Την 11η Σεπτεμβρίου σήμανε το πρώτο κουδούνι του νέου σχολικού έτους. Χιλιάδες μαθητές γέμισαν ξανά τις σχολικές αυλές με τις χαρούμενες φωνές και τα παιχνίδια τους. Δυστυχώς όμως, αυτή η ειδυλλιακή εικόνα παιδαγωγικής ευφορίας δεν ισχύει για όλους.
Ενας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός παιδιών ή εφήβων (από 5 έως 14 ετών) βιώνει με κυμαινόμενα αισθήματα έντονου φόβου, άγχους ή και πανικού το ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς. Και δεν πρόκειται καθόλου για τους λεγόμενους «αδιάφορους» ή «κακούς» μαθητές, αλλά για καλούς ή και άριστους μαθητές που, χωρίς κάποια εμφανή αιτία, αντιμετωπίζουν κυριολεκτικά με τρόμο την επιστροφή τους στην τάξη. Οι ειδικοί περιγράφουν αυτήν τη διαταραχή στη συμπεριφορά των μαθητών ως «σχολειοφοβία», μια σειρά από φοβικές αντιδράσεις που πλήττουν το 3-5% του μαθητικού πληθυσμού. Και οι γονείς ή οι δάσκαλοι τι κάνουν; Συνήθως τίποτα σωστό, όχι μόνο γιατί δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία για την έγκαιρη διάγνωσή της, πόσω μάλλον για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της, αλλά και επειδή εμπλέκονται οι ίδιοι άμεσα ή έμμεσα στην εκδήλωσή της.
Πώς όμως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη σχολειοφοβία; Το βέβαιο είναι ότι οι ψυχολογικές δυσκολίες του μαθητή δεν αντιμετωπίζονται με την εξασφάλιση ειδικών ιατρικών αδειών που θα του επιτρέψουν να μελετά στο σπίτι. Μια τέτοια «λύση» απλώς θα επιδείνωνε το πρόβλημά του, γιατί αν αποφεύγει ή παρακάμπτει συνεχώς τις καταστάσεις που του δημιουργούν έντονο άγχος, δεν θα μάθει ποτέ να το αντιμετωπίζει ή να το εκμεταλλεύεται προς όφελός του. Ούτε βέβαια αλλάζοντας σχολείο λύνουμε το πρόβλημα, αφού το ζητούμενο δεν είναι απλώς η επιστροφή του μαθητή στη σχολική πραγματικότητα αλλά η προσωπική ένταξη και η προσαρμογή του σε αυτήν.
Διαβάστε το άρθρο του Σπύρου Μανουσέλη στην Ελευθεροτυπία