Η ποίηση του Ρίτσου θυσιάζει σε δύο Θεούς. Στον Θεό των Μεγάλων Πραγμάτων: όταν επιλέγει ολόκληρη τη φυλή ή το γένος μας, με την πνευματική και όχι τη βιολογική σημασία των όρων, ως θέμα της διαβόητης «Ρωμιοσύνης» του. Αλλά και στον Θεό των Μικρών Πραγμάτων: όταν εξυμνεί μεθοδικά, σχεδόν σε κάθε στίχο του, καρέκλες, κρεβάτια, πόρτες, παράθυρα, καρφιά, πιάτα, τσιγάρα, πέτρες. Ο ετερόκλητος σωρός των ασήμαντων αντικειμένων που στοιχειώνουν τις ζωές μας δοξάζεται και αποθεώνεται μες στα ποιήματά του. Ο Ρίτσος κατορθώνει το ακατόρθωτο, με το να ταλαντεύεται διαρκώς και με παροιμιώδη άνεση ανάμεσα στο υψιπετές και στο ταπεινό, φωτίζοντας με το μεγαλείο τού πρώτου το δεύτερο. Και αντίστροφα: γειώνοντας και κάνοντας πολύ πιο απτά τα άφθαρτα, τα αθάνατα στοιχεία μας, που τον απασχολούν εξίσου. Ολ’ αυτά σε αντίθεση με τις δικές μας γενιές, των επιγόνων του, που καθηλωθήκαμε στη λατρεία των Μικρών Πραγμάτων, στερημένοι από λυρισμό, ρομαντικά οράματα και συλλογικές αυταπάτες, ριγμένοι σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν το Χρήμα και ο κυνικός πραγματισμός.
Κάποιοι από παλιά τον κατηγόρησαν, κι εφέτος που γιορτάζουμε τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, ακόμη τον κατηγορούν, για την πολυγραφία του, για φλυαρία. Οπως και για την πολιτική στράτευσή του. Ενας λιγότερο σπουδαίος ποιητής, ένας ελάσσων δημιουργός, μπορεί εξαιτίας της στράτευσης αυτής να είχε καταβαραθρωθεί. Ο Ρίτσος, όμως, την υπερβαίνει. Το ίδιο ισχύει και για την ποσότητα του έργου του, που αναλογεί στο εύρος της θεματολογίας του. Εν τέλει, πρέπει πάντα να σταθμίζουμε ποιος κατηγορεί ποιον. Μήπως κάτι αδύναμα, στενά ρυάκια κατηγορούν το πλατύ ποτάμι (όχι του Μπεράτη) ότι παραείναι πλατύ;
Ο λαμπρός ήλιος της νεότητας αντικαθίσταται σταδιακά από τον μαύρο ήλιο της μελαγχολίας του Ζεράρ ντε Νερβάλ και των πένθιμων σκηνικών του Ε. Α. Πόε. Κάμαρες σκοτεινές και κλειστοί κήποι φιλοξενούν πληγωμένους εραστές και μοναχικούς αναστεναγμούς. Το μαύρο χρώμα, που κατακτά όλο και μεγαλύτερη θέση στην παλέτα του Καρυωτάκη, δεν οφείλεται μόνο στο διάβασμα των καταραμένων ποιητών, αλλά και σε μια ενδιάθετη ροπή του προς την ανατροπή των ποιητικών και κοινωνικών συμβάσεων. Ο ποιητής συντονίζεται με το μπωντλαιρικό συναίσθημα του πεπερασμένου, με το άγχος και την αγωνία του τέλους που σημαδεύουν την ερωτική σχέση αλλά και την ίδια την ύπαρξη του ποιητικού υποκειμένου. Ο έκπτωτος άγγελος του παραδείσου της εφηβείας, η διχοτομημένη αντίθεση ανάμεσα στην τραυματισμένη υποκειμενικότητα και την αλγεινή πραγματικότητα, οδηγούν τον ερωτισμό του Καρυωτάκη σε δύο δρόμους: του ελεγείου και της σάτιρας, όπως αποτυπώνεται στην τρίτη και σημαντικότερη συλλογή του (1927) αλλά και στα τελευταία του ποιήματα.
Τα ποιήματα «Αποστροφή» και «Ωχρά σπειροχαίτη», στα οποία ο έρωτας εμφανίζεται ως αντικείμενο μιας εμπορευματικής ή αγοραίας συναλλαγής, παραπέμπουν σε δύο τύπους γυναικών, τις οποίες έχει γνωρίσει πολύ καλά ο Καρυωτάκης: στις «ημιπαρθένες» που έχουν ως μοναδικό τους όνειρο «τον αγαθόν άντρα και τα νόμιμα κρεβάτια» και στις «αγορασμένες φίλες». Από μιαν άποψη, οι δύο αυτοί τύποι γυναικών προσγειώνουν τελικά την ποίηση του καρυωτακικού νεορομαντισμού στο έδαφος μιας αντίδικης πραγματικότητας, οδηγούν όμως τον ποιητή σε δυναμικότερες εκφραστικές επιλογές και ιδιοφυέστερες τεχνικές.
Στην ύστερη και ωριμότερη φάση της καρυωτακικής ποίησης το συναίσθημα της μοναξιάς ή του ακυρωμένου πόθου, τόσο κοντά στην αίσθηση της αποξένωσης του υποκειμένου μέσα στον σύγχρονο κόσμο, οδηγούν στη θεματική του αδύνατου έρωτα. Ο τελευταίος στίχος που θα γράψει ο ποιητής για τον έρωτα είναι βαθύτατα και απελπισμένα σαρκαστικός: «Θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται/ καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια». Η ταλάντωση της καρυωτακικής ποίησης ανάμεσα στα συναισθήματα του έρωτα και του θανάτου θα σταματήσει πλέον οριστικά υπέρ του δεύτερου. Γιατί ο θάνατος του έρωτα στάθηκε ίσως για τον ποιητή ο πιο μοιραίος από όλους τους άλλους.
Σαν σήμερα στις 2 Ιουλίου 1978 πεθαίνει στο Παρίσι ο συγγραφέας Άρης Αλεξάνδρου
“Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ’ όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι και την πένα που μου στείλατε με τον δεσμοφύλακα…” η εναρκτήρια πρόταση από το μυθιστόρημά του “Το κιβώτιο” .
Το μαχαίρι
Οπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ
όσο δουλεύεις στον τροχό
πρόσεχε μην παρασυρθείς μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
Φρόντισε
Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων
Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.
Τα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή “Ευθύτης οδών” και είναι από τη συγκεντρωτική έκδοση “Ποιήματα (1941-1974)”, εκδ. Καστανιώτης.
Ξέμαθα να γράφω στίχους
Μόνο μηνύματα στους τοίχους
Κι αυτά χλευάζουν τον καιρό
Ρίχνω λοιπόν τους νέους ήχους
Μες στο παμπάλαιο νερό.
Αντεια Φραντζή
Τελετή στο κύμα, 2002
Οι Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό είναι μια διαδικτυακή ανθολογία εν προόδω της σύγχρονης ελληνικής ποίησης σε παραδοσιακές μορφές, την οποία επιμελούνται ο Κώστας Κουτσουρέλης και η Σοφία Κολοτούρου.
– Ως σύγχρονη ελληνική ποίηση εννοείται εδώ η ποίηση των τριάντα τελευταίων ετών, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ώς τις μέρες μας.
– Ως ποιήματα γραμμένα σε παραδοσιακές μορφές εκλαμβάνονται όσα στηρίζονται σε έναν ή περισσότερους τρόπους της προνεωτερικής μορφοπλασίας: μέτρο, ρίμα, αριθμό συλλαβών, κανονική στροφική οργάνωση. Επίσης, όσα ποιήματα δανείζονται τέτοια στοιχεία και τα αναμειγνύουν με τους τρόπους της ελευθερόστιχης ποίησης, συγκλίνοντας σε μεικτές ή υβριδικές μορφές.
Σαν σήμερα γεννήθηκε στη Λισαβόνα ο Φερνάντο Πεσόα.
Η τελευταία φράση που γράφει είναι: I know not what tomorrow will bring. (Δεν γνωρίζω τι θα φέρει το αύριο.)
Έλεγε ο Φερνάντο Πεσόα, ο άνθρωπος που φιλοτέχνησε την ίδια τη ζωή του: Όσο περισσότερο μεγαλώνω, τόσο λιγότερο είμαι. Όσο πιο πολύ με βρίσκω, τόσο περισσότερο χάνομαι. Όσο περισσότερο δοκιμάζομαι, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι είμαι λουλούδι και πουλί, και αστέρι και σύμπαν. Όσο περισσότερο καθορίζω τον εαυτό μου, τόσο λιγότερα όρια έχω. Ξεπερνώ τα πάντα κατά βάθος είμαι ίδιος με τον Θεό.
H εισήγηση του Παντελή Μπουκάλα στο συνέδριο με θέμα «Η ποίηση σήμερα» δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή:
Αν υποθέσουμε πως η Ποίηση, που έχει δώσει φωνή σε αναρίθμητους πιστούς της, έπαιρνε η ίδια φωνή, ίσως να σιγοτραγουδούσε ένα θραύσμα από την «Πρέβεζα» του Κώστα Καρυωτάκη, το «”Υπάρχω;” λες, κι ύστερα: ”δεν υπάρχεις”». Μετά το ρήμα «υπάρχω» όμως δεν θα έβαζε ερωτηματικό όπως ο ποιητής, δεν θα αναρωτιόταν δηλαδή. Θα απέφευγε τα σημεία στίξης ή το πολύ να έθετε το θαυμαστικό της ενθουσιώδους κατάφασης (περίπου όπως τραγουδιέται συνήθως ο στίχος), για να προχωρήσει αμέσως έπειτα στην αναίρεση, στην άρνηση: «δεν υπάρχεις». Χωρίς να έχω την παραμικρή πρόθεση να πέσω στην πατροπαράδοτη γκρίνια που συνήθως αφορμάται από την αφοριστική διαπίστωση του Χέλντερλιν, «Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό», μια γκρίνια που μάλλον εύκολα γυρνάει σε ναρκισσισμό, θα ήθελα να πω ότι η εντύπωσή μου είναι πως η ποίηση, όσον αφορά την υποδοχή της από τα ΜΜΕ υπάρχει και δεν υπάρχει. Εκκρεμεί ανάμεσα στο ον και το μη ον. Είναι ταυτόχρονα θεατή και αθέατη. Δημοσιεύεται δηλαδή αλλά δεν διαβάζεται, ή δεν διαβάζεται και δεν συζητείται όσο θα επιθυμούσαν οι δημιουργοί της. Εκτίθεται δημοσίως αλλά δεν είναι πολλά τα μάτια που στρέφονται πάνω της, κι όσα στρέφονται δεν μπαίνουν πάντοτε στον κόπο της δεύτερης ανάγνωσης, ή και της τρίτης, δίχως τις οποίες η ποίηση μένει αλειτούργητη.
Ο Ελεγκτής του Μίλτου Σαχτούρη στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις της λογοτεχνίας.
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τα αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω
Για τους πολλούς η ποίηση είναι μια αυστηρά περίκλειστη υπόθεση. Σαν τα καβαφικά τα τείχη. Δεν διεισδύουν για να μην εγκλωβιστούν. Δεν την αγγίζουν για να μην τους αγγίξει. Δεν συζητούν γι’ αυτήν για να μη συζητηθούν οι ίδιοι. Δίνει την αίσθηση της διαχρονικής ακινησίας. Ομως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ποίηση είναι μορφή ελευθερίας και ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που φυλακίζει την περιέργειά του για τη ζωή σ’ ένα δικό του κόσμο ελευθερίας. Το απραγματοποίητο γι’ αυτόν μπορεί να συνυπάρχει με το πραγματικό, η επανάσταση με τον συμβιβασμό και η παιδικότητα της ψυχής να ζει άνετα σ’ ένα ρυτιδιασμένο σώμα. «Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει», έγραψε κάποτε ο Τάσος Λειβαδίτης.
Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ διοργάνωσαν το περασμένο Σαββατοκύριακο συνέδριο με τον τίτλο «Η Ποίηση Σήμερα», αφιερωμένο στη μνήμη του Τάσου Λειβαδίτη, του δημιουργού που ταύτισε το έργο με τη ζωή του. Οι συντελεστές του συνεδρίου, ο επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Α. Μπενάτσης, το μέλος του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ Π. Μπουκάλας και ο δημοσιογράφος-ποιητής Γ. Δουατζής, δημιούργησαν ενότητες με επίκεντρο την ποίηση και γύρω της άφησαν να περιστρέφονται δορυφόροι, όπως η τέχνη, η ιστορία, η μουσική, η τεχνολογία, τα ΜΜΕ. Κάπως έτσι, η ποίηση, σαν ανυπόμονος έρωτας που δεν του αρέσουν οι αναμονές μπήκε στην αίθουσα «Γεώργιος Καραντζάς» της ΕΣΗΕΑ και σάρωσε αμφιβολίες και αντιρρήσεις.
«Ποίηση: ο Σαββατισμός της ζωής». «Μαρξισμός και ποίηση: η λειτουργία της αντανάκλασης». «Από το χάος στη μορφή». «Μεταξύ ορατού και αοράτου». «Το ποιητικό θέατρο». «Η ποίηση στον Τύπο». «Η διαρκής εφημερία της ποίησης στα μπλογκ»… Μερικοί ενδεικτικοί μόνο τίτλοι των ομιλιών που εντυπωσίασαν για τον πρωτότυπο τρόπο προσέγγισης μιας μορφής τέχνης -τέχνη της ψυχής, η ποίηση- που δεν έχει πολλούς οπαδούς, αλλά που διατίθεται προς διερεύνηση. Γι’ αυτό και κατά καιρούς εκτίθεται.
Η ποίηση και η στάση ζωής του Τάσου Λειβαδίτη δίνουν το έναυσμα για μία συνάντηση ποιητών, λογοτεχνών, καθηγητών φιλοσοφίας, μουσικών και δημοσιογράφων. «Η Ποίηση σήμερα» είναι ο τίτλος συνεδρίου αφιερωμένου στη μνήμη του ποιητή, με αφορμή τα 20 χρόνια από τον θάνατό του και το οργανώνουν το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων με στόχο η σύγχρονη γενιά Ελλήνων ποιητών να δώσει το στίγμα της.
Οι εισηγητές του Συνεδρίου θα μιλήσουν για το μεταφρασμένο έργο του Λειβαδίτη, για το στίγμα που άφησαν οι στίχοι του στους νεώτερους, για τη σχέση της ποίησης με τη μουσική και τον κινηματογράφο. Ενώ η παρουσία των σημερινών ποιητών στον χώρο του Διαδικτύου και της μπλογκόσφαιρας θα συζητηθεί από δημιουργούς ηλεκτρονικών πολιτιστικών και ποιητικών εκδόσεων. Στη διάρκεια της εκδήλωσης θα προβληθεί η εκπομπή «Τάσος Λειβαδίτης» της Λίλας Κουρκουλάκου από τη σειρά της ΕΡΤ «Οι ποιητές μας».
Συνέδριο «Η Ποίηση σήμερα», την Παρασκευή και το Σάββατο, στην αίθουσα «Γεώργιος Καράντζας» της ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, τηλ.
210-3675.430)
Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιώργου Σαραντάρη, η Μαρίζα Κωχ σκέφθηκε να μελοποιήσει έξι ποιήματά του για τον καινούργιο της δίσκο, ο οποίος συμπίπτει με τα δικά της 40 χρόνια στη δισκογραφία. Μελοποιώντας το υλικό που συναντάμε στην έκδοση «Πάνω στη θάλασσα εγώ τραγουδώ», η δημιουργός και ερμηνεύτρια (και καλή παιδαγωγός) τα φαντάστηκε με πιάνο και τύμπανα.
Το τελικό αποτέλεσμα συνδυάζει το πιάνο με τα τύμπανα, το μπάσο και το νέι. Και, βέβαια, καλούς μουσικούς. Στο γνώριμο ύφος της τραγουδοποιού, που από τα χρόνια του πολυαγαπημένου «Αραμπά» έδειξε ότι δεν την ενδιαφέρει η πεπατημένη.
«Στον Όμηρο βρήκα τόπο να πατήσω», λέει ο Μάικλ Λόνγκλεϊ, ο ποιητής που μαζί με τον νομπελίστα Σέιμους Χίνι και τον Ντέρεκ Μαχόν συγκροτούν την «αγία τριάδα» της ιρλανδικής ποίησης. Αφιέρωσε μεγάλο κομμάτι του εαυτού του στην Ελλάδα. Την Ελλάδα του Ομήρου, τον οποίο χρησιμοποίησε ως βάση για να μιλήσει για σύγχρονους δαίμονες.
Για να περιγράψει τον θάνατο του πατέρα του έγραψε ένα ποίημα που βασίζεται στη συνάντηση του Οδυσσέα με τον Λαέρτη. Για να υμνήσει τον έρωτα- ιδίως τον έρωτα για τη σύντροφό του, κριτικό λογοτεχνίας Έντνα Λόνγκλεϊ- βασίστηκε στη Ραψωδία ψ της Οδύσσειας, όπου συναντώνται Οδυσσέας και Πηνελόπη έπειτα από χρόνια και ακολουθεί η διαδικασία της αναγνώρισης. Και όταν θέλησε να μιλήσει για την επικείμενη τότε- τον Αύγουστο του 1994- κατάθεση των όπλων του ΙRΑ δημοσίευσε στους «Ιrish Τimes» ένα ποίημα με τίτλο «Ανακωχή», που περιγράφει τη συνάντηση του Αχιλλέα με τον Πρίαμο που πήγε γονυκλινής να ζητήσει το σώμα του νεκρού Έκτορα.
«Η “Ιλιάδα” είναι το αριστούργημα της ευρωπαϊκής ποίησης», λέει ο Λόνγκλεϊ, που βρέθηκε στην Ελλάδα προσκεκλημένος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). «Είναι το σπουδαιότερο ποίημα που έχει γραφτεί για τον πόλεμο και τον θάνατο. Όποιος ποιητής τη διαβάσει δεν μπορεί να μείνει ίδιος μετά. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι θα γράφει καλύτερα», συμπληρώνει χαμογελώντας.
«Είναι κάπως σαν τον Μπαχ. Η μουσική άλλαξε μετά τον Μπαχ, αλλά δεν έγινε ποτέ καλύτερη».
Ο Μάικλ Λόνγκλεϊ, την ποίηση του οποίου ανθολόγησε και μετέφρασε ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός, θεωρεί ότι συμβάλλει με τον τρόπο του να ξανασυστηθεί ο Όμηρος στο κομμάτι εκείνο του αγγλόφωνου κοινού που δεν τον έχει διαβάσει. «Ζούμε σε μια περίοδο που οι ελληνικές και οι λατινικές σπουδές είναι παντού σε ύφεση», λέει. «Πάντως τα ελληνικά αντιστέκονται. Ίσως γιατί ισχύει αυτό που λέει ο Χίνι, ότι “η ελληνική τραγωδία είναι η εκπληκτικότερη μηχανή εξήγησης των ανθρώπινων παθών”. Άλλωστε οι αρχαίοι είναι αυτοί που έθεσαν πρώτοι όλα τα μεγάλα ερωτήματα».
Όπως συμβαίνει πολλές φορές με τους ποιητές, έτσι συνέβη και με τον Καββαδία. Τα ποιήματά του έγιναν ευρέως γνωστά και έφτασαν στα χείλια των περισσοτέρων ανθρώπων μέσω των μελοποιήσεών τους. Ο Νίκος Καββαδίας είναι ο ποιητής που μελοποιήθηκε περισσότερο απ’ όλους, αναλογικά με το συνολικό μέγεθος του ποιητικού του έργου. Στο cd του Διφώνου παρουσιάζονται για πρώτη φορά ανέκδοτες και σπάνιες μελοποιήσεις του έργου του.
Στην κυριακάτικη λογοτεχνική επιθεώρηση των NYT ο Jim Holt επιχειρηματολογεί υπέρ της αποστήθισης ποιημάτων. Καθημερινή πρακτική που στη ζωή του υποκαθιστά τη λειτουργία ενός ipod, η απομνημόνευση είναι μια διαδικασία που ξεκινά σχεδόν μηχανικά, ισχυρίζεται: καταπίνοντας ένα-δυο καινούριους στίχους κάθε μέρα. Αναρωτιέμαι αν θα είχα ποτέ την πειθαρχία πoυ χρειάζεται για κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι αν θα βελτίωνε τις ανεκδιήγητα κακές επιδόσεις μου στην απομνημόνευση του οτιδήποτε (O Holt λέει πως είναι αμφίβολο – η αποστήθιση ποιημάτων φαίνεται πως σε κάνει καλύτερο στην αποστήθιση ποιημάτων, κι αυτό είναι όλο). Αναρωτιέμαι, ως Έλλην του εξωτερικού, αν θα βοηθούσε στην διάσωση της μητρικής μου γλώσσας ή στη διατήρησή της σε ανεκτά επίπεδα. Αναρωτιέμαι αν θα βελτίωνε την προβληματική μου άρθρωση. Ένα είναι σίγουρο: αν είχα την επιμονή να το καλλιεργήσω, θα το διασκέδαζα αφάνταστα.
Το 40% της τάξης μου είναι Πολωνοί. Οταν ανέφερα με περηφάνεια τα Νόμπελ της ελληνικής λογοτεχνίας κρυφογέλασαν. “Εχουμε περισσότερα”, μας πληροφόρησαν και με ρώτησαν αν θα διδαχθούν Πολωνούς λογοτέχνες στα πλαίσια της ξένης λογοτεχνίας. Τους ανέθεσα λοιπόν να μας παρουσιάσουν μερικά αποσπάσματα αφού όμως τα μεταφράσουν.
Γεννιέται το 1902 η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. “Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’αγάπησες” ποίηση:Μαρία Πολυδούρη μελοποίηση:Δημήτρης Παπαδημητρίου εκτέλεση:Ελευθερία Αρβανιτάκη δίσκος:”Τραγούδια για τους μήνες”
…όπως τα παρουσίασε η Κική Δημουλά σε ομιλία της στην Αρχαιολογική Εταιρεία. Ενα κείμενο της Κικής Δημουλά, μόλις τριάντα σελίδων, που εκφωνήθηκε στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009, αποδεικνύει ότι ο ποιητικός λόγος δεν έχει όριο φόρμας. Είναι μια ομιλία που περισσότερο θυμίζει λυρική έκφραση παρά τους τυπικούς λόγους των τιμητικών εκδηλώσεων. Η ακαδημαϊκός παρουσιάζει συνοπτικά τις προθέσεις και τους τρόπους της, μιλάει για όσα την εμπνέουν, όσα τη δυσκολεύουν, όσα τη φέρνουν σε αμηχανία. Καθώς η ομιλία ετοιμάστηκε για συγκεκριμένο κοινό, παντρεύει σε αυτή στοιχεία που αφορούν τους ακροατές της. Λέει λίγο μετά την «καλησπέρα» της ότι έχει «συμπτώματα μέθης» από τα καλά λόγια της προσφώνησης και συμπληρώνει: «Αρχισα να νιώθω σαν ένα σημαντικό θραύσμα της σπουδαίας προγόνου μας της αρχαιότητας,το οποίο έφερε στο φως η επιστήμων σκαπάνη και σας το παρουσιάζει». Λέει στο κοινό της ότι, όταν θέλει να γράψει και δεν μπορεί, προσεύχεται στον Παντοδύναμο να της στείλει λίγη δύναμη: «Οπως και να ΄ναι,εμμένω στην προσευχή κι ας θεωρείται πως είναι ένα αναχρονιστικό κουτί παραπόνων ξέχειλο,ξεχασμένο,μια εικόνα παραμελημένης, προαποφασισμένα αταχυδρόμητης ανάγκης».
Εξηγεί πόσο ανασταλτικά λειτουργεί στην έμπνευσή της ένας τίτλος γιατί αν, λέει, δεν έχει τίτλο, λοξοδρομεί και κατευθύνεται όπου ακούγεται τρεχούμενο νερό: «Φτάνοντας και λάθος να δω ότι έκανα και τα νερά να μην τρέχουν,ούτε σταγόνα,δεν έχει σημασία.Εγώ πάντως το μικρό σταμνάκι μου πρόφτασα καθ΄ οδόν να το γεμίσω με τον ήχο της αναβλύζουσας νοερότητας». Για τον τίτλο της ομιλίας αναφέρει ότι προκύπτει από την αδυναμία της να επικεντρωθεί σε ένα θέμα, καθώς προτιμά τις πλαγιοδρομήσεις. Ως αφετηρία της ομιλίας της χρησιμοποίησε «μερικές ευαισθησίες,ταλαιπωρημένες από τα ταξίδια τους σε μακρινά ενδεχόμενα και κοντινές επαληθεύσεις.Τις βρήκα σ΄ ένα ημερολόγιο που κρατούσε ο φόβος,γραμμένες ανάκατα,έξω από την αράδα τους πεσμένες, άλλη μπρούμυτα,άλλη ανάσκελα,σα να τις έγραφε το χέρι μιας μεγάλης φουρτούνας».
Η Κική Δημουλά αναφέρει στην ομιλία της ετερόκλητους χαρακτήρες και δημιουργούς: ξεκινά από τον Δαρείο του Καβάφη, για να αναζητήσει τη Σταχτοπούτα (με την οποία παρομοιάζει τη γλώσσα) και την κακιά μητριά (τη σιωπή). Λίγο πιο κάτω θα επιβιβαστεί στην Κιβωτό του Νώε (που μπάζει από την πίσω πόρτα το «σκυλολόι της σκληρότητας»), συναντά τον Νερούδα, διασταυρώνεται με τον Αθω Δημουλά, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχοφ. Στις τελευταίες σελίδες περιγράφει έναν κινέζο πλανόδιο πωλητή, που μπαίνει σε μια «όχι κοσμική ταβέρνα», «με το κινητό εμπόρευμά του έκθετο πάνω σ΄ ένα ξύλινο τελάρο κρεμασμένο με λουρί από το λαιμό του». Διαλέγει να αγοράσει: «Εμένα μου γυάλισαν κάτι κοκκινόχρωμα ευτελή πουλάκια γύψινα». Αγοράζει τρία για να είναι βέβαιη ότι θα ακουστεί το κελάηδισμα- ώστε τις νότες «να μην τις πάρει ο σφοδρός άνεμος της νοερότητας». Οταν υπάρχει κελάισμα, υπάρχει η επιθυμία ακροατηρίου: «Γι΄ αυτό το ακροατήριο μαθαίνουμε να ψευτοτραγουδάμε ή να βουβαινόμαστε,βυθιζόμενοι αργά αργά στην άπατη λέξη:βοήθεια…βοήθεια…που ξελαρυγγιαζόμαστε να ζητάμε».
Είναι δύσκολο και μάλλον άχαρο να μιλάει κάποιος για το έργο του. Η Δημουλά διαφεύγει γιατί, ενώ φαινομενικά αναφέρεται στην περιπέτεια της σύνταξης ενός ποιήματος, διατρέχοντας ζητήματα δυνητικά βαρετά (η γλώσσα, το θέμα, ο αναγνώστης), ουσιαστικά κάνει το δικό της. Γράφει ένα εκτενές πεζο-ποίημα για όλα αυτά, εξαιρετικά ευχάριστο και πολύ διαφωτιστικό.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή