Η Μαριάννα Τζιαντζή στην Καθημερινή παρακολουθεί τα σχετικά με τη μείωση των κυκλοφοριών των εφημερίδων:
Κάποτε θα πρόσεχα τι εφημερίδα διαβάζουν. Πολιτική, αθλητική, του δεξιού, του κεντρώου, του αριστερού χώρου; Τώρα ούτε που δίνω σημασία. Αρκεί που κάποιοι διαβάζουν σε έναν δημόσιο χώρο, όχι μόνο από συνήθεια ή για να σκοτώσουν την ώρα τους, αλλά επειδή υποθέτω ότι έχουν κάποια περιέργεια για το τι συμβαίνει στον κόσμο ή στον ελληνικό μικρόκοσμο. Ασφαλώς η περιέργεια αυτή μπορεί να καλυφθεί από τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο ή από τα δελτία των οχτώ ή από το σερφάρισμα στο Ιντερνετ, όμως η ανάγνωση από το χαρτί έχει μια διαφορετική διάσταση, όχι μόνο λόγω της υλικότητας του Μέσου αλλά και επειδή έχουμε επιλέξει την εφημερίδα που θα διαβάσουμε, την έχουμε πληρώσει. Ισως στην επόμενη σελίδα να μας περιμένει μια έκπληξη, μια είδηση ή ένα ρεπορτάζ για κάτι που θα μας ξαφνιάσει, θα μας εξοργίσει, θα μας γοητεύσει. Είναι κάτι σαν ένα ραντεβού στα τυφλά που η έκβασή του είναι αβέβαιη. Τι συμβαίνει όμως όταν η έκπληξη απουσιάζει ή, ακόμα χειρότερο, έχουμε πια πάψει να την περιμένουμε;
Πολλές είναι οι αιτίες για τη μείωση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, αιτίες που πολλές φορές έχουν εντοπιστεί, όπως ο ανταγωνισμός από την τηλεόραση και δευτερευόντως από το Διαδίκτυο, η απαξίωση της πολιτικής, οι οικονομικές δυσκολίες (δεν μπορούν όλοι να πληρώνουν περίπου 40 ευρώ το μήνα για να διαβάζουν καθημερινά εφημερίδα). Ισως μία από τις αιτίες -και ίσως όχι η πιο σημαντική- είναι η έλλειψη περιέργειας, μια έλλειψη που συχνά συμβαδίζει με την απάθεια, τον εγωκεντρισμό την ξεθυμασμένη ηδονοθηρία («να περνάμε καλά»), την απουσία ελπίδας. Ο Αϊνστάιν μιλούσε για την «ιερή περιέργεια», που συνήθως «τη σκοτώνει το σχολείο» και η οποία αφορά τα μεγάλα μυστήρια της αιωνιότητας, της ζωής, της θαυμαστής δομής του υλικού κόσμου – και όχι το αν θα γίνουν εκλογές τον Οκτώβριο ή τον Μάρτιο. Αυτή η περιέργεια, που υπερβαίνει τον εαυτό μας, που υπερβαίνει τα μικρά και τα επίκαιρα ή τα εντάσσει στον μεγάλο ιστορικό καμβά, είτε έχει αμβλυνθεί είτε δεν την καλύπτει η ανάγνωση της εφημερίδας, δεν της προσφέρει ερεθίσματα για να αναπτυχθεί.
Κάποιοι μοναχικοί θαμώνες λικνίζονται ρυθμικά καθώς ακούνε μουσική από το εμ-πι-θρι τους. Αλλοι μιλούν στο κινητό τους, κραυγάζουν, επιχειρηματολογούν, χειρονομούν. Και στις δύο περιπτώσεις αδιαφορούν για τον κόσμο γύρω τους, εξατομικεύουν τον δημόσιο χώρο, διακριτικά οι πρώτοι, βάναυσα οι δεύτεροι. Τι θέση να έχει η εφημερίδα σε ένα κόσμο που η περιέργεια και το πάθος περιστρέφονται γύρω από τον ατομικό μας άξονα; Επιπλέον, πώς εμείς οι γραφιάδες μπορούμε να είμαστε διαφορετικοί όταν ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο, να μην προσθέσουμε στη γνωστή ανασφάλεια και ημιμάθειά μας τον κυνισμό, το ναρκισσισμό, την υπεροψία;