Όπως κάθε Σεπτέμβρη, με το που κατακαθίζει η σκόνη στην Θεσσαλονίκη (μετά την απελευθέρωσή της από την μεταφερόμενη πολιτική ελίτ), η ελληνική κοινωνία στρέφεται σε ένα άλλο καθιερωμένο φθινοπωρινό τελετουργικό: Εν όψει της νέας σχολικής χρονιάς, οι εφημερίδες και τα κανάλια αναπαράγουν τον μακρύ κατάλογο των ελλείψεων της δημόσιας παιδείας, το υπουργείο πασχίζει να πείσει ότι “για πρώτη φορά” όλα είναι έτοιμα από την πρώτη κιόλας μέρα, οι δάσκαλοι κι οι μαθητές προσπαθούν να συνηθίσουν στην ιδέα του ξυπνητηριού, και όλοι μαζί αρχίζουμε να κάνουμε σχέδια για το τριήμερο της 28ης Οκτωβρίου.
Το άνοιγμα των σχολείων δίνει έναυσμα για πολλές συζητήσεις, συνήθως μοιρολατρικές, για τα μεγάλα προβλήματα της παιδείας: Τις κενές θέσεις καθηγητών, το ψυχολογικό διαζύγιο που εδώ και καιρό έχουν πάρει τα παιδιά από το σχολείο, το εξεταστικό σύστημα που ακυρώνει την εκπαιδευτική διαδικασία, την παράδοση της νεολαίας στα φροντιστήρια, την παπαγαλία που καταστρέφει τις ψυχές και νεκρώνει το μυαλό τους.
Είναι δείγμα υγείας ότι από άκρου σε άκρο της χώρας όλοι δείχνουν να ανησυχούν για τις μόνιμες πληγές της ελληνικής παιδείας. Όμως για να επιτύχει αποτελέσματα αυτή η πίεση χρειάζεται και κάτι άλλο: Να ξεπηδά όχι μόνο από τις λαϊκές και μικρομεσαίες τάξεις αλλάκαινα αφορά, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, την ελίτ του τόπου. Για αυτό ακριβώς όμως τον λόγο, αυτόν τον Σεπτέμβρη, όπως και τους προηγούμενους διό-τρεις, νιώθω ότι ασφυκτιώ: Επειδή στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας ένα καρκίνωμα εργάζεται σιωπηλά νεκρώνοντας τα τελευταία κύτταρα που συνέδεαν τους έχοντες και ασκούντες την εξουσία με το διακύβευμα της ελληνικής παιδείας. Το καρκίνωμα αυτό είναι γνωστό με τα αρχικά ΙΒ, το ακρώνυμο του International Baccalaureate®.
Φανταστείτε μια χώρα της οποίας η ελίτ (ισχυροί πολιτικοί, πετυχημένοι επιχειρηματίες, φωτισμένοι πανεπιστημιακοί, φτασμένοι καλλιτέχνες κλπ) να στέλνει τα παιδιά της στο εξωτερικό από το τέλος της Α’ Λυκείου. Φανταστείτε τα αεροπλάνα να γεμίζουν με 16χρονους μετανάστες “καλών οικογενειών” που οδεύουν στην Αμερική, στην Αγγλία, στην Αυστραλία, στην Ελβετία κλπ, όπου θα τελειώσουν το ντόπιο αγγλόφωνο λύκειο με σκοπό, κατόπιν, να γίνουν δεκτοί σε ξένα πανεπιστήμια. Με άλλα λόγια, φανταστείτε μια χώρα όπου οι γόνοι της κοινωνικής τάξης που ασκεί την πολιτική, οικονομική και κοινωνική εξουσία παίρνουν οριστικό και αμετάκλητο διαζύγιο από το σύστημα παιδείας της πατρίδας τους. Μια τέτοια χώρα, απλά, θα έχανε την ικανότητα να αναπαράγεται πολιτιστικά.
Δεν χρειάζεται αγαπητοί αναγνώστες να φανταστείτε μια τέτοια χώρα. Δεν χρειάζεται γιατί απλώς περιέγραψα την σημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα, με μία μικρή (ανούσια) διαφορά: Αντί τα παιδιά της ελίτ να καβαλάνε το αεροπλάνο στα 16 τους, γράφονται στο πρόγραμμα ΙΒ που προσφέρουν 13 ιδιωτικά σχολεία εδώ στην Ελλάδα. Αυτή την ώρα, τα 16χρονα παιδιά περίπου 1000 οικογενειών ετοιμάζονται να εξέλθουν από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα για πάντα (χωρίς βέβαια να χρειάζεται να φύγουν από το σπίτι τους, τουλάχιστον για ακόμα δύο χρόνια). Πριν δυο χρόνια ήταν 600 παιδιά. Του χρόνου θα είναι 1200. Ήδη, οι οικογένειες που διαχειρίζονται το πολιτικό και οικονομικό μας σύστημα έχουν δεθεί αναπόσπαστα με το ΙΒ – και έχουν πάρει διαζύγιο από την ελληνική παιδεία.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου του Γιάννη Βαρουφάκη στο protagon.gr
Λοιπόν πώς αισθάνεστε εσείς οι αφοσιωμένοι δημόσιοι λειτουργοί όταν βρίσκεστε αντιμέτωποι με τη συλλήβδην απαξίωση ως «χαραμοφάηδες του δημοσίου»;
Μη με παρεξηγήσετε δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας. Εχω κάποιους υπόψη μου στο στενό μου επαγγελματικό περιβάλλον.
Η ολοένα και σφοδρότερη επίθεση κατά των δημοσίων υπαλλήλων κύριο όπλο έχει την έντεχνη διαχείριση μιας γκρίζας ζώνης μεταξύ αλήθειας και μύθου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατακραυγή για τις αποσπάσεις εκπαιδευτικών. Στοχοποιήθηκαν από την άκριτη δημοσιογραφική αναπαραγωγή του υπουργικού λόγου που αποσιωπούσε την ακραία υποστελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών τις οποίες καλύπτουν οι αποσπασμένοι. Θυμάστε πως η υπουργός μας είχε κατακεραυνώσει τους συναδέλφους γιατί δεν είχαν δουλειά να κάνουν στο γραφείο της κι έβγαζαν φωτοτυπίες. Φυσικά δυο ορόφους παρακάτω στους διορισμούς, στις αποσπάσεις οι συνάδελφοι δε σήκωναν κεφάλι. Αν θέλουμε να κάνουμε οικονομία θα μπορούσε να είχε οργανωθεί μία καλύτερη διαχείριση του προσωπικού εντός του υπουργείου. Μία κυκλική μετακίνηση των υπαλλήλων που θα στελέχωναν τις υπηρεσίες που αντιμετωπίζουν περιοδικά φόρτο εργασίας. Φέτος αλήθεια πόσοι βγάζουν φωτοτυπίες στα υπουργικά γραφεία;
Παρατηρώ στον τύπο ότι συχνά συγχέονται ανόμοια φαινόμενα όπως η υποστελέχωση και η ανορθολογική κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού και τροφοδοτείται η φιλολογία περί υπεράριθμων του δημοσίου με απώτερο στόχο τη συνακόλουθη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.
Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι ο δημόσιος υπάλληλος κατεγράφη στην ελληνική (και όχι μόνο) συλλογική συνείδηση ως λιγότερο παραγωγικός σε σχέση με τον ιδιωτικό. Σκοπός μας δεν είναι να υπερασπιστούμε τη γραφειοκρατία, την αργομισθία, τις πολυθεσίες, την αυθαιρεσία και τη διαφθορά. Είναι όμως εκτός τόπου και χρόνου όποιος πιστεύει ότι θα εκλείψουν τα φαινόμενα αυτά με το δυναμικό του δημόσιου τομέα να πένεται και να λοιδορείται.
Στην απαξίωση του δημοσίου πρωτοστατούν ορισμένοι σχολιαστές στις εφημερίδες και τα δελτία των 8. Καθήκον τους βέβαια να καυτηριάζουν τα κακώς κείμενα. Ας μην ξεχνούν όμως τη σοφή ξένη παροιμία: «δεν πρέπει να πετούν πέτρες όσοι μένουν σε γυάλινα σπίτια». Οχι τίποτα αλλά μπορεί να θυμηθούμε τις θηριώδεις οφειλές ορισμένων μιντιακών/εκδοτικών συγκροτημάτων προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και μετά να συζητήσουμε για δημοσιονομική κρίση.
Την τελευταία δεκαετία ο Μισέλ Ουελμπέκ είχε γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα. Ηταν της μόδας, διαβαζόταν πολύ και από νέους ανθρώπους, ξεσκέπαζε και εξέθετε εμμέσως τον «βρώμικο» εαυτό του, τις «βρώμικες» σκέψεις του. Κατακτούσε εγωιστικά το αναγνωστικό κοινό που από περιέργεια στην αρχή και ύστερα από επιλογή προσηλωνόταν σε μια θλιμμένη και ενδεχομένως διαβρωτική μυθιστοριογραφία. Με τον καιρό, το να διαβάζει κάποιος Ουελμπέκ έμοιαζε με δημιουργική διαστροφή και περιέργεια μαζί. Ποιον θα βρίσει τώρα ο Ουελμπέκ; Ποιον θα διακωμωδήσει; Ποιον θα εξαφανίσει από προσώπου γης; Θυμάμαι πώς ρουφούσα κάθε μια λέξη στην «Πλατφόρμα», την επεισοδιακή περιπέτεια του πρωταγωνιστή Μισέλ στην Ταϊλάνδη, άντρο του σεξουαλικού τουρισμού. Ενα σχεδόν προφητικό μυθιστόρημα, με το Ισλάμ σε περίοπτη επικριτική θέση. Αφησε εποχή η διαμάχη του με τις ισλαμικές οργανώσεις στη Γαλλία που τον σταύρωναν καθημερινά για τις ψευδείς -όπως έλεγαν- απόψεις του για το Ισλάμ. Λίγο αργότερα, η ανθρωπότητα έζησε την αιματηρή βομβιστική επίθεση στο Μπαλί, μερική απομίμηση ενός μυθιστορήματος. Ετσι τουλάχιστον είπαν!
Προφήτης, λοιπόν, πορνολάτρης, φασίστας, ρατσιστής, ταραχοποιός, μέθυσος, κυνικός, νιχιλιστής, αμοραλιστής, μισογύνης ή μήπως μάρτυρας της ελευθερίας του λόγου και ένας από τους μεγάλους εν ζωή συγγραφείς; Οι πρωταγωνιστές των βιβλίων του είναι κατ’ εξοχήν ηδονιστές, αντι-οικολόγοι, βλάσφημοι, εναντίον των ομοφυλοφίλων, εναντίον του Ισλάμ, εναντίον των ελίτ της γαλλικής κοινωνίας. Οπως έγραψε παλιότερα στην «Κ» η Τιτίκα Δημητρούλια, ο Ουελμπέκ σαν σύγχρονος Μπαλζάκ (φωτ.) μέσα από το μυθιστόρημά του «Η δυνατότητα ενός νησιού» χαρτογραφεί το δηωμένο τοπίο της Δύσης ως απέραντο σκουπιδότοπο του χρήματος και του σεξ, όπου η «ζώσα ζωή» ανήκει αμετάκλητα στο παρελθόν. Ο Ουελμπέκ αρέσκεται στο να αποδομεί τις σύγχρονες κοινωνίες με τη φιλοδοξία να γίνει κι αυτός ένα «σημαντικό κάθαρμα», σαν τον Σελίν ή τον Ζενέ…
Από προχθές, ο Μισέλ Ουελμπέκ βρίσκεται στις προθήκες των γαλλικών βιβλιοπωλείων με το καινούργιο του πόνημα «La Carte et le Territoire». Μόνο που όπως λένε οι πρώτες κριτικές επί της ουσίας είναι απών, αν και είναι αυτός ο πρωταγωνιστής. Υστερα από απουσία πέντε ετών, ο Ουελμπέκ διεκδικεί το ενδιαφέρον του κόσμου μέσα από ένα λιγότερο προβοκατόρικο βιβλίο που διακωμωδεί σύγχρονες προσωπικότητες της μόδας, της τέχνης και της τεχνολογίας, μεταξύ των οποίων κι ενός αλκοολικού, κακοντυμένου συγγραφέα που είναι ο ίδιος. Ο συνήθης πρωτογονισμός του έχει αμβλυνθεί. Η γραφή είναι λιγότερο αιχμηρή, λιγότερο προκλητική, λιγότερο πικάντικη. Αυτοί που είχαν μια πρώτη εικόνα του βιβλίου διατείνονται ότι ο Ουελμπέκ μεταξύ όλων των άλλων απαντά στη μητέρα του Lucie Ceccaldi για όσα εκείνη του έσυρε σε βιβλίο της, αποκαλώντας τον ψεύτη και παράσιτο.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Ζεντ Μαρτέν, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών στο Παρίσι, παρουσιάζεται ως νέος δημιουργός που γίνεται παγκοσμίως γνωστός φωτογραφίζοντας παλιούς χάρτες της Michelin. Γύρω του περιστρέφονται σύγχρονες μικροδιασημότητες που οδηγούν σε μια συγγραφική κατασκευή με ρομάντσο, πολιτική ίντριγκα, σαρκασμό, μελαγχολία, κατάθλιψη και χιούμορ. Στο βιβλίο, ο Ζεντ διασταυρώνεται και με τον αγαπημένο φίλο του Ουελμπέκ, Frdric Beigbeder (φωτ.) -ειπώθηκε ότι είναι ένα είδος Σαρτρ του 2010! – ίσως γιατί ο Ουελμπέκ θέλει, επιτέλους, να μιλήσει στοργικά για τον φίλο του. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, που κατά τη «Λιμπερασιόν» είναι υπέροχο, παρελαύνουν προσωπικότητες όπως ο Jean-Pierre Pernaut (τηλεοπτικός παρουσιαστής), ο Patrick Le Lay (πρώην πρόεδρος του TF1), ακόμη και ο Φρανσουά Μιτεράν. Το τέλος είναι θλιβερό, οσμή θανάτου και θάνατος, αλλά όλα δείχνουν ότι ο Ουελμπέκ επιδιώκει να αγαπηθεί από όσους δεν τον αγάπησαν. Θα τιμηθεί, άραγε, με το λογοτεχνικό βραβείο «Γκονκούρ» στο τέλος του έτους ή θα ζήσει με τον κονιορτό της σκόνης που μένει ύστερα από κάθε επεισοδιακή εμφάνισή του;
Πριν από λίγες ημέρες ολοκληρώθηκε η 15η Σύνοδος της Βουλής των Εφήβων. Τριακόσιοι μαθητές της Β΄ Λυκείου (260 από την Ελλάδα, 20 από την Κύπρο και 20 από την Ομογένεια) κάθησαν στα έδρανα της Βουλής καταθέτοντας «τις προσωπικές τους αλήθειες για τα προβλήματα, τις αγωνίες και τις ανησυχίες της γενιάς τους». Είναι πράγματι έτσι; Συγκροτώντας επιτροπές, αντίστοιχες με αυτές της Βουλής των Ελλήνων (Μορφωτικών και Κοινωνικών Υποθέσεων, Οικονομικών, Δημόσιας Διοίκησης, κ.ο.κ.), τόνισαν «την ανάγκη για ανανέωση του εκπαιδευτικού συστήματος, προτείνοντας τη διαρκή αξιολόγηση και επιμόρφωση των καθηγητών». Μίλησαν για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις συνέπειές της, την έλλειψη αξιοκρατίας σε όλους τους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης και –ασφαλώς– επισήμαναν την ανάγκη να ενισχυθεί η συμμετοχή των νέων στα κοινά.
Ακούγοντας, αποσπασματικά, εισηγήσεις, με το μονότονο, νανουριστικό ρυθμό των επίσημων ομιλιών, που υπαγορεύει, η «επίσημη» γλώσσα, στρωτή, άνευρη και ομογενοποιημένη, αναρωτιέται κανείς γιατί θα πρέπει να χειροκροτεί τον –μηχανικά επαναλαμβανόμενο– θεσμό. Γιατί θα πρέπει να προστεθεί άλλη μια υποκριτική εργασία, άλλο ένα κείμενο έκθεσης πανελληνίων εξετάσεων, στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς. Είναι η δημοσιότητα που παίρνει το γεγονός ή ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του προγράμματος; Μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για «καλλιέργεια θετικής στάσης των νέων απέναντι στην αξία “συμμετοχή στα κοινά” και μύησή τους στους κανόνες και τις πρακτικές της δημοκρατίας»;
Θα πείτε: τι ενοχλεί να γίνεται η ετήσια αυτή συνάντηση των εφήβων, με όποιες ενστάσεις κι αν υπάρχουν; Η απάντηση εμπίπτει στην κατηγορία: τι είδους μοντέλο διαπαιδαγώγησης καλλιεργούμε στους νέους. Μας ενδιαφέρει να βλέπουμε να αναπαράγεται η κοινωνία που καταδικάζουμε ή να προωθήσουμε εκείνη που θα αντικαταστήσει ληγμένες και αποδεδειγμένα αποτυχημένες, με καταστροφικές συνέπειες μάλιστα, συμβάσεις και στερεότυπα;
Καμαρώνουμε παιδιά που μιλάνε «σαν κι εμάς», που εγκαταλείπουν τον εαυτό τους στον προθάλαμο για να φορέσουν την επίσημη «στολή» και τον ενδεδειγμένο λόγο συμμετέχοντας σε μια θεατρική παράσταση. Γιατί πώς αλλιώς μπορούν να συμπεριφερθούν παρά μόνο μιμούμενοι πρόσωπα–ρόλους, αλλοιώνοντας τη δική τους φύση για να προσαρμοστούν στην αρεστή εικόνα, υιοθετώντας τον απαιτούμενο μικρομεγαλισμό.
Σε αυτές τις παραστάσεις μπερδεύουμε τη σοβαρότητα με τη σοβαροφάνεια, την αξιοπρέπεια με τον καθωσπρεπισμό, την ηθική με τον συντηρητισμό, την ανέφικτη έστω πρόταση με την αναμενόμενη θέση. Προφανώς και θα εισηγηθούν την «ανανέωση του εκπαιδευτικού συστήματος» ή θα επισημάνουν «την έλλειψη αξιοκρατίας». Ομως αυτός είναι λόγος δάνειος και πεποιημένος, δεν έχει καμία επαφή με τη βιωμένη πραγματικότητα της μέσης εκπαίδευσης, τις αναζητήσεις ενός μαθητή Β΄ Λυκείου.
Οι έφηβοι υποδύονται την εξουσία που παρεμβαίνει και η εξουσία επιβεβαιώνει τον πατερναλιστικό χαρακτήρα της, κατευοδώνοντας με ευχές του τύπου «να ονειρεύεστε… με πολλά όνειρα σ’ αυτήν την ηλικία ξεκινάνε όλα…». Ή αναπαράγοντας κλισέ και κοινοτοπίες όπως «μόνο δρώντας συλλογικά, τοποθετώντας το “εμείς” πιο πάνω από το “εγώ” κ.λ.π. κ.λ.π.
Στη Βουλή των Εφήβων επαναλαμβάνεται το ψευδές και ψευδεπίγραφο, η «φούσκα» που συντηρούσαμε δεκαετίες ως κοινωνία. Μόνο που επειδή αφορά παιδιά, το συναίσθημα και η ενοχή εμπίπτουν σε διαφορετικό συνταγολόγιο το οποίο οφείλει να περιέχει αμφισβήτηση, οργή, μομφές προς τους ενήλικες, γενικότητες για «καλύτερο αύριο».
Ετσι όμως η δημοκρατία απλώς λουστράρεται. Ούτε κατανοείται ούτε καλλιεργείται. Είναι μία ακόμη έννοια που παπαγαλίζεται ως εκθεσιακή ύλη, χρήσιμη και αποτελεσματική.
Το εγχείρημα που ξεκίνησε φιλόδοξα πριν από 15 χρόνια καλουπώθηκε σαν δεκάλογος επιτυχίας του καλού υποψήφιου. Παρωδία εκπαιδευτικού προγράμματος, αυτοματοποιημένη λειτουργία, περισσότερο συγγενής με τον πολιτικό παραγοντισμό ή την τηλεοπτική δημοκρατία παρά με την αδιαμεσολάβητη επικοινωνία ή τον συνειδητό διάλογο.
Η Βουλή των Εφήβων έχει απομείνει αδειανή. Κενή από νόημα, χωρίς ηλικία.
Η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα μέλη των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης κατατάσσονται ακόμη και σήμερα στις μικρότερες ηλικιακές κατηγορίες. Ωστόσο, ολοένα και περισσότεροι μεσήλικοι φαίνεται πως εγγράφονται σε υπηρεσίες σαν το Facebook ή το Twitter. Αυτό τουλάχιστον δείχνει πρόσφατη έρευνα του ινστιτούτου Pew Internet, που πραγματοποιήθηκε για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 2009 μέχρι τον Μάιο 2010, η οποία έδειξε πως ο αριθμός των μελών με ηλικίες 55 – 64 χρόνων αυξήθηκε κατά 88%, τη στιγμή που διπλασιάστηκαν οι χρήστες με ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών. Παρ’ όλο που σε απόλυτους αριθμούς οι μεσήλικες συνεχίζουν να αποτελούν μικρή μειοψηφία στους κοινωνικούς ιστότοπους, σύμφωνα με το ινστιτούτο, τα παραπάνω νούμερα υποδεικνύουν πως ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι λιγότερο εξοικειωμένοι με το Internet ανακαλύπτουν σταδιακά τα πλεονεκτήματα του social networking.
Τσάμπα ανησυχούσα που ανέβαζα τον μέσο όρο ηλικίας…
Από τους πιο διάσημους και αξιόλογους συνθέτες της εποχής μας, ο Γάλλος Saint-Preux (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Christian Langlade)έχει βραβευτεί πολλές φορές για τα έργα του. Το κορυφαίο είναι το εξαίρετο “Κοντσέρτο για μια φωνή”, που δεν λείπει από καμμιά συλλογή Instrumental.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή