Αρχείο για 20 Δεκεμβρίου, 2010

Πέθανε σε ηλικία 97 ετών, η μεγάλη ελληνίστρια και ακαδημαϊκός Ζακλίν ντε Ρομιγί, η οποία υπήρξε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια του College de France.

Τον θάνατό της ανακοίνωσε σήμερα ο εκδότης της, Μπερνάρ ντε Φαλουά: «Ήταν άρρωστη από καιρό, παρ’ όλα αυτά είναι ένα πολύ μεγάλο σοκ».

Ακαδημαϊκός η Ζακλίν ντε Ρομιγί άφησε πίσω της εκτός των άλλων ένα σημαντικό έργο για την Αθήνα του 5ου αιώνα απ’ όπου «ξεκίνησαν όλα»: η φιλοσοφία, η ιστορία, η τραγωδία, η κωμωδία, οι σοφιστές.

Γεμάτη θαυμασμό για την εποχή εκείνη, μελέτησε τον Θουκυδίδη, που τη γοήτευσε με την ωραιότητα και την ευαισθησία του λόγου του, τον οποίο αποκαλούσε «έναν από τους άνδρες της ζωής της», καθώς επίσης τον Όμηρο, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη.

Η Ζακλίν ντε Ρομιγί γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1913 στην πόλη Σαρτρ. Ο Εβραίος πατέρας της σκοτώθηκε στο μέτωπο όταν η Ζακλίν ήταν ενός έτους. Τη μεγάλωσε η μητέρα της, μυθιστοριογράφος.

Η Ζακλίν ντε Ρομιγί σπούδασε Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά στο Lycee Moliere. Σε ηλικία μόλις 17 ετών, το 1933, γίνεται η πρώτη γυναίκα υποψήφια στο Concours General της Γαλλίας (γενικές εξετάσεις για αριστούχους), ύστερα η πρώτη γυναίκα καθηγητής στο περίφημο College de France και η δεύτερη γυναίκα ακαδημαϊκός στη Γαλλική Ακαδημία, μετά την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.

Μεταφράστρια των Ελλήνων κλασικών στα γαλλικά η Ζακλίν ντε Ρομιγί, δημοσίευσε πλήθος μελετών για την αρχαία ελληνική γραμματεία και ιστορία ενώ δίδαξε ως καθηγήτρια της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στα πανεπιστήμια της Λιλ, της Σορβόνης και στο College de France.

Κατά τη διάρκεια της καριέρας της διατέλεσε διδάκτωρ σε μερικά από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, ανάμεσα στα οποία αυτά της Οξφόρδης, των Αθηνών, του Δουβλίνου, του Μόντρεαλ και του Γέιλ.

Το 1995 της δόθηκε η ελληνική υπηκοότητα και το 2001 ανακηρύχθηκε πρέσβειρα του Ελληνισμού.

«Είναι μια μεγάλη απώλεια για τη χώρα μας. Ήταν μια γυναίκα που αφιέρωσε όλη τη ζωή της στην ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό γιατί θεωρούσε ότι ήταν μια εκπαίδευση στην κατανόηση της ελευθερίας του ατόμου, στην προσήλωση στη δημοκρατία» δήλωσε η Ελέν Καρέρ ντ’ Ανκός, ισόβια γραμματέας της Γαλλικής Ακαδημίας.

«Υπέφερε πολύ εδώ και μερικές δεκάδες χρόνια από το γεγονός ότι έβλεπε να φθίνει η μελέτη της ελληνικής γλώσσας και αυτό τής προκαλούσε τεράστιο πόνο» πρόσθεσε η Ντ’ Ανκός, η οποία πιστεύει ότι ο καλύτερος φόρος τιμής για την Ζακλίν ντε Ρομιγί «θα ήταν να δοθεί εφεξής μεγαλύτερη σημασία στην ελληνική γλώσσα, την οποία υποστήριξε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στη χώρα μας».

Τα Νέα

Μας είχε προειδοποιήσει: «Το να μάθεις να σκέφτεσαι, να είσαι ακριβής, να ζυγίζεις τις λέξεις σου, να ακούς τον άλλον, σημαίνει να μπορείς να διαλέγεσαι και είναι το μόνο μέσο για να αναχαιτισθεί η τρομακτική βία που αυξάνεται γύρω μας. Ο λόγος είναι ένα φρούριο κατά της κτηνωδίας. Οταν δεν ξέρουμε, όταν δεν μπορούμε να εκφραστούμε, όταν ο λόγος δεν είναι επαρκής και αρκετά επεξεργασμένος επειδή η σκέψη είναι ασαφής και μπερδεμένη, δεν απομένουν παρά οι γροθιές, τα χτυπήματα, η άξεστη, βλακώδης, τυφλή βία».

Comments 0 σχόλια »

‘‘Τα 400 χτυπήματα’’ (Les quatre cents coups) Σκηνοθεσία: Φρανσουά Τρυφώ (1959).

Η σκηνή του τέλους με ένα πλάνο μεγάλης διάρκειας. Ο πρωταγωνιστής μας τρέχει με κανονικό διασκελισμό. Η κάμερα τον ακολουθεί με  ένα τράβελιγκ διαρκείας. Ο αρχικά κλειστός χώρος από φράκτες σιγά σιγά ανοίγει. Ακούγεται μόνο ο ήχος των βημάτων και που και που ένα κελάιδισμα πουλιών. Ο χρόνος εξαφανίζεται. Και κάποτε φτάνει στη θάλασσα.

Τα 400 χτυπήματα είναι μια ταινία του Τρυφώ με θέμα την παιδική ηλικία, έντονα βιωματική, που προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις, με την παιδαγωγική σχέση που διατρέχει ολόκληρη την ιστορία να είναι το ζητούμενο.

Ο Αντουάν Ντουανέλ, μαθητής σ’ ένα σχολείο του Παρισιού πλήττει αφόρητα. Ο δάσκαλός του τον έχει βάλει στο στόχαστρο και στο σπίτι δεν υπάρχει σημείο επαφής. Την κοπανάει απ’ τα μαθήματα, πιάνει τη μάνα του στα πράσα και καταφεύγει στο σπίτι του φίλου και συνεργού του Ρενέ.
Οι γονείς του, τελείως άοπλοι, συνεχίζουν τις αδέξιες κινήσεις τους και το σχολείο ολοένα σκληραίνει τη στάση του.  Η στενή συνεργασία σχολείου και οικογένειας, αντίθετα με τις προσδοκίες, σπρώχνει τον νεαρό Αντουάν σ’ ένα ολισθηρό δρόμο.
Ο Αντουάν για να εξοικονομήσει λίγα χρήματα κλέβει μια γραφομηχανή, αλλά δεν καταφέρνει να την πουλήσει. Επιστρέφοντάς την στο γραφείο του πατέρα του απ’ όπου την είχε πάρει, συλλαμβάνεται. Ο δικαστής ανηλίκων, με τις ευλογίες των γονιών, θα τον κλείσει σ’ ένα Κέντρο Εποπτείας Ανηλίκων.
Αποδρά και ανακαλύπτει τη θάλασσα… Στην πραγματικότητα τα 400 χτυπήματα δεν είναι παρά ένα οικογενειακό χρονικό, μια ρομαντική αυτοβιογραφία, και ο ήρωας Αντουάν Ντουανέλ μια μυθοποιημένη εκδοχή του ίδιου του σκηνοθέτη. Αλλά και οι λήψεις της ταινίας είναι εξ ίσου πραγματικές: το σκηνικό της δεν είναι άλλο από τις λαϊκές γειτονιές του βόρειου Παρισιού. Η ταινία απρόσμενα βρήκε τεράστια απήχηση όχι μόνο στη Δύση αλλά σ’ όλο τον κόσμο. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει σ’  αυτή ένα μυστικό που έχουν και οι ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν. Είναι αυτό που ο G. Bachelard ονομάζει ποιητική της ονειροπόλησης.  Πράγματι, τα 400 χτυπήματα είναι ένα θαυμάσιο ποίημα που μας κάνει να αναγνωρίσουμε την παιδικότητα, το ζωντανό πυρήνα της ανθρώπινης ψυχής που είναι η κινητήριος δύναμη της επιθυμίας και της δημιουργίας. Η αθέατη αυτή ιδιότητα είναι η γέφυρα που συνδέει τον άνθρωπο με την ελπίδα και το όνειρο.
Τα 400 χτυπήματα ήταν η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Τρυφώ και απέσπασε στις Κάννες τη χρονιά που εμφανίστηκε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας.

Comments 0 σχόλια »

Ο όρος Νouvelle Vague είναι συνδεδεμένος με την 7η Τέχνη, αλλά πολύς κόσμος ξεχνά ότι ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα γαλλικά ΜΜΕ είχαν αρχίσει να τον χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν τις αλλαγές στην ευρύτερη κοινωνία της Γαλλίας, στη διαμόρφωση της οποίας τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η νεολαία. Ωστόσο, μετά τη συνδυαστική επιτυχία των «400 χτυπημάτων» τουΦρανσουά Τρυφό και της «Χιροσίμα, αγάπη μου» του Αλέν Ρενέ που θριάμβευσαν στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959 (το πρώτο με το βραβείο σκηνοθεσίας, το δεύτερο με τον Χρυσό Φοίνικα), ο όρος έγινε «αυτοκόλλητος» με τον κινηματογράφο και τύποις τουλάχιστον, το 1959 έχει καταγραφεί ως έτος γέννησης του γαλλικού Νέου Κύματος.

Στην ανάπτυξη του Νέου Κύματος σημαντικό ρόλο έπαιξε η θεωρητική δουλειά του περιοδικού «Cahiers du cinema» («Κινηματογραφικά Τετράδια») από το οποίο ξεκίνησαν τη δραστηριότητά τους ως κριτικοί κινηματογράφου κατοπινοί σκηνοθέτες όπως οΚλοντ Σαμπρόλ,οΖαν Λυκ Γκοντάρ,ο Ερίκ Ρομέρ και οΤρυφό. Ως κριτικοί των «Cahiers» οι περισσότεροι της μελλοντικής παρέας που θα άλλαζε για πάντα τον κινηματογράφο, υπήρξαν ιδιαίτερα σκληροί απέναντι στο «Σινεμά του Μπαμπά» («Cinema de Ρapa»). Αυτό ήταν το παρατσούκλι που χρησιμοποιείτο για τον κινηματογράφο του εμπορικού «συστήματος» το οποίο εκπροσωπούσαν παλαιότεροι σκηνοθέτες όπως ο Κλοντ Ατάν Λαρά, ο Αντρέ Καγιάτ, ο Αντρέ Ινεμπέλκαι ο Ανρί Ζορζ Κλουζό.

Την ίδια ώρα, όμως, τα παιδιά του Νέου Κύματος θαύμαζαν την ανεξάρτητη πορεία των επίσης παλαιότερων Γάλλων Ζαν Ρενουάρ, Ζακ Τατί, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ζαν Κοκτό και Ζακ Τατί. Εκτιμούσαν τον ιταλικό νεορεαλισμό της δεκαετίας του 1950 (αγαπημένος τους ήταν ο Ρομπέρτο Ροσελίνι). Λάτρευαν τονΑλφρεντ Χίτσκοκ και ανακάλυπταν εκ νέου τον κλασικό αμερικανικό κινηματογράφο σκηνοθετών, όπως ο Τζον Φορντ, ο Χάουαρντ Χοκς, ο Ραούλ Γουόλς και ο Μάικλ Κερτίζ.

Η ομάδα των Cahiers du cinema εξέφραζε δυο κύριες θεωρητικές αντιλήψεις: α) το φιλμ ως γραφή ( criture) και β) ο σκηνοθέτης ως δημιουργός (auteur). Η εικόνα δεν είναι πια υποτελής σε ένα λογοτεχνικό σενάριο, ο κινηματογράφος αποκτά αυτοτέλεια στη γραφή του και ο σκηνοθέτης είναι ο συγγραφέας της ταινίας εξουσιάζοντας την κάμερα.

Συνεπώς, θεσπίστηκε μια πρωτόγνωρη και επαναστατική μέθοδος κινηματογράφησης η οποία απείχε έτη φωτός από τις μέτριες μεταφορές εξίσου μέτριων λογοτεχνικών έργων. Η κάμερα βρέθηκε για πρώτη φορά στο χέρι και η κίνησή της ήταν αδιάκοπη, με μεγάλης διάρκειας πλάνα, γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους, φυσικό φωτισμό, αυτοσχεδιασμούς στους διαλόγους. Τα πρόσωπα που αναδείχθηκαν μέσα από το Νέο Κύμα δεν ήταν μόνον σκηνοθέτες αλλά και ηθοποιοί (Ζαν Πολ Μπελμοντό, Ζαν Κλοντ Μπριαλί, Αννα Καρίνα) και τεχνικοί που συνέβαλαν στην απελευθέρωση της κινηματογραφικής γλώσσας από τα δεσμά της.

www.tovima.gr

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων