Ένα δώρο που με φίλεψαν οι Κυπριακές αερογραμμές κατά την επιστροφή ήταν μία πανοραμική βόλτα πάνω από το Αιγαίο. Θυμήθηκα μάλιστα τα πρώτα χρόνια που ήμουν επιμορφώτρια Κυκλάδων και έγραφα στις αίθουσες αεροδρομίων κάτι ρομαντικά e-mail του στυλ: “τις ιδέες μου όλες ενησιώτησα”…Τι αθώα που ήμουν τότε. Σχεδόν το νοστάλγησα. Όταν δε είδα και την πατρίδα μου τη Σύρα, το σπιτάκι μου μόνο του πάνω στο κορφοβούνι, μου ερχόταν να πατήσω το κουμπί “κάντε στάση να κατέβω”. Φθάνοντας και στο ξεσκαρτάρισμα της ηλεκτρονικής μου θυρίδας βρήκα την ανακοίνωση του 5ου συνεδρίου της Σύρου. Σημαδιακό, είπα. Από συνέδριο σε συνέδριο μας βλέπω. Εχω την εντύπωση ότι θα είναι ενδιαφέρον μια που μετά από τέσσερα χρόνια επώασης κάτι κινήθηκε στο χώρο της επιμόρφωσης και υπάρχει παραγωγή νέων ιδεών.
Θα σας περιμένουμε και θα οργανώσουμε και happenings! -αν δεν οργανωθούν μόνα τους…
Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα:
“Στις αίθουσες διδασκαλίας ακούγεται ο λόγος των ποιητών από τον εκπαιδευτικό σαν να σηκώνει πολλές πέτρες. Σαν να έχουν μπει οι εκπαιδευτικοί σε αυτόματο πιλότο, και οι μαθητές βγαίνουν από τη τάξη με κενά και την ανάγκη της εξωσχολικής επιμόρφωσης και ένα τεράστιο δραματικό ερωτηματικό. Οδεύω καλά στον επαγγελματικό δρόμο που διάλεξα ή σε λίγα χρόνια τα πτυχία μου θα είναι άχρηστα και θα χρειαστεί να μεταναστεύσω;
…Ωστόσο πρέπει να παραδεχτώ σαν μαθητής που δουλεύω σε έναν υπολογιστή τις εργασίες μου πως θα είχα μείνει αναλφάβητος στο πληροφοριακό εάν διάλεγα την παραδοσιακή μέθοδο και σίγουρα καθυστερημένος στην αγορά του 21 αιώνα. Οι αναλυτές λένε πως το παιδί που διδάσκεται από ίντερνετ και ερευνά είναι εγγυημένα ενήμερο. Ένα άλλο παιδί που διδάσκεται χωρίς ίντερνετ θα μάθει ανάγνωση και μαθηματικά από καθηγητή ανεκπαίδευτο, πικραμένο γιατί προετοιμάζει αμαθείς νέους και άνεργους. Σίγουρα λοιπόν η τεχνολογία είναι φορέας γνώσης ως αποτύπωση της ιστορίας γύρω από τον πλανήτη. Η παιδεία παίρνει απαντήσεις σε όλες τις ανάγκες ταξιδεύει σε χώρες σε πλανήτες στην τέχνη και στον απίστευτο πλούτο θεμάτων γνώσεων.
Αυτή είναι η θετική όψη του πολιτισμού.
Σίγουρα λοιπόν υπάρχουν θετικά στην τεχνολογία και το ευχάριστο είναι ότι όσα παιδιά είναι ενήμερα με την πρώτη μπορούν να διαφωνήσουν στα αρνητικά γιατί προσωπικά πιστεύω πως όταν δώσεις στην παιδεία περιβάλλον ζωής αρνείται τα υποκατάστατα ζωής”.
Ο Thas μονολογεί:” Αν δεν έχεις παιδί, στην ηλικία μου, έχεις site. Κάνω αυτά που συνήθως κάνω και κάθε λίγο αναρωτιέμαι τι κάνει το blog: μήπως το πείραξε κανείς, μήπως ξεσκεπάστηκε και χάλασε καμμιά γραμματοσειρά, μήπως εκεί έξω στο διαδίκτυο κακοπέσει έτσι μόνο κι απροστάτευτο που τριγυρίζει… Ό,τι ώρα επιστρέψω στο σπίτι, απαραιτήτως θα πω την καλησπέρα μου, μέσα στην άγρια νύχτα ή στα άγρια χαράματα. Το φροντίζω σαν παιδί αλλά μοιάζει με σπιτάκι, μια γκαρσονιέρα για την οποία έχουμε κλειδιά μερικοί αλλά πότε-πότε περνάνε και κάποιοι ξέμπαρκοι. Ψάχνω μετά τα ίχνη τους, αν είναι λερωμένο το πατάκι της εισόδου, κανένα σχόλιο, αλλά πού?Σου λένε μετά: ?μπήκα, ωραίο είναι, ε, δεν έγραψα τίποτα??
Ε, δεν έγραψε τίποταα? έτσι απλά. Θα γράψει κάποτε. Τώρα δεν είχε τι να γράψει.
Εδώ γράφουμε με αίμα τα λιγοστά μας λόγια, μετά τα στολίζουμε, τα κάνουμε times new roman, τα κάνουμε bold, μετά κοτσάρουμε και φωτό μπας και διεγείρουμε το συναίσθημα του περαστικού! Μπαααα! Τίπουτις.
Βιάζεται τη σήμερον, ο ηλεκτρονικός αναγνώστης-πελάτης. Διατρέχει τα κείμενα, διαγώνια. Βιάζεται να κλικάρει.
Βλέπω και τους φίλους μου! Οι περισσότεροι (σαν σκόνη από τα eighties) με διαταραγμένο θυμικό σαν κάτι να πενθούν-μια ατελή αγάπη, τα χαμένα τους μαλλιά, το γεγονός ότι κάποτε υπήρξαν ευτυχισμένοι?.- παράξενα πράγματα!
Τι τρέχει; Είναι καλή η μοναξιά ή όλοι ζούμε εντός του βίπερ Νόρα μας;
Δεν έχουν μόνο τα πρωτάκια πρόβλημα με την πρώτη μέρα στο σχολείο. Ξέρω συναδέλφους που έχουν αρχίσει τα Lexotanil μια βδομάδα τώρα. Άλλοι πάλι μου εμπιστεύτηκαν ότι ετοίμαζαν την κασετίνα τους εδώ και μέρες με χαρά. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Με ρωτούσαν χτες οι φίλες μου που παρουσιάζονται μετά από μετάθεση στο καινούργιο σχολείο τους, αν έχω άγχος την πρώτη μέρα. Κανένα, απολύτως. Είναι κάτι σαν τη μέρα της μαρμότας. Ξέρω ακριβώς τι θα γίνει. Ξέρω με τι σειρά θα εμφανιστούν οι συνάδελφοι στο σχολείο. Σε ένα βαθμό γνωρίζω και τις κουβέντες που θα ανταλλάξουμε.
Κατανοώ βέβαια το άγχος όσων ντεμπουτάρουν σε νέο σχολείο. Η συναδελφικότητα είναι όρος που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες. Συχνά το σχολείο προσεγγίζει τα ήθη και τα έθιμα του στρατού. Είσαι νέος, είσαι στραβόγιαννος; Κάποια καψόνια είναι στο πρόγραμμα. Εννοείται ότι θα πάρεις τον κατιμά στην κατανομή και δε θα πεις και κουβέντα. Οι άγραφοι νόμοι, οι μικροεξουσίες του κάθε πικραμένου. Άφες αυτοίς…
Κάτι τέτοιες ημέρες θυμάμαι την εναρκτήρια σκηνή από το “Notes on a scandal” όπου η χαρισματική Judy Dench περιγράφει τις σκέψεις της για την υποδοχή των νέων μαθητών στο σχολείο με το χαρακτηριστικό αγγλικό φλέγμα.
Ένα ρεσιτάλ ερμηνείας και κυνικότητας.
Αν δεν είδατε την ταινία το 2006, εύκολα θα τη βρείτε. Προς το παρόν απολαύστε τους τίτλους σε μουσική Philip Glass η οποία ιχνηλατεί με μαεστρία την ένταση σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Δε γνωρίζω την κατάστασή σας. Αν γεμίσατε τις μπαταρίες σας και τώρα ετοιμάζετε χαρωπά την κασετίνα σας για το ντεμπουτάρισμα του Σεπτεμβρίου. Τη Δευτέρα μαζί με το σχολείο, τις εξετάσεις ξεκινάνε και τα νέα σεμινάρια επιμόρφωσης. Που θα είναι και τα τελευταία. Ισως για πολλά-πολλά χρόνια. Συνήθως μία τετράμηνη περίοδο επιμόρφωσης ακολουθεί μία τετράχρονη περίοδος επώασης των επόμενων επιδοτούμενων προγραμμάτων. Γιατί έτσι σκεφτόμαστε εδώ στο Ελλαδιστάν. Με πανωσηκώματα, με υποστηλώσεις να μη γκρεμιστεί το τσαρδί μας.
Με ρωτούν γιατί τα γράφω «μαύρα», γιατί είμαι απαισιόδοξη. Δεν είμαι. Ούτε αισιόδοξη είμαι, καταστατικά. Είμαι και έτσι και αλλιώς, ανάλογα με τον καιρό, όπως όλοι.
Νιώθω όμως ότι οι Ελληνες δεν έχουν πολλούς λόγους να αισιοδοξούν για το φθινόπωρο που έρχεται. Συνέχεια »
Πανσέληνος στα μουσεία. Τα αγάλματα ξενυχτούν μαζί μας. Σε μία πλαϊνή αίθουσα ένα ζευγάρι μάτια μας παρατηρούν. Πλησιάζω. Αναθηματικές πλάκες. Τάματα, ένα χέρι, ένα αυτί, ένα στήθος. “Σα νά’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου”.
Στο αίθριο του μουσείου το Ελληνικό Τρίο παίζει κλασική μουσική και Χατζιδάκι. Οι φύλακες δεν εμπνέονται από το φεγγάρι. Θέλουν να μας ξεφορτωθούν. Να βάλουν τα αγάλματα για ύπνο και να γυρίσουν σπιτάκι τους. Δεν τη βλέπουν την ομορφιά. Είναι εθισμένοι.
Στην επιστροφή τα τζιτζίκια δίναν το δικό του ρεσιτάλ πάνω στα δέντρα της Πατησίων. Η φύση αντιστέκεται. Επιστρέφοντας σπίτι η πανσέληνος φορούσε το μανδύα της. Εκλειψη.
Είπα φέρρυ και προδόθηκα. Ορίστε λοιπόν και μία εικόνα του απόπλου. Πάντα με ανάμικτα αισθήματα. Για αυτό που αφήνεις, για αυτό που έρχεται. Στην περίπτωσή μου μπορώ να πω ότι παρέλαβα το χάος. Το σπίτι στο κλεινόν άστυ δεν εκτίμησε την απουσία μου και με εκδικήθηκε. Λέω λοιπόν να του ανταπαντήσω με νέα απουσία. Θα πάω να συναντήσω κάποιον που έχουμε γεννηθεί την ίδια ημέρα αλλά με μία διαφορά 112 ετών.
Νομίζω ότι με εκδικείται και το κλεινόν άστυ, αφού με υποδέχεται με καύσωνα. Αυτό όμως που μου άρεσε είναι ότι η Αθήνα εμφανίζει μία εικόνα της επόμενης μέρας από πυρηνική καταστροφή. Δεν κυκλοφορεί κανείς. Επέστρεψα από το λιμάνι σε χρόνο dt, με μία χαμηλή πτήση στις λεωφόρους. Ερημιά στην πόλη.
“Έβγες και περίπτερα ηρωικά. Κρατούν τη φλόγα της γειτονιάς αναμμένη. Και σε άσχετα σημεία ορισμένα φώτα που δεν σβήνουν ποτέ – ακόμα και το Δεκαπενταύγουστο. Μπαρ και ταβέρνες με ήθος μοναστηριού. Η κυρά της Ρω στο λιανικό εμπόριο.
Κάπως εκτιμάς αυτούς που συναντάς στο δρόμο και τα μπαρ. Ότι δεν είναι του σωρού. Ότι κάτι ξέρουν που oi polloi αγνοούν. Ότι δεν τσουβαλιάζονται στα βαπόρια και ξέρουν τις κρυφές χαρές αυτής της πόλης, που ανοίγεται και δίνεται όταν παύεις να την πλακώνεις και να την κατσιάζεις: σαν μιμόζα αισχυντηλή”. γράφει ο Τσαγκάρ…
Μπορεί να κατηγορηθώ για θανατολαγνεία, αλλά όποιον τόπο κι αν επισκεφθώ πάντα κάνω και μία βόλτα από το κοιμητήριό του. Νομίζω συνάγονται αρκετά συμπεράσματα για τη ζωή των κατοίκων παρατηρώντας τα ταφικά τους έθιμα. Ίσως είναι κατάλοιπο της αρχαιολογικής μου εκπαίδευσης. Μία βόλτα ας πούμε στο νεκροταφείο του Βύρωνα, όπου έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια μία τεράστια νεκρόπολη, με το πλήθος των πλαστικών λουλουδιών, σε οδηγεί σε σκέψεις για την αναγκαιότητα της καύσης των νεκρών. Δείτε όμως στην εικόνα ένα ιαπωνικό τεφροφυλάκιο. Εκεί έχουν επιλέξει μία μέση λύση. Καίνε το σώμα αλλά όχι και τα οστά. Τα οστά θάβονται στη βάση του μνημείου, όπου φυλάσσεται και η τέφρα των νεκρών. Σέβομαι την ανάγκη των οικείων να υπάρχει ένα μνημείο. Ο τάφος απαλύνει την έννοια της μακάβριας εκμηδένισης. “Η ψυχή μας σιμώνει το μνήμα όχι για να απελπίζεται αλλά να παρηγοριέται και να αναπαύεται”.
Στην Ελλάδα μας πήρε κάτι χρόνια για να δώσουμε μία λύση σε αυτό το θέμα. Μέχρι σήμερα λίγοι μόνο -κατά κανόνα επιφανείς Έλληνες- είχαν επιλέξει την οδό της καύσης. Η τέφρα της Mαρίας Kάλλας σκορπίστηκε στο Aιγαίο, στην περιοχή του Σουνίου. Ο συλλέκτης Iόλας, ο κορυφαίος διευθυντής ορχήστρας Δημήτρης Mητρόπουλος αλλά τελευταία και όσοι το άντεχαν οικονομικά, αφού έπρεπε να εξαχθούν ταριχευμένοι στο εξωτερικό για τη διαδικασία της καύσης.
Τελικά η Πολιτεία, εδέησε να εκδώσει σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, ρυθμίζοντας το νομικό πλαίσιο των προϋποθέσεων για τη λειτουργία κρεματορίων – αποτεφρωτηρίων.
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα, η καύση των νεκρών επιτρέπεται με άδεια του δημάρχου ή του κοινοτάρχη 60 ώρες μετά τον θάνατο. Ετσι θα είμαστε σίγουροι, αφού που δεν υπάρχει οδός επιστροφής από αυτήν την επιλογή. Προϋπόθεση για την έκδοση άδειας είναι να υπάρχει ρητή δήλωση του εκλιπόντα ότι επιθυμεί την καύση. Θεωρείται άραγε ρητή δήλωση η αναγραφή της επιθυμίας αυτής σε blog;
Το 2000, το καλοκαίρι ο πατέρας μου αποφάσισε να αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο. Βρισκόμασταν σε διακοπές στη Σύρο κι αποφασίσαμε με τη μητέρα μου ότι θα ταλαιπωρούσαμε το νεκρό, αν αρχίζαμε διαδικασίες μεταφοράς του στην Αθήνα. Έτσι κανονίσαμε να ενταφιαστεί στην Ερμούπολη. Προκειμένου να μην έχω πάλι την εμπειρία μίας ανακομιδής, αγόρασα τον τάφο. Πρόκειται, όπως ελπίζω να μη γνωρίσετε ποτέ, για ειδεχθή διαδικασία. Τότε δεν το ήξερα, αλλά αγόραζα ένα μνημείο. Στη μελέτη των Π. Γαβαλά και Ε. Γαρέζου: “Τα γλυπτά μνημεία του κοιμητηρίου Αγ. Γεωργίου” βρήκα όλα τα στοιχεία του προκατόχου και τη λεπτομερή περιγραφή: “τις τέσσερεις πλευρές περιθέει εγχάρακτη γραμμή, η οποία απολήγει σε σχηματοποιημένα ανθέμια, επί της επιτύμβιας πλάκας υπάρχει γλυπτός ανισοσκελής σταυρός”. Σε λίγο άρχιζαν και τα σχολεία κι γύρισα στην Αθήνα. Όταν όμως επισκέφθηκα εκ νέου τον τάφο, έμεινα σύξυλη καθώς επί της επιτύμβιας πλάκας είχε χαραχθεί με μεγάλα μαύρα γράμματα το όνομά μου. Το όνομα του πατέρα μου υπήρχε στην κάθετη στήλη με πιο διακριτικά γράμματα. Φανερό είναι ότι ακόμα και στη νεκρόπολη η ιδιοκτησία βαραίνει περισσότερο. Έμαθα μάλιστα ότι η ιδιοκτησία μου ισχύει για 99 χρόνια. Φαίνεται κανένας δεν πιστεύει ότι μπορώ να τα εκατοστήσω. Οχι ότι θα το ήθελα, λέμε τώρα.
Έμεινα για λίγο να σκέφτομαι τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Χους ει και εις χουν απελεύσει και τα τοιαύτα. Ομολογώ ότι μου αρέσει περισσότερο το dust to dust, ashes to ashes, έχει μία βαρύνουσα μουσικότητα. Αποχώρισα ενώ στο μυαλό μου παιάνιζε το dies ira. Τα τελευταία χρόνια έχω πάει σε πολλές κηδείες αγαπημένων φίλων. Σταμάτησα να ενημερώνω την ατζέντα μου, δεν μπορώ να σβήνω τόσα ονόματα. Κάθε φορά μετά το σοκ, η τελετή έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να σου θυμίσει τις προτεραιότητες. Ακριβώς όπως το να ατενίζεις την ταφόπλακα με το όνομά σου.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή