Οπως έλεγε στη δεκαετία του ’70 ο Φράνκο Φράνκι, «το λιμάνι φεύγει» και η φράση δεν ήταν ακριβώς σάτιρα της ανθρώπινης ανοησίας αλλά προφητικό σχόλιο για τη γενική αντιστροφή των εντυπώσεων, στο κατώφλι της οποίας ήδη βρισκόμαστε εκείνη την εποχή, πιστεύοντας ότι πρόκειται απλώς για τη μέθη που πυροδοτούσε η εκρηκτική φαντασμαγορία όλων αυτών των μαγικών μέσων, του λαϊκού σινεμά, της τηλεόρασης, των κόμιξ και των απελευθερωμένων ραδιοφωνικών κυμάτων μέσω των οποίων θα επικοινωνούσαμε τάχα με όντα απ’ τον γαλαξία.
Καθώς σάλπαρε το πλοίο, δηλαδή καθώς άνοιγε η αυλαία της σύγχρονης συλλογικής τρέλας των ανεμπόδιστων επικοινωνιών, ο επιβάτης που στεκόταν στη γέφυρα δεν είχε πια την αίσθηση ότι το σκάφος απομακρυνόταν απ’ την ξηρά αλλά ότι ήταν η προβλήτα που απομακρυνόταν, κι αυτό αφορούσε πλέον τους πάντες, έξυπνους ή όχι, διορατικούς και μη, εφόσον η εμπειρία του ταξιδιού είχε αρχίσει να χάνεται, η εμπειρία της μετακίνησης και των αποστάσεων έδινε σταδιακά αλλά αναπότρεπτα το πρωτείο της στη σιωπηρή πεποίθηση ότι ο κόσμος έφευγε μακριά απ’ την ηθική και γεωγραφική αβεβαιότητα ενός υποκειμένου (του επιβάτη) που βρισκόταν, ή θα βρισκόταν στο εξής, παντού και πουθενά.
Η Δημουλά είχε γράψει ότι, πάνω στο νησί, κάνουμε τον γύρο της βάρκας. Το ίδιο συνέβη με τα έργα τέχνης, το ίδιο με τα κείμενα. Την περασμένη βδομάδα, αναμοχλεύοντας τα περί Μπόρχες, θέλησα να δείξω ότι υπάρχουν συγγραφείς που δεν διαβάζουμε πια αλλά που, εντούτοις, αρχίσαμε ξανά να σεβόμαστε διότι μας υπαγορεύουν τα όριά μας σε μια καινούργια γλώσσα. Είναι τώρα σαν να μας διαβάζουν εκείνοι, που θα πει ότι μας βλέπουν, ανάποδα, μέσα απ’ το πρίσμα τους, των ευφυών νεκρών, το πρίσμα μιας οπτικής που αντιστρέφει τα είδωλα και που, μεταφορικά μιλώντας, μετράει τις αποστάσεις όχι σε μονάδες μήκους αλλά σε γωνίες κλίσης. Νιώθουμε να μας παρακολουθούν και να υπολογίζουν το πλήγμα της απομάκρυνσης που διανύθηκε καθώς εμείς, οι αναγνώστες, χάσαμε τον προσανατολισμό μας ή ωριμάσαμε.
Στη δική μας παράδοση, ένας τέτοιος συγγραφέας είναι ο Καβάφης· το όνομά του και μόνον δείχνει στον καθένα που θα πλησιάσει τους νεκραναστημένους των ελληνιστικών χρόνων το άλμα που έγινε πάνω απ’ την άβυσσο της Ιστορίας και που ακόμη διαγράφεται στο κενό χωρίς δίχτυ ασφαλείας, με τη βιβλιογραφία σαν μόνη εγγύηση για το γεγονός ότι μια τέτοια λογοτεχνία, ένα τέτοιο παράδοξο μνημόσυνο ερωτικών ίσκιων είχε όντως λάβει σάρκα και οστά. Αλλά ποιος έχει σήμερα σε υπόληψη τα βιβλία; Δεν είμαστε πλέον ικανοί να συλλάβουμε κατευθείαν τις προσωπίδες της καβαφικής ειρωνείας αλλά συνειδητοποιούμε ότι ονειρευόμαστε κάτι που κάποιος άλλος ονειρεύτηκε, ρεμβασμός στο τετράγωνο, δευτερογενής ονειροπόληση της ονειροπόλησης ενός άλλου, οπότε καταλαβαίνουμε, επίσης, την ζωτική εκκρεμότητα του ρόλου μας σαν αναγνώστες. Παρομοίως με τον Κάλβο. Αν φέρ’ ειπείν με τον Σικελιανό αντιμετωπίζουμε μια παντελώς ξένη εποχή, μιαν εποχή που έδυσε προ πολλού, με τον Κάλβο ή τον Καβάφη απολαμβάνουμε το κακό πλεονέκτημα της επίγνωσης της δικής μας ξενότητας: η αντίληψη του τι φεύγει και του τι μένει σταθερό έχει αντιστραφεί. Δεν είμαστε αμετακίνητοι φύλακες κάποιου νοήματος, που ατενίζουν τον ορίζοντα, αλλά ο ίδιος ο ορίζοντας που διαλύεται.
Αληθεύει ότι ο Σολωμός ή ο Σικελιανός μάς δίνουν τη μελαγχολική ευκαιρία να πιθανολογήσουμε την ακμή ενός κόσμου τόσο παλιού και ξένου προς εμάς ώστε να μας απωθεί ή να μας γοητεύει, να μας φαίνεται υπερβολικά πομπώδης ή να μας υπνωτίζει με την ανταύγεια ενός μακρινού άστρου, να ανοίγεται σαν ένα μεγαλοπρεπές μουσείο ή να κλείνει σαν μια ερμητική δίοδος προς τις κρύπτες οριστικά αμετάδοτων μυστικών, όμως ο Καβάφης βρίσκεται εκεί σαν να μην υπήρξε, σαν να μισοϋπήρξε ή σαν να τον ονειρευτήκαμε. Δεν μας αποκαλύπτει την απόσταση που διένυσε ο κόσμος μέχρι τη μετανεωτερική έρημο του ύφους μηδέν, διότι ποτέ δεν ανήκε σ’ εκείνο τον κόσμο που απομακρύνθηκε, αλλά μας προικίζει με μιαν ιδέα, αμφίβολη δυστυχώς, της απόστασης που διανύσαμε εμείς, ο καθένας χωριστά, ως αναγνώστες. Ο συγγραφέας εξισώνεται με το τραύμα μιας απώλειας που η ευθύνη της βαραίνει τον αναγνώστη, όχι τη φθορά του κόσμου.
Στην επαφή μας λοιπόν με ποιητές όπως ο Καβάφης, το σοκ απ’ την εξαφάνιση της συγκεκριμένης λογοτεχνικής ιδιαιτερότητας δείχνει, σε αρνητικό (με τη φωτογραφική σημασία), ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε το θέατρό της, ότι εμείς πάψαμε να μετέχουμε σε μια δυνατότητα που κάποτε εξασφάλιζε τη λογοτεχνική ιδιοπροσωπία. «Φταίμε» εμείς, όχι η Ιστορία. Από μιαν άποψη, άνθρωποι σαν αυτούς για τους οποίους μιλάω δεν κατοικούσαν σε μιαν εποχή (και επομένως δεν απομακρύνονται μαζί της) αλλά αντιπροσωπεύουν -αντιπροσώπευαν ήδη ενόσω ζούσαν- λοξές εξόδους απ’ την εποχή τους, πρωθύστερα και μαγικές εικόνες, ζωντανές παραλλήλους και σκηνοθεσίες της ιστορικής θέσης. Οχι με την έννοια ότι θεωρήθηκαν «αιώνιοι», όπως λέγεται για τους γίγαντες της λογοτεχνικής πινακοθήκης, π.χ. τον Δάντη ή τον Σαίξπηρ, αλλά με την έννοια ότι είχαν ήδη τοποθετηθεί εκτός της εποχής τους, σαν προφήτες μιας καταστροφής η οποία είχε ήδη επέλθει και, από τότε κιόλας, έγραφαν, έστω εν αγνοία τους αλλά προορατικά, σαν να μην ήταν εφικτή η συνείδηση της ιστορικής εποχής, σαν να μην μετείχαν σ’ ένα γραμμικό σύμπαν αλλά να ήξεραν ότι δεν έχει νόημα ν’ αναρωτιέσαι εάν ήταν το πλοίο που απομακρυνόταν ή το λιμάνι της Ιθάκης ή και τα δύο. Πιστεύω ότι όλο και πιο πολλοί αναγνώστες υποπτεύονται πως ο Καβάφης, στην Ιθάκη, μέτριο ποίημα άλλωστε, κάθε άλλο παρά σοβαρολογούσε. Ωστόσο, χρειαζόταν και η αμπελοφιλοσοφική νότα της Ιθάκης, χρειαζόταν να περιμένουμε και τους βαρβάρους για να φανεί το ανάστημα ενός ποιητή που έγραψε (καθ’ υπαγόρευση, σαν μέντιουμ ίσως, παρά τον επιδιορθωτικό «μόχθο») το Εν τω μηνί Αθύρ. Να ένα ποίημα απέναντι στο οποίο έχεις εναργέστατη την εντύπωση ότι σε διαβάζει μάλλον παρά το διαβάζεις.
Διαβάστε τη συνέχεια στην Ελευθεροτυπία
Ωραίο!