Η Μανίνα Ζουμπουλάκη μοιράζεται αναμνήσεις στην AthensVoice: Τα τελευταία 250 χρόνια, τέτοια εποχή ακούω τζιτζίκια έξω από το (εκάστοτε) παράθυρό μου και όσο κι αν κρατιέμαι, τελικά το γράφω: τζιτζίκια ξεσκίζονται στο τζιτζιτζί έξω από τα παράθυρά μας. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό συμβαίνει όταν είμαστε τυχεροί κι έχουμε δέντρα τριγύρω. Αλλά κάποτε έμενα στην Αχαρνών, όπως και στο τέρμα της Σίνα (όχι ταυτόχρονα), κι άκουγα τζιτζίκια, μάλλον επειδή τα τζιτζίκια δεν καταλαβαίνουν από άσφαλτο, πίσσα, τσιμέντο ή πλαστικό και ξεσαλώνουν ακόμα και πάνω σ’ ένα ταπεινό ραδίκι. Δεν χρειάζονται ντε και καλά ολόκληρο δάσος, με μια λαχανίδα βολεύονται. Αρκεί να ’χει ζέστη.
Μη πολυλογώ, τα τζιτζίκια (άντε πάλι!) θυμίζουν κάτι καλοκαιρινά μεσημέρια παιδικής ηλικίας που μας έβαζαν να κοιμηθούμε με το ζόρι, και βλέπαμε αυτά τα περίεργα όνειρα που προκύπτουν όταν τρως πολύ καρπούζι: καταρράκτες, ατέλειωτες βροχές, λιμνούλες με κυματάκια… κάπου-κάπου, στα μέσα Ιουλίου ή Αυγούστου, όντως έπιανε θερινή βροχή – αλλά τις περισσότερες φορές τα ’χαμε κάνει απάνω μας. Κι αυτή είναι μια τόσο generic ανάμνηση παιδικής ηλικίας, που αποκλείεται να μη σας λέει κάτι. Είτε σας άλλαζαν σεντόνια οκτώ δουλικά εκεί στο κάστρο που μεγαλώσατε είτε σας κυνηγούσε η γιαγιά σας με την παντόφλα, ο συνειρμός με το τζιτζίκι, τον ύπνο, το όνειρο και το χμ… καρπούζι έγινε ήδη.
Θυμήθηκα με αυτό κι ένα ωραίο κείμενο του Τάσου Αλεβαντή που είχε δημοσιεύσει ο Νίκος Δήμου στο blog του
Ο Νίκος Δήμου μας θυμίζει κι ένα μύθο για τον τζίτζικα: Κι ένας τρίτος μύθος για την καταγωγή του Τζίτζικα.
Το επιστημονικό του όνομα είναι Τιθωνός.
Ο Τιθωνός ήταν πένταμορφο παληκάρι στην Τροία.
Τον αγάπησε η θεά Ηώς (η θεά της Αυγής).
Παρακάλεσε τον Δία να τον κάνει αθάνατο.
Ξέχασε να ζητήσει να τον κρατήσει νέο.
Πέρασαν τα χρόνια και ο Τιθωνός ζούσε άθλια
και αιώνια, αιώνια γεράματα.
Ο Δίας τον λυπήθηκε και τον έκανε τζιτζίκι.
Και η εμπειρία της υπέρβασης. Ο τελευταίος στίχος από την “Κίχλη” του Γιώργου Σεφέρη: