Δε γνωρίζω την κατάστασή σας. Αν γεμίσατε τις μπαταρίες σας και τώρα ετοιμάζετε χαρωπά την κασετίνα σας για το ντεμπουτάρισμα του Σεπτεμβρίου. Τη Δευτέρα μαζί με το σχολείο, τις εξετάσεις ξεκινάνε και τα νέα σεμινάρια επιμόρφωσης. Που θα είναι και τα τελευταία. Ισως για πολλά-πολλά χρόνια. Συνήθως μία τετράμηνη περίοδο επιμόρφωσης ακολουθεί μία τετράχρονη περίοδος επώασης των επόμενων επιδοτούμενων προγραμμάτων. Γιατί έτσι σκεφτόμαστε εδώ στο Ελλαδιστάν. Με πανωσηκώματα, με υποστηλώσεις να μη γκρεμιστεί το τσαρδί μας.

Με ρωτούν γιατί τα γράφω «μαύρα», γιατί είμαι απαισιόδοξη. Δεν είμαι. Ούτε αισιόδοξη είμαι, καταστατικά. Είμαι και έτσι και αλλιώς, ανάλογα με τον καιρό, όπως όλοι.

Νιώθω όμως ότι οι Ελληνες δεν έχουν πολλούς λόγους να αισιοδοξούν για το φθινόπωρο που έρχεται. Το συμπέρασμα αυτό το στηρίζω σε γεγονότα και εκτιμήσεις, παρατηρούμενα και κατανοητά απ? όλους: στη συνεχιζόμενη αποσάθρωση του πολιτικού σκηνικού, στην απαξίωση θεσμών και τη συνακόλουθη δυσπιστία απέναντί τους, στην οικονομική κρίση που βαθαίνει, στη διαφθορά που ποτίζει το κοινωνικό σώμα μέχρι και τα πιο χαμηλά στρώματα. Οσο παρατηρώ, τόσο πιο ανοιχτό βλέπω το οικοσύστημα, ευάλωτο στους έξωθεν ανέμους, βλέπω τα θεμέλια του αδύναμα, την κοινωνία με λασκαρισμένους τους δεσμούς, με αποχαλινωμένο τον τυφλό ατομικισμό, με χαμηλές τις φιλοδοξίες, με επιβραβευόμενη τη χαμέρπεια.

Ούτε απαισιόδοξη ούτε αισιόδοξη. Σκεφτική. Και ανήσυχη. Οπως τόσοι και τόσοι που ακούω, που μου μιλούν, που συζητάμε.

Ενας συνάδελφος που μπλέχτηκε με το δήμο πιστεύοντας ότι μπορεί να βοηθήσει μου περιέγραφε στο τηλέφωνο, προχθές, την βαθιά του απογοήτευση από την αυτοδιοίκηση, από τη διαφθορά και την ανικανότητα που κατατρώνε το κύτταρο της δημοκρατίας.

Παλιοί ακτιβιστές και διανοούμενοι της γενιάς του Πολυτεχνείου, απ? αυτούς που δεν εξαργύρωσαν δάφνες κι ουλές, στήνουν μέιλινγκ λίστες, μπλογκ και μαζώξεις: στο σημερινό λεξιλόγιό τους δεν ακούω τίποτε από τα παλιά ξύλινα που συνήθιζαν· ακούω φωναχτή την αγωνία, την ειλικρινή αναζήτηση, την διάθεση για αυτοκριτική και ανατροπή.

Κι άλλοι, αλλού, αλλιώς.

Η δυσθυμία, που στοίχειωνε πέρυσι το καλοκαίρι και φούντωσε με την περιβαλλοντική καταστροφή των πυρκαγιών, φέτος μετασχηματίζεται: σε οργή, σε αγωνία. Προφανώς, όλες αυτές οι φωνές, σκόρπιες προς το παρόν και ασύντακτες, αδύναμες, κάποτε και αφελείς, δεν θα ανατρέψουν το ισχύον σκηνικό ασυνάρτητου real estate και καφετέριας, μεγαλομανών και φτωχοδιάβολων, λουμπινών και λαμόγιων, ηττημένων και παραιτημένων. Ομως οι φωνές δείχνουν, όλο και καθαρότερα, ότι υπάρχει καθαρό βάθος κάτω από τη δυσώδη επιφάνεια. Η κρίση πολιτικής είναι κυρίως κρίση των διαχειριστών της· η κρίση εμπιστοσύνης των θεσμών είναι κρίση των θεσμικών φυλάκων. Δεν είναι κρίση όλου του κοινωνικού σώματος.

Προφανώς υπάρχουν υγιείς δυνάμεις στην κοινωνία, που πρώτες αυτές και κυρίως αυτές πλήττονται από την αναξιοκρατία και τη διαφθορά, από την οκνηρία και την κενοδοξία. Αυτές οι δυνάμεις αντιδρούν τώρα, φωνάζοντας μεμονωμένα, ασύντακτα. Κι αυτές οι δυνάμεις αναστοχάζονται την κρίση, όχι σαν ήττα τους, αλλά σαν χρεοκοπία του τρέχοντος συστήματος κυριαρχίας· αναστοχάζονται τα όρια της αντιπροσωπευτικότητας και της μαζικής δημοκρατίας, τους τρόπους πολιτικής έκφρασης, την οργάνωση σε σχηματισμούς πέραν των πελατειακών κομμάτων.

Αυτές οι διεργασίες είναι αργές και βασανιστικές, οι φορείς τους ανακλώνται και λοξοδρομούν, πολλές πρωτοβουλίες θα σβήσουν προτού δώσουν έναν ώριμο καρπό. Αλλά όλες ρίχνουν σπέρματα αμφισβήτησης και μετασχηματισμού, επιχειρούν νέους τρόπους να βλέπουμε το κοινωνικό και το πολιτικό, ρισκάρουν λοξές πορείες.

Προ ημερών, ένας πολύπειρος κοινωνιολόγος, μας έλεγε: Διαβάζετε τις αδέσποτες αφίσες στους δρόμους, παρακολουθείτε τα γκράφιτι στους τοίχους, περπατάτε στα Εξάρχεια· θα ακούσετε τη βοή των πλησιαζόντων. Εχει δίκιο. Οι τοίχοι μιλάνε όλο και περισσότερο, όλο και πιο εύγλωττα, όλο και πιο πλουραλιστικά: σε μια εποχή υπερεπικοινωνιακότητας, οι αρχαϊκοί τοίχοι είναι ακόμη το πιο λαϊκό, το πιο δημοκρατικό Μέσον: μιλάνε στον αμέριμνο περαστικό, ζωντανεύουν τον δημόσιο χώρο, κάνουν δραστικό και συνεχή έναν υπόκωφο διάλογο.

Δεν αισιοδοξώ. Δεν απαισιοδοξώ. Μονολογώ πάνω στην κόψη του Καιρού, γυρεύοντας τον χώρο ανάμεσα στους τοίχους και τον περαστικό, τον χώρο ανάμεσα στον λυρισμό του γκραφιτά και την έκπληξη του περιπλανητή της πόλης. Γυρεύω την Πόλη.

Το video των Radiohead

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων