Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος για το Γιάννη Ρίτσο:
Η ποίηση του Ρίτσου θυσιάζει σε δύο Θεούς. Στον Θεό των Μεγάλων Πραγμάτων: όταν επιλέγει ολόκληρη τη φυλή ή το γένος μας, με την πνευματική και όχι τη βιολογική σημασία των όρων, ως θέμα της διαβόητης «Ρωμιοσύνης» του. Αλλά και στον Θεό των Μικρών Πραγμάτων: όταν εξυμνεί μεθοδικά, σχεδόν σε κάθε στίχο του, καρέκλες, κρεβάτια, πόρτες, παράθυρα, καρφιά, πιάτα, τσιγάρα, πέτρες. Ο ετερόκλητος σωρός των ασήμαντων αντικειμένων που στοιχειώνουν τις ζωές μας δοξάζεται και αποθεώνεται μες στα ποιήματά του. Ο Ρίτσος κατορθώνει το ακατόρθωτο, με το να ταλαντεύεται διαρκώς και με παροιμιώδη άνεση ανάμεσα στο υψιπετές και στο ταπεινό, φωτίζοντας με το μεγαλείο τού πρώτου το δεύτερο. Και αντίστροφα: γειώνοντας και κάνοντας πολύ πιο απτά τα άφθαρτα, τα αθάνατα στοιχεία μας, που τον απασχολούν εξίσου. Ολ’ αυτά σε αντίθεση με τις δικές μας γενιές, των επιγόνων του, που καθηλωθήκαμε στη λατρεία των Μικρών Πραγμάτων, στερημένοι από λυρισμό, ρομαντικά οράματα και συλλογικές αυταπάτες, ριγμένοι σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν το Χρήμα και ο κυνικός πραγματισμός.
Κάποιοι από παλιά τον κατηγόρησαν, κι εφέτος που γιορτάζουμε τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, ακόμη τον κατηγορούν, για την πολυγραφία του, για φλυαρία. Οπως και για την πολιτική στράτευσή του. Ενας λιγότερο σπουδαίος ποιητής, ένας ελάσσων δημιουργός, μπορεί εξαιτίας της στράτευσης αυτής να είχε καταβαραθρωθεί. Ο Ρίτσος, όμως, την υπερβαίνει. Το ίδιο ισχύει και για την ποσότητα του έργου του, που αναλογεί στο εύρος της θεματολογίας του. Εν τέλει, πρέπει πάντα να σταθμίζουμε ποιος κατηγορεί ποιον. Μήπως κάτι αδύναμα, στενά ρυάκια κατηγορούν το πλατύ ποτάμι (όχι του Μπεράτη) ότι παραείναι πλατύ;