Οταν το εξοχικό σπίτι σε συνδέει με όλα όσα ονειρεύτηκες μικρός, με όσους έχασες, με όσα συνεχίζεις να ονειρεύεσαι
Του Ηλια Μαγκλινη στην Καθημερινή
Τα μαύρα. Ο αβλέμονας. Μια ευθεία γραμμή, παράλληλη με την ακτή, που χωρίζει τη θάλασσα στα γαλάζια και στα μπλε, στα ρηχά και στα βαθιά. Οταν ήσουν μικρός, αποκαλούσες αυτό ακριβώς το σημείο όπου η θάλασσα βαθαίνει απότομα «τα μαύρα». Με τα άλλα παιδιά βάζατε στοίχημα ποιος θα καταφέρει να κολυμπήσει πέρα από «τα μαύρα». Δεν το κέρδιζες ποτέ. Ακόμα και σήμερα αγριεύεσαι: με τη μάσκα βλέπεις το βυθό με τη χρυσοκίτρινη άμμο να μετατρέπεται σε γκρεμό και τα πάντα σκοτεινιάζουν. Σε αυτό το σημείο ξυπνάς απότομα, αλλά όχι από εφιάλτη. Το αντίθετο μάλλον.
Μόνος στο παλιό εξοχικό, με τις δύο γάτες να μπλέκονται στα πόδια σου, αδημονώντας να τους ανοίξεις να αλωνίσουν στο κτήμα, περπατάς ξυπόλητος στις σκονισμένες πλάκες Πηλίου. Βγαίνεις έξω και ανάμεσα στις κορυφές από τα λιγούστρα και τα κρεμασμένα κλαριά των πλατάνων, η θάλασσα. Ακόμα κι απ’ τη βεράντα, ελάχιστα μέτρα πάνω από το χώμα, μπορείς να διακρίνεις τα «μαύρα».
Γαλήνη
Μόλις έχει ξημερώσει κι αυτή η λυτρωτική γαλήνη ακυρώνει τον χρόνο. Για λίγο. Θα μπορούσες να είσαι δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε, είκοσι, τριάντα – και πάει λέγοντας. Διότι το μέρος αυτό, χαμένο κάπου στη βόρεια Εύβοια, είναι πλέον το μοναδικό που σε συνδέει με την παιδική ηλικία, με όλους όσοι άφησαν κάποτε εδώ το ίχνος τους – και τώρα σιωπούν.
Με το πατρικό στη Γλυφάδα να έχει πουληθεί, αυτά τα τρία και κάτι στρέμματα πάνω στη θάλασσα είναι το τοπίο που σου θυμίζει ότι μπορεί να έχουν χαθεί για πάντα τα στρατιωτάκια και τα αεροπλανάκια, αλλά ο αφελής, επίμονος, ονειροπόλος πιτσιρικάς σπαρταράει στην πρώτη ευκαιρία που θα του δώσεις – συχνά ακόμα κι αν δεν του δώσεις αυτή την ευκαιρία (σιγά μη σε ρωτήσει).
Κατεβαίνεις τα ελάχιστα σκαλοπάτια και αφήνεις τον διάδρομο να σε οδηγήσει κάτω από τις θεόρατες λεύκες και τα πλατάνια, ώς την πόρτα που οδηγεί στην παραλία. Την παραλία της ζωής σου. Διότι εδώ έχεις κάνει τα περισσότερα μπάνια της ζωής σου. Με «κουλούρα», με βατραχοπέδιλα, εδώ σε τσίμπησαν οι πρώτες τσούχτρες. Εδώ έχεις ερωτευθεί κι έχεις χωρίσει, εδώ έχεις γελάσει κι έχεις τσακωθεί με φίλους, εδώ έχεις ψήσει τα βράδια καλαμπόκια, τα έχεις βουτήξει στο νερό για να αλατίσουν, μα και για να χαθεί η κάψα της φωτιάς στα βότσαλα, εδώ έχεις παρατηρήσει με τον αδελφό σου και το τηλεσκόπιό του τους δαχτύλιους του Κρόνου, εδώ έχεις διαβάσει κι έχεις αποκοιμηθεί το απομεσήμερο, εδώ έχεις ρίξει δίχτυα με τον Γιάννη, εδώ έχεις κολυμπήσει με βροχή, εδώ έχεις αναλύσει το πάντα αβέβαιο μέλλον της ΑΕΚ με τον πατέρα σου, σε αυτή την παραλία έκανε η μητέρα σου το τελευταίο της μπάνιο – όπως και η Κατερίνα. Εδώ παραλίγο να πνιγείς, διότι εδώ βαπτίστηκες, όχι στην κολυμπήθρα του παπά.
Ο χρόνος, ιδανικά παγωμένος. Οταν δοκιμάζεις να επιστρέψεις στο σπίτι έχει ήδη σουρουπώσει. Τα φώτα αναμμένα μέσα από τα πάντα ορθάνοιχτα παράθυρα. Μετά το υπαίθριο ντους, δυο τρία σφηνάκια τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο και η αναμονή της ήσυχης νύχτας, είτε μόνος είτε με συντροφιά. Οι γάτες κάνουν ανασκελιές στο χώμα, τεντώνονται μακριά από την κλεισούρα του διαμερίσματος στο οποίο θα επιστρέψουν μαζί σου.
Ονειρική «ντάτσα»
Κάτι τέτοιες στιγμές κατανοείς απόλυτα τη μυθική εικόνα της «ντάτσας», του εμβληματικού ρωσικού σπιτιού μέσα στο δάσος, αυτό που ονειρεύεται διαρκώς ο απρόσωπος αφηγητής του «Καθρέφτη»: η θλιμμένη, πανέμορφη μάνα με τα απορημένα παιδιά, το χυμένο γάλα και μια γάτα που βρίσκει ξαφνικά τροφή.
Οι νεκρές φύσεις, εντός και εκτός – και όχι μόνο στον «Καθρέφτη». Ο Ταρκόφσκι επεφύλαξε ιδιαίτερη θέση στην ντάτσα και στη «Νοσταλγία», μα και στο «Σολάρις»: η τελική, ανατριχιαστική σκηνή, όπου ο Κρις επιστρέφει στην ντάτσα -νοερά όπως αποδεικνύεται, πάνω στον μυστηριακό ωκεανό του πλανήτη Σολάρις- για να ζητήσει συγχώρεση απ’ τον πατέρα – στο δικό σου μυαλό, μιαν άλλη, απέραντα ποιητική εκδοχή του εκπληκτικού «Weeping Song» του Κέιβ.
«Ο, τι πέρασε, πέρασε σωστά» – ο ύστατος στίχος του ύστατου ποιήματος του Σεφέρη. Το νιώθεις εδώ, μόνον εδώ μάλλον, κάτω απ’ το μουρμουρητό των δέντρων: οι λεύκες, οι δάφνες, τα πλατάνια, ο ευκάλυπτος, όλα αυτά τα δέντρα που τους θυμάσαι να τα φυτεύουν και να τα ανασταίνουν οι δυο τους, μονάχα οι δυο τους. Κι έπειτα, μετά από καιρό, η Κατερίνα, με τα παρτέρια, τα λιγούστρα και τις τριανταφυλλιές, με τον σπαρακτικό της αποχαιρετισμό εκείνο το απόγευμα – διότι ήξερε ότι δεν θα επιστρέψει.
Το μουρμουρητό των δέντρων: αυτή η αίσθηση ότι κάτι ή κάποιος σου ψιθυρίζει από πίσω τους – κι ας μην πιστεύεις σε τίποτα παρά μόνον στις αισθήσεις και στην επαφή με το δέρμα και το χώμα. Ετσι, τα «μαύρα» παύουν να είναι μόνον μαύρα. Είναι η δροσιά του Βόρειου Ευβοϊκού που κυλάει έξω απ’ την πόρτα σου.
Βέβαια, πέφτεις το βράδυ να ξαπλώσεις ξέροντας ότι ισχύει εκείνο το «ποτέ δεν μπαίνεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι» – και είναι αλήθεια: είσαι και δεν είσαι αυτός που ήσουν. Μα ο τόπος αυτός παραμένει φωλιά. Οπως λέει και ο αδελφός σου, μια απέραντη, υπέροχη πληγή.