Αρχείο για 28 Μαΐου, 2010

Τα χρόνια της παιδικής μου ζωής πέρασαν ακούγοντας, σαν από χαλασμένο μεγάφωνο, από τις γιαγιάδες, τους παππούδες, τη μάνα και τον πατέρα τη ρήση –προτροπή– ευχή και κατάρα «να μη ζήσετε ποτέ τη φρίκη που ζήσαμε εμείς».

Ο αναστεναγμός ανακούφισης που έβγαινε όταν το έλεγαν, σαν επιθανάτιος ρόγχος από τα σωθικά τους, ανατρίχιαζε, όπως η παρουσία ενός φαντάσματος, την επιδερμίδα μου, αλλά κυρίως στοιχειώθηκε για πάντα το μυαλό μου με τις «εξωφρενικές» ιστορίες που άκουγα (ή τότε έκανα πως άκουγα, για να είμαι συνεπής με την επαναστατική γενιά μου). Όμως, άκουσα και ήξερα. Για να ακριβολογώ, αναστατώθηκε η ύπαρξή μου με αυτές τις «άγριες ιστορίες» από τα παλιά. Για εκείνους ήταν τα παραμύθια που μου έλεγαν σε σκοτεινές βεράντες τα βράδια του Αυγούστου, ανακατεμένα με μυρωδιές νυχτολούλουδου και παιδικού γάλακτος, αλλά στην ουσία ήταν οι εκμυστηρεύσεις – ψυχαναλύσεις των γέρων που «παραδίδουν» στους νέους, όπως οι παλαίμαχοι στους άρτι προσληφθέντες. Γενιές γενεών οι δικοί μου τυραννήθηκαν και αισθάνονταν ανακούφιση (αλλά σίγουρα και μια μικρή δόση χαιρεκακίας και απαξίωσης, τυλιγμένης σε σύννεφα αγάπης) όταν κατέληγαν στη μαγική τους φράση: «Μακάρι να μη ζήσετε στη χώρα αυτή ό,τι ζήσαμε εμείς».

Όλα άρχιζαν από τη Μικρά Ασία και τη σφαγή των μακρινών παππούδων μου και κατέληγαν στην Κατοχή, με μαυραγορίτες, εκτελέσεις και πείνα. Σφαγές ολόκληρων χωριών, ομαδικές εκτελέσεις, γειτονιές που καίγονταν, αντάρτες που μες στη νύχτα έσπαζαν τα παράθυρα και πέταγαν στουπιά βενζίνης στο πατρικό σπίτι, παιδιά οι γονείς μου να πηδούν από τα παράθυρα για να σωθούν και, μετά, σεισμοί, χαλάσματα, οικονομικές καταστροφές, αναγέννηση, Αθήνα, ’60s και ’70s σουρεαλισμός και γενιά του ’80, η γενιά μου. 

Η προνομιούχος γενιά μου σουλατσάριζε αμέριμνη στα βρόμικα και πυρακτωμένα τσιμεντένια καταφύγια της Αθήνας, αποκομμένη βίαια από φύση, ουρανό και θάλασσα, έζησε ένα Πολυτεχνείο και μια παρωδία επιστράτευσης αμέσως μετά, για να καταλήξει στα ανέμελα ’80s, μ’ όλους τους άντρες να θέλουν να μοιάσουν στον Γαρδέλη, με ασπρόμαυρη μαρινιέρα και κιθάρα μετά μοτοσικλέτας, και τα κορίτσια σε ολίγον Τέτα Ντούζου και Σοφία Αλιμπέρτη, με ξεχειλωμένες μπλούζες, πλαστικούς φλούο κρίκους, σκουλαρίκια και μυτερές λευκές γόβες. Ερωτευτήκαμε παράφορα και αγνά, τηρούσαμε τις αρχές μας, αφού η ελευθεριότητα κι η ξιπασιά ήταν ακόμη για το περιθώριο – φάγαμε και το χαστούκι του AIDS και μας φρονίμεψε έτσι κι αλλιώς…

Πασχίζαμε, οι περισσότεροι, για καριέρες και χειραφέτηση, οι ώμοι στα σακάκια μας κάποια στιγμή ξεπέρασαν τον τετραγωνισμό του ίδιου μας του συντρόφου, μπερδεύτηκαν οι όροι, οι ώρες, τα φύλα. Γίναμε, με τη σειρά μας, γονείς και πάψαμε να είμαστε παιδιά, όχι μόνο για το είδωλο που βλέπαμε στον καθρέφτη μας, αλλά και για κανέναν που δεν απέμεινε στη ζωή να μας ξαναπεί «παιδί μου».

Όλα αυτά τα πολλά χρόνια (που κράτησαν όσο μια ταινία του Αγγελόπουλου, από εκείνες τις αργόσυρτες αλλά δίωρες στην ουσία) ήταν ευλογημένα και τυχερά, καλότυχα, όπως μας τα είχαν ευχηθεί οι παππούδες και οι γονείς. Τόσο καλότυχα που είχαμε προλάβει να ξεχάσουμε πως, πίσω από την ευχή σίγουρα θα υπήρχε και μια κρυμμένη «προφητεία», πως αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες επανάστασης, όλα θα όδευαν σε μια άλλη καταστροφή. Όχι με πτώματα, εκτελέσεις και χαλάσματα με μαύρους καπνούς, αλλά με καταρρακωμένα ήθη κι αξίες και καμένες συνειδήσεις.

Το DNA γενεών και γενεών Ελλήνων, διαβρωμένο από τα τετρακόσια χρόνια της Τουρκοκρατίας και της πρόσμειξής μας με έναν τόσο διαφορετικό λαό, που μας συνέθλιψε για τόσους αιώνες, ταξίδευε στο αίμα αυτού του λαού, διαβρώθηκε μέσα στο χρόνο και από τους νομοθέτες και τους φιλοσόφους προγόνους μας φτάσαμε στους ραγιάδες, πονηρούς και κολπατζήδες γείτονες από την Ασία. Η κουλτούρα μας άλλαξε, όπως και η ιδεολογία μας, η εξωτερική μας εμφάνιση, η ράτσα μας ξερά. Άλλαξε και η μέτρια πια ψυχή μας, ό,τι μας είχε απομείνει από τις βαναυσότητες των άγριων καιρών, με αποτέλεσμα οι μέτριοι να γίνουν κακοί, οι κακοί χειρότεροι και οι κάκιστοι αχρείοι. Και όλοι αυτοί γέννησαν παιδιά που τα μεγάλωσαν όπως μπόρεσαν κι όπως ήξεραν, τα δασκάλεψαν δάσκαλοι μέτριοι ως επί το πλείστον κι έγιναν οι Νεοέλληνες, για να φτάσαμε στο τώρα, στο σήμερα και στο «δεν πάει άλλο».

Στην αρχή, ξεχώριζες τους Νεοέλληνες από τις –τόσο απλές στην καθημερινότητα– κακές τους συνήθειες: Παιδιά που ποτέ δεν πετούσαν τσίκλα ή σκουπίδι στον κάδο, αντιγράφοντας το γονιό τους, ο οποίος άνοιγε το παράθυρο του αυτοκινήτου και τακτοποιούσε το σκουπίδι καταλλήλως, όπως και το τσιγάρο άλλωστε, που το άρχιζαν στα δώδεκα, ως σημάδι ανδρισμού. Στη συνέχεια, αναγνώριζες το Νεοέλληνα από τους κακούς τρόπους, από την οχλαγωγία και τη βία, διότι έμαθε πως η επιβολή του νόμου στο σπίτι του γίνεται με χαστούκι, σπρώξιμο και βρίσιμο. «Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος», του έμαθαν και στο σχολείο άλλωστε, τόσα και τόσα χρόνια. Και μετά, έμαθε να πληρώνει παράνομα για οτιδήποτε έπρεπε να γίνει νόμιμο. Από τις κλήσεις για τα STOP που παραβίαζε (αφού πάντα έβλεπε τον πατέρα του να γκαζώνει βρίζοντας), μέχρι τις κλήσεις για το παράνομο παρκάρισμα και τις πινακίδες που εξαφανίστηκαν. Όλα επέστρεφαν και σβήνονταν ως διά μαγείας, με ένα «δώρο» στον αστυφύλακα που ήταν γαμπρός του μπατζανάκη β’, στον τελωνειακό – ξάδελφο γαμπρού και τον εφοριακό (νταβατζή φυσικά, αλλά καλό παιδί στην ουσία, γιατί θα μπορούσε να μας πάρει και πιο πολλά για να κλείσει αυτή η μικρή παρανομία στη βιοτεχνία του πατέρα σου) και ούτω καθεξής.

Τα καλά παιδιά, εμείς οι Έλληνες, οι ρωμαλέοι νικητές στις μάχες, οι ανδρείοι της ιστορίας, οι αιώνια αδικημένοι στις συμμαχίες, οι Έλληνες που πολέμησαν σαν λιοντάρια, οι εξέχοντες δάσκαλοι, οι καλλιτέχνες, οι πνευματικοί, οι πολιτικοί, μακρινοί – απόμακροι απόγονοι του Περικλή, του Πραξιτέλη, του Σόλωνα και του Πυθαγόρα, γίναμε μεταλλαγμένοι Νεοέλληνες (διεφθαρμένοι Νεοκολομβιανοί καλύτερα), βουτηγμένοι άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο σε μια ιδιόμορφη μαφία κι ορκισμένοι σε μια «ομερτά» διαφθοράς που μόνο εμείς γνωρίζουμε τους όρους.

Τι σημασία έχει αν δεν έζησα φωτιές, σεισμούς και πολέμους όπως οι πρόγονοί μας, όταν παραδίδω στα παιδιά μου αυτό το «σήμερα», με έναν πολιτισμό στον οποίο βασιλεύει το τάλεντ «ζώου», με όλους να ξελαρυγγιάζονται και να ξεγυμνώνονται για να γίνουν Βανδή στη θέση της Βανδή, με τις καλλονές (αν είναι έξυπνες) να γίνονται πορνοστάρ;

Κι ύστερα, πρέπει να αποδείξω πως δεν είμαι ελέφαντας, δημιουργώ περιοδικά (άρα πρότυπα) και κυρίως μεγαλώνω τους νέους Έλληνες… Το τι λέω στα παιδιά μου για την ξεφτίλα των ημερών είναι άλλη συζήτηση, αλλά δεν έχω ούτε εγώ πλέον δικαιολογίες, γιατί κι εγώ φταίω κι έχω το μερίδιο της συμμετοχής στην «ομερτά».

Μέσα στη δυσοσμία του πτώματος αυτής της πανέμορφης χώρας, υπάρχει μια αναλαμπή. Αφού είμαστε λαός που μας χρειάζεται σωφρονιστικό σύστημα, επιτήρηση και οικονομικός διευθυντής, καλά θα κάνουμε να λειτουργήσουμε ως σωστοί εργάτες που οφείλουν να κάνουν, επιτέλους, τη δουλειά τους. Διότι, όταν έρχεται, στην προκειμένη, η στιγμή των περικοπών, ανασκουμπώνεσαι με συνοπτικές διαδικασίες και μαθαίνεις να διυλίζεις τον κώνωπα και να βρίσκεις λύσεις εκεί που κάποτε έλεγες πως όλα θα φτιάξουν μόνα τους. Και μαθαίνεις να δουλεύεις πιο αποδοτικά, γίνεσαι πιο χρήσιμος και πιο παραγωγικός. Δεν περιμένεις να σου φέρουν ένα ποτήρι νερό για να σβήσεις τη φωτιά, αλλά ρίχνεις μόνος σου με κουβάδες.

Αποχαιρέτησα την Ελλάδα που ήξερα για πάντα. Το ίδιο εύχομαι και δι’ υμάς. «Ψηλά το ηθικό», λέω σε όλους τους δικούς μου –το λέω στα παιδιά μου κυρίως– γιατί από τον πόλεμο αυτής της γενιάς θα αναγεννηθούν οι Νέοι Έλληνες και όχι οι Ελληνάρες που κάποιοι μας «επέβαλαν» ως πρότυπο εθνικής μαγκιάς και εξυπνάδας. Οι νέοι Έλληνες θα συνεχίσουν όταν όλοι εμείς θα έχουμε παραδώσει σώμα και πνεύμα. Κι οι Νέοι Έλληνες, ιδιοκτήτες του αυθαίρετου της Ελλάδας, θα πρέπει να «σκοτώσουν» το κατεστραμμένο στοιχείο στο DNA τους, καθαρίζοντας τα χαλάσματα των προηγούμενων και κυρίως χωρίς θυμό. Γιατί ο θυμωμένος άνθρωπος –ασχέτως δίκιου ή άδικου– έχει πάντα το ακαταλόγιστο.

«The show must go on». Ή, επί το ελληνικότερον, «ας κρατήσουν οι χοροί».

via

Comments 0 σχόλια »

pechakucha.jpgΜείωση της διδακτέας ύλης από την πέμπτη τάξη του Δημοτικού ως την πρώτη τάξη του Λυκείου ανακοίνωσε σήμερα η  υπουργός Παιδείας. Η μείωση της ύλης θα γίνει από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο σε Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Βιολογία, Γεωγραφία, Πληροφορική και Τεχνολογία. Ετσι την επόμενη σχολική χρονιά δεν θα διδαχθούν στις σχολικές τάξεις κομμάτια της ύλης που αλληλοκαλύπτονται μεταξύ διαφορετικών μαθημάτων ή τα οποία είναι δυσνόητα και δημιουργούν προβλήματα στους μαθητές.

www.tovima.gr

πώς λέμε pecha Kucha στην εκπαίδευση;

μαθήματα δε βλέπω να κόβονται… πρώτα οι συντεχνίες κι όχι πρώτα ο μαθητής; επίσης τα δυσνόητα απλά τα απαλείφουμε; γιατί να μην προσπαθήσουμε να τα εξομαλύνουμε; παιδεία της ευκολίας;

Σχετικά με τις ανακοινωθείσες περικοπές της σχολικής ύλης ο κ. Σαράντης Βώρος, ιστορικός, συγγραφέας σχολικών βιβλίων, δήλωσε: «Πριν κόψουμε τα σχολικά βιβλία, μήπως είναι πιο φρόνιμο να μελετήσουμε τη χρονική διάσταση του σχολικού έτους; Το σχολικό έτος θεωρητικά εκτείνεται από τα μέσα Σεπτεμβρίου ως τα μέσα Ιουνίου. Πραγματικές εργάσιμες ημέρες:180. Ο διδακτικός χρόνος όμως σήμερα είναι ζήτημα να αγγίζει τις 100, όπως προκύπτει από το βιβλίο εγγραφής πραγματοποιούμενων ωρών διδασκαλίας που τηρείται σε κάθεσχολείο. Εικάζω ότι οι αλλαγές που ανακοινώθηκαν αποτελούν το αποτέλεσμα εισηγήσεων ανθρώπων που έχουν περισσότερα χρόνια αποσπάσεων παρά διδασκαλίας. Εχουν αλήθεια οι άνθρωποι αυτοί εμπειρία από την “Αγία Εδρα” της σχολικής αίθουσας;».

BHMA

Comments 0 σχόλια »

skydrive.pngΟταν αρχίσετε να μαζεύετε ψηφιακά δεδομένα θα διαπιστώσετε τι πονοκέφαλος είναι να τα συντηρήσετε. Ολα τα ψηφιακά μέσα αποθήκευσης κινδυνεύουν είτε από το χρόνο είτε από φυσικές καταστροφές. Αν μπορούσαμε να τα αποθηκεύσουμε στο διαδίκτυο; Υπάρχουν διάφορες υπηρεσίες αποθήκευσης αρχείων στο Web, με εξίσου διαφορετική φιλοσοφία και τρόπο χρήσης. Πρόσβαση μέσα από τον browser (Internet Explorer, Firefox κλπ), περιορισμός μεγέθους αρχείου, πρόσβαση με ειδικό software και κάποιες ικανότητες διαμοιρασμού των περιεχομένων.Μια από αυτές τις υπηρεσίες, έρχεται απο την Microsoft και ονομάζεται SkyDrive. Διαθέτει 25Gbyte δωρεάν χώρο αποθήκευσης για κάθε λογαριασμό χρήστη Windows Live υπηρεσιών.

Ο χρήστης, μπορεί να δημιουργήσει φακέλους, να αποθηκεύσει αρχεία και τελικά να μοιραστεί όποια επιθυμεί, με φίλους και συνεργάτες του. Ο περιορισμός του SkyDrive είναι πως η όλη διαχείριση του online δίσκου, γίνεται απο τον browser, κάτι που περιορίζει την ευχρηστία της υπηρεσίας.

Η λύση, έρχεται από  το SkyDrive Explorer. Η εφαρμογή  δημιουργεί εναν «εικονικό» σκληρό δίσκο στο PC μας ο οποίος «βλέπει» τον online αποθηκευτικό μας χώρο.

Comments 0 σχόλια »

871007.jpg

Οπως έλεγε στη δεκαετία του ’70 ο Φράνκο Φράνκι, «το λιμάνι φεύγει» και η φράση δεν ήταν ακριβώς σάτιρα της ανθρώπινης ανοησίας αλλά προφητικό σχόλιο για τη γενική αντιστροφή των εντυπώσεων, στο κατώφλι της οποίας ήδη βρισκόμαστε εκείνη την εποχή, πιστεύοντας ότι πρόκειται απλώς για τη μέθη που πυροδοτούσε η εκρηκτική φαντασμαγορία όλων αυτών των μαγικών μέσων, του λαϊκού σινεμά, της τηλεόρασης, των κόμιξ και των απελευθερωμένων ραδιοφωνικών κυμάτων μέσω των οποίων θα επικοινωνούσαμε τάχα με όντα απ’ τον γαλαξία.

Καθώς σάλπαρε το πλοίο, δηλαδή καθώς άνοιγε η αυλαία της σύγχρονης συλλογικής τρέλας των ανεμπόδιστων επικοινωνιών, ο επιβάτης που στεκόταν στη γέφυρα δεν είχε πια την αίσθηση ότι το σκάφος απομακρυνόταν απ’ την ξηρά αλλά ότι ήταν η προβλήτα που απομακρυνόταν, κι αυτό αφορούσε πλέον τους πάντες, έξυπνους ή όχι, διορατικούς και μη, εφόσον η εμπειρία του ταξιδιού είχε αρχίσει να χάνεται, η εμπειρία της μετακίνησης και των αποστάσεων έδινε σταδιακά αλλά αναπότρεπτα το πρωτείο της στη σιωπηρή πεποίθηση ότι ο κόσμος έφευγε μακριά απ’ την ηθική και γεωγραφική αβεβαιότητα ενός υποκειμένου (του επιβάτη) που βρισκόταν, ή θα βρισκόταν στο εξής, παντού και πουθενά.

Η Δημουλά είχε γράψει ότι, πάνω στο νησί, κάνουμε τον γύρο της βάρκας. Το ίδιο συνέβη με τα έργα τέχνης, το ίδιο με τα κείμενα. Την περασμένη βδομάδα, αναμοχλεύοντας τα περί Μπόρχες, θέλησα να δείξω ότι υπάρχουν συγγραφείς που δεν διαβάζουμε πια αλλά που, εντούτοις, αρχίσαμε ξανά να σεβόμαστε διότι μας υπαγορεύουν τα όριά μας σε μια καινούργια γλώσσα. Είναι τώρα σαν να μας διαβάζουν εκείνοι, που θα πει ότι μας βλέπουν, ανάποδα, μέσα απ’ το πρίσμα τους, των ευφυών νεκρών, το πρίσμα μιας οπτικής που αντιστρέφει τα είδωλα και που, μεταφορικά μιλώντας, μετράει τις αποστάσεις όχι σε μονάδες μήκους αλλά σε γωνίες κλίσης. Νιώθουμε να μας παρακολουθούν και να υπολογίζουν το πλήγμα της απομάκρυνσης που διανύθηκε καθώς εμείς, οι αναγνώστες, χάσαμε τον προσανατολισμό μας ή ωριμάσαμε.

Στη δική μας παράδοση, ένας τέτοιος συγγραφέας είναι ο Καβάφης· το όνομά του και μόνον δείχνει στον καθένα που θα πλησιάσει τους νεκραναστημένους των ελληνιστικών χρόνων το άλμα που έγινε πάνω απ’ την άβυσσο της Ιστορίας και που ακόμη διαγράφεται στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας, με τη βιβλιογραφία σαν μόνη εγγύηση για το γεγονός ότι μια τέτοια λογοτεχνία, ένα τέτοιο παράδοξο μνημόσυνο ερωτικών ίσκιων είχε όντως λάβει σάρκα και οστά. Αλλά ποιος έχει σήμερα σε υπόληψη τα βιβλία; Δεν είμαστε πλέον ικανοί να συλλάβουμε κατευθείαν τις προσωπίδες της καβαφικής ειρωνείας αλλά συνειδητοποιούμε ότι ονειρευόμαστε κάτι που κάποιος άλλος ονειρεύτηκε, ρεμβασμός στο τετράγωνο, δευτερογενής ονειροπόληση της ονειροπόλησης ενός άλλου, οπότε καταλαβαίνουμε, επίσης, την ζωτική εκκρεμότητα του ρόλου μας σαν αναγνώστες. Παρομοίως με τον Κάλβο. Αν φέρ’ ειπείν με τον Σικελιανό αντιμετωπίζουμε μια παντελώς ξένη εποχή, μιαν εποχή που έδυσε προ πολλού, με τον Κάλβο ή τον Καβάφη απολαμβάνουμε το κακό πλεονέκτημα της επίγνωσης της δικής μας ξενότητας: η αντίληψη του τι φεύγει και του τι μένει σταθερό έχει αντιστραφεί. Δεν είμαστε αμετακίνητοι φύλακες κάποιου νοήματος, που ατενίζουν τον ορίζοντα, αλλά ο ίδιος ο ορίζοντας που διαλύεται.

Αληθεύει ότι ο Σολωμός ή ο Σικελιανός μάς δίνουν τη μελαγχολική ευκαιρία να πιθανολογήσουμε την ακμή ενός κόσμου τόσο παλιού και ξένου προς εμάς ώστε να μας απωθεί ή να μας γοητεύει, να μας φαίνεται υπερβολικά πομπώδης ή να μας υπνωτίζει με την ανταύγεια ενός μακρινού άστρου, να ανοίγεται σαν ένα μεγαλοπρεπές μουσείο ή να κλείνει σαν μια ερμητική δίοδος προς τις κρύπτες οριστικά αμετάδοτων μυστικών, όμως ο Καβάφης βρίσκεται εκεί σαν να μην υπήρξε, σαν να μισοϋπήρξε ή σαν να τον ονειρευτήκαμε. Δεν μας αποκαλύπτει την απόσταση που διένυσε ο κόσμος μέχρι τη μετανεωτερική έρημο του ύφους μηδέν, διότι ποτέ δεν ανήκε σ’ εκείνο τον κόσμο που απομακρύνθηκε, αλλά μας προικίζει με μιαν ιδέα, αμφίβολη δυστυχώς, της απόστασης που διανύσαμε εμείς, ο καθένας χωριστά, ως αναγνώστες. Ο συγγραφέας εξισώνεται με το τραύμα μιας απώλειας που η ευθύνη της βαραίνει τον αναγνώστη, όχι τη φθορά του κόσμου.

Στην επαφή μας λοιπόν με ποιητές όπως ο Καβάφης, το σοκ απ’ την εξαφάνιση της συγκεκριμένης λογοτεχνικής ιδιαιτερότητας δείχνει, σε αρνητικό (με τη φωτογραφική σημασία), ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε το θέατρό της, ότι εμείς πάψαμε να μετέχουμε σε μια δυνατότητα που κάποτε εξασφάλιζε τη λογοτεχνική ιδιοπροσωπία. «Φταίμε» εμείς, όχι η Ιστορία. Από μιαν άποψη, άνθρωποι σαν αυτούς για τους οποίους μιλάω δεν κατοικούσαν σε μιαν εποχή (και επομένως δεν απομακρύνονται μαζί της) αλλά αντιπροσωπεύουν -αντιπροσώπευαν ήδη ενόσω ζούσαν- λοξές εξόδους απ’ την εποχή τους, πρωθύστερα και μαγικές εικόνες, ζωντανές παραλλήλους και σκηνοθεσίες της ιστορικής θέσης. Οχι με την έννοια ότι θεωρήθηκαν «αιώνιοι», όπως λέγεται για τους γίγαντες της λογοτεχνικής πινακοθήκης, π.χ. τον Δάντη ή τον Σαίξπηρ, αλλά με την έννοια ότι είχαν ήδη τοποθετηθεί εκτός της εποχής τους, σαν προφήτες μιας καταστροφής η οποία είχε ήδη επέλθει και, από τότε κιόλας, έγραφαν, έστω εν αγνοία τους αλλά προορατικά, σαν να μην ήταν εφικτή η συνείδηση της ιστορικής εποχής, σαν να μην μετείχαν σ’ ένα γραμμικό σύμπαν αλλά να ήξεραν ότι δεν έχει νόημα ν’ αναρωτιέσαι εάν ήταν το πλοίο που απομακρυνόταν ή το λιμάνι της Ιθάκης ή και τα δύο. Πιστεύω ότι όλο και πιο πολλοί αναγνώστες υποπτεύονται πως ο Καβάφης, στην Ιθάκη, μέτριο ποίημα άλλωστε, κάθε άλλο παρά σοβαρολογούσε. Ωστόσο, χρειαζόταν και η αμπελοφιλοσοφική νότα της Ιθάκης, χρειαζόταν να περιμένουμε και τους βαρβάρους για να φανεί το ανάστημα ενός ποιητή που έγραψε (καθ’ υπαγόρευση, σαν μέντιουμ ίσως, παρά τον επιδιορθωτικό «μόχθο») το Εν τω μηνί Αθύρ. Να ένα ποίημα απέναντι στο οποίο έχεις εναργέστατη την εντύπωση ότι σε διαβάζει μάλλον παρά το διαβάζεις.

Διαβάστε τη συνέχεια στην Ελευθεροτυπία

Comments 1 σχόλιο »

eurorings.jpgΗ επιμονή στην αξιολόγηση κάθε πράγματος αλλά και όλων των ανθρώπων με κριτήριο την απόδοσή τους σε χρήμα -το κλασικό ερώτημα, τι προσφέρετε στους μετόχους- ήταν μοιραίο ότι κάποια μέρα θα στρεφόταν εναντίον των αξιολογητών, και μάλιστα από διαφορετική σκοπιά: κι εσείς τι προσφέρετε στην κοινωνία;

Αυτήν ακριβώς την αντιστροφή της προοπτικής υπογραμμίζει έρευνα που δόθηκε στη δημοσιότητα από το New Economic Foundation(1). Τρεις βρετανίδες ερευνήτριες, η Εϊλις Λόουλορ, η Χέλεν Κέρσλεϊ και η Σούζαν Στιντ, προσεγγίζουν το ζήτημα των ανισοτήτων συγκρίνοντας τις αμοιβές διάφορων επαγγελμάτων που επιλέγονται από τα άκρα της κλίμακας των εισοδημάτων με την «κοινωνική αξία» που δημιουργεί η άσκησή τους.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητριών, στην περίπτωση ενός εργάτη που δουλεύει σε εργοστάσιο ανακύκλωσης και αμείβεται με ωρομίσθιο 6,10 στερλινών (σχεδόν 7 ευρώ), «για κάθε στερλίνα που δαπανάται για τη μισθοδοσία του, αυτός δημιουργεί αξία 12 στερλινών για το κοινωνικό σύνολο». Αντίθετα, όσον αφορά «τα golden boys των επενδυτικών τραπεζών, των οποίων οι ετήσιες αποδοχές κυμαίνονται μεταξύ 500.000 και 10 εκατομμυρίων στερλινών, για κάθε στερλίνα χρηματοοικονομικής αξίας που δημιουργούν καταστρέφουν κοινωνική αξία 7 στερλινών».

…Επίσης, με αυτή τη μέθοδο αποδεικνύεται ότι ένας φοροτεχνικός σύμβουλος, χάρη στις ικανότητες του οποίου το κοινωνικό σύνολο στερείται φορολογικών εσόδων, καταστρέφει 47 φορές περισσότερη κοινωνική αξία απ’ όση δημιουργεί. Αντίθετα, μια εργαζόμενη σε βρεφονηπιακό σταθμό, με τις υπηρεσίες που προσφέρει στα παιδιά αλλά και με την εξασφάλιση ελεύθερου χρόνου για τους γονείς έτσι ώστε να μπορούν να εργαστούν, προσφέρει στην κοινωνία οφέλη 9,43 φορές μεγαλύτερα από τον μισθό που λαμβάνει.

Επανεξετάζοντας την αξία των επαγγελμάτων ENET

“Καταλαβαίνεις πόσο κυνικός έχει γίνει ένας λαός, όταν θεωρεί φυσιολογικό να πληρώνει περισσότερο αυτόν που ασχολείται με τις αποχετεύσεις του, παρά αυτόν που ασχολείται με τα μυαλά των παιδιών του.” John F. Kennedy

Comments 0 σχόλια »

Ο αθηναϊκός στρατός, αν και μικρός σε μέγεθος, κατορθώνει, με τις γνώσεις που διαθέτει για τη μορφολογία του εδάφους, να αναχαιτίσει την ξέφρενη επίθεση του περσικού στρατού. Οι Πέρσες, που θεωρούσαν ότι οι Αθηναίοι επιδείκνυαν επί χρόνια ασέβεια απέναντί τους, αποφασίζουν να τους δώσουν ένα γερό μάθημα και ξεκινούν εκστρατεία εναντίον τους. Ο πελώριος περσικός στόλος μοιάζει να προορίζεται για να εξολοθρεύσει τον μικρό αθηναϊκό στρατό, που έχει εγκαταλειφθεί από τους συμμάχους του, τους Σπαρτιάτες. Αλλά μια έξοχη αμυντική στρατηγική, η απαράμιλλη ευψυχία των ελληνικών στρατευμάτων, και ένας δρομέας, που η διαδρομή που διέσχισε έμεινε στην ιστορία, όλα αυτά μαζί απώθησαν τους Πέρσες, οι οποίοι επιστρέφουν βαριά ηττημένοι και πλημμυρισμένοι στο ίδιο τους το αίμα στην πατρίδα τους. Η Μάχη του Μαραθώνα προετοιμάζει το έδαφος για μία από τις διασημότερες μάχες μεταξύ Ελλάδας και Περσίας… τη μάχη των Θερμοπυλών, με τους 300 του Λεωνίδα.

Comments 0 σχόλια »

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων