Ομως οι γνωρίζοντες τα πράγματα, την ενημέρωσαν ότι οι θέσεις των διευθυντών δίνονται μόνο με μπιλιετάκια πολιτικών.Και έσπευσαν να την παρηγορήσουν, “τι τα θες τώρα; για 300 ευρώ να τραβιέσαι;” Αντε τώρα να τους πείσεις ότι δεν το κάνει για το επιμίσθιο…
Οι μαθητές μας καταφεύγουν στα φροντιστήρια προκειμένου να εξασφαλίσουν το πολυπόθητο εισιτήριο στο πανεπιστήμιο. Εκεί θα κατανοήσουν πώς λειτουργεί το σύστημα. “Γράψου στη νεολαία κι εξασφάλισε πέντε μαθηματάκια”. Οι νεολαίες κατεβαίνουν οργανωμένες με σκονάκια στις εξετάσεις. Συνδικαλιστικά δικαιώματα, καταλήψεις, ατέλειωτες χαμένες ώρες σε «συνεδριάσεις», όπου η ήσσων προσπάθεια ονομάζεται προοδευτικότητα και το μισανθρωπικό μένος για τυφλές καταστροφές ή η αναρρίχηση των μετρίων, επανάσταση.
Κι όμως οι δάσκαλοι, είναι οι μόνοι που μπορούν -αν τελικά μπορούν- κι αυτοί ν’ αναστείλουν την προϊούσα φθορά πλάθοντας έναν διαφορετικό τύπο Ελληνα από τον παχύσαρκο τηλεθεατή – πελάτη των πολιτικών.
Αλλά δεν βλέπω φως. Αυτό που βλέπω είναι ένα «επανιδρυθέν» κράτος που ετοιμάζεται για μία νέα «διακυβέρνηση» με ανεπίληπτους λειτουργούς και αδέκαστους θεσμούς, ένα κράτος που θύει αποκλειστικά και ομνύει στον πολιτισμό και τη μόρφωση και που διαχειρίζεται τα δημόσια πράγματα «σεμνοπρεπώς και με ελληνοχριστιανική ταπεινοφροσύνη». Τώρα που γράφω κάποιοι προβάρουν τα κουστούμια τους. Κάποιοι άλλοι χαμογελούν γιατί ήρθε πάλι η ώρα της εξουσίας τους. Τα οφίκια μοιράζονται. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Πτώχευση σε όλα τα επίπεδα.
Καιρός να πάμε μετανάστες. Ας προσέχαμε.
Στο χώμα τούτο το σκληρό, που ‘ναι η βροχή, αγγέλων δάκρυ
ποτέ δεν είχαμε νερό κι αλαφιασμένοι σε μιαν άκρη
αρχίζαμε μονομαχία με τα στοιχειά και τα στοιχεία
Έτσι περπάταγε η ζωή, πότε στραβά και πότε ίσια
Μέσ’ απ’ του κόσμου τη βουή, να πάει γραμμή για τα Ηλύσια
Μ’ αίμα ραντίζοντας και σκόνη το παθιασμένο της βαγόνι
Θεέ μου γιατί, γιατί, γιατί κείνοι που σκύβουν το κεφάλι
και τεμενάδες κάνουν πάλι στον τύραννο και στον προδότη
Θεέ μου γιατί, γιατί, γιατί να ‘ρχονται κείνοι πάντα πρώτοι
κι εμείς οι αγνοί κι ελεύτεροι να ‘μαστε πάντα δεύτεροι;
N. Γκάτσος
Διότι, -προσπαθώ να απαντήσω στο ερώτημα του Ν. Γκάτσου- : οι “αγνοί κι ελεύτεροι” είναι πάντα μειοψηφίες, και ως εκ τούτου έρχονται πάντα τελευταίοι, βάσει της αρχής της πλειοψηφίας, την οποία -και μόνον αυτήν, από όλα τα συστατικά της δημοκρατίας (ισηγορία, αξιοκρατία κ.λ.)- σέβεται και υπολήπτεται η αστική μας δημοκρατία…
Και διότι, αγαπητή terracomputerata, πράγματι δεν προσέξαμε, και δεν πήγαμε εγκαίρως μετανάστες. Τώρα είναι αργά. Και όπως λέει κι ο ποιητής : “έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες, εδώ…” οπότε τι χρείαν μεταναστεύσεως έχομεν πλέον;
Και εφ’ όσον “οι δάσκαλοι, είναι οι μόνοι που μπορούν -αν τελικά μπορούν- κι αυτοί ν’ αναστείλουν την προϊούσα φθορά πλάθοντας έναν διαφορετικό τύπο Ελληνα από τον παχύσαρκο τηλεθεατή – πελάτη των πολιτικών.”, μπορούμε να συνεχίσουμε το σκάψιμο (στο τούνελ του τυφλοπόντικα) μήπως και ανοίξουμε καμιά τρύπα. Όσο πιο πολλοί σκάβουμε, τόσο περισσότερο φως μπορεί να μπει.
Κι αν πάλι νομίζουμε ότι η πτώχευση έχει τελεσιδικήσει και είναι μη αναστρέψιμη, μας απομένει “η αμφιβολία” που “ενώνει.” Διότι “Είμαστε” κι εμείς “υπεύθυνοι για την Ιστορία”.