Αρχείο για 16 Μαΐου, 2010

13-05-10_337240_1.jpgΕρευνητές στην Ισπανία, με την χρήση της εικονικής πραγματικότητας, κατάφεραν για πρώτη φορά να κάνουν άνδρες να αισθανθούν ότι βρίσκονταν μέσα σε γυναικεία σώματα. Οι άνδρες, που συμμετείχαν στο πείραμα, δήλωσαν ότι ένιωσαν τον εαυτό τους να κατέχει το σώμα μιας γυναίκας.

Το πείραμα, που μπορεί να ρίξει φως στο πώς οι άνθρωποι διακρίνουν τους εαυτούς τους από τους άλλους, έγινε από ερευνητές του πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, υπό τον Μελ Σλέιτερ, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PLoS One, σύμφωνα με τον «Γκάρντιαν».

Οι ερευνητές κατασκεύασαν ένα «κράνος» εικονικής πραγματικότητας που επέτρεπε στους άνδρες εθελοντές να βλέπουν και να ακούνε τον κόσμο γύρω τους σαν να ήσαν γυναίκες. Όταν κοιτούσαν χαμηλά το «γυναικείο» σώμα τους, μπορούσαν να δουν τα φορέματα που (νόμιζαν ότι) φορούσαν.

Το αίσθημα «ανταλλαγής» ταυτότητας ήταν τόσο πειστικό που ξεπερνούσε την σωματική ταύτιση, καθώς ο εαυτός των ανδρών άρχισε να αντιδρά αντανακλαστικά στα γεγονότα του εικονικού κόσμου σαν ήταν γυναίκα.

«Αυτή η έρευνα ανοίγει ένα νέο δρόμο στην εικονική πραγματικότητα, καθώς δεν μεταμορφώνει μόνο την αίσθηση του χώρου, αλλά και την αίσθηση του εαυτού. Δεν υπάρχει άλλη τεχνολογία που να επιτρέπει σε κάποιον να κοιτάει προς τα κάτω και να βλέπει ότι έχει ένα άλλο σώμα, αλλά να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι το δικό του», σύμφωνα με τον Σλέιτερ, ο οποίος, εκτός από το Καταλανικό Ινστιτούτο Ερευνών και Προωθημένων Μελετών της Βαρκελώνης, συνεργάζεται με το τμήμα επιστήμης των υπολογιστών του University College του Λονδίνου.

Σύμφωνα με τον ερευνητή, «αν μπορούμε να δώσουμε στους ανθρώπους την ψευδαίσθηση ότι τα σώματά τους είναι διαφορετικά, τότε τα στοιχεία που έχουμε ως τώρα, δείχνουν πως επίσης επηρεάζεται η συμπεριφορά τους και ο τρόπος που σκέφτονται. Μπορούν να έχουν νέες εμπειρίες. Κάποιος που είναι αδύνατος, μπορεί να μάθει πως είναι να είναι χοντρός. Ένας άνδρας μπορεί να έχει την εμπειρία του τι σημαίνει να είναι γυναίκα».

Τα πειράματα με 24 άνδρες, μεταξύ άλλων, έδειξαν ότι ο νους του ανθρώπου έχει μια πολύ «ρευστή» εικόνα για το σώμα του. Η έρευνα αναμένεται να βοηθήσει στην κατανόηση ενός από τα σημαντικότερα αινίγματα της νευροεπιστήμης: με ποιο ο τρόπο ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να ξεχωρίσει ένα μέρος του σώματός μας από κάτι άλλο στον περιβάλλοντα χώρο. Επίσης τέτοιου είδους έρευνες μπορεί μελλοντικά να βοηθήσουν ασθενείς που έχουν πληγεί από εγκεφαλικό και άλλα ιατρικές παθήσεις, ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν ξανά το σώμα τους.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ

Comments 0 σχόλια »

departures1.jpgΣτο δέκατο ζευγάρι φίλων με παιδιά στο σχολείο που συνάντησα, σφίχτηκε η ψυχή μου. Ολοι, μα όλοι, ανεξάρτητα αν τα βγάζουν πέρα τσίμα-τσίμα ή διαθέτουν σχετική ή μεγάλη οικονομική άνεση, ζουν πλέον για την ημέρα που θα αποχαιρετήσουν τα τέκνα τους στο αεροδρόμιο για το εξωτερικό. Κανείς τους δεν αφήνει, έστω μία πιθανότητα, να είναι αυτή η χώρα ελκυστική όταν τα παιδιά τους θα τελειώσουν, σε πέντε, δέκα χρόνια το λύκειο και θα πρέπει να επιλέξουν την περαιτέρω πορεία τους.

Γυρίσαμε, άραγε, ξαφνικά στην εποχή του μεγάλου ξεριζωμού που ύμνησε ο Καζαντζίδης; Πενήντα χρόνια πίσω; Ηταν, άραγε, ποτέ καλύτερα τα πράγματα για τους νέους της Ελλάδας και ιδιαίτερα για τους «προικισμένους», με τις σοβαρές σπουδές και τα μεταπτυχιακά;

Μάλλον όχι, αν κρίνει κανείς από τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι σχεδόν ένας στους δύο νέους επιστήμονες εγκαταλείπει την Ελλάδα για να αναζητήσει μια καλύτερη ευκαιρία σε χώρες της Ε. Ε και στις ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά, την τελευταία δεκαετία έχουν παραμείνει μετά τις σπουδές τους στο εξωτερικό ή έχουν φύγει από την Ελλάδα 550.000 νέοι Ελληνες, κάτοχοι μεταπτυχιακών ή διδακτορικών τίτλων σπουδών, τους οποίους η ελληνική οικονομία λόγω της τεχνολογικής της καθυστέρησης αδυνατεί να απορροφήσει. Δηλαδή, η Ελλάδα καταναλώνει τους πολύτιμους και δυσεύρετους δημόσιους πόρους για να εκπαιδεύει ανθρώπους τους οποίους στη συνέχεια αξιοποιούν άλλες χώρες.

Είναι αυτονόητος ο προβληματισμός, η αγωνία και η συζήτηση για το έλλειμμα και το δύσβατο πεδίο του δανεισμού. Το ερώτημα είναι γιατί ποτέ δεν θεωρήθηκε αυτονόητος και ο προβληματισμός για τη φυγή από την πατρίδα όλων εκείνων που θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στον εκσυγχρονισμό της. Πόσα χρόνια τώρα ακούμε στις προεκλογικές ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων ότι η επένδυση στην ανθρώπινη γνώση είναι το μέλλον κάθε χώρας; Πόση βάσανος απαιτείται για να αντιληφθούμε ότι θα αποβεί μοιραίο για το μέλλον μας το γεγονός ότι σχεδόν το μόνο «εξαγώγιμο είδος» έχουν καταντήσει να είναι όσοι διαθέτουν εξειδικευμένη γνώση και μπορούν να επιβιώσουν σε πραγματικά ανταγωνιστικό περιβάλλον; Πόση σοφία απαιτείται για να προβλέψει κανείς ότι μια χώρα που εξάγει υψηλά εκπαιδευμένους με εθνική συνείδηση και εισάγει ανειδίκευτους μετανάστες με αμφίβολες προοπτικές ενσωμάτωσης, μπαίνει σε επικίνδυνο μονοπάτι;

Πόσος πνευματικός κόπος χρειάζεται για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι η επιβράβευση της μετριότητας καταλήγει στην καλύτερη περίπτωση σε μέτρια αποτελέσματα;

Και τι, άραγε, να απαντήσει κανείς σε όλους τους άλλους, εκείνους που επέλεξαν κάποια στιγμή να επιστρέψουν στην πατρίδα, που δεν ήξεραν να κλέβουν και να δίνουν μίζες, που δεν εκμαυλίστηκαν, και που σήμερα κυρτώνουν κουρασμένοι τους ώμους, αδύναμοι να παλέψουν με τα τέρατα της διαφθοράς για να επιβιώσουν;

Είναι σαφές ότι ούτε η μετανάστευση των αρίστων μπορεί να αντιστραφεί διά μαγείας ούτε να καταλαγιάσει η αγωνία όλων ημών των υπολοίπων. Είναι όμως εξίσου αυταπόδεικτο ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Στράγγιξε η πατρίδα μας από οράματα και από προοπτικές. Εμεινε από πίστη και από πυξίδα και βολοδέρνει χωρίς προσανατολισμό στην τρικυμία των καιρών. Αναγκαστικός ο αγώνας για την εξασφάλιση καλύτερων επιτοκίων, δεν λέω, αλλά δεν αρκεί. Από το 2000 ακόμη, όταν η Ε. Ε. έθεσε ως στόχο να γίνει η Ενωση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας «η πιο δυναμική και ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο, βασισμένη στη γνώση», τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έδωσαν απόλυτη προτεραιότητα στην προαγωγή της έρευνας. Εμείς, και σε αυτό το κεφάλαιο, επενδύσαμε στη ρητορική της γνώσης, και όχι στην ίδια τη γνώση.

Ας προβληματιστούμε, έστω τώρα, προς τα πού θέλουμε να πάει η χώρα. Ας καθήσουν σοβαρά κάτω οι ειδικοί και ας μετρήσουν τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας και το πώς αυτές θα συνδεθούν με τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την εκπαιδευτική πολιτική. Δεν πάει άλλο έτσι…

Καθημερινή

Comments 0 σχόλια »

ewdu.jpgΣχεδόν 100.000 νέοι κολυμπούν στο άγχος. Μπαίνουν στην κούρσα των πανελλαδικών εξετάσεων. Αν έχετε περάσει και εσείς από εκεί μπορεί και να πιστεύετε ότι δεν άξιζε τον κόπο. Ισως να σκέφτεστε ότι δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Ακόμα και αν οι ακαδημαϊκοί τίτλοι δεν συνδέονται απαραίτητα με την επαγγελματική αποκατάσταση, είναι ένα ισχυρό έρεισμα για την απόκτηση μίας κάποιας μόρφωσης. Ωστόσο η διαδρομή είναι λίγο ως πολύ γνωστή.

Αρκετές χιλιάδες παιδιών θα κερδίσουν την εισαγωγή τους σε κάποιο ίδρυμα. Είναι μάλιστα πιθανό γονείς να πληρώνουν σπουδές σε σχολές με θολό αντικείμενο και επαγγελματικό προορισμό που παραμένει άδηλος. Οσο μάλιστα δεν ισχύει και η βάση του «δέκα» δεν αποκλείεται ο γονιός να πληρώνει τις πολυετείς διακοπές του παιδιού σε μία επαρχιακή πόλη. Παλαιότερα θα μάθαινε και μία πρέφα, τώρα θα λιώσει στο Pro. Και εντάξει, ο γονιός ας πληρώσει. Το πρόβλημα είναι ότι και το παιδί δεν θα μάθει τίποτα το χρήσιμο και λειτουργικά απαραίτητο στην αγορά εργασίας. Οχι πως και όσοι πετύχουν καλύτερες επιδόσεις θα πατήσουν γερά στο μέλλον.

Με εξαίρεση ελάχιστες σχολές, οι περισσότεροι θα φάνε τα νιάτα τους σε βρωμερά αμφιθέατρα, θα κολλήσουν αφίσες ή θα αδιαφορήσουν, θα συζητήσουν για το άσυλο, θα παίξουν ξύλο, θα κοροϊδεύουν και θα γίνουν κορόϊδα και οι ίδιοι. Αν μη τι άλλο είναι στιγμές που πιστεύεις ότι όλη η ιδέα της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας βασίζεται σε μία κοινά αποδεκτή απάτη. Με την έρευνα να ταλαιπωρείται από την καχεξία κονδυλίων, τα κομματικά πανεπιστήμια και τις αγριεμένες νεολαίες, η ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα υστερεί όλο και περισσότερο από την παιδεία που παρέχεται στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Αλλωστε κατά πάσα πιθανότητα είμαστε η μοναδική χώρα παγκοσμίως όπου τα πανεπιστήμια δεν έχουν λόγο για τον αριθμό και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των φοιτητών που θα υποδεχθούν.

Αλλά τι λέμε τώρα; Αυτά που επαναλαμβάνουν όλοι με μία εκνευριστική μονοτονία χρόνο με το χρόνο. Και τότε γιατί δεν κάνουμε κάτι; Γιατί δεν κλείνουν σχολές; Για ποιο λόγο τα πανεπιστήμια δεν επιχειρούν στον ιδιωτικό τομέα ως ιδρύματα και όχι ως σκιώδεις μπίζνες πανεπιστημιακών; Γιατί δεν αποδεχόμαστε συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης; Ως πότε η παιδεία θα παραμένει αντικείμενο για την εκμετάλλευση της αγωνίας που διακατέχει τη μέση ελληνική οικογένεια; Γιατί επιτρέπουμε στους ίδιους τους φοιτητές να καταστρέφουν ή να υποβαθμίζουν την αισθητική και την υποδομή των σχολών τους. Και, εν τέλει, μήπως αυτή η κρίση μας δίνει την ευκαιρία να δούμε όλα αυτά από την αρχή; Και από το μηδέν;

Αρθρο του Κώστα Γιαννακίδη στο protagon

Comments 0 σχόλια »

homework2.jpgΤο εκπαιδευτικό μας σύστημα «πάσχει» και χρειάζεται πολλές και βαθιές αλλαγές, δήλωσαν μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί σε έρευνα ομάδας κοινωνιολόγων – εκπαιδευτικών, η οποία διεξήχθη σε σχολεία της Θεσσαλονίκης.Θετική άποψη για το εκπαιδευτικό σύστημα έχει μόνο το 10% των μαθητών, το 15% των γονέων, το 12% των εκπαιδευτικών, ενώ ένας στους δύο μαθητές, όπως και πολλοί γονείς, θα έβλεπε με ικανοποίηση την κατάργηση των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Μόνο το 15% των μαθητών και γονέων και το 6% των εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι πρέπει να μείνουν όπως είναι. Το 50% των μαθητών και το 70% των εκπαιδευτικών πιστεύουν ότι το πρόγραμμα σπουδών ικανοποιεί «λίγο» ή «καθόλου». Το 50% των μαθητών, το 60% των γονέων και το 70% των καθηγητών δεν είναι ικανοποιημένοι με τις υποδομές του σχολείου και το ωράριο (45%, 26%, 62% αντίστοιχα). Ανάλογα είναι τα ποσοστά και για τα σχολικά βιβλία.

Η έρευνα διεξήχθη από την ομάδα των κοινωνιολόγων Φωτεινή Κουρτίδου, Ελένη Μπρίκα, Ελισάβετ Πασχαλίδου, Χρήστο Ρουμπίδη και Γεώργιο Παπαδόπουλο (πληροφορικός) υπό την εποπτεία του διευθυντή της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κ. Γ. Κωνσταντινίδη. Στην έρευνα (η ίδια ομάδα έχει πραγματοποιήσει άλλες 15 που σχετίζονται με το σχολείο) συμμετείχαν 1.118 μαθητές Γυμνασίων και Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων, 378 γονείς και 131 εκπαιδευτικοί από 22 σχολεία της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, τα οποία βρίσκονται σε αστικές και περιαστικές περιοχές, σε βιομηχανική ζώνη και σε επαρχιακούς οικισμούς του Νομού Θεσσαλονίκης.

Με τον σημερινό τρόπο διδασκαλίας δεν είναι ικανοποιημένο το 48% των μαθητών και το 47% των εκπαιδευτικών. Οι μισοί μαθητές, 4 στους 10 γονείς και 1 στους 5 εκπαιδευτικούς πιστεύουν ότι πρέπει να καταργηθούν οι Πανελλαδικές και η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση να είναι ελεύθερη, ενώ 1 στους 5 μαθητές, 1 στους 3 γονείς και 7 στους 10 εκπαιδευτικούς απάντησαν ότι πρέπει να πραγματοποιούνται μετά το τέλος των λυκειακών σπουδών.

Ειδικά για τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος, μόνο «οι σχέσεις μαθητών μεταξύ τους» αναπτύσσονται σε μεγάλο βαθμό, θεωρεί το 70% των μαθητών και το 60% των γονέων. Για τις σχέσεις μαθητών – εκπαιδευτικών, το 65% μαθητών και γονέων και το 73% των εκπαιδευτικών απαντούν «σε μικρό βαθμό». Στο ίδιο χαμηλό επίπεδο κατατάσσονται και οι σχέσεις εκπαιδευτικών μεταξύ τους και εκπαιδευτικών – γονέων.

Δεξιότητες
Μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικοί πιστεύουν στον σημαντικό ρόλο μαθητικών συμβουλίων, Συλλόγων Γονέων, Σχολικών Συμβουλίων, Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Ενώσεων Γονέων, Ομοσπονδίας Γονέων. Για τις δεξιότητες των μαθητών σε διάφορους τομείς και οι τρεις ομάδες απαντούν, με υψηλά ποσοστά, ότι «καλλιεργούνται κυρίως εκτός σχολείου».

Τα ποσοστά είναι ψηλότερα για τις ξένες γλώσσες, τον αθλητισμό, τον χορό, τη μουσική, τους Η/Υ, τη ζωγραφική. Εντός σχολείου τα ποσοστά είναι θετικά μόνο για το θέατρο. Γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί είναι πεπεισμένοι ότι η προετοιμασία για τις Πανελλαδικές γίνεται κυρίως εκτός σχολείου, ενώ η ιδιωτική εκπαίδευση επιλέγεται για… «για καλύτερη εκπαίδευση».

Πώς θα ήθελαν λοιπόν να λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα; Το 63% των μαθητών, το 35% των γονέων και οι μισοί εκπαιδευτικοί λένε «πιο ελεύθερα». «Πιο αυστηρά» απαντούν το 16% των μαθητών, το 43% των γονιών και το 37% των εκπαιδευτικών. «Οπως είναι» το 7% των μαθητών, το 12% των γονιών και το 5% των εκπαιδευτικών.

Καθημερινή

Comments 0 σχόλια »

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων