Αν ως άλλος Γκούσταβ φον Ασεμπαχ αράξεις σε μια πολυσύχναστη παραλία κάποιου νησιού κι αρχίσεις να παρατηρείς γύρω σου, μπορείς να γράψεις μια γλαφυρή ηθογραφία της ελληνικής κοινωνίας. Ισως οι χαρακτήρες δεν είναι τόσο κομψοί όσο οι ήρωες στη νουβέλα του Τόμας Μαν, «Θάνατος στη Βενετία», που περιφέρονται νωχελικά στην παραλία του Γκραν Οτέλ ντε Μπεν. Μπορεί η σκηνογραφία (πλαστική καρέκλα, εμπριμέ ομπρέλα) να διαφέρει από αυτήν στην ομώνυμη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι. Ομως, η απρόσμενη τρυφερότητα και το πάθος που αναβλύζουν σε συνθήκες απόλυτης παρακμής και κοινωνικής αποσάθρωσης είναι ο συνεκτικός δεσμός της Κιτροπλατείας στον Αγιο Νικόλαο Κρήτης με τη λογοτεχνική-κινηματογραφική παραλία του Λίντο.
Ζευγάρια ερωτοτροπούν στην άμμο και σχεδιάζουν μελλοντικά ταξίδια. Aνομολόγητα ειδύλλια μοιάζουν έτοιμα να εκραγούν κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο. Δύσκολοι κι εύκολοι έρωτες του καλοκαιριού, που ίσως διαρκέσουν ώς τον χειμώνα. Μαμάδες κυνηγούν τα άτακτα τέκνα τους. Πιτσιρίκια χώνονται σε παχουλές αγκαλιές-καταφύγια για να σωθούν από κάθε εξωτερικό εχθρό.
Φιλίες εδραιώνονται γύρω από αναμμένες φωτιές τα βράδια. Κιθάρες και σέβεντις μνήμες ξαναζωντανεύουν εν έτει 2010. Ροκ μουσικές γεφυρώνουν χάσματα γενεών. Αγγλοι μέθυσοι και Ρώσοι νεόπλουτοι γίνονται φιλαράκια με τσαμπουκάδες Κρητικούς κάτω από την ιαματική επήρεια της τσικουδιάς.
Αδέρφια τσακώνονται, αλλά με την ελαφρότητα που επιτρέπουν οι δεσμοί αίματος: έπειτα από πέντε λεπτά είναι πάλι συσπειρωμένα σαν μαφιόζικη συμμορία. Η έφηβη εγγονή κοροϊδεύει τον παππού της, ρίχνοντάς του περιπαικτικές σφαλιάρες στο μάγουλο. Ενας μεσήλικας γιος κανακεύει την υπέργηρη μητέρα του. Κάνει παρέα με τις φίλες της τα απογεύματα, στις βεγγέρες με τα «Καλουτάκια», όπως τις αποκαλεί κοροϊδευτικά, ρωτά για την οστεοπόρωση της καθεμιάς και δείχνει αληθινό ενδιαφέρον για τον καταρράκτη και τις επιμέρους «περιπέτειές» τους.
Το κάδρο -εφιάλτης κάθε εστέτ- κρύβει συναρπαστικές ανθρώπινες ιστορίες. Οι κρίσεις, οικονομικές, κοινωνικές και άλλες, αντιμετωπίζονται με χιούμορ. Η οικογένεια-κοινωνικό κράτος επιστρατεύεται εκ νέου. Οι φιλίες επιβιώνουν μέσα από αντιξοότητες, ο έρως όλα τα νικά.
Παιδιά μεταναστών σκίζουν στις πανελλαδικές εξετάσεις. Εκπαιδευτικοί σε απομακρυσμένα σχολεία αγωνίζονται να δώσουν ερεθίσματα και να εμπνεύσουν τους μαθητές τους. Οι μπαμπάδες απαρνιούνται macho λογικές του παρελθόντος και βοηθούν στο μεγάλωμα των παιδιών. Φέρνουν και οι γυναίκες χρήματα στο σπίτι. Πολιτικοί δουλεύουν και νοιάζονται για τον τόπο τους. Πολίτες δραστηριοποιούνται. Δεν αρκούνται στο «κράξιμο» και την επιθεωρησιακή απαξίωση της πολιτικής.
Μακριά από την τηλεόραση που «κατασκευάζει» εγκληματίες και τρομοκράτες, ουρές στα βενζινάδικα και έλλειψη τροφίμων στα ράφια, κακόγουστα σχήματα (πατέρας-αφέντης, γυναίκα-κότα) υπάρχει μια γλυκιά καθημερινότητα, ένα τρυφερό πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων. Μια ελληνική κοινωνία που πάλλεται και υπόσχεται.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά η μια σκηνή σέρνει από τη μύτη την άλλη, στο μυαλό μου… Κι ας απέχουν χρονικά, τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Η μια σκηνή εκτυλίσσονταν στο Αστέρα της Βουλιαγμένης στην παιδική μου ηλικία. Ο πατέρας μου έμαθε να κολυμπάει μεγάλος και είχε πάντα ένα δέος απέναντι στη θάλασσα. Από τη στιγμή λοιπόν που ξεκίνησε με ένα φίλο του τα μαθήματα κολύμβησης, είχε βάλει στόχο την εξέδρα. Κι ήταν τόσο «απόλυτα δικό του», το βλέμμα του, κάθε φορά που την έφτανε και την έπιανε, που θυμάμαι ότι σκοτωνόμουν να τον προσπεράσω για νάμαι μάρτυρας της στιγμής της απόλυτης ικανοποίησής του, να τραβήξω μια φωτογραφία με τον νου…. Ένα πολύτιμο «κλικ»! Που κρατάω χρόνια στην καρδιά μου…
Η άλλη σκηνή εκτυλίσσεται στην αγαπημένη μου παραλία, στην Τήνο… Το νησί που αμολήσαμε άγκυρα τα τελευταία χρόνια. Πανομοιότυπα, μπαίνω κάτω από την ομπρέλα, τακτοποιώ γύρω μου, βιβλία, τσαντάκια, κινητά, τα παιχνίδια του Κωστάκη… Φτιάχνω την πετσέτα, κάθομαι ανακουφισμένη κι αγναντεύω … Παραλία 70sties! Με τεράστιες γιαγιάδες με μαγιό πολυφορεμένα και βλέμμα ραντάρ για το εγγόνι, με ζευγαράκια ξέγνοιαστα, με κανένα ξέμπαρκο παπά που ο αέρας παίζει με τα ράσα του ή με καμιά επισκέπτρια για τάμα… Που έχει μαζί της «το τάμα»…Τι ηρωικές αυτές οι μάνες! Τι απέραντη αντοχή και κουράγιο αναβλύζουν. Η Τήνο μου! Λατρεμένη για την απογείωση και προσγείωση που με κερνάει την ίδια ώρα… Μα όσο βαθαίνει το καλοκαίρι, η παραλία γεμίζει κόσμο τόσο, που δε προλαβαίνω να κατασκοπεύσω το έργο που εκτυλίσσεται κάτω από τη σκιά της κάθε ομπρέλας… Ένα σωρό άνθρωποι… Στη δική του ταινία ο καθένας. Μα όλοι επιτέλους γαληνεμένοι, νωχελικοί., σοφοί τεμπέληδες…
Ώσπου…
Πάνω στο κάδρο της Μυκόνου που στέκει απέναντί μας, ανταμώνουν δυο τεράστια πλοία (Σαν τις σκηνές που ανταμώνουν στη σκέψη μου κι ας έρχονται από άλλη κατεύθυνση)… Και συγχρόνως πίσω από το ακρωτήρι της Χώρας ξεμυτάει και το «γρήγορο» που έρχεται από το λιμάνι της Ραφήνας! Τρία καράβια έτοιμα ν΄ αναστατώσουν τη θάλασσα! Σαν σε μίξερ να την ανακατώσουν… Κι όλοι με μιας προσμένουμε το μεγάλο κύμα! Κι αρχίζει η εικόνα ν΄αποκτάει κινητικότητα, να μπαίνει ήχος… Φωνές προετοιμασίας! «Το κύμα! Το κύμα!», «Έρχεται το μεγάλο κύμα» ακούς από παντού… Κι ο καθένας παίρνει τα μέτρα του… Καλωδιονόμαστε με μιας, με το παιδί που έχουμε καταχωνιασμένο μέσα μας… Το ξεντύνουμε από πανωφόρια καθωσπρεπισμού και τυφλοσούρτια συμπεριφορών…Γιατί «Έρχεται το μεγάλο κύμα!»…. Κι έτσι ασυναίσθητα, ο καθένας προδίδει τη στάση του στη ζωή ολόκληρη… Άλλος ορμάει αποφασιστικά αλλά την στιγμή της σύγκρουσης γυρνάει την πλάτη, άλλος χιμάει και χώνει μέχρι και το κεφάλι του στο κύμα, άλλος παραμένει στη παραλία και επιτηρεί τα αντικείμενά του, άλλος βουτάει αλλά μετά γκρινιάζει ότι βράχηκε, άλλος περιμένει να τον ρίξει το κύμα κάτω και άλλος να του τη ρίξει αυτός… Τι μαγική σκηνή! Τι ευλογημένα δευτερόλεπτα αρχέγονης, αυθόρμητης συμπεριφοράς καθώς ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΥΜΑ!
Όλοι παίρνουμε εκδίκηση… Το μόνο κύμα στη ζωή που αναγγέλλει τη παρουσία του… Λίγο τόχεις; Το μεγάλο κύμα στη παραλία της Τήνου… Η εξέδρα του πατέρα μου… Μια ζωή έβαζε «εξέδρες» που έπρεπε να πιάσει…Στη τελευταία εξέδρα την «πάτησε»… «Δε θα με φάει ο καρκίνος θα το φάω εγώ»… Άπιαστη η εξέδρα! 40 χρονών παλικάρι!
Κι αν φέρνω και ξαναφέρνω, χρόνια τώρα τη σκηνή, ίσως είναι γιατί ήταν η μόνη απολύτως ανέμελη που μου χάρισε…Γιατί οι άνθρωποι λογαριάζουμε το κύμα ή μεγαλύτερο ή μικρότερο απ΄ ότι είναι στη πραγματικότητα… Αφιερώνουμε τα χρόνια μας σε άτεχνες μετρήσεις κυμάτων με λάθος όργανα…Ανυποψίαστοι, αθώοι, απροετοίμαστοι για την μόνη φερέγγυα μονάδα μέτρησης… Ότι η ζωή κρατάει τελικά… Όσο ένα μεγάλο κύμα!
Το καλοκαίρι το αισθάνεσαι στο σώμα· το μυρίζεις. Αναδίδεται ορμητικά μέσ’ απ’ την αισθαντική μνήμη, υλικό, σωματικό, κυρίαρχο.
Το καλοκαίρι μυρίζει κολόνια, τη μία και μοναδική κολόνια, με το μπουκέτο εσπεριδοειδών, το μπουκέτο μεσογειακού περιβολιού, ανοίγει τα ρουθούνια, εισβάλλει στον οσφρητικό εγκέφαλο και τον ημερώνει, λεμονανθοί, περγαμόντο, κίτρο, φράπα, νεράντζι, πορτοκαλανθοί· η κολόνια που τρίβουν τους ασθενείς και τους υπερήλικους στους καρπούς χέρια και στα στήθια, να τους δροσίσουν· η κολόνια που μοσχοβολούν οι καλοντυμένες κυρίες στους εσπερινούς, ιδρωμένες κυρίες που αερίζονται με βεντάλιες και φορούν στο πέτο του κεντητού πουκάμισου κόσμημα από γιασεμί ή γαρδένια, μείξη δροσιάς και μέθης· η κολόνια καθαρίζει το εικόνισμα του εορτάζοντος αγίου στον Μέγα Εσπερινό, δροσίζει το γυαλί από τα φιλήματα, το άρωμά της ανακατεύεται με το άρωμα ανθόνερου της Μεγάλης Αρτοκλασίας, ανακατεύεται με ήχους, καμπανίσματα, χαιρετούρες, παιδικά παιχνίδια, το φως του δειλινού που γέρνει στα ιώδη, σε αστικούς ναούς λαμπρούς και εξωκλήσια ξασπρισμένα, με σημαιάκια στο προαύλιο και ποδιές κεντητές μέσα, με άρτο γλυκανισάτο στο πάλλευκο μαντίλι· αυτό το φως κι αυτή η μυρωδιά είναι το καλοκαίρι.
(Eau de Cologne, Υδωρ Κολωνίας, κατά τη φαρμακοποιία Δαμβέργη: Αιθερίου ελαίου κίτρου του περγαμηνού 10 μέρη, αιθερίου ελαίου φλοιών κίτρων 10 μέρη, αιθερίου ελαίου φλοιών χρυσομήλων 10 μέρη, αιθερίου ελαίου ανθέων πορτοκαλέας 12 μέρη, αιθερίου ελαίου τιφύου 2 μέρη, οινοπνεύματος 90% 1.000 μέρη. Παρεσκευάσθη το πρώτον υπό Ιωάννου Μαρία Φαρίνα εν Κολωνία τω 1709, κατόπιν υπό την επωνυμίαν «4711», εν Ελλάδι υπό του οίκου Μενούνου ως Κολώνια Εσπερίδων, μεταγενεστέρα η Μυρτώ-Λεμόνι του Οίκου Μαρινόπουλου.)
Το καλοκαίρι έχει κι άλλες μυρωδιές. Ο γλυκάνισος του άρτου συναντά τον γλυκάνισο του ούζου, εναλλάξ με τη μαστίχα, ηδύποτα κεράσματα σε τραπεζάκια θαλάσσης, το γλυκάνισο του ούζου δεμένο με δριμύ χταπόδι λιαστό, πλάι στο καρνάγιο, με τα βαπόρια νυσταγμένα στο μώλο.
Σε ποτηράκια, σε μπολ και σε πιατάκια με νερό, γαρδένιες υπόλευκες σκορπούν τη μέθη τους· φούλια λεπταίσθητα· γιασεμιά περασμένα σε κλωστή ή καρφωμένα σε πευκοβελόνες, φέγγουν καθώς δροσερό απλώνει το σκοτάδι, και οι έφηβοι τιτιβίζουν ξεπνοϊσμένοι απ’ το φλερτ, κορίτσια τρυγόνες τινάζουν τα αρωματισμένα μέλη τους και τρέχουν κελαρυστά σε μοσχομυριστές πλατείες και αποβάθρες με αβληχρά οσμή πίσσας, το πλησίασμα και το σμίξιμο τελείται υπό τη σκέπη μυρωδιών: Eau de Cologne, γαρδένια, φούλι, γιασεμί…
Και κλωνάρια σγουρού βασιλικού, πράσινο και βαθύ μοβ το άρωμά του, διαπερνά το διαυγές πρωινό της λειτουργίας σε θαλασσινό ξωκλήσι, καλοκαιρινό τάμα νοικοκυραίων της διασποράς, εκεί όπου αναπαύονται οστά κεκοιμημένων 18ου αιώνος: Μαρουσώ, Δομένεγος, Μαργαρώ. Ο γλυκύς και αψύς βασιλικός σημαίνει την έναρξη του πρωινού μαζί με το τραγούδι του κορυδαλλού· λιβάνι, κερί, ελαιόλαδο, κρασί μοσχάτο Σάμου· καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, η θέρμη αρχίζει να θαμπώνει τον ουρανό· μια άλλη μυρωδιά σημαίνει νέα ώρα: ο καφές ψήνεται σε χάλκινο καμινέτο οινοπνεύματος, κερνιέται μαζί με παξιμαδάκια γλυκανισάτα αφράτα, μ’ ένα ποτηράκι μαστίχα από τη Χίο, για συχώρεση εκλιπόντων και παρόντων, κοπιώντων και καμνόντων. Η τελετουργία συνεχίζεται στα βραχάκια, με αχινούς και πατελίδες και καβούρια, με μυρωδιά από θάλασσα φρέσκια σαν νιόκοπο καρπούζι, με μυρωδιές από ούζο, ξινότυρο κατσικίσιο, αίσθηση αλατιού στεγνωμένου στον βράχο. Η θάλασσα περιλαβαίνει όλες τις μυρωδιές, αυτή είναι το καλοκαίρι.
Βράδιασε. Απ’ την καλαμένια ντισκοτέκ σκορπούν μυρωδιές αντηλιακού και ίμερου και τζιν. Αργά, μόνος ενώπιον των άστρων που μπαίνουν στην ασβεστωμένη κάμαρα με άρωμα νυχτολούλουδου, τσακίζει μια σελίδα:
«Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Οχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες ανοίγονται
Στο φως του Ηλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη να φανερωθεί
Εχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη
Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.»
Τα μαύρα. Ο αβλέμονας. Μια ευθεία γραμμή, παράλληλη με την ακτή, που χωρίζει τη θάλασσα στα γαλάζια και στα μπλε, στα ρηχά και στα βαθιά. Οταν ήσουν μικρός, αποκαλούσες αυτό ακριβώς το σημείο όπου η θάλασσα βαθαίνει απότομα «τα μαύρα». Με τα άλλα παιδιά βάζατε στοίχημα ποιος θα καταφέρει να κολυμπήσει πέρα από «τα μαύρα». Δεν το κέρδιζες ποτέ. Ακόμα και σήμερα αγριεύεσαι: με τη μάσκα βλέπεις το βυθό με τη χρυσοκίτρινη άμμο να μετατρέπεται σε γκρεμό και τα πάντα σκοτεινιάζουν. Σε αυτό το σημείο ξυπνάς απότομα, αλλά όχι από εφιάλτη. Το αντίθετο μάλλον.
Μόνος στο παλιό εξοχικό, με τις δύο γάτες να μπλέκονται στα πόδια σου, αδημονώντας να τους ανοίξεις να αλωνίσουν στο κτήμα, περπατάς ξυπόλητος στις σκονισμένες πλάκες Πηλίου. Βγαίνεις έξω και ανάμεσα στις κορυφές από τα λιγούστρα και τα κρεμασμένα κλαριά των πλατάνων, η θάλασσα. Ακόμα κι απ’ τη βεράντα, ελάχιστα μέτρα πάνω από το χώμα, μπορείς να διακρίνεις τα «μαύρα».
Γαλήνη
Μόλις έχει ξημερώσει κι αυτή η λυτρωτική γαλήνη ακυρώνει τον χρόνο. Για λίγο. Θα μπορούσες να είσαι δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε, είκοσι, τριάντα – και πάει λέγοντας. Διότι το μέρος αυτό, χαμένο κάπου στη βόρεια Εύβοια, είναι πλέον το μοναδικό που σε συνδέει με την παιδική ηλικία, με όλους όσοι άφησαν κάποτε εδώ το ίχνος τους – και τώρα σιωπούν.
Με το πατρικό στη Γλυφάδα να έχει πουληθεί, αυτά τα τρία και κάτι στρέμματα πάνω στη θάλασσα είναι το τοπίο που σου θυμίζει ότι μπορεί να έχουν χαθεί για πάντα τα στρατιωτάκια και τα αεροπλανάκια, αλλά ο αφελής, επίμονος, ονειροπόλος πιτσιρικάς σπαρταράει στην πρώτη ευκαιρία που θα του δώσεις – συχνά ακόμα κι αν δεν του δώσεις αυτή την ευκαιρία (σιγά μη σε ρωτήσει).
Κατεβαίνεις τα ελάχιστα σκαλοπάτια και αφήνεις τον διάδρομο να σε οδηγήσει κάτω από τις θεόρατες λεύκες και τα πλατάνια, ώς την πόρτα που οδηγεί στην παραλία. Την παραλία της ζωής σου. Διότι εδώ έχεις κάνει τα περισσότερα μπάνια της ζωής σου. Με «κουλούρα», με βατραχοπέδιλα, εδώ σε τσίμπησαν οι πρώτες τσούχτρες. Εδώ έχεις ερωτευθεί κι έχεις χωρίσει, εδώ έχεις γελάσει κι έχεις τσακωθεί με φίλους, εδώ έχεις ψήσει τα βράδια καλαμπόκια, τα έχεις βουτήξει στο νερό για να αλατίσουν, μα και για να χαθεί η κάψα της φωτιάς στα βότσαλα, εδώ έχεις παρατηρήσει με τον αδελφό σου και το τηλεσκόπιό του τους δαχτύλιους του Κρόνου, εδώ έχεις διαβάσει κι έχεις αποκοιμηθεί το απομεσήμερο, εδώ έχεις ρίξει δίχτυα με τον Γιάννη, εδώ έχεις κολυμπήσει με βροχή, εδώ έχεις αναλύσει το πάντα αβέβαιο μέλλον της ΑΕΚ με τον πατέρα σου, σε αυτή την παραλία έκανε η μητέρα σου το τελευταίο της μπάνιο – όπως και η Κατερίνα. Εδώ παραλίγο να πνιγείς, διότι εδώ βαπτίστηκες, όχι στην κολυμπήθρα του παπά.
Ο χρόνος, ιδανικά παγωμένος. Οταν δοκιμάζεις να επιστρέψεις στο σπίτι έχει ήδη σουρουπώσει. Τα φώτα αναμμένα μέσα από τα πάντα ορθάνοιχτα παράθυρα. Μετά το υπαίθριο ντους, δυο τρία σφηνάκια τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο και η αναμονή της ήσυχης νύχτας, είτε μόνος είτε με συντροφιά. Οι γάτες κάνουν ανασκελιές στο χώμα, τεντώνονται μακριά από την κλεισούρα του διαμερίσματος στο οποίο θα επιστρέψουν μαζί σου.
Ονειρική «ντάτσα»
Κάτι τέτοιες στιγμές κατανοείς απόλυτα τη μυθική εικόνα της «ντάτσας», του εμβληματικού ρωσικού σπιτιού μέσα στο δάσος, αυτό που ονειρεύεται διαρκώς ο απρόσωπος αφηγητής του «Καθρέφτη»: η θλιμμένη, πανέμορφη μάνα με τα απορημένα παιδιά, το χυμένο γάλα και μια γάτα που βρίσκει ξαφνικά τροφή.
Οι νεκρές φύσεις, εντός και εκτός – και όχι μόνο στον «Καθρέφτη». Ο Ταρκόφσκι επεφύλαξε ιδιαίτερη θέση στην ντάτσα και στη «Νοσταλγία», μα και στο «Σολάρις»: η τελική, ανατριχιαστική σκηνή, όπου ο Κρις επιστρέφει στην ντάτσα -νοερά όπως αποδεικνύεται, πάνω στον μυστηριακό ωκεανό του πλανήτη Σολάρις- για να ζητήσει συγχώρεση απ’ τον πατέρα – στο δικό σου μυαλό, μιαν άλλη, απέραντα ποιητική εκδοχή του εκπληκτικού «Weeping Song» του Κέιβ.
«Ο, τι πέρασε, πέρασε σωστά» – ο ύστατος στίχος του ύστατου ποιήματος του Σεφέρη. Το νιώθεις εδώ, μόνον εδώ μάλλον, κάτω απ’ το μουρμουρητό των δέντρων: οι λεύκες, οι δάφνες, τα πλατάνια, ο ευκάλυπτος, όλα αυτά τα δέντρα που τους θυμάσαι να τα φυτεύουν και να τα ανασταίνουν οι δυο τους, μονάχα οι δυο τους. Κι έπειτα, μετά από καιρό, η Κατερίνα, με τα παρτέρια, τα λιγούστρα και τις τριανταφυλλιές, με τον σπαρακτικό της αποχαιρετισμό εκείνο το απόγευμα – διότι ήξερε ότι δεν θα επιστρέψει.
Το μουρμουρητό των δέντρων: αυτή η αίσθηση ότι κάτι ή κάποιος σου ψιθυρίζει από πίσω τους – κι ας μην πιστεύεις σε τίποτα παρά μόνον στις αισθήσεις και στην επαφή με το δέρμα και το χώμα. Ετσι, τα «μαύρα» παύουν να είναι μόνον μαύρα. Είναι η δροσιά του Βόρειου Ευβοϊκού που κυλάει έξω απ’ την πόρτα σου.
Βέβαια, πέφτεις το βράδυ να ξαπλώσεις ξέροντας ότι ισχύει εκείνο το «ποτέ δεν μπαίνεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι» – και είναι αλήθεια: είσαι και δεν είσαι αυτός που ήσουν. Μα ο τόπος αυτός παραμένει φωλιά. Οπως λέει και ο αδελφός σου, μια απέραντη, υπέροχη πληγή.
Mε όλα τα συμπράγκαλα σκόρπια και κλειστά ακόμα γύρω μου, ανοίγω το πορτόφυλλο του καλοκαιρινού σπιτιού: Η ομορφιά των πάντων, στα πάντα. Το αεράκι είναι γεμάτο υποσχέσεις: Βαρκάδες, γεύσεις και βουτιές, νυχτερινοί ψίθυροι, αγκαλιές, μια πιθανότητα αθανασίας. Θα ξαναφοβηθώ τον Σεπτέμβρη.
Οι Ελληνες κολυμπούν στο καλοκαίρι τους όπως τα ψάρια στο νερό, μαθημένοι, στο στοιχείο μας.
«Το ‘χουμε». Περισσότερο το καταλαβαίνω στα μάτια των ξένων. Δεν κοιτάζουν μόνο τις ομορφιές. Κοιτάζουν… εμάς. Σουλατσέρνουμε σαχλοί μέσα στα μαγιό μας, αντέχουμε στον ανελέητο ήλιο χωρίς κρέμες και μαντζούνια. Τραγουδάμε θλιμμένες μελωδίες, μ’ ένα χαμόγελο πανευτυχίας.
«Είναι τρελοί αυτοί οι Ελληνες». Την έχω ξαναπιάσει αυτή τη ματιά, αλλά φέτος, με τις οικονομικές σφαλιάρες που έχει φάει η χώρα μας, τη νιώθω πολύ πιο έντονη. Δεν είναι ότι μας κατακρίνουν, ούτε μας λυπούνται. Μας ζηλεύουν, ίσως; Είναι δυνατόν; Κι όμως…
Και τότε θέλω να ανέβω στο τραπέζι του καφενείου και να τους βγάλω λόγο σε όλες τις γλώσσες, για το kalokairi. Αυτό το υπερόπλο που διαθέτει ακόμα και ο πιο φτωχός Ελληνας στις αποθήκες του. Αυτή τη βόμβα αισιοδοξίας, πως όλα, στο τέλος, θα πάνε καλά. Πώς να μην πάνε όλα καλά, όταν εδώ, ακόμα και το λειψό, χλωμό φεγγάρι ανατέλλει με την παράλογη αυτοπεποίθηση μιας Πανσελήνου;
Kalokairi. Αν μπορούσα να το συσκευάσω σε μπουκαλάκια και να το πουλήσω δίπλα στους πάγκους με τα σουβενίρ. Αν μπορούσα να στάξω μερικές σταγόνες του στις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων που έχουν αντικαταστήσει την ψυχή τους με ποσοστά και λογιστικούς πίνακες. Θα μας καταλάβαιναν καλύτερα.
«Το ‘χουμε». Είμαστε άνθρωποι με ψυχή καλοκαιρινή, ψαρίσια. Με ιστορία χιλιάδων χρόνων και μνήμη λίγων λεπτών. Ακούω συχνά πως αυτό είναι η κατάρα μας. Κι όμως, καθώς γύρω μου νιώθω τη θάλασσα να εισπνέει καύσωνα, για να φυσήξει δροσερό μελτέμι, αναρωτιέμαι μήπως αυτό είναι, ταυτόχρονα, ανεξήγητα, η σωτηρία μας.
Διακοπές διακοπές, αλλά κάποιος πρέπει να φροντίσει και να μην… κλείσουν τα σπίτια μας! Ξέρετε, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, … ΕΦΟΡΙΑ, ΕΤΑΚ!
Έτσι, ο δρόμος μας έφερε στη γειτονιά μας, κάπου στα μέσα Αυγούστου! Για λίγο… Ευτυχώς! Μεταξύ τυρού και αχλαδιού, ήπιαμε κι ένα καφεδάκι!
Και απελθούσες … απήγξαντο… Για τόπους χλοερούς, για τόπους αναψύξεως! Τς! Τς! Τς! Μα πού πήγε το μυαλό σας;
Αιδηψό, Μέθανα, Λίμνη Βουλιαγμένης! Πάμε στα «σακάτικα» μαζί με όλα τα κουτσοκουλόστραβα να «καρδαμώσουμε», μπας και την σκαπουλάρουμε από τη νέα γρίπη!
Παρεμπιπτόντως! Έχουμε «μαλλί να ξάνουμε» για την γούνα της!
Ο Χάρης Βλαβιανός δίνει τη δική του εκδοχή για το καλοκαίρι από τις σελίδες της “Ε”. Εξετάζει τις εικόνες του καλοκαιριού στην ελληνική ποίηση και τον τρόπο με τον οποίο έχει λειτουργήσει ο μύθος του Αιγαίου στην ελληνική παράδοση, σημειώνοντας πως το Αιγαίο δεν είναι μόνο μια Κιβωτός με πολύτιμους θησαυρούς, αλλά κι ένα πέρασμα, ένα σύνορο κι ένα γλωσσικό όριο το οποίο κάθε ποιητής καλείται, έτσι ή αλλιώς, να διασχίσει.
Οταν σκεφτόμαστε τη «θάλασσα» στην ελληνική ποίηση, το μυαλό των περισσοτέρων αυτομάτως ανακαλεί τον Ελύτη και το περίφημο Αιγαίο του, που τόσο αγάπησε και ύμνησε με τους φωτεινούς αλλά ταυτόχρονα αινιγματικούς του στίχους.
Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές στρέφεται στην πλέον επίπεδη, προβλέψιμη και φολκλορική εκδοχή του, που θυμίζει εκείνες τις κακόγουστες αφίσες του ΕΟΤ της δεκαετίας του 70′, οι οποίες κοσμούσαν τους τοίχους και τις βιτρίνες ταξιδιωτικών γραφείων και δημοσίων υπηρεσιών. Οπως, βέβαια, σωστά έχει παρατηρήσει ο Αρανίτσης, δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς από την επιδερμική πρόσληψη του έργου του Ελύτη ως φυσιολατρικού ή τουριστικού χρονικού.
Στην πραγματικότητα ο Ελύτης «ήταν ένας “μυστικός” ποιητής, δημιουργός ενός περίπλοκου κοσμοειδώλου, του οποίου οι ρίζες ανιχνεύονται κυρίως στον νεοπλατωνισμό αλλά και σε διάφορα μεταφυσικά δόγματα της Ανατολής. Με στοιχεία των συστημάτων αυτών συνέθεσε ένα σύμπαν μαγικών αντιστοιχιών, αναλογιών, μεταφορών, συσχετίσεων κάθε λογής, στο κέντρο του οποίου σκηνοθέτησε μια νέου τύπου συνάντηση του υποκειμένου με τον ελληνικό φυσικό κόσμο.
Η πρωτοφανούς ομορφιάς αυτή συνάντηση ήταν, ωστόσο, και παραμένει, ένα παράδοξο τόλμημα». Πρόκειται, καταλήγει ο Αρανίτσης, «για έναν τύπο λυρικής κρυπτογραφίας -όχι άμεσα προσιτό βεβαίως στον αμύητο αναγνώστη, που επιμένει μέχρι σήμερα να ταυτίζει τη σημαίνουσα εικονοποιία του Ελύτη με τρεχαντήρια, όστρακα και γοργόνες» (Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηρίξει κανείς ως αντίλογο ότι σ’ αυτή την πρόσληψη του έργου του συνέβαλε και ο ίδιος ο Ελύτης, αφού τα σχετικά κολάζ, για παράδειγμα, τα οποία φιλοτέχνησε και κατ’ επανάληψη εξέθεσε, επιμένουν σε μία μάλλον μονοδιάστατη, κοινότοπη και προβλέψιμη ανάγνωση του Αιγαίου).
Η κουλτούρα, όπως καλά γνωρίζουμε, είναι το θέατρο αντιμαχόμενων πολιτικών και ιδεολογικών τάσεων -ένα πεδίο μάχης όπου συχνά συντελούνται οι πιο ακραίες, αλλά και οι πιο κοινές αντιπαραθέσεις. Δεν είναι τόπος Απολλώνιας ευγένειας ή διονυσιακής έκστασης -κάθε άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τους τόπους που διαλέγουν οι ποιητές για να εγκαταστήσουν το ποιητικό τους σύμπαν: ακόμη κι όταν είναι κοινοί, μπορεί να διαφέρουν απόλυτα ως προς το περιεχόμενο, μπορεί να φορτίζονται με ολότελα διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες σημασίες.
Επιστρέφοντας στο προσφιλές μας Αιγαίο βλέπουμε ότι για τον Ελύτη δεν είναι μόνο ένα σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίησή του αλλά και ένας αγνός τόπος, μια Κιβωτός όπου η Ρωμιοσύνη εναπόθεσε τους θησαυρούς της ώστε να επιζήσουν αιώνια.
Για μένα, ωστόσο, (φαντάζομαι και για άλλους) που δεν ψάχνω να εντοπίσω το χαμένο κέντρο των πραγμάτων, ούτε τη σταθερή, αναλλοίωτη ουσία τους, γιατί απλούστατα μια τέτοια ουσία δεν υφίσταται, η θάλασσα αυτή είναι ένα «πέρασμα», ένα «σύνορο», ένα «γλωσσικό όριο», που ο κάθε ποιητής καλείται να διασχίσει· όχι μόνο το σύνορο ανάμεσα στην εμπειρία και τη γλώσσα που ο ίδιος μιλάει, αλλά κυρίως αυτό που τον χωρίζει από άλλες γλώσσες, παραδόσεις και ποιητικές συμβάσεις· σύνορο, που, κατά μία έννοια, πρέπει να διασχίσει αν θέλει να κατανοήσει και ν’ ανταποκριθεί στη νέα συνθήκη που μας καθορίζει-πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, αλλά και ηθική.
Οσο για την Ιστορία, γι’ αυτήν το Αιγαίο μπορεί να αποτελεί ένα σύμπλεγμα νησιών που επί αιώνες βίωσε την ειρηνική συνύπαρξη καθολικών και ορθόδοξων, εβραίων και μουσουλμάνων ακόμη, αλλά ταυτόχρονα, και ένα πεδίο πολέμου. Μια θάλασσα όπου καράβια με διάφορες σημαίες μάχονται λυσσαλέα για επικράτηση. Εν ολίγοις, ένα πέλαγος σπαραγμού και όχι μόνο άσπιλης ομορφιάς.
Είναι ζήτημα θέασης, λοιπόν, που σχετίζεται με τους στοχαστικούς προσανατολισμούς και αναζητήσεις (αλλά και ιδεοληψίες) του συγγραφέα αλλά και με τις συναισθηματικές και ψυχικές του ανάγκες ή τραύματα.
Ο Θεοτοκάς είχε κάποτε γράψει ότι προτιμά να παρατηρεί ένα τρεχαντήρι που αρμενίζει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο, παρά τις ζυμώσεις και τις εξελίξεις στα νέα κινήματα που είχαν μόλις ξεσπάσει στο Παρίσι -εννοούσε, προφανώς, τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό. Συνέχεια »
«Φραγκόσυκα, τζιτζίκια, απίστευτο φως. Ένας άνθρωπος περνά με δυο χρυσά πεπόνια κάτω απ’ τις μασχάλες του. Βεβαίωσέ μου, Κύριε, τούτο το καλοκαίρι» (Γ. Ρίτσος).
Ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος ξαναδιαβάζει τη “Μαρίνα” του Έλιοτ:
Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Και ποιο νερό γλείφοντας την πλώρη
Και το άρωμα του πεύκου κι η τσίχλα τραγουδώντας μέσα στην καταχνιά
Ποιες ζουγραφιές γυρίζουν
Ω κόρη μου.
Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του τροχίλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθονται στο στάβλο της ικανοποίησης σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου, σημαίνοντας
Θάνατο
Εγίναν ανυπόστατοι, τους υπόταξε ένα φύσημα,
Μια πνοή του πεύκου, κι η δασοκελάηδιστη καταχνιά
Εκείνη η χάρη τους έχει πάρει
Τι πρόσωπο είναι αυτό, πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό
Ο σφυγμός στο χέρι, πιο αδύνατος και πιο δυνατός –
Δοσμένο ή δανεισμένο; πιο μακριά από τ’ άστρα και πιο κοντά απ’ το μάτι
Ψιθυρισμοί και ψιλά γέλια ανάμεσα σε φύλλα και πόδια βιαστικά
Στα βάθη του ύπνου, όπου σμίγουν όλα τα νερά.
Μποπρέσο ραγισμένο στην παγωνιά, ραγισμένη στην κάψα μπογιά.
Το έκανα αυτό, το ξέχασα
Και το θυμούμαι.
Η αρματωσιά δίχως αντοχή και το καραβόπανο σάπιο
Ανάμεσα σ’ έναν Ιούνιο κι έναν άλλο Σεπτέμβρη.
Το έκανα αυτό μισοσυνείδητος, ανήξερος, άγνωστος, δικό μου.
Τα μαδέρια κάνουν νερά, οι αρμοί θέλουν καλαφάτισμα.
Τούτο το σχήμα, τούτο το πρόσωπο, τούτη η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ έναν κόσμο καιρού πέρα από μένα· ας
Αφήσω τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, το λόγο μου γι’ αυτόν τον ανείπωτο,
Τον ξυπνημένο, χωρισμένα χείλια, την ελπίδα, τα νέα καράβια.
Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια νησιά γρανίτες προς τ’ άρμενά μου
Κι η πρόσκληση της τσίχλας μέσα απ’ την καταχνιά
Κόρη μου.
(Μη έχοντας να πω τίποτα ουσιώδες για το Καλοκαίρι στην Πόλη, δίνω το χώρο μου σε αυτό το ποίημα, που όποτε δυσκολεύομαι με κάνει να νιώθω καλά. Σοβαρό και σχεδόν ηρωικό, έχει ταυτόχρονα τη δροσιά και τη χαρη του ζέφυρου. Μου θυμίζει πάντα, επίσης, την πληρότητα και τη χαρά των καλοκαιρινών μεσημεριών, πάνω στη βάρκα, όταν ο ήλιος αστράφτει στο νερό και το αλάτι ξεραίνεται στο δέρμα. Αυτό είναι ίδιον της μεγάλης ποίησης. Τα υψηλά νοήματα δεν στραγγαλίζουν τις εικόνες, που κρατούν την αυτόνομη ομορφιά τους. Βρίσκω το ποίημα αριστούργημα, γιατί πότε βλέπω τη σπουδαία φιλοσοφική πλευρά του, πότε μεθώ με τη μαγεία του ρυθμού του – χωρίς να αλλάζει τίποτα. Η μετάφραση -άψογη- του Σεφέρη. Η εικόνα του Χόπερ, που, αν και θαμπώνει μέσα στα χρόνια, μου αρέσει πολύ)
Ο Νίκος Ξυδάκης σε έναν απολογισμό του καλοκαιριού “Νερά σμαραγδένια, βαθυκύανα, ρυτιδωμένα απ? το αεράκι ή καθρέφτες, παραλίες αγκαλιές θηλυκές, και βράχοι αγέρωχοι αρσενικοί, στις αμμοθίνες θυμάρια και μυρωδάτες λυγαριές, καπαριές να χύνονται απ? την πέτρα και να αιωρούνται πάνω απ? το κύμα, βότσαλα λευκόγκριζα γλυμμένα κόκαλα αρχαίων ζώων, και άμμος χρυσή, άμμος λευκή, ρυζάτη, πούδρα, και πάντα φως, όλα γύρω λιώνουν στο φως.
Αυτός ο παράδεισος παραδίδεται κάθε καλοκαίρι στον Ελληνα. Ακόμη κι ο έσχατος, ο μπατίρης, ο καταφρονεμένος, έχει την ευκαιρία του στη δημοκρατία του φωτός, ίση με όποιου άλλου προνομιούχου: να κολυμπήσει σε αυτά τα νερά, να λουστεί στο φως, να αφήσει τη θάλασσα την ανετυμολόγητη να μπει δριμεία στα ρουθούνια του, να ψηθεί στην αρμύρα, να θαμπώσει. Και να πιει ένα ποτήρι κρασί, ένα ούζο κάτω απ? την καλαμιά, να γευτεί ένα ψαράκι. Και να υψωθεί. Για δυο στιγμές, ένα απομεσήμερο, ένα πρωινό, ένα απόγευμα. Να υψωθεί μες στην ευδαιμονική, τη μεταφυσική Δημοκρατία του Καλοκαιριού”.
αλλά καταλήγει: “Είμαστε κατώτεροι του τόπου· ανάξιοι να τον αφουγκραστούμε και να τον ζήσουμε, αρμονικά, δημιουργικά, ευφορικά. Είμαστε ικανοί μόνο να τον καταναλώσουμε βουλιμικά, αρπακτικά, κυριαρχικά, ανηδονικά εντέλει. Σαν αδιάφοροι τουρίστες ή σαν άπληστοι οικοπεδούχοι. Και στις δύο περιπτώσεις, μοιραίοι. Και χαμένοι: η ομορφιά περνάει πλάι μας και δεν τη γευόμαστε· η ομορφιά δίδεται δωρεάν, αρκεί να την αναγνωρίζεις και να τη δρέπεις, όσο κρατάει, όσο δίδεται”.
Βλέποντας φέτος την καταστροφή του κυκλαδίτικου τοπίου στο όνομα της αξιοποίησης δεν μπορώ παρα να συμφωνήσω με τον γράφοντα. Εχουμε το καλύτερο οικόπεδο και το καταστρέφουμε. Είμαστε ανάξιοι της ομορφιάς.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή