Η Ρίκα Βαγιάννη σκορπάει νότες αισιοδοξίας:
Mε όλα τα συμπράγκαλα σκόρπια και κλειστά ακόμα γύρω μου, ανοίγω το πορτόφυλλο του καλοκαιρινού σπιτιού: Η ομορφιά των πάντων, στα πάντα. Το αεράκι είναι γεμάτο υποσχέσεις: Βαρκάδες, γεύσεις και βουτιές, νυχτερινοί ψίθυροι, αγκαλιές, μια πιθανότητα αθανασίας. Θα ξαναφοβηθώ τον Σεπτέμβρη.
Οι Ελληνες κολυμπούν στο καλοκαίρι τους όπως τα ψάρια στο νερό, μαθημένοι, στο στοιχείο μας.
«Το ‘χουμε». Περισσότερο το καταλαβαίνω στα μάτια των ξένων. Δεν κοιτάζουν μόνο τις ομορφιές. Κοιτάζουν… εμάς. Σουλατσέρνουμε σαχλοί μέσα στα μαγιό μας, αντέχουμε στον ανελέητο ήλιο χωρίς κρέμες και μαντζούνια. Τραγουδάμε θλιμμένες μελωδίες, μ’ ένα χαμόγελο πανευτυχίας.
«Είναι τρελοί αυτοί οι Ελληνες». Την έχω ξαναπιάσει αυτή τη ματιά, αλλά φέτος, με τις οικονομικές σφαλιάρες που έχει φάει η χώρα μας, τη νιώθω πολύ πιο έντονη. Δεν είναι ότι μας κατακρίνουν, ούτε μας λυπούνται. Μας ζηλεύουν, ίσως; Είναι δυνατόν; Κι όμως…
Και τότε θέλω να ανέβω στο τραπέζι του καφενείου και να τους βγάλω λόγο σε όλες τις γλώσσες, για το kalokairi. Αυτό το υπερόπλο που διαθέτει ακόμα και ο πιο φτωχός Ελληνας στις αποθήκες του. Αυτή τη βόμβα αισιοδοξίας, πως όλα, στο τέλος, θα πάνε καλά. Πώς να μην πάνε όλα καλά, όταν εδώ, ακόμα και το λειψό, χλωμό φεγγάρι ανατέλλει με την παράλογη αυτοπεποίθηση μιας Πανσελήνου;
Kalokairi. Αν μπορούσα να το συσκευάσω σε μπουκαλάκια και να το πουλήσω δίπλα στους πάγκους με τα σουβενίρ. Αν μπορούσα να στάξω μερικές σταγόνες του στις καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων που έχουν αντικαταστήσει την ψυχή τους με ποσοστά και λογιστικούς πίνακες. Θα μας καταλάβαιναν καλύτερα.
«Το ‘χουμε». Είμαστε άνθρωποι με ψυχή καλοκαιρινή, ψαρίσια. Με ιστορία χιλιάδων χρόνων και μνήμη λίγων λεπτών. Ακούω συχνά πως αυτό είναι η κατάρα μας. Κι όμως, καθώς γύρω μου νιώθω τη θάλασσα να εισπνέει καύσωνα, για να φυσήξει δροσερό μελτέμι, αναρωτιέμαι μήπως αυτό είναι, ταυτόχρονα, ανεξήγητα, η σωτηρία μας.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.