Μπορεί να κατηγορηθώ για θανατολαγνεία, αλλά όποιον τόπο κι αν επισκεφθώ πάντα κάνω και μία βόλτα από το κοιμητήριό του. Νομίζω συνάγονται αρκετά συμπεράσματα για τη ζωή των κατοίκων παρατηρώντας τα ταφικά τους έθιμα. Ίσως είναι κατάλοιπο της αρχαιολογικής μου εκπαίδευσης. Μία βόλτα ας πούμε στο νεκροταφείο του Βύρωνα, όπου έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια μία τεράστια νεκρόπολη, με το πλήθος των πλαστικών λουλουδιών, σε οδηγεί σε σκέψεις για την αναγκαιότητα της καύσης των νεκρών. Δείτε όμως στην εικόνα ένα ιαπωνικό τεφροφυλάκιο. Εκεί έχουν επιλέξει μία μέση λύση. Καίνε το σώμα αλλά όχι και τα οστά. Τα οστά θάβονται στη βάση του μνημείου, όπου φυλάσσεται και η τέφρα των νεκρών. Σέβομαι την ανάγκη των οικείων να υπάρχει ένα μνημείο. Ο τάφος απαλύνει την έννοια της μακάβριας εκμηδένισης. “Η ψυχή μας σιμώνει το μνήμα όχι για να απελπίζεται αλλά να παρηγοριέται και να αναπαύεται”.
Στην Ελλάδα μας πήρε κάτι χρόνια για να δώσουμε μία λύση σε αυτό το θέμα. Μέχρι σήμερα λίγοι μόνο -κατά κανόνα επιφανείς Έλληνες- είχαν επιλέξει την οδό της καύσης. Η τέφρα της Mαρίας Kάλλας σκορπίστηκε στο Aιγαίο, στην περιοχή του Σουνίου. Ο συλλέκτης Iόλας, ο κορυφαίος διευθυντής ορχήστρας Δημήτρης Mητρόπουλος αλλά τελευταία και όσοι το άντεχαν οικονομικά, αφού έπρεπε να εξαχθούν ταριχευμένοι στο εξωτερικό για τη διαδικασία της καύσης.
Τελικά η Πολιτεία, εδέησε να εκδώσει σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, ρυθμίζοντας το νομικό πλαίσιο των προϋποθέσεων για τη λειτουργία κρεματορίων – αποτεφρωτηρίων.
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα, η καύση των νεκρών επιτρέπεται με άδεια του δημάρχου ή του κοινοτάρχη 60 ώρες μετά τον θάνατο. Ετσι θα είμαστε σίγουροι, αφού που δεν υπάρχει οδός επιστροφής από αυτήν την επιλογή. Προϋπόθεση για την έκδοση άδειας είναι να υπάρχει ρητή δήλωση του εκλιπόντα ότι επιθυμεί την καύση. Θεωρείται άραγε ρητή δήλωση η αναγραφή της επιθυμίας αυτής σε blog;
Ο ιός της Ελευθεροτυπίας συνοψίζει: Καύση νεκρών και δικαιωμάτων (άρθρο του 1997)
Ιστορική αναδρομή από τη Βικιπαίδεια