Αρχείο για 28 Νοεμβρίου, 2010

Χτες είδα το φιλμ την ταινία “Μια χρονιά ακόμα” η οποία αφήνει μια πικρή επίγευση χάρη στην εξαιρετική ερμηνεία της Λέσλι Μάνβιλ.

Η ζωή είναι ένα δέντρο, οι άνθρωποι τα κλαδιά του και οι συναισθηματικές εποχές καθρεφτίζονται στα φύλλα που αλλάζουν χρώμα, πέφτουν και ξαναφυτρώνουν. Οι τέσσερις εποχές διαδέχονται η μία την άλλη σαν κεφάλαια μιας απλής, συνηθισμένης ιστορίας.

Ενα σύντομο πέρασμα της ηθοποιού Imelda Staunton μας θύμισε τη συγκλονιστική ερμηνεία της στο “Μυστικό της Βέρας Ντρέικ”.

Του Δημητρη Mπουρα / kathimerini.gr

Οι ταινίες του Βρετανού Μάικ Λι είναι δράματα σε μικρή κλίμακα, αλλά με υπαρξιακό βάθος. Στην πρόσφατη, «Μια χρονιά ακόμα», οι εποχές του χρόνου διαδέχονται η μία την άλλη σαν κεφάλαια μιας αποσπασματικής ιστορίας, απλής και συνηθισμένης, όπως η ζωή. Ο Λι είναι διακριτικός, μεθοδικός και εύστοχος σε αυτή την αναπαράσταση του «απλού» και του «συνηθισμένου».

Πρώτο κεφάλαιο σε αυτό το κοντσέρτο των τεσσάρων εποχών είναι η «άνοιξη» και τελευταίο ο «χειμώνας». Με τον ερχομό της άνοιξης, μια υπερκινητική μοναχική πενηντάρα, η Μέρι, που πίνει διαρκώς και μιλάει σαν πολυβόλο, εμφανίζεται σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά και πως η ζωή της θα αλλάξει χάρη σε ένα αυτοκίνητο, που μόλις της κόστισε 600 λίρες. Προς τα μέσα του χειμώνα θα πέσει από τα σύννεφα. Η ψευδαίσθηση της ευτυχίας της δεν αξίζει παρά 20 λίρες, όσο και ένα μπουκάλι φτηνής σαμπάνιας. Το ντελαπάρισμα στη σκληρή πραγματικότητα είναι ένα γεγονός και η απελπισμένη γυναίκα αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι η βαθιά επιθυμία της για μιαν άλλη ζωή πρέπει να αντιμετωπιστεί από την ίδια με πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Η άνοιξη του Μάικ Λι είναι τυπικά βρετανική, περιγράφεται με μουντά χρώματα και αποτελεί την εισαγωγή σε μια ταινία άλλοτε ανάλαφρη και άλλοτε καταθλιπτική. Ο χειμώνας, που είναι και αυτός μουντός, μοιάζει με το τέλος μιας ψυχαναλυτικής συνεδρίας. Η νευρωτική, υποχόνδρια και ολίγον αστεία Μέρι, από περιφερειακός χαρακτήρας μιας αποσπασματικής ταινίας, καταλήγει να γίνει το κεντρικό πρόσωπο σε ένα δράμα ανοιχτό στη ζωή, ανεπαίσθητα μελαγχολικό και αισιόδοξο.

Ηρεμία στον πυρήνα

Στο μικρό σύμπαν του Λι συναντάμε ποικιλία χαρακτήρων και συμπεριφορών: νευρωτικοί (όπως η Μέρι) καταθλιπτικοί, τσακισμένοι ή συμβιβασμένοι, άνθρωποι σε σύγχυση ή με συσσωρευμένο θυμό, αλλά και άνθρωποι χαρούμενοι με πάθος για ζωή. Ενας μικρόκοσμος, που βρίσκεται σε συνεχή κυκλική τροχιά, όπως οι δορυφόροι, γύρω από ένα σταθερό σημείο που συγκρατεί ισορροπίες. Κέντρο αυτού του μικρού σύμπαντος είναι ένα ευτυχισμένο μεσήλικο ζευγάρι, ο Τομ και η Τζέρι(!), που αντιμετωπίζουν τα πάντα στωικά. Γι’ αυτούς, η ζωή και ο θάνατος, η ευτυχία και η δυστυχία αποτελούν μια ενότητα σε έναν αέναο κύκλο.

Στον πυρήνα της ταινίας επικρατεί ηρεμία, σαν και αυτή που συναντάμε στον κινηματογράφο του Γιασουτζίρο Οζου. Στο κέλυφός της επικρατεί ταραχή, μια σειρά από τραγικές και κωμικές καταστάσεις που συνθέτουν το μόνιμο και αγαπημένο θέμα του Λι: την πραγματικότητα. Ο Τομ και η Τζέρι είναι το αντίστοιχο του συμβιβαστικού φωτογράφου Μορίς στα «Μυστικά και ψέματα» ή του κυνικού περιθωριακού Τζόνι στον «Γυμνό», που καθιέρωσε τον Λι το 1993.

Εμπιστοσύνη

Ο Μάικ Λι, ο Κεν Λόουτς και ο Στίβεν Φρίαρς ανήκουν στην ίδια γενιά, που έδωσε πνοή στον αγγλικό κινηματογράφο μετά το τέλος του φρι σίνεμα. Ο Λόουτς μετέπλασε την εικόνα της πραγματικότητας, το ντοκιμαντέρ, σε κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο. Ο Φρίαρς ακολούθησε σταθερά και με συνέπεια τον ρεαλισμό, επιδεικνύοντας, ενίοτε, τη δεξιοτεχνία του. Ο Μάικ Λι, ο οποίος επηρεάστηκε αρκετά από το θέατρο του Πίτερ Μπρουκ, ανακάλυψε στον ρεαλισμό τον πιο κατάλληλο βατήρα για τη βουτιά του στο δράμα του σύγχρονου ανθρώπου. Το υπαρξιακό βάθος της πραγματικότητας και η εμπιστοσύνη στον ηθοποιό καθόρισαν εδώ και πολλά χρόνια τη μορφή και το περιεχόμενο, το ύφος και το ήθος των ταινιών του. Η κάμερα μπορεί να σε ταξιδέψει και να σε πάει μακριά, όμως, μόνον ο ηθοποιός μπορεί να σε οδηγήσει στο βάθος των πραγμάτων με μιαν ανεπαίσθητη σύσπαση του προσώπου.

Οι ταινίες του Λι από την εποχή που δούλευε για το BBC μέχρι σήμερα είναι καθημερινές, οικογενειακές ιστορίες ανθρώπων που συνθλίβονται ανάμεσα σε καλά κρυμμένα μυστικά και ψέματα της ζωής τους. Ιστορίες ανθρώπων, που φοβούνται την αλήθεια και που αναρωτιούνται αν ζουν πραγματικά. Η μοναδικότητα αυτών των ταινιών οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται ο Λι το κατεξοχήν εκφραστικό εργαλείο του: τον ηθοποιό που παρακινείται να αυτοσχεδιάσει ελεύθερα μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρά οργανωμένο από την ίδια τη ζωή. Αυτός είναι ο ρεαλισμός του Μάικ Λι.

Φιλμογραφία

Comments 0 σχόλια »

Οι σινεφίλ θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν την υπέροχη μουσική του Νίνο Ρότα που σε ταξιδεύει στους τόπους και στους ανθρώπους για τους οποίους μιλούν οι ταινίες του Φελίνι. Ραντεβού λοιπόν στις 12 Δεκεμβρίου, Κυριακή, σε δύο παραστάσεις, μεσημέρι 12.30 και βράδυ 20.30 – ναι! Οκτώμισι, όπως του Φελίνι –στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ο ανιψιός του Ρότα, αρχιμουσικός Μαρτσέλο Ρότα θα διευθύνει τη Νέα Συμφωνική Ορχήστρα της Σόφιας.

Comments 0 σχόλια »

Ο Νίκος Καββαδίας στον 21ο αιώνα
Ο ποιητής μέσα από τα μάτια του εκδότη του
Αμφισβητήσεις και παρανοήσεις
Ανθρωποκεντρικές πορείες
Ο Νίκος Καββαδίας, ένας ουμανιστής ποιητής, αν ζούσε σήμερα
Το ήθος του Καββαδία που γνώρισα
Θεατρικά στοιχεία στο Μαραμπού του Νίκου Καββαδία
Λαθραίο φορτίο, κρυμμένο στις λέξεις
«Το καθυστερημένο φορτηγό»
Βιβλιογραφική οδοιπορία με τον Καββαδία
Επισημαίνοντας
«Ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα»
Πέντε φωνές για τον «Μαραμπού»
Προδημοσίευση
Δράκος της θάλασσας και της στεριάς

Επιμέλεια αφιερώματος Διονύσης Ν. Μουσμούτης – Ελευθεροτυπία

Comments 0 σχόλια »

Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Εμένα μ’ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά.
Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Αλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδελφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ‘δινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τα ‘πα. Να γίνεις μαρκονιστής, μου ‘πε. Απ’ το να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο.

Νίκος Καββαδίας, Βάρδια

Εκατό χρόνια πέρασαν από τη γέννηση ενός από τους σημαντικότερους και πιο εμπνευσμένους Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα, του Νίκου Καββαδία, και είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των εκδηλώσεων που έγιναν προς τιμήν του, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε αρκετές πόλεις του εξωτερικού, αποδεικνύοντας πως ο «ποιητής της θάλασσας» κατατάσσεται πλέον στη χορεία των «σύγχρονων κλασικών». Ο «Μαραμπού», προσωνύμιο με το οποίο καθιερώθηκε από το 1933 όταν εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή, άφησε πολύ περιορισμένο σε έκταση έργο· ανήκει σχηματικά στη γενιά του ’30, στον χώρο της οποίας όμως κατέχει μια ιδιότυπη θέση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή θα γίνει δεκτή με ανάμεικτα συναισθήματα στους λογοτεχνικούς κύκλους. Μόνον ο Φώτος Πολίτης και ο Κώστας Βάρναλης θα μιλήσουν με ενθουσιασμό για τον νέο ποιητή. Ο ποιητικός του λόγος εξέφρασε την ανάγκη απόδρασης από τη σύγχρονη του ποιητή ελληνική πραγματικότητα, κυρίως μέσα από τα στοιχεία του κοσμοπολιτισμού και του εξωτισμού, και ακολούθησε μια εξελικτική πορεία προς την αφαίρεση και τα όρια του υπερρεαλισμού, πάντα όμως στο πλαίσιο της παραδοσιακής στιχουργικής φόρμας και ρυθμικής τεχνικής.

Η βιωματική του ποίηση, που αρδεύεται από την ιδιωματική γλώσσα των ναυτικών, και η άψογη δημοτική του με τον ομοιοκατάληκτο στίχο, δυσχεραίνουν την κατάταξή του σε μία από τις σχολές της ελληνικής ποίησης και τον αφήνουν έξω απ’ όλες τις ποιητικές ανθολογίες· ο Καββαδίας ακολουθεί μέχρι και τον θάνατό του έναν μοναχικό δημιουργικό δρόμο. Το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, πράγμα που εξηγεί ίσως γιατί συνδέουμε συνήθως τον Καββαδία με έμμετρα ποιήματα, με χαρακτηριστικό «εξωτικό» λεξιλόγιο, και όχι με τα εξαιρετικού ενδιαφέροντος πεζά του.

Η έκταση του έργου, βέβαια, είναι αντιστρόφως ανάλογη της απήχησης που είχε και συνεχίζει να έχει. Η απήχηση του Καββαδία και του έργου του εκτοξεύτηκε τη δεκαετία του 1980, με τις πρώτες μελοποιήσεις των ποιημάτων του από διαφόρους συνθέτες, κυρίως με τον Σταυρό του Νότου του Θάνου Μικρούτσικου, ενώ ακολούθησαν Οι γραμμές των Οριζόντων από τον ίδιο συνθέτη. Σπάνια το πλατύ κοινό «κατάλαβε» και αγάπησε έναν ποιητή τόσο ερμητικό. Γιατί, μολονότι ο Καββαδίας κατά καιρούς χαρακτηρίστηκε εύκολος, ελάσσων και εξωτικός, οι στίχοι μέσα από τους οποίους εκφράζεται ο ιδιαίτερος προσωπικός του μύθος είναι συχνά δυσνόητοι. Παραδόξως, όσο πιο κρυπτική είναι η ποίησή του τόσο μεγαλύτερη είναι η μαγεία της. Οσο περισσότερα εμπόδια ορθώνει η μορφή τόσο μεγαλύτερη γοητεία ασκεί το περιεχόμενο. Γιατί μπορεί το καράβι να ταξιδεύει στον κόσμο, το βλέμμα του Καββαδία όμως στρέφεται μέσα του. Οι μνήμες οργανώνουν τον ποιητικό περίπλου πάνω σ’ έναν χάρτη πολύ προσωπικό και το ταξίδι εσωτερικεύεται.

Πού οφείλει λοιπόν ο Καββαδίας το εύρος και τη διάρκεια της απήχησής του; Μήπως στον μύθο του ταξιδιού και στην πραγμάτωσή του; Μήπως στο mal du depart, στην επιθυμία φυγής, στην κοινή «ασθένεια» όλων των εφήβων, άρα κοινή εμπειρία όλων των ανθρώπων; Ή μήπως στο σημαντικό όχημα που πρόσφεραν στην ποίησή του οι πολυάριθμες μελοποιήσεις; Και ποιο είναι το μέλλον του τώρα που πέρασε για τα καλά στον 21ο αιώνα;

Επιμέλεια αφιερώματος Διονύσης Ν. Μουσμούτης – Ελευθεροτυπία

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων