O Παντελής Μπουκάλας θέτει κάποια ζητήματα για τα λογοτεχνικά βραβεία από τις σελίδες της
Καθημερινής:
Mε αφορμή την απονομή στον Περουβιανό συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα του Νομπέλ Λογοτεχνίας, ξανάρθε στο προσκήνιο το ζήτημα της σχέσης της πολιτικής με τη λογοτεχνία. Δεν εννοώ εδώ την πολιτικότητα της ίδιας της λογοτεχνίας, τη στράτευσή της με τη μια ή την άλλη μορφή, αλλά την παρείσδυση ή και επικράτηση πολιτικών παραμέτρων στην αποτίμησή της, οπότε τα κριτήρια θολώνουν και η αξιολόγηση κάθε άλλο παρά αμερόληπτη και απροσωπόληπτη αποβαίνει. Δύο λοιπόν τα ερωτήματα, όχι πρωτότυπα είναι η αλήθεια, αφού επανέρχονται με κάθε απονομή του Νομπέλ. Το πρώτο, πόσο βαραίνει η πολιτική στην απόφαση των δεκαοκτώ ισόβιων μελών της Σουηδικής Ακαδημίας για τον ετήσιο εκλεκτό τους. Πόσο καθοριστικά, δηλαδή, δρουν καθαρά εξωλογοτεχνικές παράμετροι, λ.χ. η επιθυμία των ακαδημαϊκών να εκδηλώσουν τη συμπάθειά τους για κάποια χώρα που εξέρχεται από τυραννικό καθεστώς, έστω κι αν η αξία του έργου των λογοτεχνών της υπολείπεται της αξίας λογοτεχνημάτων άλλων χωρών, δημοκρατικών, αν συγκριθούν με γραμματολογικά μέτρα και σταθμά. Επίσης, πόσο δραστική αποδεικνύεται (τόσο που να παραχαράσσεται οτιδήποτε αφορά τη λογοτεχνία) η εξωλογοτεχνική φήμη ή αίγλη κάποιας προσωπικότητας.
Ως προς την πολιτικότητα των κριτηρίων της σουηδικής Ακαδημίας δεν χωρεί αμφισβήτηση. Από τη μια δεκαετία στην άλλη, η επιλογή των λογοτεχνών που βραβεύονται δεν είναι άσχετη από τα πολιτικοϊδεολογικά ρεύματα των καιρών ούτε από το είδος των ιδεών τις οποίες προβάλλει το έργο τους. Τούτου δοθέντος, μοιάζει λογικό αυτό που δεν είναι καθόλου λογοτεχνικό, να μένουν δηλαδή εκτός του κανόνα των βραβευτέων πνεύματα και έργα αντισυμβατικά ή αιρετικά. Και επίσης λογικό το ότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ δεν κοπίασε να αποσπάσει το 1953, με τα Απομνημονεύματά του και μόνο, το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ένα βραβείο δηλαδή για το οποίο δεν κρίθηκαν άξιοι ο Κάφκα, ο Τζόις, ο Μπροχ, ο Ντίλαν Τόμας, ο Σελίν, ο Προυστ, ο Μούζιλ, ο Καλβίνο, ο Πάουντ, ο Πεσόα, ο Μπόρχες, ο Μπέρνχαρντ και, από τους ζώντες, ο Κούντερα και ο Ροθ (τα ονόματα όλων αυτών των λογοτεχνικά υποδεέστερων τόσο του Τσόρτσιλ όσο και του Μπέρτραντ Ράσελ, που και αυτός, παρότι μη λογοτέχνης αλλά φιλόσοφος, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1950, τα θύμισε ο Ηλίας Μαγκλίνης στην «Καθημερινή» του Σαββάτου 16 Οκτωβρίου)· τουλάχιστον για τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό έχουμε να σκεφτόμαστε ημιπαρηγορητικά ότι έγραψαν σε περιφερειακή, «αδύναμη» γλώσσα, και οι δύο εξ αυτών, οι νεότεροι, καίτοι προταθέντες ως υποψήφιοι το 1950 (όπως και ο Παλαμάς το 1929), υπονομεύτηκαν από την ίδια τους τη μετεμφυλιακή πατρίδα.
Κρισιμότερο πιστεύω είναι το δεύτερο ερώτημα-ζήτημα, που μάλιστα έχει βαθύτατες τις ρίζες του, στον καιρό των Μηδικών πολέμων, όταν η πόλη των Θηβών μήδισε και ο μέγας Πίνδαρος είχε συντελέσει σε αυτό, υμνώντας την ουδετεροφιλία, για να αλλάξει στάση μετά τη νίκη των Ελλήνων: Πόσο επηρεάζεται ή πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να επηρεάζεται η κρίση του αναγνώστη (είτε στον δήμο ανήκει είτε στους σοφιστές που αποδίδουν βραβεία και τιμές) από τα πολιτικά και ιδεολογικά γνωρίσματα όχι τόσο του λογοτεχνικού έργου ενός συγγραφέα, ποιητή ή πεζογράφου, όσο του βίου του. Δηλαδή, χοντροκομμένα: Παραμένει μέγας ο Πίνδαρος ή απορρίπτεται μετά πολλών επαίνων; Κι ο «αντιδραστικός» Αριστοφάνης μετράει ή όχι ως ποιητής; Και πιο κοντά στα δικά μας χρόνια: Είναι σπουδαίος συγγραφέας ο Φερντινάν Σελίν (ή ο Εζρα Πάουντ) ή μήπως ο αχαλίνωτος αντισημιτισμός του και ο έμπρακτος φιλοναζισμός του μηδενίζουν την αξία των λογοτεχνημάτων του, ακόμα και όσων είχε γράψει πριν από τη μεταστροφή του; Ή μήπως πρέπει να τον κόψουμε περίπου στη μέση και να πούμε, αν είμαστε αριστεροί, πως είναι θαυμάσιος συγγραφέας έως το 1936, ενόσω δηλαδή έκλινε προς τις ιδέες της σοσιαλιστικής Αριστεράς, και κάκιστος έκτοτε, και να ισχυριστούμε το αντίθετο αν είμαστε δεξιοί; Ή, ακόμα πιο κοντά: Μηδενίζεται (ή αυξάνεται, ανάλογα με το πολιτικοϊδεολογικό πρίσμα του αναγνώστη-κριτή) η αξία της λογοτεχνικής παραγωγής του Μάριο Βάργκας Λιόσα αν συναρτηθεί με τις νεοφιλελεύθερες από ένα σημείο κι έπειτα ιδέες του (που τον κατέστησαν και υποψήφιο της Κεντροδεξιάς για την προεδρία του Περού το 1990) και με τον ρητό θαυμασμό του για τη Μάργκαρετ Θάτσερ και την πολιτική της;
Ακόμα πιο βάναυσα: Είναι μέτριος ποιητής ο Σεφέρης, όπως πρεσβεύουν ορισμένοι, «επειδή ήταν δεξιός»; Είναι μέτριος ποιητής ο Ρίτσος, όπως πρεσβεύουν άλλοι, από την αντίπερα όχθη, «επειδή ήταν αριστερός»; Και είναι χείριστος ποιητής ο Καβάφης επειδή κάποιοι αποφάσισαν να του φορτώσουν αναδρομικά μια (ανύπαρκτη) συνυπογραφή του σε επιστολή Αλεξανδρινών, το 1928, υπέρ της «Ενωσης Ελλήνων Φασιστών»; Και τι κάνουμε με τον Παλαμά; Τον προσκυνούμε (ή τον σταυρώνουμε, ανάλογα με τις απόψεις μας) όταν γράφει, το 1913, «Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι / που τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή. / Αγκαλιαστείτε αδέρφια, ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη, / Δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, Προκοπή», τον σταυρώνουμε (ή τον δοξάζουμε, κατά το πιστεύω μας) όταν λέει, το 1922, «Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! / Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί, / καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι, / για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί», και τον ακούμε προσεκτικά όταν αυτοκρίνεται το 1929: «Εργάτη, είδα το δίκιο σου κι έλεα να ξεκινήσω / να σταθώ πλάι σου… Μια φωνή μού έκραζε πάντα: Πίσω! / Να ήταν το αίμα μέσα μου που ρέει του νοικοκύρη / να ήταν η Μούσα ρηγικό που μου ‘δωσε ψαλτήρι;»
Προφανώς η στάση κάθε λογοτέχνη ως πολίτη, οι επιλογές και οι κοσμοαντιλήψεις του, δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη λογοτεχνική του οπτική και βρίσκουν τον τρόπο να την προσανατολίσουν, προσωρινά ή μονιμότερα – γιατί δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι και οι συγγραφείς έχουν δικαίωμα στην αναθεώρηση, την αναστοχαστική αυτοκριτική και την αυτοαναίρεση ακόμα· αντιφατικοί άνθρωποι είναι κι αυτοί και εξελισσόμενοι, όπως όλοι, όχι εξαρχής και τελεσίδικα σχηματισμένοι. Αν ωστόσο το μόνο που καταφέρνουν με τη γραφή τους, ή το μόνο που θέλουν να καταφέρουν είναι, δημαγωγώντας, να την καταστήσουν (ή να την καταντήσουν) άμουσο αχθοφόρο των ιδεολογημάτων τους, μπορεί να γευτούν πρόσκαιρη φήμη αλλά γρήγορα θα αποκαλυφθεί η λογοτεχνική μετριότητά τους. Οσο τίμιο είναι λοιπόν να μη χρησιμοποιούμε τη λογοτεχνική αξία ενός συγγραφέα σαν συχωροχάρτι ή άλλοθι για τις πολιτικές επιλογές που σημάδεψαν τον βίο τους, άλλο τόσο τίμιο είναι να αποφασίσουμε ότι δεν αγαπάμε αποκλειστικά τους λογοτέχνες που συμφωνούν με τα δικά μας ιδεολογικά και πολιτικά πιστεύω ή όσους υιοθετούν την τεχνοτροπία και την αισθητική της προτιμήσεώς μας. Η λογοτεχνία θέλει φανατικούς της ανάγνωσης αλλά κανενός άλλου είδους φανατισμό.