Η διαδικτυακή τηλεόραση έχει γίνει τόσο δημοφιλής που αρκετοί μιντιακοί δίαυλοι θέλουν να την ενσωματώσουν στην τηλεοπτική συσκευή που βρίσκεται στο σαλόνι. Εντός μερικών μηνών, οι Γερμανοί τηλεθεατές με ειδικά εξοπλισμένες συσκευές θα μπορούν να παρακολουθούν διαδικτυακά προγράμματα των κρατικών διαύλων. Έτσι, οι χρήστες θα έχουν τη δυνατότητα να μην χάνουν κανένα επεισόδιο της αγαπημένης τους εκπομπής και να το βλέπουν όποτε θέλουν από τις οθόνες των PC τους.
Στη Βρετανία, το BBC σε συνεργασία με άλλες εταιρείες, προσπαθεί να υλοποιήσει ένα φιλόδοξο σχέδιο όπου μια πλειάδα προγραμμάτων και διαδραστικών υπηρεσιών θα εμφανίζονται στις τηλεοπτικές συσκευές, με τέτοιο τρόπο ώστε ο τηλεθεατής να προλαβαίνει ότι δεν είδε (catch-up service). Ο βρετανικός «κολοσσός» μάλιστα σκοπεύει να ρίξει στην αγορά το νέο του προϊόν μέχρι και τον επόμενο χρόνο.
Παρόμοιες υπηρεσίες όπως το iPlayer (ΒBC) στη Βρετανία και το Hulu στις ΗΠΑ έχουν προσελκύσει εκατομμύρια διαδικτυακούς χρήστες -που ενδεχομένως έχουν πολύ φορτωμένα ωράρια- στο να παρακολουθούν τηλεοπτικά προγράμματα. Ωστόσο, η συνήθεια αυτή εντοπίζεται μόνο μπροστά σε οθόνες υπολογιστών.
Η νέα τεχνολογία, που φέρει τον τίτλο «υβριδική τηλεόραση» και χρησιμοποιεί τόσο την ασύρματη μετάδοση όσο και τις δορυφορικές συνδέσεις, αναμένεται ότι θα προσφέρει μεγαλύτερες προοπτικές. Το τηλεχειριστήριο θα μετατραπεί σ’ ένα ισχυρό εργαλείο της ψηφιακής σύγκλισης.
Υποστηρικτές αυτής της τεχνολογίας λένε ότι θα ανοίξει τον «ασκό του Αιόλου» όπως το iPhone της Αpple με τους ανεξάρτητους δημιουργούς εφαρμογών να βρίσκουν ευρύ πεδίο ενασχόλησης. Φανταστείτε να παρακολουθείτε μια εκπομπή μαγειρικής και στο τέλος της να εμφανίζεται μια σελίδα με links σε παρόμοια, αρχειοθετημένα προγράμματα ή ακόμη και στα sites των εταιρειών που πουλάνε τα συστατικά της συνταγής.
Πώς θα σας φαινόταν να δείτε τον Γιουσέϊν Μπόλτ να κάνει sprint και να καταρρίπτει τα παγκόσμια ρεκόρ, τρισδιάστατο, στο σαλόνι σας;
Σύμφωνα με τον Roger Mosey, υπεύθυνο του BBC για την τηλεοπτική κάλυψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012, οι τεχνικοί του Βρετανικού Οργανισμού, αναζητούν και τεστάρουν διάφορες τεχνολογίες μεταξύ των οποίων και την τρισδιάστατη τηλεοπτική εικόνα.
«Κατά πάσα πιθανότητα, ένα μέρος των αγώνων θα μεταδοθεί με σήμα τριών διαστάσεων», δήλωσε ο Υπεύθυνος του BBC.
«Σίγουρα κανείς δεν θα περίμενε να δει ολόκληρη τη διοργάνωση σε 3D γιατί η τεχνολογία δεν είναι ακόμα αρκετά διαδεδομένη, αλλά θα θέλαμε να πρωτοπορήσουμε» και συνέχισε «ολόκληρο το πρόγραμμα των αγώνων θα καλυφθεί από κάμερες κορυφαίας ανάλυσης High Definition»
Οι εξελίξεις που έχει επιφέρει το Ιντερνετ στη δημοσιογραφία είναι τόσο ραγδαίες ώστε σταδιακά οι παραδοσιακές μέθοδοι θα μοιάζουν παλαιά, θεωρητικά σχήματα.
Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η απόπειρα ενός βετεράνου των δημοσίων σχέσεων, του Πίτερ Σάνκμαν, ο οποίος μόλις πέρσι δημιούργησε μια διαδικτυακή πλατφόρμα για επίδοξους ρεπόρτερ. Ο Σανκμαν είχε την απλή αλλά εντυπωσιακή ιδέα να δημιουργήσει στο Facebook ένα account με τον τίτλο «Help A Reporter Out».
Εκεί «έχτιζε» μια λίστα με τα e-mail από ειδικούς διαφόρων επαγγελμάτων, στελεχών δημοσίων σχέσεων αλλά και ατόμων που απλά ήθελαν να δουν το όνομά τους να φιγουράρει σε ρεπορτάζ κάποιας έντυπης έκδοσης. Με αυτόν τον τρόπο, όποιος δημοσιογράφος έψαχνε για δηλώσεις ή τεκμηρίωση κάποιου θέματός έμπαινε στο group και έβρισκε την «πηγή» που επιθυμούσε. Όταν μάλιστα η συγκεκριμένη λίστα έφτασε στο όριο χρηστών που «επιτρέπει» το Facebook –τους 1200, ο Σάνκμαν «ανεξαρτητοποιήθηκε» και δημιούργησε την ιστοσελίδα www.helpareporter.com.
Το μεγαλύτερο μέρος της λίστας του Σάνκμαν περιλαμβάνει επαγγελματίες από τον κλάδο των δημόσιων σχέσεων, γεγονός που ορισμένες φορές «ενοχλεί» τους δημοσιογράφους που δεν θέλουν να δεσμεύονται από brands. Ωστόσο, όπως σχολιάζει ο ίδιος η χρησιμότητα της λίστας φαίνεται από τις ερωτήσεις – αιτήματα που θέτουν οι δημοσιογράφοι για τα θέματά τους και στο «μαζικό» κοινό στο οποίο απευθύνονται. Για παράδειγμα, θέλοντας να αποτυπώσουν την αποτυχία του προγράμματος των 3 δισ. δολαρίων για την αγορά αυτοκινήτου (ΗΠΑ), ρωτούσαν: «Ψάχνω για μητέρες και πατέρες που δεν πρόλαβαν να αγοράσουν αυτοκίνητο μέσα από αυτό το πρόγραμμα».
Μέχρι τώρα περίπου 30.000 bloggers, δημοσιογράφοι και άλλοι συλλέκτες ειδήσεων χρησιμοποιούν την υπηρεσία για να κάνουν 150 με 200 ερωτήσεις σε καθημερινή βάση, σ’ ένα δίκτυο περίπου 80.000 μελών.
Καινοτόμο και κερδοφόρο
Το ΗΑRO αποτελεί ένα από τα αρκετά παραδείγματα των διαδικτυακών επιχειρήσεων που προσφέρουν υπηρεσίες σε μηδενικό κόστος, παρόλα αυτά σημειώνουν μεγάλη κερδοφορία. Χωρίς καμία αρχική επιβάρυνση, το HARO εμφανίζει τη δεδομένη στιγμή έσοδα άνω του 1 εκατ. δολαρίων, την ίδια στιγμή, μάλιστα, που το Twitter και το Facebook δυσκολεύονται να κάνουν κάτι παρόμοιο.
Σύμφωνα με το Σάνκμαν, η κερδοφορία της ιστοσελίδας του οφείλεται στο γεγονός πως διαφημίζει με ακρίβεια σε ένα κοινό, το οποίο σε μέσο όρο 75%-80% ανοίγει κάθε e-mail που λαμβάνει. (σ.σ: ενδιαφέρεται δηλαδή ενεργά για τις ερωτήσεις που τίθενται). «Ο διαφημιστικός χώρος που διατίθεται έχει πουληθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2010», λέει ο Σάνκμαν και εξηγεί: «Η διαφήμιση δεν ήταν μέρος του σχεδίου». Όταν όμως τον πλησίασαν άνθρωποι από την εταιρεία ρούχων «American Apparel» και του είπαν ότι ενδιαφέρονται να καταχωρήσουν μια διαφήμιση γιατί «αρκετοί από τους ανθρώπους στη λίστα εργάζονται στις δημόσιες σχέσεις και είναι και στη δική μας λίστα», τότε η συμφωνία δεν άργησε να γίνει.
Ο Πάσχος Μανδραβέλης αναλύει στην Καθημερινή γιατί οι φωνές για το τέλος του γραπτού λόγου άρχισαν να πληθαίνουν:
«O γραπτός λόγος», έγραψε ο δημοσιογράφος Κουρτ Νταλ, «δεν είναι ο σκοπός, αλλά το μέσον. Tον χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε με μεγάλες ομάδες ανθρώπων και για να διατηρούμε τις ιδέες στο πέρασμα του χρόνου».
«Οι άνθρωποι, όμως, προτιμούν τον προφορικό λόγο. Ηδη με τις δυνατότητες που μας δίνει η νέα τεχνολογία να δημιουργούμε, να αποθηκεύουμε και να αποστέλλουμε ήχο και εικόνα μέσω των δικτύων τόσο εύκολα όσο σήμερα στέλνουμε κείμενο, γιατί να γράφουμε και να διαβάζουμε;
Aποθηκεύουμε τις πληροφορίες ως γραπτές λέξεις; Oνειρευόμαστε με γραπτές λέξεις; Οχι βέβαια. H εικόνα και η φωνητική γλώσσα είναι οι φυσικές φόρμες της πληροφορίας. H γραφή είναι απλώς τεχνολογία. Mπορεί να αντικατασταθεί από κάτι καλύτερο…»
….
Υπάρχουν και πολλές τεχνικές δυσκολίες που κάνουν αναγκαίο τον γραπτό λόγο στην εποχή της πληροφορίας. Η ψηφιακή καταγραφή, αποθήκευση και μετάδοση βίντεο είναι πολύ πιο δαπανηρή σε σχέση με τον γραπτό λόγο. H γραπτή Bίβλος, για παράδειγμα, καταλαμβάνει χώρο 2 μεγκαμπάιτ, ενώ η οπτικοακουστική τουλάχιστον 1.000 φορές περισσότερο. Από την άλλη, η επεξεργασία κειμένου γίνεται απείρως ευκολότερα απ’ ότι η επεξεργασία ήχου και εικόνας. H τεχνολογία της γραφής και ανάγνωσης παραμένει σχετικά αναλλοίωτη, ενώ η τεχνολογία των υπολογιστών αλλάζει συνεχώς. «Mπορώ να πάω στη βιβλιοθήκη και να διαβάσω ένα βιβλίο του περασμένου αιώνα, έγραψε ο Robinson, αλλά ο υπολογιστής μου δεν μπορεί να διαβάσει μία δισκέτα του 1975».
Yπό φυσιολογικές συνθήκες, ο χρόνος ζωής των έγχρωμων φωτογραφιών είναι περί τα 30 χρόνια. Σε ό, τι αφορά δε τις βιντεοκασέτες (αν ξεφύγουν από υγρασίες, μαγνητικά πεδία, υψηλές θερμοκρασίες κ. λπ., που διαρκώς τις απειλούν) σε 30 χρόνια μπορεί να μην υπάρχει μηχανή για να τις δούμε. H τεχνολογία αλλάζει τόσο ραγδαία που ό, τι πληροφορία αποθηκεύουμε, γίνεται παρωχημένη σε λίγα μόλις χρόνια. Aρκεί να θυμηθούμε τις βιντεοταινίες «betamax» ή τις μεγάλες κασέτες «8-track», που κάποτε είχαν μεγάλο σουξέ στα αυτοκίνητα όλου του κόσμου. Συνεπώς, ένας πολιτισμός δεν μπορεί να βασιστεί σε εύθραυστες τεχνολογίες για να διατηρήσει τη μνήμη. Ο γραπτός λόγος πάντα θα υπερέχει…
Η Μαριάννα Τζιαντζή στην Καθημερινή παρακολουθεί τα σχετικά με τη μείωση των κυκλοφοριών των εφημερίδων:
Κάποτε θα πρόσεχα τι εφημερίδα διαβάζουν. Πολιτική, αθλητική, του δεξιού, του κεντρώου, του αριστερού χώρου; Τώρα ούτε που δίνω σημασία. Αρκεί που κάποιοι διαβάζουν σε έναν δημόσιο χώρο, όχι μόνο από συνήθεια ή για να σκοτώσουν την ώρα τους, αλλά επειδή υποθέτω ότι έχουν κάποια περιέργεια για το τι συμβαίνει στον κόσμο ή στον ελληνικό μικρόκοσμο. Ασφαλώς η περιέργεια αυτή μπορεί να καλυφθεί από τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο ή από τα δελτία των οχτώ ή από το σερφάρισμα στο Ιντερνετ, όμως η ανάγνωση από το χαρτί έχει μια διαφορετική διάσταση, όχι μόνο λόγω της υλικότητας του Μέσου αλλά και επειδή έχουμε επιλέξει την εφημερίδα που θα διαβάσουμε, την έχουμε πληρώσει. Ισως στην επόμενη σελίδα να μας περιμένει μια έκπληξη, μια είδηση ή ένα ρεπορτάζ για κάτι που θα μας ξαφνιάσει, θα μας εξοργίσει, θα μας γοητεύσει. Είναι κάτι σαν ένα ραντεβού στα τυφλά που η έκβασή του είναι αβέβαιη. Τι συμβαίνει όμως όταν η έκπληξη απουσιάζει ή, ακόμα χειρότερο, έχουμε πια πάψει να την περιμένουμε;
Πολλές είναι οι αιτίες για τη μείωση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, αιτίες που πολλές φορές έχουν εντοπιστεί, όπως ο ανταγωνισμός από την τηλεόραση και δευτερευόντως από το Διαδίκτυο, η απαξίωση της πολιτικής, οι οικονομικές δυσκολίες (δεν μπορούν όλοι να πληρώνουν περίπου 40 ευρώ το μήνα για να διαβάζουν καθημερινά εφημερίδα). Ισως μία από τις αιτίες -και ίσως όχι η πιο σημαντική- είναι η έλλειψη περιέργειας, μια έλλειψη που συχνά συμβαδίζει με την απάθεια, τον εγωκεντρισμό την ξεθυμασμένη ηδονοθηρία («να περνάμε καλά»), την απουσία ελπίδας. Ο Αϊνστάιν μιλούσε για την «ιερή περιέργεια», που συνήθως «τη σκοτώνει το σχολείο» και η οποία αφορά τα μεγάλα μυστήρια της αιωνιότητας, της ζωής, της θαυμαστής δομής του υλικού κόσμου – και όχι το αν θα γίνουν εκλογές τον Οκτώβριο ή τον Μάρτιο. Αυτή η περιέργεια, που υπερβαίνει τον εαυτό μας, που υπερβαίνει τα μικρά και τα επίκαιρα ή τα εντάσσει στον μεγάλο ιστορικό καμβά, είτε έχει αμβλυνθεί είτε δεν την καλύπτει η ανάγνωση της εφημερίδας, δεν της προσφέρει ερεθίσματα για να αναπτυχθεί.
Κάποιοι μοναχικοί θαμώνες λικνίζονται ρυθμικά καθώς ακούνε μουσική από το εμ-πι-θρι τους. Αλλοι μιλούν στο κινητό τους, κραυγάζουν, επιχειρηματολογούν, χειρονομούν. Και στις δύο περιπτώσεις αδιαφορούν για τον κόσμο γύρω τους, εξατομικεύουν τον δημόσιο χώρο, διακριτικά οι πρώτοι, βάναυσα οι δεύτεροι. Τι θέση να έχει η εφημερίδα σε ένα κόσμο που η περιέργεια και το πάθος περιστρέφονται γύρω από τον ατομικό μας άξονα; Επιπλέον, πώς εμείς οι γραφιάδες μπορούμε να είμαστε διαφορετικοί όταν ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο, να μην προσθέσουμε στη γνωστή ανασφάλεια και ημιμάθειά μας τον κυνισμό, το ναρκισσισμό, την υπεροψία;
Η άνοδος και η παγίωση της κοινωνικής δικτύωσης στο Ίντερνετ, έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση των παραδοσιακών portals από υπηρεσίες όπως το Facebook και το Twitter, όπου οι χρήστες ανακαλύπτουν ένα νέο, περισσότερο προσωπικό τρόπο επιλογής ειδήσεων και «φιλτραρίσματος» όσων συμβαίνουν γύρω τους.
«Οι ειδήσεις και τα links που δημοσιεύουν οι φίλοι σου στα κοινωνικά δίκτυα είναι αυτά που έχουν περισσότερο ενδιαφέρον και για σένα, είναι σαν να επιλέγουν εκείνοι αυτά που σου αρέσουν να διαβάζεις», επισημαίνει ο Τσάρλς Μίλερ, διοικητικό στέλεχος της DirecTV στο Λος Άντζελες, συνοψίζοντας την αλλαγή στη συμπεριφορά των χρηστών που συμπίπτει με την ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων του web.
Η αλλαγή αυτή έχει υποχρεώσει πολλούς παρόχους περιεχομένου να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, και μάλιστα γρήγορα. Αντί να υποθέτουν ότι οι χρήστες θα αναζητήσουν το περιεχόμενο που δημοσιεύουν, οι οργανισμοί ενημέρωσης προωθούν ενεργά το περιεχόμενο τους στα κοινωνικά δίκτυα, ενθαρρύνοντας τους αναγνώστες τους να προωθήσουν τα σχετικά links στους online φίλους τους. Μια νέα τάση που διαμορφώνεται, αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων, θέλει τις ιστοσελίδες ενημέρωσης και ειδήσεων να έχουν ενσωματωμένους μηχανισμούς που δημοσιεύουν αυτόματα άρθρα σε κοινωνικά δίκτυα, πρώτιστα στο Facebook, το Twitter, το Digg ή το StumbleUpon.
Οι New York Times προωθούν συστηματικά το περιεχόμενο τους στις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης του web. Ο βασικός τους λογαριασμός στο Twitter παρακολουθείται από περισσότερους από 1,7 εκατομμύρια χρήστες, η σελίδα τους στο Facebook έχει περισσότερους από 460.000 φίλους, ενώ έχουν δημιουργήσει λογαριασμούς στο Twitter για όλα τα επιμέρους blogs τους.
Ακριβή στατιστικά που να παρουσιάζουν την αύξηση στο διαμοιρασμό της πληροφορίας στα κοινωνικά δίκτυα δεν συγκεντρώνονται εύκολα, επειδή τα links διανέμονται και μοιράζονται σε πολλές διαφορετικές πλατφόρμες, ενώ οι υπηρεσίες που μικραίνουν τα links περιπλέκουν τις προσπάθειες παρακολούθησης της ροής της πληροφορίας.
Η γενική τάση ωστόσο είναι ξεκάθαρη. Οι προσπάθειες προσαρμογής των μέσων ενημέρωσης στα νέα δεδομένα, σε συνδυασμό με την αύξηση του περιεχομένου που διακινείται στο Ίντερνετ, έχουν μετατρέψει τα κοινωνικά δίκτυα του web σε τεράστιες μηχανές προτάσεων και επιλογών, υπεύθυνων για την κίνηση ενός ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού χρηστών.
Στο Facebook, ο αριθμός των links που κινούνται μεταξύ των χρηστών έχει διπλασιαστεί τους τελευταίους τέσσερις μήνες, φτάνοντας τα 18 εκατομμύρια για το μήνα Αύγουστο. Τα links στο Facebook αναλογούν στο 19% των συνολικών επισκέψεων στην ιστοσελίδα της Huffington Post, ενώ είναι η υπ’ αριθμόν ένα πηγή επισκεψιμότητας για τη γνωστή ιστοσελίδα κοινωνικού περιεχομένου, Perez Hilton.
Ενα παιδί που βλέπει κατά μέσο όρο 27 ώρες την εβδομάδα τηλεόραση, θα έχει δει μέχρι την ηλικία των δεκαοκτώ ετών 200.000 σκηνές βίας και 40.000 φόνους. H βία εμποτίζει κάθε περιοχή της ψυχοσύνθεσής του. Tο γεγονός αυτό εξόργιζε τον Τζορτζ Γκέρμπνερ: η μικρή οθόνη, είπε, προσφέρει μια εικόνα του κόσμου βίαια, άγρια, καταπιεστική, επικίνδυνη και ανακριβή. O ουγγρικής καταγωγής, πρώην κοσμήτορας της Σχολής Eπικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας, μελέτησε τριάντα χρόνια τώρα την τηλεόραση. Tην θεωρεί τοξικό απόβλητο των δυνάμεων της αγοράς που αφήνιασε. Tο Mέσο αυτό, είπε, ενώ έχει τη δυνατότητα να εμπλουτίσει τον πολιτισμό, εκτρέφει τον φόβο και τον πανικό. Aν αυτά συναντήσουν στο μέλλον και οικονομικές υφέσεις, μπορούν τελικά να υπονομεύσουν τη Δημοκρατία.
O Γκέρμπνερ στοιχειοθετεί την οργή του για τον «δηλητηριώδη ρόλο» της τηλεόρασης. «Δεν υπάρχει σοβαρότερη υπόθεση μιας κοινωνίας από τους μύθους με τους οποίους μεγαλώνει τα παιδιά της. Για πρώτη φορά στην ιστορία μας, αυτοί οι μύθοι δεν είναι αφηγήσεις ούτε των γονιών, ούτε των σχολείων, ούτε της Εκκλησίας, ούτε της κοινότητας ή της φυλής. Tην αφήγηση έχει αναλάβει μια διαρκώς συρρικνούμενη ομάδα επιχειρήσεων, που έχουν κάτι να πουλήσουν. Aυτή η αλλαγή είναι θεμελιακή για το πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο τα παιδιά μας μεγαλώνουν και κοινωνικοποιούνται…».
«Mέχρι να τελειώσει το Λύκειο ένα παιδί, θα έχει δει περισσότερες ώρες τηλεόρασης απ’ όσες θα περάσει στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου. H τηλεόραση έχει γίνει μια πολιτιστική δύναμη ισάξια της θρησκείας στην Ιστορία. Mόνο η θρησκεία είχε τη δύναμη να μεταφέρει το ίδιο μήνυμα για την πραγματικότητα σε κάθε κοινωνική ομάδα, να δημιουργεί κοινό πολιτισμό…».
…«H τηλεοπτική βία στρατιωτικοποιεί τη σκέψη», λέει ο Γκέρμπνερ, και δημιουργεί το «Σύνδρομο του Aγριου Kόσμου». Eπειδή η τηλεόραση παρουσιάζει τον κόσμο χειρότερο απ’ όσο είναι, φοβόμαστε κι αγχωνόμαστε. Aυτό μας κάνει επιρρεπείς να ζητάμε από τις αρχές όλο και πιο σκληρά μέτρα για την πάταξη της εγκληματικότητας. O Γκέρμπνερ πιστεύει πως οι υποστηρικτές της θανατικής καταδίκης στις HΠA πλήθυναν τα τελευταία τριάντα χρόνια, λόγω της απεικόνισης της βίας στη μικρή οθόνη. Οσο περισσότερο αίμα βλέπει κάποιος στην τηλεόραση, τόσο περισσότερο αισθάνεται να απειλείται από βίαιες πράξεις.
Τα οικονομικά πλεονεκτήματα της βίας
Tο εκπληκτικότερο είναι πως η βία, παρά το γεγονός ότι εθίζει τους ανθρώπους, δεν προέχει στις προτιμήσεις των τηλεθεατών. Aν δούμε τις κορυφαίες σε θεαματικότητα εκπομπές των καναλιών, λέει ο Γκέρμπνερ, θα διαπιστώσουμε ότι προηγούνται σόου και σειρές που δεν έχουν βία και σεξ. Tο πρόβλημα είναι οι παραγωγοί της ψυχαγωγίας, που μετρούν πλέον το κόστος του πολιτιστικού προϊόντος σε δολάρια ανά χιλιάδα θεατών. Tα βίαια προγράμματα είναι πιο φθηνά στην παραγωγή, γι’ αυτό και παράγονται περισσότερο. Εχουν όμως κι ένα άλλο πλεονέκτημα: εξάγονται ευκολότερα. H βία (όπως και το σεξ) είναι πολυπολιτισμική. Εχει εγγενές το βασικό τηλεοπτικό χαρακτηριστικό: χρειάζεται κυρίως εικόνα. Οταν ο Σιλβέστερ Σταλόνε, για παράδειγμα, καθαρίζει κατά εκατοντάδες τους «κακούς» γίνεται εύκολα «κατανοητός» σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Tο χιούμορ, οι πολύπλοκοι διάλογοι, οι ειδικές πολιτιστικές ιδιοσυγκρασίες κ. λπ. δεν μεταφράζονται τόσο καλά. Γι’ αυτό και η σειρά «Pοwer Rangers» έχει εκατομμύρια τηλεθεατές σε ογδόντα χώρες του κόσμου. Ετσι φτιάχνεται μια διψασμένη παγκόσμια αγορά που ζητεί το απλό, το βίαιο και το γυμνό.
Φθηνή, λοιπόν, στην παραγωγή κι εύκολη στη διανομή, η βία είναι ο πλέον σίγουρος δρόμος προς το κέρδος. Γίνεται μέρος μιας παγκόσμιας συνταγής, που κατά τον Γκέρμπνερ «επιβάλλεται στους δημιουργικούς ανθρώπους και πλασάρεται στα παιδιά του κόσμου».
Ιnfo
Καρλ Πόπερ – Τζον Κοντρί, «Τηλεόραση. Κίνδυνος για τη δημοκρατία», εκδ. Νέα Σύνορα, Α. Α. Λιβάνης
Στέλιος Παπαθανασόπουλος, «Η βία στην ελληνική τηλεόραση», εκδ. Καστανιώτης
Μαζί με το φθινόπωρο έρχονται και οι νέοι κύκλοι πολλών τηλεοπτικών σειρών που αναμένονται με μεγάλη ανυπομονησία από τους fans σε όλο τον κόσμο, σειρές που υπόσχονται να μας κρατήσουν καλή συντροφιά όλο τον χειμώνα… Και το YouTube φυσικά δεν θα μπορούσε να αφήσει το γεγονός ανεκμετάλλευτο!
Για τον λόγο αυτό οι υπεύθυνοι του δημιούργησαν μια ειδική σελίδα όπου παρουσιάζονται φρέσκα trailers δεκάδων δημοφιλών σειρών, που δίνουν μια μικρή γεύση από το τι θα ακολουθήσει το φθινόπωρο που θα αρχίσει η τηλεοπτική σεζόν. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα να ψηφίσετε για την ανάδειξη της πιο αγαπημένης σειράς για το φθινόπωρο 2009! Εσείς ποια θα ψηφίσετε;
Στις 23 Αυγούστου 1864 γεννήθηκε στις Μουρνιές Χανίων ο εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος. Το Star, για τα 145 χρόνια από τη γέννησή του, ετοιμάζει ένα μεγάλο αφιέρωμα, που θα μεταδίδεται μέσα από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων από 17- 23 Αυγούστου, με σπάνιο αρχειακό υλικό από τη γενέτειρά του, τα πρώτα χρόνια της ζωής του, το πατρικό του σπίτι, τη δράση, την πορεία, αλλά και προσωπικές στιγμές του. Θα τον δούμε μαυροφορεμένο και με γένια να πενθεί- κατά τα κρητικά έθιμα- για τον θάνατο (1895) της γυναίκας του Μαρίας Κατελούζου και μητέρας των παιδιών του Κυριάκου και Σοφοκλή.Είκοσι έξι χρόνια αργότερα (1921) στο Λονδίνο παντρεύτηκε την Έλενα Σκυλίτση Στεφάνοβικ, κόρη μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες της παροικίας του Λονδίνου. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει ακόμη ένα μικρό φιλμ από τις τελευταίες μέρες και τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι στις 18 Μαρτίου του 1936, καθώς και τη μεταφορά της σορού με το αντιτορπιλικό «Κουντουριώτης» στο Ακρωτήρι, όπου και ετάφη. Συγκινητικό είναι το στιγμιότυπο όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος τραγουδάει το ριζίτικο Διγενής Ακρίτας. Το αφιέρωμα, του οποίου πολύτιμο υλικό παραχώρησε το ίδρυμα Ελευθερίου Βενιζέλου, επιμελείται η δημοσιογράφος Μαρία Γιαχνάκη.
Πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν ο Γκάντι και τόσοι άλλοι φωτισμένοι μπορούσαν να περάσουν το μήνυμά τους στον κόσμο;
Στην Ινδία λίγοι είχαν ακούσει για τον Γκάντι, τον δικηγόρο που είχε σπουδάσει στο Λονδίνο και είχε αγωνιστεί κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, νότια αποικία του στέμματος. Ούτε ο Γκάντι ήξερε πολλά για τη χώρα εκείνη, αν και επρόκειτο να ηγηθεί της ανεξαρτησίας της. «Ταξιδεύοντας γνώρισε τη χώρα του. Τις μεγάλες αποστάσεις τις έκανε πάντα με το τρένο. Ηθελε να συμβιώνει με τον απλό κόσμο, να ξέρει τι σκέπτονταν οι απλοί άνθρωποι και να είναι ένας από αυτούς» διηγείται η Τάρα Γκάντι Μπατατσάρτζι, η μόνη από τα οκτώ εγγόνια του Μαχάτμα που ζει στο Νέο Δελχί. Τα άλλα επτά είναι διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία της Ινδίας ή ζουν στις ΗΠΑ.
Ζώντας και δουλεύοντας με τους ανθρώπους στα πιο απομακρυσμένα χωριά, γνώρισε και μοιράστηκε τις ανάγκες και τον τρόπο ζωής των συμπατριωτών του.
Ετσι κέρδισε το δημοφιλές παρωνύμιο Μαχάτμα (στα ινδικά σημαίνει «μεγάλη ψυχή»). Υιοθέτησε τη φτώχεια της μεγάλης πλειονότητας των συμπατριωτών του και, σαν κι αυτούς, ξεγυμνώθηκε από όλα όσα του φαίνονταν περιττά. Ποτέ πια δεν θα ξαναφορούσε παπούτσια αλλά σανδάλια. Και θα κάλυπτε το σώμα του μόνο από τη μέση και κάτω με ένα τραχύ πανί. Αφού η πλειονότητα των ανθρώπων της υπαίθρου μπορούσε να ζήσει χωρίς περισσότερα, γιατί να έχει αυτός άλλες ανάγκες;
«Μια επιλογή που δείχνει ότι του τελειώνουν οι επιλογές» χαρακτηρίστηκε η ανακοίνωση του 78χρονου βαρώνου των μέσων ενημέρωσης, Ρούπερτ Μέρντοχ, ότι θα επιβάλει χρεώσεις στο διαδικτυακό περιεχόμενο των εφημερίδων του. Η αυτοκρατορία των εφημερίδων του Μέρντοχ εκτείνεται από τους «Τάιμς» και τους «Σάντεϊ Τάιμς» του Λονδίνου, μέχρι τη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» στις ΗΠΑ και τον «Οστρέλιαν» στην Αυστραλία, περνώντας από ταμπλόιντ όπως η «Σαν» και οι «Νιους οφ δε Γουόλντ». «Κλείνοντας» το περιεχόμενο όλων αυτών των ιστοσελίδων, ο Μέρντοχ θα προσπαθήσει να ορίσει εκ νέου τις παγκόσμιες συνήθειες της ιντερνετικής ανάγνωσης.
Η ανακοίνωση, υπό την πίεση σοβαρών οικονομικών δυσκολιών, πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Οι περισσότερες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες πειραματίστηκαν προσωρινά με την επιβολή χρεώσεων για την ανάγνωση του περιεχομένου τους, μέχρις ότου σηκώσουν τα χέρια ψηλά και επανέλθουν στο μοντέλο των δωρεάν ειδήσεων. Οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη ιστοσελίδα στον κόσμο, άρχισαν το 2005 να χρεώνουν για την πρόσβαση στα άρθρα των διασημότερων αρθρογράφων τους. Σύντομα διαπίστωσαν ότι οι αναγνώστες προσπαθούσαν να βρουν τα άρθρα αυτά σε άλλες, ελεύθερες ιστοσελίδες και ότι, παρόλο που είχαν κάνει καλή δουλειά στο να απαγορεύσουν την ανάρτησή τους σε άλλα σημεία του Ιντερνετ, τελικά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Οι αναγνώστες δεν πλήρωναν, οι διαφημιστές έβλεπαν ότι η κίνηση στην ιστοσελίδα μειωνόταν και προσέφεραν κι αυτοί με τη σειρά τους λιγότερα διαφημιστικά έσοδα. Από το 2007, το περιεχόμενο των «Νιου Γιορκ Τάιμς» διατίθεται εκ νέου δωρεάν στο Ιντερνετ. Το αντίστοιχο πείραμα στην ισπανική «Ελ Παΐς» κράτησε ακόμη λιγότερο – οι αναγνώστες της ηλεκτρονικής «Ελ Παΐς» έχουν πλέον διαγράψει από τη μνήμη τους τις σκοτεινές εκείνες λιγοστές ημέρες που η εφημερίδα αποκαλυπτόταν μόνο σε όσους ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν.
Από τις μεγάλες εφημερίδες σε ολόκληρο τον κόσμο, μόνο η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» και οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» έχουν βρει τρόπους να πουλούν με επιτυχία τμήμα του -ειδικού οικονομικού ενδιαφέροντος- περιεχομένου τους στο Ιντερνετ.
Το περιοδικό Forbes κατάρτισε μια (ακόμη) λίστα: αυτή των γυναικών από το χώρο των ΜΜΕ με τη μεγαλύτερη επιρροή. Μέτρησε περιουσία, φήμη, αριθμό τηλεθεατών, αλλά και την απήχηση της ιντερνετικής τους «περσόνας».
Στον κατάλογο του αμερικάνικου περιοδικού συνωστίζονται παρουσιάστριες πολιτικών, αλλά και πιο ελαφρών, τοκ σόου, ανταποκρίτριες ειδησεογραφικών δικτύων, παρουσιάστριες ριάλιτι και τηλε-μαγείρισσες. Μαζί τους, σαφής απόδειξη ότι το Ιντερνετ έχει καταλάβει πια για τα καλά τη θέση του ανάμεσα στα media, δημοφιλείς μπλόγκερ κι επικεφαλής ειδησεογραφικών σάιτ.
Η λίστα του Forbes μπορεί, εκτός από ακτινογραφία των τάσεων στα μίντια των ΗΠΑ, να διαβαστεί κι αλλιώς: οι εγχώριες τηλε-σταρ μπορούν να την αντιμετωπίσουν και σαν οδηγίες χρήσης για να κατακτήσουν τη φήμη. Οπότε μην παραξενευτείτε αν αρχίσουν να ξεπηδούν blog με την υπογραφή γνωστών τηλεπερσόνων – λογαριασμό στο Facebook έχουν ήδη αρκετές, και μετρούν «φίλους».
Πρώτη στη λίστα, η Οπρα Γουίνφρεϊ (επάνω αριστερά) με το δημοφιλές σόου της. Πίσω της, παλιές καραβάνες της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, αλλά και η αντισυμβατική Ελεν ΝτεΤζένερες. Πρώτη στη λίστα, η Οπρα Γουίνφρεϊ (επάνω αριστερά) με το δημοφιλές σόου της. Πίσω της, παλιές καραβάνες της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, αλλά και η αντισυμβατική Ελεν ΝτεΤζένερες. Τον πήχυ βέβαια, τον θέτει η Οπρα Γουίνφρεϊ. 750.000 φανατικούς οπαδούς έχει στο Facebook, οπότε μαζί με το τεράστιο κοινό του τοκ σόου που παρουσιάζει, τα δημοφιλή περιοδικά που εκδίδει και την αμύθητη περιουσία της (κάπου ένα δισ. δολάρια) κατέκτησε αυτοδίκαια την πρώτη θέση στη λίστα του Forbes.
Εφημερίδες στα σχολεία και στα καθ΄ ημάς. Την πιλοτική εισαγωγή του Τύπου με ιδιαίτερη έμφαση στις τάξεις του Λυκείου ανακοίνωσε το υπουργείο εσωτερικών. Προφανώς η ιδέα της γαλλικής κυβέρνησης (σχετικό άρθρο και στην Terra) άρεσε στην πολιτική μας ηγεσία και την ενστερνίστηκε. Είναι και η κρίση του τύπου που χρειάζεται ενίσχυση…
Αλλά σχέδιο για την αξιοποίησή τους δε βλέπω να έχει ετοιμαστεί…
Είναι από τις φορές που τρομάζεις με τη δύναμη της δημοσιότητας… Πώς μπορεί η ζωή ενός ανθρώπου να αλλάξει σε μια μέρα αν δοκιμάσει να εκτεθεί στο Διαδίκτυο. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα του παιχνιδιού που εξελίχθηκε σε «θρίλερ» έχει να κάνει με ένα ζευγάρι που θέλησε να σκηνοθετήσει και να «ανεβάσει» το βίντεο του γάμου του στο δημοφιλέστερο «βίντεο-κλαμπ» του Ιντερνετ, το you tube.
Είναι η ιστορία του Κέβιν (Χέινζ) και της Τζιλ (Πέτερσον) από τη Μινεσότα. Το ζευγάρι είχε την ιδέα να γυρίσει μια μικρή ταινία από τη χορογραφημένη είσοδό τους στην εκκλησία, αφήνοντας στην άκρη όλα τα κλισέ της βιομηχανίας των λευκών πέπλων και της πολυώροφης τούρτας, προσαρμόζοντας τις εικόνες σε ένα τραγούδι του Κρις Μπράουν με τίτλο «Forever». Πέντε λεπτά με τους κουμπάρους, τις παρανύμφους, τον γαμπρό και τη νύφη να παρελαύνουν ρυθμικά μπροστά στα αμήχανα βλέμματα των καλεσμένων τους με ανθοδέσμες με χρυσάνθεμα σαν παρτενέρ.
Για πάντα; Ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα δεν θα είχαν φανταστεί μάλλον την εξέλιξη του πράγματος. Δεν πρόλαβαν καλά καλά να πάνε μήνα του μέλιτος και οι νιόπαντροι βρέθηκαν να κλείνουν τη μία μετά την άλλη συνέντευξη με εκπροσώπους των ΜΜΕ, ενώ τους έδωσαν ακόμη και αεροπορικά εισιτήρια για τη Νέα Υόρκη προκειμένου να μιλήσουν ζωντανά.
Από τότε, εκατομμύρια άνθρωποι έχουν παρακολουθήσει το πρωτότυπο βίντεο με τους απλούς πρωταγωνιστές μιας ξεχωριστής ημέρας. Ο Κέβιν και η Τζιλ θεωρούνται διασημότητες. Στη γενέτειρά τους, ειδικά, αντιμετωπίζονται σαν ήρωες αφού κατόρθωσαν να παρουσιάσουν και μια πιο σύγχρονη και φάνκι πλευρά της Μινεσότα. Γι’ αυτό και όλοι, από τις τοπικές εφημερίδες μέχρι τα εθνικά δίκτυα, διεκδικούν δηλώσεις των νεονύμφων.
Το τίμημα της δημοσιότητας δεν άργησε να φανεί. Εφημερίδες όπως η Νew York Post αναμεταδίδουν τώρα τον πόλεμο που γίνεται από τα μεγάλα κανάλια. Το ABC τους «έκλεισε» για να πάνε στο στούντιο του «Good morning America», πληρώνοντας και τα αεροπορικά τους εισιτήρια. Είχαν όμως δώσει συνέντευξη στην εκπομπή «Today» που είχε ήδη μεταδοθεί με αναπαράσταση της χορογραφίας του γάμου.
«Σκάνδαλο» δηλαδή… Δεν ήξεραν ότι αυτός που πληρώνει στον κόσμο των μέσων, πληρώνει και την αποκλειστικότητα ή έστω την πρώτη προβολή. Με αποτέλεσμα το ABC να ακυρώσει την πληρωμή των εισιτηρίων, μαζί και τη διαμονή σε πολυτελές ξενοδοχείο. «Μας πέταξαν έξω από το δωμάτιο», δήλωνε μετά ο Κέβιν Χέινζ. «Η Νέα Υόρκη είναι ζούγκλα. Αυτό μάθαμε». Οταν η εκπομπή «Today» εξασφάλισε νέο ξενοδοχείο και πτήση στους νέους από τη Μινεσότα, το ζευγάρι δεσμεύτηκε να μην ξαναμιλήσει σε δημοσιογράφο. Να ξαναχορέψει ίσως;
Μέσα στην επόμενη 5ετία οι ψηφιακές τεχνολογίες θα επεκταθούν ραγδαία σε όλους τους τομείς της ψυχαγωγίας και των ΜΜΕ, παράλληλα με τη μετάβαση στο νέο ψηφιακό περιβάλλον προβλέπει πρόσφατη μελέτη της PricewaterhouseCoopers (PwC) με τίτλο «Παγκόσμια επισκόπηση για την Ψυχαγωγία και τα ΜΜΕ, 2009-2013» (Global Entertainment & Media Outlook, 2009-2013).Σύμφωνα με τη μελέτη η παγκόσμια αγορά ψυχαγωγίας και ΜΜΕ, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η καταναλωτική όσο και η διαφημιστική δαπάνη, θα παρουσιάσει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,7% για ολόκληρη την περίοδο 2009-2013, ενώ τα έσοδα αναμένεται να φτάσουν το 1,6 τρισ. δολάρια το 2013.
Η οικονομική κρίση δεν μεταβάλλει τους παράγοντες που ευθύνονται για τη μετάβαση στο νέο ψηφιακό περιβάλλον, αλλά αντίθετα θα επιταχύνει το ρυθμό, την ένταση και κατά συνέπεια τη χρονική στιγμή που οι αλλαγές θα συμβούν στον κλάδο. Με λίγα λόγια, η μετάβαση στο νέο ψηφιακό περιβάλλον θα είναι αναπόφευκτη.
Στις σημερινές συνθήκες «η γενιά των νέων επηρεάζει τις γενιές των μεγαλύτερων, οι οποίοι με τη σειρά τους ενδιαφέρονται όλο και πιο πολύ για τις νέες πλατφόρμες διεθνώς», επισημαίνει ο Γιώργος Ναούμ, Partner της PricewaterhouseCoopers στην Ελλάδα και υπεύθυνος του κλάδου Technology Information Communication και Entertainment.
Η αυξημένη ευρυζωνική διείσδυση δίνει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να βρουν αυτό που θέλουν, όπου κι αν βρίσκονται, ενώ οι αναβαθμίσεις στην τεχνολογία προσφέρουν καλύτερο downloading και ροή περιεχομένου, αναφέρεται ακόμη στη μελέτη της PwC. Η ανάπτυξη των ασύρματων δικτύων δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης στο Internet από οποιοδήποτε σημείο, ενώ κάνει πιο δημοφιλείς συσκευές υψηλής τεχνολογίας, όπως τα smartphones, iPods και Kindle, που συνδυάζουν φορητότητα και πρόσβαση.
Τι μέλλει γενέσθαι, λοιπόν, στα επόμενα 5 χρόνια; Οι καταναλωτές θα έχουν όλο και μεγαλύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχαγωγίας και ΜΜΕ, μέσω ψηφιακής ή φορητής πλατφόρμας, και οι διαφημιστές θ’ αλλάζουν τον τρόπο που διαχειρίζονται τους πόρους τους για να αντεπεξέλθουν σε μια διαφημιστική αγορά που διαρκώς διαφοροποιείται.
Η μετάβαση στις ψηφιακές τεχνολογίες έχει πολλαπλασιάσει τις νέες καταναλωτικές συνήθειες και την ψηφιακή συμπεριφορά, καθώς οι καταναλωτές θέλουν να ελέγχουν πού, πότε και πώς καταναλώνουν περιεχόμενο. Επιπλέον οι καταναλωτές θέλουν, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, να διαχειρίζονται με σύνεση τις δαπάνες τους και ζητούν τη μεγαλύτερη δυνατή ποιότητα από τις επιλογές τους. Αυτό είναι εφικτό με την πρόοδο στο νέο ψηφιακό περιβάλλον.
Οι δαπάνες του καταναλωτή-τελικού χρήστη μέσω ψηφιακής-φορητής πλατφόρμας υπολογίζονται στο 23,4% της συνολικής αγοράς το 2008, ενώ αναμένουμε να αποτελούν το 78% της συνολικής ανάπτυξης τα επόμενα πέντε χρόνια
Η Σάντρα Βούλγαρη μας καλεί να επανεξετάσουμε τον ρόλο της δημόσιας, αλλά ανεξάρτητης πληροφόρησης στο άρθρο της στην Καθημερινή:
…Είναι αλήθεια ότι η κρίση πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις εφημερίδες, αλλά και κάθε μορφή γραπτού λόγου (βιβλία και περιοδικά, με εξαίρεση τα καθαρά χρηστικά προϊόντα), σε μια κοινωνία μοναχικών ξένων, που σερφάρουν χωρίς να διαβάζουν, καλύπτοντας με την υστερική «επικοινωνία» των SMS και των e-mail, το έλλειμμα επικοινωνίας αισθημάτων και σκέψεων. Ωστόσο, είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα όσοι πιστεύουν ότι η απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα βρίσκεται στο Ιντερνετ και όλα τα συμπαρομαρτούντα (ηλεκτρονική εφημερίδα, ηλεκτρονικό βιβλίο κ.ά.). Αντίθετα, το «Ιντερνετ» και ευρύτερα η λεγόμενη «οικονομία της γνώσης» αναδεικνύουν μια τρομακτική νάρκη στα θεμέλια του σύγχρονου καπιταλισμού: την κρίση του copyright σε όλες τις μορφές του, από τα άρθρα των εφημερίδων και τα βιβλία, μέχρι τα CD, τα DVD, τα λογισμικά και τα φάρμακα της μοριακής Βιολογίας. Κρίση, που εκδηλώνεται με το εκθετικά μεγεθυνόμενο, σε παγκόσμια κλίμακα, φαινόμενο της λεγόμενης «πειρατείας», η οποία οδηγεί σε ακατάσχετη αιμορραγία διαφυγόντων κερδών και υπονομεύει τα θεμέλια αυτοκρατοριών της «Νέας Οικονομίας».
Αν δούμε υπό αυτή την ευρύτερη οπτική γωνία την κρίση της έντυπης δημοσιογραφίας, θα την αναγνωρίσουμε ως κρίση της εφημερίδας-εμπόρευμα. Μπορεί όντως να μην υπάρχει, μακροπρόθεσμα, επιχειρηματικά βιώσιμη στρατηγική για την έκδοση ενημερωτικών εφημερίδων πανεθνικής εμβέλειας. Ή μπορεί, με αποκλειστικό κριτήριο τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία, μόνη λύση να αποδειχθεί ο Τύπος δύο ταχυτήτων – πλούσιες και ακριβές εφημερίδες για τους πλούσιους, φτωχές και φτηνές εφημερίδες για τους φτωχούς.
Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, τότε θα έπρεπε, ίσως, να σκεφθούμε ένα νέο μοντέλο, δημόσιας και συνεταιριστικής πληροφόρησης, πλάι στην ιδιωτική – ενδεχομένως και σε σύμπραξη με τον ιδωτικό τομέα. Οπως έχουμε αποδεχθεί ότι υπάρχουν πράγματα, σαν την Υγεία και την Παιδεία, όπου το Δημόσιο υποχρεούται να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, έτσι μπορεί να το δεχθούμε και για την πληροφόρηση.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το κράτος θα έσπευδε να εκδώσει απευθείας τις δικές του «Ιζβέστια». Θα μπορούσε, ωστόσο, να ενθαρρύνει εκδοτικές προσπάθειες από θεσμούς όπως τα μορφωτικά ιδρύματα μεγάλων τραπεζών, πανεπιστήμια, Δήμοι ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Η εμπειρία του βρετανικού BBC, έστω κι αν αφορά τη ραδιοτηλεόραση, είναι ενθαρρυντική. Σε κάθε περίπτωση, η διεισδυτική ερευνητική δημοσιογραφία και η διαφωτιστική ανάλυση είναι αναγκαίες όχι μόνο στο ευρύ κοινό, αλλά και στις ίδιες τις κυρίαρχες τάξεις, τουλάχιστον όσο αναγκαία τους είναι τα μεταφορικά δίκτυα, ο ηλεκτρισμός και οι τηλεπικοινωνίες. Γι’ αυτό κάποια στιγμή θα πρέπει, μάλλον, να αποφασίσουν ότι αξίζει τον κόπο να καταβάλουν το απαιτούμενο τίμημα.
Ηκαθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, κυρία Χριστίνα Κουλούρη εκφράζει τις επιφυλάξεις της γιατην εκλαΐκευση της ιστορίας στο Βήμα:
Η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε αφορά στην ίδια την έννοια του «σημαντικότερου». Είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατόν να αποφασίσει κάποιος για το περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό χωρίς τον προσδιορισμό των κριτηρίων της βαθμολογίας. Πώς συγκρίνονται και αντίστοιχα βαθμολογούνται δύο προσωπικότητες που ανήκουν σε τελείως διαφορετικές εποχές και ιστορικές συνθήκες και που χαρακτηρίζονται ως «σημαντικές» για τελείως διαφορετική δραστηριότητα (π.χ. ένας επιστήμονας και ένας πολιτικός); Πώς συγκρίνεται η εφεύρεση της τυπογραφίας (1439) με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) ώστε να ψηφίσει κάποιος υπέρ της μιας ή της άλλης χρονολογίας; Πώς συγκροτείται ο κατάλογος των «σημαντικών» για να φτάσουμε στο «σημαντικότερο»; Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν αγώνα, που παραπέμπει στις σύγχρονες αξίες του πρωταθλητισμού και των ρεκόρ. Με μόνη διαφορά ότι οι «μεγάλοι άνδρες» δεν ντοπάρονται για να νικήσουν. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους- οιονεί ζώντες- για την πρώτη θέση, με τους όρους των σύγχρονων διαγωνισμών (φαινόμενο του 20ού αιώνα), είτε πρόκειται για αθλητικούς αγώνες είτε για καλλιστεία είτε για διαγωνισμούς γνώσεων. Με παρόμοιους όρους γίνεται και το «πρωτάθλημα» των χρονολογιών για το σημαντικότερο έτος στην ιστορία της ανθρωπότητας ή το «πρωτάθλημα των μεγάλων ανδρών» της ιστορίας. Η επιλογή, ωστόσο, δεν γίνεται μέσω ιστορικής μελέτης και απαρίθμησης επιστημονικών επιχειρημάτων. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι είναι δυνατή μια παρόμοια ιεράρχηση ιστορικών προσώπων, γεγονότων και χρονολογιών, δεν είναι μια ομάδα ειδικών που καλούνται να κάνουν τις προτάσεις τους. Είναι ολόκληρη η κοινωνία που δυνητικά καλείται να αποφασίσει και να διαλέξει.
…Η ψηφοφορία δεν διεκδικεί βεβαίως την «αντικειμενικότητα». Αντιθέτως, εκφράζει τη συλλογική υποκειμενικότητα. Με αυτή την έννοια, το ιστορικό γεγονός που ψηφίζεται ως σημαντικότερο δεν χρειάζεται να είναι το σημαντικότερο. Ούτε η «σημαντικότερη» ιστορική προσωπικότητα αναγνωρίζεται ως αδιαμφισβήτητα η σημαντικότερη. Τα ριάλιτι της ιστορίας μπορούν να επαναλαμβάνονται με νέους πρωταγωνιστές και διαφορετικά αποτελέσματα συνεχώς, χωρίς να ακυρώνονται, γιατί αποτυπώνουν θυμικές και συγκυριακές αντιδράσεις, ερήμην της Κλειώς.
Το ερώτημα που απασχολεί όλο και περισσότερους τελευταία είναι αν τελικά θα καταφέρουν να επιβιώσουν οι εφημερίδες στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, με δεδομένο μάλιστα ότι διερχόμαστε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Είναι σαφές ότι ενώ άλλες επιχειρήσεις δοκιμάζονται από την κρίση, τα εκδοτικά συγκροτήματα έχουν να αντιμετωπίσουν και το επιπλέον πρόβλημα του Διαδικτύου. Πριν από λίγο καιρό μάλιστα, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της UNESCO για θέματα εκπαίδευσης, Δρ. Πίτερ Σμιθ, είχε διερωτηθεί σε άρθρο του στους New York Times, με τίτλο «Το λάθος του Τιτανικού»: «Ποιο ήταν το βασικό πρόβλημα του Τιτανικού; Ο αλαζόνας καπετάνιος του; Το παγόβουνο; Οχι. Ακόμη και αν ο Τιτανικός είχε ολοκληρώσει το παρθενικό του ταξίδι, θα ήταν και πάλι καταδικασμένος. Το παγόβουνο, ο καπετάνιος και η τραγωδία απλώς μπέρδεψαν την κατάσταση και μας εμπόδισαν να δούμε το πραγματικό πρόβλημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από το αεροπλάνο. Οι σπόροι για την εξαφάνιση των υπερωκεάνιων είχαν μπει μια δεκαετία νωρίτερα από το ναυάγιο, με τις πρώτες δοκιμαστικές πτήσεις».
Μήπως συμβαίνει το ίδιο και με τις εφημερίδες; Μήπως το Ιντερνέτ και η ψηφιακή τεχνολογία έχουν ήδη σφραγίσει το πεπρωμένο τους, όπως το αεροπλάνο κατέστρεψε τις εταιρείες ποντοπόρων επιβατηγών πλοίων τον προηγούμενο αιώνα; Αν τα παραπάνω ερωτήματα αφορούν τη βιομηχανία διανομής ειδήσεων σε τυπωμένο χαρτί τότε η απάντηση είναι «πιθανότατα ναι, σε μερικά χρόνια».
Αν όμως αφορούν το περιεχόμενο των εφημερίδων, τότε η απάντηση είναι… Οχι, παρά τα όσα ισχυρίζονται κάποιοι δημοσιογράφοι που περνούν περισσότερες ώρες στη συγγραφή των επικήδειών τους, παρά στο να διερευνούν τις ευκαιρίες που προσφέρει η νέα τεχνολογία στα εκδοτικά συγκροτήματα. Επομένως, μολονότι το Διαδίκτυο δεν σήμανε το τέλος του κλάδου μας, σηματοδοτεί οπωσδήποτε ριζικές αλλαγής στους μηχανισμούς διανομής και παρουσίασης των ειδήσεων και του σχολιασμού της επικαιρότητας.
Ο ΣΚΑΪ βάζει το κοινό του να αναρωτηθεί “Τι είναι η πατρίδα μας;”
Το πείραμα με τους Μεγάλους ‘Ελληνες πέτυχε (συζητήθηκε πολύ, έκανε συμπαθητικές τηλεθεάσεις, έφερε στην τηλεόραση πρόσωπα στα οποία συνήθως δεν δίνεται τηλεοπτικός χρόνος, αποτέλεσε κερδοφόρο προϊόν). Τώρα ο Σκάι καλεί τους τηλεθεατές σε νέα ψηφοφορία.
Ποιο χωριό, πόλη, νησί, βουνό (κ.ο.κ.) είναι το αγαπημένο σας σημείο στην Ελλάδα; Αυτό είναι το θέμα της νέας ψηφοφορίας στην οποία βάζει τους τηλεθεατές του ο ΣΚΑΙ από τη Δευτέρα και ως τις 31 Ιουλίου, ενώ η προβολή της παραγωγής θα αρχίσει από τον Σεπτέμβριο.
Η ψηφοφορία γίνεται μέσω του site του σταθμού, με sms και τηλεφωνήματα. Μια πιο light ψηφοφορία, πάντα ελληνοκεντρική, που προβλέπεται να ξεσηκώσει χωριά και νομάρχες.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή