hopper-room-sea.jpgΟ Στάθης Τσαγκαρουσιάνος ξαναδιαβάζει τη “Μαρίνα” του Έλιοτ:

Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Και ποιο νερό γλείφοντας την πλώρη
Και το άρωμα του πεύκου κι η τσίχλα τραγουδώντας μέσα στην καταχνιά
Ποιες ζουγραφιές γυρίζουν
Ω κόρη μου.

Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του τροχίλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθονται στο στάβλο της ικανοποίησης σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου, σημαίνοντας
Θάνατο

Εγίναν ανυπόστατοι, τους υπόταξε ένα φύσημα,
Μια πνοή του πεύκου, κι η δασοκελάηδιστη καταχνιά
Εκείνη η χάρη τους έχει πάρει

Τι πρόσωπο είναι αυτό, πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό
Ο σφυγμός στο χέρι, πιο αδύνατος και πιο δυνατός –
Δοσμένο ή δανεισμένο; πιο μακριά από τ’ άστρα και πιο κοντά απ’ το μάτι

Ψιθυρισμοί και ψιλά γέλια ανάμεσα σε φύλλα και πόδια βιαστικά
Στα βάθη του ύπνου, όπου σμίγουν όλα τα νερά.

Μποπρέσο ραγισμένο στην παγωνιά, ραγισμένη στην κάψα μπογιά.
Το έκανα αυτό, το ξέχασα
Και το θυμούμαι.
Η αρματωσιά δίχως αντοχή και το καραβόπανο σάπιο
Ανάμεσα σ’ έναν Ιούνιο κι έναν άλλο Σεπτέμβρη.
Το έκανα αυτό μισοσυνείδητος, ανήξερος, άγνωστος, δικό μου.
Τα μαδέρια κάνουν νερά, οι αρμοί θέλουν καλαφάτισμα.
Τούτο το σχήμα, τούτο το πρόσωπο, τούτη η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ έναν κόσμο καιρού πέρα από μένα· ας
Αφήσω τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, το λόγο μου γι’ αυτόν τον ανείπωτο,
Τον ξυπνημένο, χωρισμένα χείλια, την ελπίδα, τα νέα καράβια.

Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια νησιά γρανίτες προς τ’ άρμενά μου
Κι η πρόσκληση της τσίχλας μέσα απ’ την καταχνιά
Κόρη μου.

(Μη έχοντας να πω τίποτα ουσιώδες για το Καλοκαίρι στην Πόλη, δίνω το χώρο μου σε αυτό το ποίημα, που όποτε δυσκολεύομαι με κάνει να νιώθω καλά. Σοβαρό και σχεδόν ηρωικό, έχει ταυτόχρονα τη δροσιά και τη χαρη του ζέφυρου. Μου θυμίζει πάντα, επίσης, την πληρότητα και τη χαρά των καλοκαιρινών μεσημεριών, πάνω στη βάρκα, όταν ο ήλιος αστράφτει στο νερό και το αλάτι ξεραίνεται στο δέρμα. Αυτό είναι ίδιον της μεγάλης ποίησης. Τα υψηλά νοήματα δεν στραγγαλίζουν τις εικόνες, που κρατούν την αυτόνομη ομορφιά τους. Βρίσκω το ποίημα αριστούργημα, γιατί πότε βλέπω τη σπουδαία φιλοσοφική πλευρά του, πότε μεθώ με τη μαγεία του ρυθμού του – χωρίς να αλλάζει τίποτα. Η μετάφραση -άψογη- του Σεφέρη. Η εικόνα του Χόπερ, που, αν και θαμπώνει μέσα στα χρόνια, μου αρέσει πολύ)

LIFO

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων