«Τελειώσαμε το γυμνάσιο, κύριε, και δεν μας αφήσατε να κάνουμε ούτε μια μέρα κατάληψη»! Το παράπονο του μαθητή διατυπώθηκε με απόλυτη ειλικρίνεια στον γυμνασιάρχη. Μια τουλάχιστον κατάληψη έπρεπε να υπάρχει στην εφηβική επετηρίδα. Να μπορεί, πριν περάσει ο 15χρονος το κατώφλι της Α΄ Λυκείου, να συνθέσει το δικό του αφήγημα, τη μικρή, προσωπική ιστορία, με τον ίδιο πρωταγωνιστή.
Η ειδησεογραφία δίνει το μέτρο του εθιμικού χαρακτήρα των καταλήψεων: «ξεκινούν και φέτος… κλιμακώνονται… κ.ο.κ». Το τυποποιημένο ύφος των δημοσιευμάτων δηλώνει ότι πρόκειται για μια υπόθεση ρουτίνας, που φέρει «το αξιακό φορτίο του χαβαλέ», όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης.
Οι φετινές καταλήψεις εμφανίστηκαν λίγο νωρίτερα αλλά ο αριθμός των σχολείων που συμμετείχαν δεν ξεπέρασε, στο μέσο της περασμένης εβδομάδας, τα ογδόντα πανελλαδικά. Τις επόμενες ημέρες περιορίστηκε. Τα αιτήματα των μαθητών, ένας αχταρμάς με αστάθμητο εύρος: από την κατάργηση του μνημονίου έως το μέγιστο επιτρεπτό όριο για τις απουσίες, από διανομή σχολικών εγχειριδίων και κάλυψη κενών θέσεων διδακτικού προσωπικού έως επιτακτική ανάγκη για διαδραστικούς πίνακες γιατί η κιμωλία είναι καρκινογόνος! Κοντά στην επισήμανση για σοβαρές ελλείψεις στην κτιριακή υποδομή, σε κενά καθηγητών και βιβλίων, το προσωπικό ξέσπασμα: «Δεν είναι κατάσταση αυτή. Την περασμένη εβδομάδα ξεκινούσα με διάβασμα το πρωί και γυρνούσα σπίτι στις 12 τα μεσάνυχτα από το φροντιστήριο», έλεγε μαθητής της Γ΄ Λυκείου. Από κοντά και ορισμένοι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων να καταγγέλλουν «για άλλη μια φορά την αναλγησία της κυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα».
Οσο για τη στάση της ΟΛΜΕ, αντιγράφουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από ανακοίνωσή της σε παλαιότερη κινητοποίηση μαθητών: «Για τον κλάδο των εκπαιδευτικών –όπως αρμόζει, άλλωστε, στον κινηματικό μας πολιτισμό– τόσο ο σεβασμός της αυτονομίας του μαθητικού κινήματος όσο και η αλληλεγγύη μας είναι ζητήματα δεδομένα και αυτονόητα. Οι αγωνιζόμενοι μαθητές μας έχουν, παρά την ηλικία τους, την κρίση και την ωριμότητα της σκέψης ώστε να διαμορφώνουν οι ίδιοι τόσο το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό των κινητοποιήσεών τους, όσο και την αξιοποίηση των πρόσφορων μορφών και μέσων».
Η επανάληψη, έστω και εξασθενημένη, των καταλήψεων αποτελεί παράπλευρο πλήγμα για τη Μέση Εκπαίδευση. Μαζί με ένα υπουργείο που μοιάζει να ταλαντεύεται ανάμεσα στον οικονομισμό και στον λαϊκισμό (ποιος τολμάει να θίξει το όριο των απουσιών που μπορεί να φτάσει τις 180 στη Γ΄ Λυκείου;), το δημόσιο σχολείο πορεύεται στα τυφλά απειλούμενο σοβαρά από ένα διογκούμενο μέγεθος της δημόσιας ζωής: τον χαβαλέ. «Ετσι η απαξίωση επιτείνεται με τη γελοιοποίηση ενός υπέρτατου δημόσιου αγαθού που η πτώση του συμπαρασύρει και την ιδέα του δημόσιου εν γένει», σημείωνε σε άρθρο του ο εκπαιδευτικός Γιάννης Αντωνίου.
Οι καταλήψεις, παλιότερες και πρόσφατες, ουσιαστικά δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υπογραμμίζουν και να ενισχύουν τα χαρακτηριστικά της κρίσης. Οσο κι αν οι υποστηρικτές τους προβάλλουν τον σουρεαλιστικό ισχυρισμό ότι σταματώντας την εκπαιδευτική διαδικασία υπερασπίζουν τη δημόσια παιδεία από την υποβάθμιση και την ιδιωτικοποίηση. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: το δημόσιο σχολείο υπολειτουργεί σε ένα κλίμα αδιαφορίας, ενώ οι ιδιωτικοί θεσμοί παραμένουν αδιατάρακτοι, ενδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο το κύρος τους. Οσο φιλόδοξες και να είναι οι προθέσεις του υπουργείου Παιδείας, με ένα δημόσιο σχολείο κλειστό και δυσλειτουργικό και τα φροντιστήρια να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην εντέλεια, καμία μεταρρύθμιση δεν είναι εφικτή.
Η απαρέσκεια των μαθητών για τη σχολική διαδικασία δεν απαλύνεται ούτε με χατίρια ούτε με ελαστικές βαθμολογίες ούτε με αλόγιστες παροχές δήθεν δικαιωμάτων. Το σχολείο θα παραμένει κενός τόπος χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, που ούτε τη γνώση καταφέρνει να υπηρετήσει, ούτε χαρά μπορεί να προσφέρει αλλά ούτε και προοπτική στην αγορά εργασίας.
Οι καταλήψεις παίζουν τον ρόλο της γενικής συνταγής που μπορεί να έχει αποτέλεσμα από τον απλό πονοκέφαλο έως ένα βαρύτερο νόσημα. Σπάει τη ρουτίνα, δίνει εύσημα κατά φαντασίαν αγωνιστικότητας και χάνει τη σημασία της ως ύστατο μέσο πίεσης και διεκδίκησης. Ευτελίζεται με συρραφή ανυπόστατων –αν όχι υπαγορευμένων– αιτημάτων.
Η δημόσια εκπαίδευση εξακολουθεί να υφίσταται χάρη στο ανθρώπινο δυναμικό της. Υπάρχουν αντοχές και αποθέματα, ο διάλογος και οι αντιπαραθέσεις βοηθούν να παραμένει ζωντανή και ενεργή. Εάν καταρρεύσει, με τη βοήθεια όλων όσων θεωρούν τους αναγκαίους περιορισμούς μη επικοινωνιακή μέθοδο ή ψηφοθηρικά καταστροφική, τότε ένας βασικός πυλώνας της κοινωνίας θα χαθεί. Το μέλλον είναι άδηλο αλλά όχι ανύπαρκτο. Δεν ακυρώνεται ούτε ξεγελιέται με πολιτικάντικα, συνδικαλιστικά ή κομματικά τερτίπια. Και κυρίως: έχει μνήμη.