Αρχείο για 23 Αυγούστου, 2010

Ο Νικόλας Χρηστάκης, καθηγητής ιατρικής και ιατρικής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαντ μιλάει στην εκπομπή “Η ζωή είναι αλλού” για την εκπληκτική δύναμη των κοινωνικών δικτύων και πως αυτά διαμορφώνουν τη ζωή μας. Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του τελευταίου του βιβλίου του «Συνδεδεμένοι» υποστηρίζει ότι «η διασύνδεση μας δεν είναι μόνο ένα φυσικό και αναγκαίο κομμάτι της ζωή μας, αλλά και μία αγαθή δύναμη!»
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2009, το περιοδικό « TIME» συμπεριέλαβε τον Νικόλα Χρηστάκη στον κατάλογο των 100 προσωπικοτήτων, με τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη.

Comments 0 σχόλια »

addicted-to-pc

Δεν αποχωρίζεται το pc του με τίποτα...

Το βιβλίο του Νίκολας Καρ προχωράει ακόμα παραπέρα. «Οι λέξεις του συγγραφέα», λέει ο Καρ, «λειτουργούν σαν καταλύτες στο μυαλό του αναγνώστη, εμπνέοντας νέες εμβαθύνσεις, συσχετισμούς και διοράσεις». Και ακόμα πιο σημαντικό ίσως είναι πως μόνο μέσα από το αργό διάβασμα μπορεί η μεγάλη λογοτεχνία να καλλιεργηθεί στο μέλλον. Οπως γράφει ο Καρ, «η ίδια η ύπαρξη του προσεκτικού, κριτικού αναγνώστη προσφέρει το κέντρισμα για τη δουλειά του συγγραφέα. Δίνει στον λογοτέχνη την αυτοπεποίθηση να εξερευνήσει νέες μορφές έκφρασης, να ακολουθήσει δύσκολα και απαιτητικά μονοπάτια σκέψης, να ριψοκινδυνεύσει σε αχαρτογράφητες και ενίοτε επικίνδυνες περιοχές».

Επιπλέον, όπως υποστηρίζει η Τρέισι Σίλεϊ, η φιλολογική μπλόφα του Μπαγιάρ απλώς συσκοτίζει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα: τη διάβρωση της ικανότητάς μας για συγκέντρωση, όπως υπογραμμίζεται στο βιβλίο του Καρ. Η Σίλεϊ σημειώνει ότι έπειτα από συζητήσεις με τους φοιτητές της διαπίστωσε ότι «οι περισσότεροι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν στο διάβασμα ενός κειμένου πάνω από 30 δευτερόλεπτα ή ένα λεπτό τη φορά. Εκπαιδευόμαστε στο αποσπασματικό διάβασμα από τη νέα τεχνολογία». Αντίθετα, όμως, με τον Γκρεγκ Γκάραρντ, δεν θέλει να περικόψει την ποσότητα διαβασμάτων που αναθέτει στους φοιτητές της. «Δεν θέλω απλώς να ρίξω κάτω την πετσέτα», λέει.

Η Σίλεϊ βρίσκει έναν απρόσμενο σύμμαχο στον Χένρι Χίτσινγκς, ο οποίος -ως συγγραφέας ενός βιβλίου με τον τίτλο «Πώς να μιλάτε πραγματικά για βιβλία που δεν έχετε διαβάσει» (2008) – θα μπορούσε αρχικά να θεωρηθεί οπαδός του Μπαγιάρ. «Παρά το θέμα του βιβλίου μου», λέει ο Χίτσινγκς, «δεν μ’ αρέσουν οι μπλόφες και τα κόλπα. Το βιβλίο μου είναι μια συνηγορία στο γεγονός ότι το διάβασμα έχει μεγάλη σημασία. Εχει την πρόθεση να ενθαρρύνει τους υποψήφιους μπλοφαδόρους να προχωρήσουν πέρα από την μπλόφα, αν και το κάνει με τη δικαιολογία ότι τους εξοπλίζει για λογοτεχνικές μάχες».

Ο Χίτσινγκς πιστεύει επίσης ότι η πόλωση αργό-γρήγορο διάβασμα είναι κάπως ιδεαλιστική. «Ολοι έχουμε διαφορετικές μεταμφιέσεις ως αναγνώστες. Αν, π.χ., διαβάζουμε Τζέιμς Τζόις, το αργό διάβασμα είναι το πιο κατάλληλο. Αν όμως διαβάζουμε τις οδηγίες για ένα καινούργιο πλυντήριο, η ταχύτητα δεν έχει σημασία». Συμφωνεί πάντως ότι το Ιντερνετ αποτελεί μέρος του προβλήματος. «Μας συνηθίζει σε νέους τρόπους να διαβάζουμε, να κοιτάζουμε και να καταναλώνουμε», λέει, «και κατατεμαχίζει το περιθώριο προσοχής μας». Υποστηρίζει επίσης ότι «το πραγματικό θέμα με το Ιντερνετ είναι ίσως ότι διαβρώνει την αίσθηση του εαυτού, την ικανότητα για το είδος της μοναχικής ευχαρίστησης που δίνει το διάβασμα από τότε που υπάρχει το τυπωμένο βιβλίο».

Η λύση στο πρόβλημα

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Ολοι οι υπέρμαχοι της αργής ανάγνωσης με τους οποίους μίλησα γνωρίζουν ότι η ολική απόρριψη του Ιντερνετ είναι μη ρεαλιστική, πολλοί όμως πιστεύουν ότι η προσωρινή αποδέσμευση από την τεχνολογία είναι η απάντηση. Οι φοιτητές της Τρέισι Σίλεϊ, για παράδειγμα, έχουν προτείνει να κλείνουν τον υπολογιστή τους μια μέρα τη βδομάδα. Με δεδομένο όμως τον ρυθμό με τον οποίο ζούμε οι περισσότεροι, έχουμε στ’ αλήθεια καθόλου χρόνο; Ο Γκάραρντ πιστεύει πως ναι. «Δεν είμαι λουδίτης -αυτή τη στιγμή είμαι στο iPhone τσεκάροντας το ταχυδρομείο μου- αλλά καταφέρνω πάντα να κάνω “διακοπές” μέσα στην εβδομάδα: τέσσερις πέντε ώρες με το Ιντερνετ αποσυνδεμένο».

Εν τω μεταξύ, ο Τζέικομπ Νίλσεν -ο γκουρού του Ιντερνετ πίσω από τα στατιστικά στοιχεία που αναφέραμε στην αρχή- πιστεύει ότι το iPad ίσως είναι η απάντηση: «Είναι ευχάριστο και διασκεδαστικό και δεν θυμίζει δουλειά». Αλλά αν και ο Τζον Μιεντέμα πιστεύει ότι τα iPad και τα Kindles είναι «καλός ενδιάμεσος σταθμός, ιδιαίτερα αν βρίσκεσαι στον δρόμο», δεν υπάρχει τίποτα που να υποκαθιστά ορισμένες πλευρές του χάρτινου βιβλίου. «Το δέσιμο του βιβλίου αιχμαλωτίζει μια εμπειρία ή μια ιδέα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο». Και η προσωπική σχέση με το βιβλίο συνεχίζεται όταν τελειώσει το διάβασμα και πάρει τη θέση του στα ράφια της βιβλιοθήκης.

Προσωπικά, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μείνω για πολύ εκτός σύνδεσης με το Ιντερνετ. Ακόμα και γράφοντας αυτό το άρθρο έκανα περιηγήσεις ανάμεσα σε ιστοσελίδες, χωρίς να στέκομαι πουθενά για πολύ. Το διάβασμα μέσα στο Διαδίκτυο έχει ενσωματωθεί στην καθημερινότητά μου. Διαβάζω μελέτες και άρθρα σε PDF και νιώθω πιο άνετα να κοιτάζω τις ειδήσεις από διάφορες πηγές παρά να στηρίζομαι σε μια μόνο γραπτή πηγή. Υποψιάζομαι ότι πολλοί αναγνώστες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση.

Αν όμως, όπως εγώ, θέλετε πότε-πότε να διαβάσετε πιο αργά, υπάρχει διαθέσιμη βοήθεια. Μπορείτε να «κατεβάσετε» μια ψηφιακή εφαρμογή που αποκαλείται Freedom και σας επιτρέπει να διαβάζετε με την ησυχία σας κόβοντας τη σύνδεση με το Ιντερνετ. Ή, αν θέλετε να αφαιρέσετε τις διαφημίσεις και άλλες περισπάσεις από την οθόνη σας, μπορείτε πάντα να κατεβάσετε το εκτός δικτύου Instapaper για το iPhone σας. Αν ακόμα διαβάζετε, δηλαδή.

http://news.kathimerini.gr

Comments 0 σχόλια »

slow-reading

slow-reading

Μετά τα «slow food» και «slow travel» αναπτύσσεται μια εκστρατεία για αργή ανάγνωση, που τείνει να εκλείψει εξαιτίας του Ιντερνετ

The Guardian

Αν διαβάζετε αυτό το άρθρο τυπωμένο στο χαρτί, το πιο πιθανό είναι να φτάσετε κάπου στη μέση όσων έχω γράψει. Αν το διαβάζετε στο Διαδίκτυο, το πιο πιθανό είναι να φτάσετε μόνο στο ένα πέμπτο. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η ετυμηγορία δύο πρόσφατων μελετών -της έκθεσης Eyetrack του Ινστιτούτου Poynter και της ανάλυσης του Τζέικομπ Νίλσεν- που αμφότερες υποστηρίζουν ότι πολλοί από μας δεν διαθέτουμε πια την ικανότητα συγκέντρωσης για να διαβάσουμε άρθρα μέχρι το τέλος τους.

Το πρόβλημα δεν σταματάει εδώ: πανεπιστημιακοί αναφέρουν ότι έχουμε γίνει, επίσης, λιγότερο προσεκτικοί αναγνώστες βιβλίων. Ο λέκτορας του Πανεπιστημίου του Μπαθ, Γκρεγκ Γκάραρντ, αποκάλυψε πρόσφατα ότι αναγκάστηκε να μικρύνει τη λίστα βιβλίων που αναθέτει στους φοιτητές του να διαβάσουν, ενώ ο Κιθ Τόμας, ιστορικός στην Οξφόρδη, έγραψε ότι έχει απορήσει με νέους συναδέλφους του, οι οποίοι αναλύουν τις πηγές τους με μια ψηφιακή «μηχανή αναζήτησης» αντί να διαβάσουν τα έργα στο σύνολό τους.

Το Διαδίκτυο βλάπτει

Γινόμαστε λοιπόν λιγότερο έξυπνοι; Περί αυτού πρόκειται; Πιθανόν. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται στο «The Shallows» («Τα ρηχά»), το νέο βιβλίο του γκουρού της τεχνολογίας Νίκολας Καρ, η υπερδραστηριότητά μας στο Διαδίκτυο βλάπτει τις διανοητικές ικανότητες που χρειαζόμαστε για να επεξεργαστούμε και να κατανοήσουμε απαιτητικά κείμενα. Η ολοήμερη τροφοδότηση με ειδήσεις μάς κάνει να πηδάμε από το ένα άρθρο στο άλλο, χωρίς αναγκαστικά να εμβαθύνουμε σε οποιοδήποτε περιεχόμενο. Το διάβασμά μας διακόπτεται συχνά από το ηχητικό σήμα του τελευταίου email. Και απορροφούμε τώρα μικρές σειρές λέξεων στο Twitter και το Facebook πολύ πιο συχνά απ’ ό, τι μεγαλύτερα κείμενα.

Ολα αυτά σημαίνουν ότι, αν και, εξαιτίας του Ιντερνετ, έχουμε γίνει πολύ καλοί στο να συλλέγουμε ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών, ταυτόχρονα ξεχνάμε βαθμιαία πώς να σταθούμε, να συλλογιστούμε και να συσχετίσουμε όλα αυτά τα στοιχεία μεταξύ τους. Ετσι, όπως παρατηρεί ο Καρ, «χάνουμε την ικανότητά μας να εξισορροπούμε αυτές τις δύο διανοητικές λειτουργίες».

Μειονότητα

Διαβάζετε ακόμη; Πιθανόν να ανήκετε σε μια μικρή μειονότητα. Δεν έχει σημασία, όμως: έχει αρχίσει μια φιλολογική επανάσταση. Πρώτα είχαμε την επανάσταση του αργού φαγητού, μετά του αργού ταξιδιού. Τώρα, στις εκστρατείες αυτές προστέθηκε το κίνημα του αργού διαβάσματος – μια ετερογενής ομάδα πανεπιστημιακών και διανοουμένων που θέλουν να μας πείσουν να μη βιαζόμαστε όταν διαβάζουμε και να μην αποφεύγουμε να ξαναδιαβάζουμε. Μας ζητούν να σβήνουμε όσο συχνότερα γίνεται το κομπιούτερ και να ανακαλύψουμε και πάλι τόσο τη χαρά της προσωπικής επαφής με «υλικά» κείμενα, όσο και την ικανότητα να τα επεξεργαζόμαστε πλήρως.

Δεν αφορά μόνο τους διανοούμενους

«Αν θέλεις να έχεις τη βαθιά εμπειρία ενός βιβλίου, αν θέλεις να το εσωτερικεύσεις, να αναμείξεις τις ιδέες ενός συγγραφέα με τις δικές σου, πρέπει να το διαβάσεις αργά», λέει ο JohMiedema, ο Καναδός συγγραφέας του «Slow Reading» (2009). Ωστόσο, ο Λάνσελοτ Φλέτσερ, ο πρώτος συγγραφέας που διέδωσε τον όρο «αργό διάβασμα», διαφωνεί. Υποστηρίζει ότι το αργό διάβασμα δεν έχει τόσο να κάνει με το ξεδίπλωμα της δημιουργικότητας του αναγνώστη όσο με την ανακάλυψη της δημιουργικότητας του συγγραφέα. «Πρόθεσή μου ήταν να αντικρούσω τον μεταμοντερνισμό, να ενθαρρύνω την ανακάλυψη του συγγραφικού περιεχομένου», λέει ο Αμερικανός συγγραφέας που βρίσκεται τώρα σ’ ένα ορεινό θέρετρο της ανατολικής Ευρώπης. «Λέω στους φοιτητές μου να σκεφτούν ότι το κείμενο το έγραψε ο Θεός. Αν δεν μπορούν να καταλάβουν κάτι, φταίνε αυτοί και όχι ο συγγραφέας».

Και ενώ ο Φλέτσερ χρησιμοποίησε αρχικά τον όρο σαν ακαδημαϊκό εργαλείο, το αργό διάβασμα έχει γίνει έκτοτε πολύ ευρύτερης εμβέλειας αντίληψη. Ο Miedema γράφει στην ιστοσελίδα του ότι το αργό διάβασμα, όπως και το αργό φαγητό, είναι κατά βάθος μια τοπικιστική ιδέα που μπορεί να βοηθήσει να συνδεθεί ο αναγνώστης με τη γειτονιά του. «Το αργό διάβασμα», γράφει, «είναι ένα κοινοτικό γεγονός που αποκαθιστά τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στις ιδέες. Η διατήρηση των σχέσεων μέσα από το διάβασμα βιώνεται όταν δανειζόμαστε βιβλία από φίλους, όταν διαβάζουμε ιστορίες στα παιδιά μας μέχρι να κοιμηθούν».

Πρόκληση

Εν τω μεταξύ, παρότι το κίνημα ξεκίνησε στους πανεπιστημιακούς κύκλους, η Τρέισι Σίλεϊ, καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και συγγραφέας ενός μπλογκ για το αργό διάβασμα, είναι πεπεισμένη ότι το αργό διάβασμα «δεν αφορά μόνο τους διανοούμενους. Το προσεκτικό και αργό διάβασμα είναι μια πρόκληση για όλους μας». Το κίνημα, λοιπόν, δεν είναι ιδιαίτερα συνεκτικό -όπως έγραψε ο Μάλκολμ Τζόουνς σ’ ένα άρθρο στο Newsweek, «δεν υπάρχει έμβλημα, ούτε κεντρικό συμβούλιο ούτε, δόξα τω Θεώ, κεντρική ιστοσελίδα» -, άλλωστε δεν είναι καν καινούργια ιδέα: ήδη από το 1623, η πρώτη έκδοση έργων του Σαίξπηρ παρακινούσε τους αναγνώστες να διαβάσουν τον συγγραφέα «ξανά και ξανά», ενώ το 1887, ο Φρειδερίκος Νίτσε περιέγραφε τον εαυτό του ως «δάσκαλο της αργής ανάγνωσης».

Εκείνο όμως που σαφώς συμβαίνει είναι ότι η εποχή μας της τεχνολογικής διάρροιας φέρνει όλο και περισσότερους αργούς αναγνώστες στο προσκήνιο. Οπως έγραψε ο Κιθ Τόμας στο LondoReview of Books, «η χρησιμοποίηση μηχανών αναζήτησης για να βρει κανείς λέξεις-κλειδιά μέσα σ’ ένα κείμενο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κανονικό διάβασμα. Δεν αποκτάς ουσιαστική αντίληψη του κειμένου ούτε καταλαβαίνεις το περιεχόμενό του. Και δεν υπάρχει αυτόματος τρόπος να ανακαλύπτεις θησαυρούς – τα μισά πράγματα που έχω βρει στην έρευνά μου τα συνάντησα τυχαία καθώς έψαχνα για κάτι άλλο».

Ο Πιερ Μπαγιάρ άναψε «φωτιές» με ένα βιβλίο

Ορισμένοι λόγιοι, πάντως, διαφωνούν. Ενας καθηγητής Λογοτεχνίας, ο Πιερ Μπαγιάρ, προκάλεσε αίσθηση όταν έγραψε ένα βιβλίο για το πώς οι αναγνώστες μπορούν να διαμορφώσουν αξιόπιστη γνώμη για έργα που απλώς έχουν ξεφυλλίσει ή δεν έχουν καν διαβάσει ποτέ. «Εχεις τη δυνατότητα να συζητήσεις παθιασμένα για ένα βιβλίο που δεν έχεις διαβάσει, ακόμα και (κατά προτίμηση) με κάποιον που επίσης δεν το έχει διαβάσει», λέει στο «Πώς να μιλάτε για βιβλία που δεν έχετε διαβάσει» (2007), προσθέτοντας ότι αυτού του είδους η μπλόφα βρίσκεται μάλιστα «στο κέντρο της δημιουργικής διαδικασίας».

Οι αργοί αναγνώστες είναι στα μαχαίρια με τον Μπαγιάρ. Η Τρέισι Σίλεϊ λέει ότι «πιθανόν να μπορείς να κάνεις μια στοιχειώδη συζήτηση για ένα βιβλίο αν έχεις διαβάσει μόνο μια περίληψή του, αλλά όσον αφορά το διάβασμα που θέλω να κάνουν οι φοιτητές μου, οι λέξεις έχουν σημασία. Το συγκεκριμένο σχήμα των προτάσεων έχει σημασία». (εκδ. Πατάκης)

www.guardian.co.uk

http://news.kathimerini.gr

Comments 0 σχόλια »

Απεικόνιση εγκεφάλου ενός ατόμου με αυτισμό, όπου εμφανίζονται περιοχές οι οποίες παρουσιάζουν διαφορές σε σύγκριση με έναν μη αυτιστικό εγκέφαλο. Τα σημεία με πορτοκαλί και κόκκινο δείχνουν περιοχές που είναι πιο μεγάλες στα αυτιστικά άτομα σε σύγκριση με τα υγιή, ενώ με μπλε αποτυπώνονται περιοχές με μειωμένο μέγεθος σε σχέση με έναν υγιή εγκέφαλο

Μια απλή απεικονιστική εξέταση του εγκεφάλου η οποία διαρκεί μόλις ένα τέταρτο της ώρας μπορεί να βοηθήσει στην έγκαιρη διάγνωση του αυτισμού, δείχνοντας στους ειδικούς δομικές διαφορές που εμφανίζει ο εγκέφαλος των αυτιστικών ατόμων σε σύγκριση με έναν υγιή εγκέφαλο. Σύμφωνα με τους επιστήμονες του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής στο Κing΄s College του Λονδίνου οι οποίοι ανέπτυξαν τη νέα εξέταση, αυτή μπορεί να επιταχύνει σημαντικά τη διάγνωση των διαταραχών του αυτιστικού φάσματος, η οποία σήμερα βασίζεται σε χρονοβόρα ψυχολογικά τεστ και σε συνεντεύξεις τόσο των ασθενών όσο και των οικείων τους.

Δοκιμές της εξέτασης σε ενηλίκους έδειξαν ακρίβεια της τάξεως του 90%. Η νέα τεχνική, η οποία αναμένεται να κοστίζει περί τα 240 ευρώ (το συνολικό κόστος των εξετάσεων για διάγνωση του αυτισμού σήμερα είναι ως και δεκαπλάσιο), βασίζεται στη χρήση της μαγνητικής τομογραφίας και μιας άλλης τεχνικής (pattern classification) η οποία χρησιμοποιείται ευρέως στην αναγνώριση προσώπων αλλά δεν είχε εφαρμοστεί ως τώρα στην απεικόνιση του εγκεφάλου.

Comments 0 σχόλια »

Οι τελευταίοι μήνες της ζωής του Τολστόι

Ο τελευταίος σταθμός

TΖΕΪ ΠΑΡΙΝΙ Ο τελευταίος σταθμός μετ. Μαρίνα Τουλγαρίδου εκδ. Τόπος - σελ. 383

Τζέι Παρίνι – Ο τελευταίος σταθμός

«Ο τελευταίος σταθμός» του Αμερικανού ποιητή, μυθιστοριογράφου και κριτικού Τζέι Παρίνι (γενν. 1948, Πενσυλβάνια), είναι η μυθιστορηματική ανάπλαση του τελευταίου χρόνου ζωής του Λέοντος Νικολάγεβιτς Τολστόι.

Αν ο Γκορ Βιντάλ το έχει χαρακτηρίσει ως ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια, τότε έχουμε έναν πρώτο λόγο να μην κατεβούμε πριν τον Τελευταίο Σταθμό: το τελευταίο εν ζωή έτος του Λέοντος Τολστόι, έτος κορύφωσης μιας από τις οριακές καταστάσεις που μπορεί να βιώσει άνθρωπος. Μιλάμε για την επιθυμία να αποδράσει από την πιεστική πραγματικότητα, από τον ασφυκτικό οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό κλοιό, από την ίδια του την επιτυχία. Ο τίτλος σαφώς αποκτά συμβολική αλλά και κυριολεκτική σημασία, εφόσον ο μέγιστος Ρώσος εικονολογοτέχνης επέλεξε ως τελευταία σκηνή της απόδρασής του έναν απόμερο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου και πέθανε από πνευμονία.

1910: Ο Τολστόι απολαμβάνει φήμη και συγγραφική δόξα χάρη στα σπουδαία μυθιστορήματά του, αλλά οι πάντες και τα πάντα μοιάζουν να τον πνίγουν. Όλοι τον διεκδικούν, αποζητώντας το δικό τους μερίδιο αγάπης και ωφέλειας, αλλά και παράλληλα όλοι σκοτεινιάζουν από την βαριά σκιά της παρουσίας του. Ο Τολστόι δεν βίωνε μόνο τον διχασμό του εαυτού του με τον περίγυρο. Βασανιζόταν κι από μια δεύτερη εσωτερική ρωγμή που μάταια προσπαθούσε να συγκολλήσει: η μια πλευρά του έγερνε προς τον ασκητισμό, την ηθικοπνευματική τελείωση κι έναν χριστιανικό ιδεαλισμό και η άλλη στην απόλαυση μιας ήσυχης καθημερινότητας σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον. Πώς μπορείς να διακηρύσσεις την ισότητα των ανθρώπων ζώντας στις αγκάλες πλήρους τρυφηλότητας; Ο ιδεαλισμός μπορεί να τρώει την ψυχή με τις αντιφάσεις του και η αγάπη να είναι το μαρτυρικότερο συναίσθημα με τις αδηφάγες υποχρεώσεις.
Ο ποιητής, πεζογράφος και βιογράφος Παρίνι (Πενσυλβανία, 1948) αρχικά βυθίζεται στα αληθινά ιστορικά γεγονότα κατόπιν ερευνητικής κατάδυσης, αλλά τους δίνει ο ίδιος κίνηση, αναπλάθοντάς τα όπως πιθανώς συνέβησαν ή θα μπορούσαν να έχουν συμβεί. Κατόπιν επιλέγει πολυφωνία εναλλασσόμενων αφηγητών: ο καθένας διηγείται με τη σειρά του όσα έζησε: η σύζυγος, η κόρη του, ο αφοσιωμένος γραμματέας, ο γιατρός, ο μαθητής – θαυμαστής του και κάποιοι αλληλογράφοι. Παράλληλα, πλάθει την γλώσσα τους “τολστοϊκά”, δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα αλλά και κλείνοντας το μάτι στους κορεσμένους από την αποστασιοποιημένη δημοσιογραφική ερευνητική αντιμετώπιση του μύθου.

Συνεπώς το μυθιστόρημα δεν είναι απλώς η Ιστορία του Τέλους ενός καθοριστικού συγγραφέα που επιχείρησε την δραματική απόδραση από την ζωή του για να εισχωρήσει ακόμα περισσότερο στην ουσία των ερωτημάτων που τον σιγότρωγαν ανελέητα. Είναι κι ένα κομμάτι της Ιστορίας μιας χώρας που την έλεγαν Προεπαναστατική Ρωσία. Επτά χρόνια αργότερα τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο εκεί και στον κόσμο ολόκληρο.

Εκδόσεις Τόπος, 2007, μτφ. Μαρίνα Τουλγαρίδου, σελ. 383 (Jay Parini, The Last Station: a novel of Tolstoy’s last years, 1990).

Το βιβλίο έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο.

Comments 0 σχόλια »

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων