Αρχείο για 26 Οκτωβρίου, 2010

Το πτυχίο μου γράφει ιστορικό και αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής. Μου θυμίζει τα όνειρα που είχαμε με τους συμφοιτητές μου όταν μπαίναμε στο Πανεπιστήμιο και την απογοήτευση που εισπράξαμε με τα χρόνια,  όταν καταλάβαμε ότι μάλλον δεν θα εξασκούσαμε ποτέ το επάγγελμα του αρχαιολόγου.

Τις προάλλες γνώρισα μία απόφοιτο του αρχαιολογικού ετών 36 η οποία μου διηγήθηκε την περιπέτειά της ανά την επικράτεια για να βρει δουλειά. Πλέον έχει φτάσει στην απόγνωση γιατί δεν κατόρθωσε να “τρουπώσει”  κι επειδή συμπλήρωσε 24 μήνες ως εποχιακή της απαγορεύουν να καταθέσει νέα αίτηση.

Μου φάνηκε αδιανόητο. να σπουδάζεις τόσα χρόνια, να ιδρώνεις την καρέκλα στα μεταπτυχιακά, να εγκαταλείπεις τα πάντα για να τρέχεις σε σωστικές ανασκαφές και μόλις συμπληρώνεις δύο χρόνια να σου λένε δεν μας κάνετε; Σε μία χώρα που όπου κι αν σκοντάψεις θα βρεις απομεινάρια του παρελθόντος;

Διάβασα και το παρακάτω άρθρο της Ελευθεροτυπίας κι ήρθε κι έδεσε το κερασάκι:

Εκατοντάδες Ηρακλειώτες διαμαρτυρήθηκαν σιωπηλά την Παρασκευή το βράδυ έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, το οποίο παραμένει κλειστό εδώ και περίπου πέντε χρόνια, χωρίς να υπάρχει ένα συγκροτημένο χρονοδιάγραμμα λειτουργίας του στο προσεχές μέλλον.

Τώρα πρέπει να πάω να διδάξω τα παιδιά που ετοιμάζονται για τις εξετάσεις τους για να σπουδάσουν αρχαιολόγοι…

Και το τραγελαφικό: οι πτυχιούχοι της αρχαιολογίας δεν μπορούν να εργαστούν ως ξεναγοί γιατί το σωματείο των ξεναγών γνωρίζει και προφυλάσσει τα δικαιώματά του. Κλειστό το κλαμπ. Σορυ, δεν θα πάρετε.

Οι αρχαιολόγοι έχουν άραγε δικαιώματα; Κατά τα άλλα κοπτόμαστε για την ιστορία μας…

Comments 0 σχόλια »

Οι Momix έρχονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Και συγκεκριμένα στο Θέατρο Παλλάς από τις 24 έως 28 Νοεμβρίου και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης από την 1η έως τις 4 Δεκεμβρίου 2010.

«Σκηνικός πλούτος, φυσική τόλμη, απέριττη ομορφιά, μέγιστη έμπνευση, ύμνος στη δόξα του ανθρώπινου σώματος. Οι μυστικές δυνάμεις του σύμπαντος συνωμότησαν σε μία παράσταση συναρπαστική, που όμοιά της δεν έχει ποτέ ξανά εκκολαφθεί
LE MONDE

Comments 0 σχόλια »

O Παντελής Μπουκάλας θέτει κάποια ζητήματα για τα λογοτεχνικά βραβεία από τις σελίδες της Καθημερινής:

Mε αφορμή την απονομή στον Περουβιανό συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα του Νομπέλ Λογοτεχνίας, ξανάρθε στο προσκήνιο το ζήτημα της σχέσης της πολιτικής με τη λογοτεχνία. Δεν εννοώ εδώ την πολιτικότητα της ίδιας της λογοτεχνίας, τη στράτευσή της με τη μια ή την άλλη μορφή, αλλά την παρείσδυση ή και επικράτηση πολιτικών παραμέτρων στην αποτίμησή της, οπότε τα κριτήρια θολώνουν και η αξιολόγηση κάθε άλλο παρά αμερόληπτη και απροσωπόληπτη αποβαίνει. Δύο λοιπόν τα ερωτήματα, όχι πρωτότυπα είναι η αλήθεια, αφού επανέρχονται με κάθε απονομή του Νομπέλ. Το πρώτο, πόσο βαραίνει η πολιτική στην απόφαση των δεκαοκτώ ισόβιων μελών της Σουηδικής Ακαδημίας για τον ετήσιο εκλεκτό τους. Πόσο καθοριστικά, δηλαδή, δρουν καθαρά εξωλογοτεχνικές παράμετροι, λ.χ. η επιθυμία των ακαδημαϊκών να εκδηλώσουν τη συμπάθειά τους για κάποια χώρα που εξέρχεται από τυραννικό καθεστώς, έστω κι αν η αξία του έργου των λογοτεχνών της υπολείπεται της αξίας λογοτεχνημάτων άλλων χωρών, δημοκρατικών, αν συγκριθούν με γραμματολογικά μέτρα και σταθμά. Επίσης, πόσο δραστική αποδεικνύεται (τόσο που να παραχαράσσεται οτιδήποτε αφορά τη λογοτεχνία) η εξωλογοτεχνική φήμη ή αίγλη κάποιας προσωπικότητας.

Ως προς την πολιτικότητα των κριτηρίων της σουηδικής Ακαδημίας δεν χωρεί αμφισβήτηση. Από τη μια δεκαετία στην άλλη, η επιλογή των λογοτεχνών που βραβεύονται δεν είναι άσχετη από τα πολιτικοϊδεολογικά ρεύματα των καιρών ούτε από το είδος των ιδεών τις οποίες προβάλλει το έργο τους. Τούτου δοθέντος, μοιάζει λογικό αυτό που δεν είναι καθόλου λογοτεχνικό, να μένουν δηλαδή εκτός του κανόνα των βραβευτέων πνεύματα και έργα αντισυμβατικά ή αιρετικά. Και επίσης λογικό το ότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δεν κοπίασε να αποσπάσει το 1953, με τα Απομνημονεύματά του και μόνο, το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ένα βραβείο δηλαδή για το οποίο δεν κρίθηκαν άξιοι ο Κάφκα, ο Τζόις, ο Μπροχ, ο Ντίλαν Τόμας, ο Σελίν, ο Προυστ, ο Μούζιλ, ο Καλβίνο, ο Πάουντ, ο Πεσόα, ο Μπόρχες, ο Μπέρνχαρντ και, από τους ζώντες, ο Κούντερα και ο Ροθ (τα ονόματα όλων αυτών των λογοτεχνικά υποδεέστερων τόσο του Τσόρτσιλ όσο και του Μπέρτραντ Ράσελ, που και αυτός, παρότι μη λογοτέχνης αλλά φιλόσοφος, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1950, τα θύμισε ο Ηλίας Μαγκλίνης στην «Καθημερινή» του Σαββάτου 16 Οκτωβρίου)· τουλάχιστον για τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό έχουμε να σκεφτόμαστε ημιπαρηγορητικά ότι έγραψαν σε περιφερειακή, «αδύναμη» γλώσσα, και οι δύο εξ αυτών, οι νεότεροι, καίτοι προταθέντες ως υποψήφιοι το 1950 (όπως και ο Παλαμάς το 1929), υπονομεύτηκαν από την ίδια τους τη μετεμφυλιακή πατρίδα.

Κρισιμότερο πιστεύω είναι το δεύτερο ερώτημα-ζήτημα, που μάλιστα έχει βαθύτατες τις ρίζες του, στον καιρό των Μηδικών πολέμων, όταν η πόλη των Θηβών μήδισε και ο μέγας Πίνδαρος είχε συντελέσει σε αυτό, υμνώντας την ουδετεροφιλία, για να αλλάξει στάση μετά τη νίκη των Ελλήνων: Πόσο επηρεάζεται ή πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να επηρεάζεται η κρίση του αναγνώστη (είτε στον δήμο ανήκει είτε στους σοφιστές που αποδίδουν βραβεία και τιμές) από τα πολιτικά και ιδεολογικά γνωρίσματα όχι τόσο του λογοτεχνικού έργου ενός συγγραφέα, ποιητή ή πεζογράφου, όσο του βίου του. Δηλαδή, χοντροκομμένα: Παραμένει μέγας ο Πίνδαρος ή απορρίπτεται μετά πολλών επαίνων; Κι ο «αντιδραστικός» Αριστοφάνης μετράει ή όχι ως ποιητής; Και πιο κοντά στα δικά μας χρόνια: Είναι σπουδαίος συγγραφέας ο Φερντινάν Σελίν (ή ο Εζρα Πάουντ) ή μήπως ο αχαλίνωτος αντισημιτισμός του και ο έμπρακτος φιλοναζισμός του μηδενίζουν την αξία των λογοτεχνημάτων του, ακόμα και όσων είχε γράψει πριν από τη μεταστροφή του; Ή μήπως πρέπει να τον κόψουμε περίπου στη μέση και να πούμε, αν είμαστε αριστεροί, πως είναι θαυμάσιος συγγραφέας έως το 1936, ενόσω δηλαδή έκλινε προς τις ιδέες της σοσιαλιστικής Αριστεράς, και κάκιστος έκτοτε, και να ισχυριστούμε το αντίθετο αν είμαστε δεξιοί; Ή, ακόμα πιο κοντά: Μηδενίζεται (ή αυξάνεται, ανάλογα με το πολιτικοϊδεολογικό πρίσμα του αναγνώστη-κριτή) η αξία της λογοτεχνικής παραγωγής του Μάριο Βάργκας Λιόσα αν συναρτηθεί με τις νεοφιλελεύθερες από ένα σημείο κι έπειτα ιδέες του (που τον κατέστησαν και υποψήφιο της Κεντροδεξιάς για την προεδρία του Περού το 1990) και με τον ρητό θαυμασμό του για τη Μάργκαρετ Θάτσερ και την πολιτική της;

Ακόμα πιο βάναυσα: Είναι μέτριος ποιητής ο Σεφέρης, όπως πρεσβεύουν ορισμένοι, «επειδή ήταν δεξιός»; Είναι μέτριος ποιητής ο Ρίτσος, όπως πρεσβεύουν άλλοι, από την αντίπερα όχθη, «επειδή ήταν αριστερός»; Και είναι χείριστος ποιητής ο Καβάφης επειδή κάποιοι αποφάσισαν να του φορτώσουν αναδρομικά μια (ανύπαρκτη) συνυπογραφή του σε επιστολή Αλεξανδρινών, το 1928, υπέρ της «Ενωσης Ελλήνων Φασιστών»; Και τι κάνουμε με τον Παλαμά; Τον προσκυνούμε (ή τον σταυρώνουμε, ανάλογα με τις απόψεις μας) όταν γράφει, το 1913, «Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι / που τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή. / Αγκαλιαστείτε αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη, / Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή», τον σταυρώνουμε (ή τον δοξάζουμε, κατά το πιστεύω μας) όταν λέει, το 1922, «Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! / Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί, / καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι, / για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί», και τον ακούμε προσεκτικά όταν αυτοκρίνεται το 1929: «Εργάτη, είδα το δίκιο σου κι έλεα να ξεκινήσω / να σταθώ πλάι σου… Μια φωνή μού έκραζε πάντα: Πίσω! / Να ήταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη / να ήταν η Μούσα ρηγικό που μου ‘δωσε ψαλτήρι;»

Προφανώς η στάση κάθε λογοτέχνη ως πολίτη, οι επιλογές και οι κοσμοαντιλήψεις του, δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη λογοτεχνική του οπτική και βρίσκουν τον τρόπο να την προσανατολίσουν, προσωρινά ή μονιμότερα – γιατί δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι και οι συγγραφείς έχουν δικαίωμα στην αναθεώρηση, την αναστοχαστική αυτοκριτική και την αυτοαναίρεση ακόμα· αντιφατικοί άνθρωποι είναι κι αυτοί και εξελισσόμενοι, όπως όλοι, όχι εξαρχής και τελεσίδικα σχηματισμένοι. Αν ωστόσο το μόνο που καταφέρνουν με τη γραφή τους, ή το μόνο που θέλουν να καταφέρουν είναι, δημαγωγώντας, να την καταστήσουν (ή να την καταντήσουν) άμουσο αχθοφόρο των ιδεολογημάτων τους, μπορεί να γευτούν πρόσκαιρη φήμη αλλά γρήγορα θα αποκαλυφθεί η λογοτεχνική μετριότητά τους. Οσο τίμιο είναι λοιπόν να μη χρησιμοποιούμε τη λογοτεχνική αξία ενός συγγραφέα σαν συχωροχάρτι ή άλλοθι για τις πολιτικές επιλογές που σημάδεψαν τον βίο τους, άλλο τόσο τίμιο είναι να αποφασίσουμε ότι δεν αγαπάμε αποκλειστικά τους λογοτέχνες που συμφωνούν με τα δικά μας ιδεολογικά και πολιτικά πιστεύω ή όσους υιοθετούν την τεχνοτροπία και την αισθητική της προτιμήσεώς μας. Η λογοτεχνία θέλει φανατικούς της ανάγνωσης αλλά κανενός άλλου είδους φανατισμό.

Comments 0 σχόλια »

Η ταινία θρύλος του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Η Μητρόπολη παρουσιάζει μια πόλη του μέλλοντος χωρισμένη σε δύο ζώνες, με τεράστιες σκηνογραφίες και μεγάλα πλήθη. Στους κήπους της, μέσα σε οργιστική χλιδή, ζουν οι άρχοντες. Στα υπόγεια, εξαθλιωμένοι εργάτες με σκυφτούς ώμους και μηχανικό βάδισμα, δουλεύουν σκληρά σε παράλογα έργα. Ανάμεσά τους ζει και η Μαρία, μια προφήτισσα που προσπαθεί ειρηνικά να τους αφυπνίσει. Η άρχουσα τάξη επιδιώκοντας τη σύγκρουση, διατάζει έναν εφευρέτη να κατασκευάσει ένα ρομπότ με τη μορφή της Μαρίας, προκειμένου να παρασύρει τους εξεγερμένους σε μια αυτοκαταστροφική επανάσταση. Ο Lang χρησιμοποιεί το εξπρεσιονιστικό στιλιζάρισμα με μεγάλη επιτυχία, κυρίως στις ομαδικές σκηνές με τους εργάτες, το περπάτημα των οποίων αναπτύσσεται σε σχηματισμούς με κλιμακωτή διάταξη, συγκροτώντας ορθογώνια ή ρομβοειδή τμήματα χορογραφικής ακρίβειας. Το πλήθος αυτό συγκροτούσε μια συμπαγή, ζοφερή μάζα, συχνά καταθλιπτική, που εκτελούσε κινήσεις μηχανικές. Απρόσωπα καμπουριασμένα, χαμερπή, άψυχα άτομα, που τα ρούχα τους δεν προδίδουν κάποια γνωστή ιστορική περίοδο, όταν φτάνει η ώρα της αλλαγής της βάρδιας στοιβάζονται, στερούμενοι ατομικής ύπαρξης, στους ανελκυστήρες, δημιουργώντας ένα μοναδικά ακραίο στιλιζάρισμα. Τα σπίτια τους σε σχήμα κύβων, τοποθετημένα γεωμετρικά, ενισχύουν τη μονοτονία της υπόγειας πολιτείας. Ο Lang χειρίζεται τους φωτισμούς μ’ έναν αξιοθαύμαστο τρόπο: η φουτουριστική πολιτεία μοιάζει να είναι μια μεγαλειώδης πυραμιδοειδής συγκέντρωση ουρανοξυστών που τρεμολάμπουν. Τα «ταχυδακτυλουργικά» πλάνα σε συνδυασμό με τον περίτεχνο φωτισμό, δημιουργούν στην αντίθεση των φωτισμένων παραθύρων, μια σκακιέρα. Το στούντιο που κατασκευάστηκε ήταν τεράστιο και αυτό φαίνεται στους αχανείς δρόμους και στις προεξέχουσες γέφυρες. Με τη βοήθεια διαφόρων τρικ με καθρέπτες οι προσόψεις των κατοικιών μεγεθύνονται. Μια φιλμική αποκάλυψη της τεράστιας αρχιτεκτονικής παιδείας του σκηνοθέτη. Στο Οργουελικό αυτό σύμπαν της ιστορίας, η νοηματική δομή ξαφνικά αποχωρίζεται τις υφές της λογικής, επενδύοντας σε γραμμικές ασυνέχειες που αποσπούν το ενδιαφέρον του θεατή από την αφηγηματική εξέλιξη. Έτσι η εικονική πραγματικότητα του πλασματικού σύμπαντος κατακτά το προσκήνιο του ενδιαφέροντος, μετατρέποντας ανά διαστήματα το «Metropolis» σε ένα οργασμικό σύμπαν τεχνικών κινηματογράφησης και φουτουριστικής αναπαράστασης. Η ταινία λόγω του αμφιλεγόμενου ιδεολογικού της φινάλε, με την ίδια ευκολία που μπορεί να χαρακτηριστεί «αριστερή», δεν πτόησε τους Ναζί να τη θέσουν επικεφαλής της κινηματογραφικής τους βιομηχανίας, εκμεταλλευόμενοι την καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα ενός σκηνοθέτη ευρισκόμενου πάνω από το επίπεδο του νεωτερισμού, στο ρόλο ενός σπουδαίου οραματιστή. Ο Lang ωστόσο ανέκαθεν προέβαλλε το αριστούργημά του ως αντιαπολυταρχικό δημιούργημα. Σήμερα η ταινία υπάρχει μόνο σε ελλιπής κόπιες από μονταρισμένα κομμάτια που διασώθηκαν. Περισσότερο από το 1/4 της ταινίας θεωρείται χαμένο (σ’ αυτό συνέβαλε και το ότι μεγάλο μέρος της λογοκρίθηκε). Η έκδοση των 118 λεπτών είναι αυτή που κυκλοφορεί ευρέως. Όπως και να ‘χει το «Metropolis» στάθηκε το επιστέγασμα του βωβού γερμανικού κινηματογράφου και ο θεμέλιος λίθος της κινηματογραφικής αθανασίας του Fritz Lang.

Περισσότερα για την ταινία: www.cine.gr

Comments 0 σχόλια »

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων