departures1.jpgΣτο δέκατο ζευγάρι φίλων με παιδιά στο σχολείο που συνάντησα, σφίχτηκε η ψυχή μου. Ολοι, μα όλοι, ανεξάρτητα αν τα βγάζουν πέρα τσίμα-τσίμα ή διαθέτουν σχετική ή μεγάλη οικονομική άνεση, ζουν πλέον για την ημέρα που θα αποχαιρετήσουν τα τέκνα τους στο αεροδρόμιο για το εξωτερικό. Κανείς τους δεν αφήνει, έστω μία πιθανότητα, να είναι αυτή η χώρα ελκυστική όταν τα παιδιά τους θα τελειώσουν, σε πέντε, δέκα χρόνια το λύκειο και θα πρέπει να επιλέξουν την περαιτέρω πορεία τους.

Γυρίσαμε, άραγε, ξαφνικά στην εποχή του μεγάλου ξεριζωμού που ύμνησε ο Καζαντζίδης; Πενήντα χρόνια πίσω; Ηταν, άραγε, ποτέ καλύτερα τα πράγματα για τους νέους της Ελλάδας και ιδιαίτερα για τους «προικισμένους», με τις σοβαρές σπουδές και τα μεταπτυχιακά;

Μάλλον όχι, αν κρίνει κανείς από τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι σχεδόν ένας στους δύο νέους επιστήμονες εγκαταλείπει την Ελλάδα για να αναζητήσει μια καλύτερη ευκαιρία σε χώρες της Ε. Ε και στις ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά, την τελευταία δεκαετία έχουν παραμείνει μετά τις σπουδές τους στο εξωτερικό ή έχουν φύγει από την Ελλάδα 550.000 νέοι Ελληνες, κάτοχοι μεταπτυχιακών ή διδακτορικών τίτλων σπουδών, τους οποίους η ελληνική οικονομία λόγω της τεχνολογικής της καθυστέρησης αδυνατεί να απορροφήσει. Δηλαδή, η Ελλάδα καταναλώνει τους πολύτιμους και δυσεύρετους δημόσιους πόρους για να εκπαιδεύει ανθρώπους τους οποίους στη συνέχεια αξιοποιούν άλλες χώρες.

Είναι αυτονόητος ο προβληματισμός, η αγωνία και η συζήτηση για το έλλειμμα και το δύσβατο πεδίο του δανεισμού. Το ερώτημα είναι γιατί ποτέ δεν θεωρήθηκε αυτονόητος και ο προβληματισμός για τη φυγή από την πατρίδα όλων εκείνων που θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στον εκσυγχρονισμό της. Πόσα χρόνια τώρα ακούμε στις προεκλογικές ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων ότι η επένδυση στην ανθρώπινη γνώση είναι το μέλλον κάθε χώρας; Πόση βάσανος απαιτείται για να αντιληφθούμε ότι θα αποβεί μοιραίο για το μέλλον μας το γεγονός ότι σχεδόν το μόνο «εξαγώγιμο είδος» έχουν καταντήσει να είναι όσοι διαθέτουν εξειδικευμένη γνώση και μπορούν να επιβιώσουν σε πραγματικά ανταγωνιστικό περιβάλλον; Πόση σοφία απαιτείται για να προβλέψει κανείς ότι μια χώρα που εξάγει υψηλά εκπαιδευμένους με εθνική συνείδηση και εισάγει ανειδίκευτους μετανάστες με αμφίβολες προοπτικές ενσωμάτωσης, μπαίνει σε επικίνδυνο μονοπάτι;

Πόσος πνευματικός κόπος χρειάζεται για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι η επιβράβευση της μετριότητας καταλήγει στην καλύτερη περίπτωση σε μέτρια αποτελέσματα;

Και τι, άραγε, να απαντήσει κανείς σε όλους τους άλλους, εκείνους που επέλεξαν κάποια στιγμή να επιστρέψουν στην πατρίδα, που δεν ήξεραν να κλέβουν και να δίνουν μίζες, που δεν εκμαυλίστηκαν, και που σήμερα κυρτώνουν κουρασμένοι τους ώμους, αδύναμοι να παλέψουν με τα τέρατα της διαφθοράς για να επιβιώσουν;

Είναι σαφές ότι ούτε η μετανάστευση των αρίστων μπορεί να αντιστραφεί διά μαγείας ούτε να καταλαγιάσει η αγωνία όλων ημών των υπολοίπων. Είναι όμως εξίσου αυταπόδεικτο ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Στράγγιξε η πατρίδα μας από οράματα και από προοπτικές. Εμεινε από πίστη και από πυξίδα και βολοδέρνει χωρίς προσανατολισμό στην τρικυμία των καιρών. Αναγκαστικός ο αγώνας για την εξασφάλιση καλύτερων επιτοκίων, δεν λέω, αλλά δεν αρκεί. Από το 2000 ακόμη, όταν η Ε. Ε. έθεσε ως στόχο να γίνει η Ενωση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας «η πιο δυναμική και ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο, βασισμένη στη γνώση», τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έδωσαν απόλυτη προτεραιότητα στην προαγωγή της έρευνας. Εμείς, και σε αυτό το κεφάλαιο, επενδύσαμε στη ρητορική της γνώσης, και όχι στην ίδια τη γνώση.

Ας προβληματιστούμε, έστω τώρα, προς τα πού θέλουμε να πάει η χώρα. Ας καθήσουν σοβαρά κάτω οι ειδικοί και ας μετρήσουν τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας και το πώς αυτές θα συνδεθούν με τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την εκπαιδευτική πολιτική. Δεν πάει άλλο έτσι…

Καθημερινή

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων