Ο Χάρης Βλαβιανός δίνει τη δική του εκδοχή για το καλοκαίρι από τις σελίδες της “Ε”. Εξετάζει τις εικόνες του καλοκαιριού στην ελληνική ποίηση και τον τρόπο με τον οποίο έχει λειτουργήσει ο μύθος του Αιγαίου στην ελληνική παράδοση, σημειώνοντας πως το Αιγαίο δεν είναι μόνο μια Κιβωτός με πολύτιμους θησαυρούς, αλλά κι ένα πέρασμα, ένα σύνορο κι ένα γλωσσικό όριο το οποίο κάθε ποιητής καλείται, έτσι ή αλλιώς, να διασχίσει.
Οταν σκεφτόμαστε τη «θάλασσα» στην ελληνική ποίηση, το μυαλό των περισσοτέρων αυτομάτως ανακαλεί τον Ελύτη και το περίφημο Αιγαίο του, που τόσο αγάπησε και ύμνησε με τους φωτεινούς αλλά ταυτόχρονα αινιγματικούς του στίχους.
Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές στρέφεται στην πλέον επίπεδη, προβλέψιμη και φολκλορική εκδοχή του, που θυμίζει εκείνες τις κακόγουστες αφίσες του ΕΟΤ της δεκαετίας του 70′, οι οποίες κοσμούσαν τους τοίχους και τις βιτρίνες ταξιδιωτικών γραφείων και δημοσίων υπηρεσιών. Οπως, βέβαια, σωστά έχει παρατηρήσει ο Αρανίτσης, δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς από την επιδερμική πρόσληψη του έργου του Ελύτη ως φυσιολατρικού ή τουριστικού χρονικού.
Στην πραγματικότητα ο Ελύτης «ήταν ένας “μυστικός” ποιητής, δημιουργός ενός περίπλοκου κοσμοειδώλου, του οποίου οι ρίζες ανιχνεύονται κυρίως στον νεοπλατωνισμό αλλά και σε διάφορα μεταφυσικά δόγματα της Ανατολής. Με στοιχεία των συστημάτων αυτών συνέθεσε ένα σύμπαν μαγικών αντιστοιχιών, αναλογιών, μεταφορών, συσχετίσεων κάθε λογής, στο κέντρο του οποίου σκηνοθέτησε μια νέου τύπου συνάντηση του υποκειμένου με τον ελληνικό φυσικό κόσμο.
Η πρωτοφανούς ομορφιάς αυτή συνάντηση ήταν, ωστόσο, και παραμένει, ένα παράδοξο τόλμημα». Πρόκειται, καταλήγει ο Αρανίτσης, «για έναν τύπο λυρικής κρυπτογραφίας -όχι άμεσα προσιτό βεβαίως στον αμύητο αναγνώστη, που επιμένει μέχρι σήμερα να ταυτίζει τη σημαίνουσα εικονοποιία του Ελύτη με τρεχαντήρια, όστρακα και γοργόνες» (Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηρίξει κανείς ως αντίλογο ότι σ’ αυτή την πρόσληψη του έργου του συνέβαλε και ο ίδιος ο Ελύτης, αφού τα σχετικά κολάζ, για παράδειγμα, τα οποία φιλοτέχνησε και κατ’ επανάληψη εξέθεσε, επιμένουν σε μία μάλλον μονοδιάστατη, κοινότοπη και προβλέψιμη ανάγνωση του Αιγαίου).
Η κουλτούρα, όπως καλά γνωρίζουμε, είναι το θέατρο αντιμαχόμενων πολιτικών και ιδεολογικών τάσεων -ένα πεδίο μάχης όπου συχνά συντελούνται οι πιο ακραίες, αλλά και οι πιο κοινές αντιπαραθέσεις. Δεν είναι τόπος Απολλώνιας ευγένειας ή διονυσιακής έκστασης -κάθε άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τους τόπους που διαλέγουν οι ποιητές για να εγκαταστήσουν το ποιητικό τους σύμπαν: ακόμη κι όταν είναι κοινοί, μπορεί να διαφέρουν απόλυτα ως προς το περιεχόμενο, μπορεί να φορτίζονται με ολότελα διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες σημασίες.
Επιστρέφοντας στο προσφιλές μας Αιγαίο βλέπουμε ότι για τον Ελύτη δεν είναι μόνο ένα σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίησή του αλλά και ένας αγνός τόπος, μια Κιβωτός όπου η Ρωμιοσύνη εναπόθεσε τους θησαυρούς της ώστε να επιζήσουν αιώνια.
Για μένα, ωστόσο, (φαντάζομαι και για άλλους) που δεν ψάχνω να εντοπίσω το χαμένο κέντρο των πραγμάτων, ούτε τη σταθερή, αναλλοίωτη ουσία τους, γιατί απλούστατα μια τέτοια ουσία δεν υφίσταται, η θάλασσα αυτή είναι ένα «πέρασμα», ένα «σύνορο», ένα «γλωσσικό όριο», που ο κάθε ποιητής καλείται να διασχίσει· όχι μόνο το σύνορο ανάμεσα στην εμπειρία και τη γλώσσα που ο ίδιος μιλάει, αλλά κυρίως αυτό που τον χωρίζει από άλλες γλώσσες, παραδόσεις και ποιητικές συμβάσεις· σύνορο, που, κατά μία έννοια, πρέπει να διασχίσει αν θέλει να κατανοήσει και ν’ ανταποκριθεί στη νέα συνθήκη που μας καθορίζει-πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, αλλά και ηθική.
Οσο για την Ιστορία, γι’ αυτήν το Αιγαίο μπορεί να αποτελεί ένα σύμπλεγμα νησιών που επί αιώνες βίωσε την ειρηνική συνύπαρξη καθολικών και ορθόδοξων, εβραίων και μουσουλμάνων ακόμη, αλλά ταυτόχρονα, και ένα πεδίο πολέμου. Μια θάλασσα όπου καράβια με διάφορες σημαίες μάχονται λυσσαλέα για επικράτηση. Εν ολίγοις, ένα πέλαγος σπαραγμού και όχι μόνο άσπιλης ομορφιάς.
Είναι ζήτημα θέασης, λοιπόν, που σχετίζεται με τους στοχαστικούς προσανατολισμούς και αναζητήσεις (αλλά και ιδεοληψίες) του συγγραφέα αλλά και με τις συναισθηματικές και ψυχικές του ανάγκες ή τραύματα.
Ο Θεοτοκάς είχε κάποτε γράψει ότι προτιμά να παρατηρεί ένα τρεχαντήρι που αρμενίζει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο, παρά τις ζυμώσεις και τις εξελίξεις στα νέα κινήματα που είχαν μόλις ξεσπάσει στο Παρίσι -εννοούσε, προφανώς, τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό.
Είναι γνωστό ότι σε μας η αναζήτηση της ταυτότητας πήρε κατά καιρούς, στρεβλές μορφές. Σήμαινε, με δυο λόγια, τη δοξολόγηση κάθε πράγματος που ήταν «αμιγώς ελληνικό» και ταυτόχρονα την απόρριψη και κατακεραύνωση κάθε «δυτικού», τουτέστιν «ξένου» (Αυτό που ο Ελύτης αποκαλούσε απαξιωτικά «πίσσα της Ευρώπης… δηλαδή τους Καρτέσιους και τους Καλβίνους, τους Καντ και τους Μαρξ»). Σήμαινε την περιχαράκωση σε έναν κόσμο κλειστό, τον βαυκαλισμό ότι έτσι περιφρουρείται η όποια ελληνική «ιδιαιτερότητα».
Ενώ η ιδιαιτερότητα δοκιμάζεται, κρίνεται και ελέγχεται ως προς την αντοχή και την ουσία της μόνο όταν συνδιαλέγεται γόνιμα με την ετερότητα.
Η θάλασσα του Αιγαίου (και, επομένως, τα ποιήματα που πλατσουρίζουν σ’ αυτό) αποκτά το όποιο νόημά της μόνο σε σχέση με άλλες θάλασσες, γαλήνιες ή φουρτουνιασμένες, απόμακρες ή κοντινές. Ενας πολιτισμός, και κατ’ επέκταση μια λογοτεχνία, δικαιώνει την ουσία της όταν δεν ταυτίζεται με τον εαυτό της. Το πνεύμα είναι όντως «ελεύθερο» (για να επιστρέψω στον Θεοτοκά) όταν έχει το σθένος να αντιπαρατεθεί με το ανοίκειο, όχι να πιπιλάει την καραμέλα της «γνησιότητας» και της «υπεροχής».
Κλείνοντας, παραθέτω ως παράδειγμα ποιήματος που ανοίγεται σ’ αυτήν την ετερότητα, διεκδικώντας για την ποίηση έναν τόπο οικουμενικό (έχοντας απεμπολήσει, δηλαδή, κάθε αίτημα «ιδιοκτησίας» και «κυριότητάς» του), ένα απόσπασμα ποιήματος του Γουάλας Στίβενς, από τα πλέον γνωστά, που τιτλοφορείται «Η ιδέα της τάξης στο Κη Γουέστ», μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά:
«Τραγουδούσε πέρα απ’ την ευφυΐα της θάλασσας./ Το νερό ποτέ δεν έπαιρνε σχήμα στο μυαλό ή τη φωνή./ Σαν ένα ολότελα σωμάτινο σώμα, που ανεμίζει/ τα άδεια του μανίκια· κι ωστόσο η μιμική του κίνηση/ αποτελούσε επίμονη κραυγή, προκαλούσε επίμονα μια κραυγή/ που δεν ήταν δική μας, αν και την εννοούσαμε./ Κραυγή εξωανθρώπινη, του αληθινού ωκεανού.// Η θάλασσα δεν ήταν μάσκα./ Ούτε κι εκείνη./ Το νερό και το τραγούδι δεν ήταν σύμφυρμα ήχων/ ακόμη κι αν ό, τι τραγουδούσε ήταν ό, τι άκουγε/ μια και ό, τι τραγουδούσε αρθρωνόταν λέξη τη λέξη./ Ισως γιατί σε όλες της τις φράσεις αναδευόταν/ το λίκνισμα του νερού και το αγκομαχητό του ανέμου./ Ομως ακούγαμε εκείνην, όχι τη θάλασσα.// Γιατί εκείνη ήταν η δημιουργός του τραγουδιού που τραγουδούσε./ Η θάλασσα, πάντα μαντιλοδεμένη, στο φέρσιμό της τραγική/ ήταν μονάχα ένας τόπος που πλάι του βάδισε για να τραγουδήσει».
Για να παραφράσω τίτλο βιβλίου του Αρανίτση και να τον συνδέσω με σχετική ποιητική του σύνθεση, «σε ποιον ανήκει, λοιπόν, η θάλασσα»;
Η φωτογραφία από το photoblog Chromasia
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.