Δεν ξέρω γιατί, αλλά η μια σκηνή σέρνει από τη μύτη την άλλη, στο μυαλό μου… Κι ας απέχουν χρονικά, τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Η μια σκηνή εκτυλίσσονταν στο Αστέρα της Βουλιαγμένης στην παιδική μου ηλικία. Ο πατέρας μου έμαθε να κολυμπάει μεγάλος και είχε πάντα ένα δέος απέναντι στη θάλασσα. Από τη στιγμή λοιπόν που ξεκίνησε με ένα φίλο του τα μαθήματα κολύμβησης, είχε βάλει στόχο την εξέδρα. Κι ήταν τόσο «απόλυτα δικό του», το βλέμμα του, κάθε φορά που την έφτανε και την έπιανε, που θυμάμαι ότι σκοτωνόμουν να τον προσπεράσω για νάμαι μάρτυρας της στιγμής της απόλυτης ικανοποίησής του, να τραβήξω μια φωτογραφία με τον νου…. Ένα πολύτιμο «κλικ»! Που κρατάω χρόνια στην καρδιά μου…
Η άλλη σκηνή εκτυλίσσεται στην αγαπημένη μου παραλία, στην Τήνο… Το νησί που αμολήσαμε άγκυρα τα τελευταία χρόνια. Πανομοιότυπα, μπαίνω κάτω από την ομπρέλα, τακτοποιώ γύρω μου, βιβλία, τσαντάκια, κινητά, τα παιχνίδια του Κωστάκη… Φτιάχνω την πετσέτα, κάθομαι ανακουφισμένη κι αγναντεύω … Παραλία 70sties! Με τεράστιες γιαγιάδες με μαγιό πολυφορεμένα και βλέμμα ραντάρ για το εγγόνι, με ζευγαράκια ξέγνοιαστα, με κανένα ξέμπαρκο παπά που ο αέρας παίζει με τα ράσα του ή με καμιά επισκέπτρια για τάμα… Που έχει μαζί της «το τάμα»…Τι ηρωικές αυτές οι μάνες! Τι απέραντη αντοχή και κουράγιο αναβλύζουν. Η Τήνο μου! Λατρεμένη για την απογείωση και προσγείωση που με κερνάει την ίδια ώρα… Μα όσο βαθαίνει το καλοκαίρι, η παραλία γεμίζει κόσμο τόσο, που δε προλαβαίνω να κατασκοπεύσω το έργο που εκτυλίσσεται κάτω από τη σκιά της κάθε ομπρέλας… Ένα σωρό άνθρωποι… Στη δική του ταινία ο καθένας. Μα όλοι επιτέλους γαληνεμένοι, νωχελικοί., σοφοί τεμπέληδες…
Ώσπου…
Πάνω στο κάδρο της Μυκόνου που στέκει απέναντί μας, ανταμώνουν δυο τεράστια πλοία (Σαν τις σκηνές που ανταμώνουν στη σκέψη μου κι ας έρχονται από άλλη κατεύθυνση)… Και συγχρόνως πίσω από το ακρωτήρι της Χώρας ξεμυτάει και το «γρήγορο» που έρχεται από το λιμάνι της Ραφήνας! Τρία καράβια έτοιμα ν΄ αναστατώσουν τη θάλασσα! Σαν σε μίξερ να την ανακατώσουν… Κι όλοι με μιας προσμένουμε το μεγάλο κύμα! Κι αρχίζει η εικόνα ν΄αποκτάει κινητικότητα, να μπαίνει ήχος… Φωνές προετοιμασίας! «Το κύμα! Το κύμα!», «Έρχεται το μεγάλο κύμα» ακούς από παντού… Κι ο καθένας παίρνει τα μέτρα του… Καλωδιονόμαστε με μιας, με το παιδί που έχουμε καταχωνιασμένο μέσα μας… Το ξεντύνουμε από πανωφόρια καθωσπρεπισμού και τυφλοσούρτια συμπεριφορών…Γιατί «Έρχεται το μεγάλο κύμα!»…. Κι έτσι ασυναίσθητα, ο καθένας προδίδει τη στάση του στη ζωή ολόκληρη… Άλλος ορμάει αποφασιστικά αλλά την στιγμή της σύγκρουσης γυρνάει την πλάτη, άλλος χιμάει και χώνει μέχρι και το κεφάλι του στο κύμα, άλλος παραμένει στη παραλία και επιτηρεί τα αντικείμενά του, άλλος βουτάει αλλά μετά γκρινιάζει ότι βράχηκε, άλλος περιμένει να τον ρίξει το κύμα κάτω και άλλος να του τη ρίξει αυτός… Τι μαγική σκηνή! Τι ευλογημένα δευτερόλεπτα αρχέγονης, αυθόρμητης συμπεριφοράς καθώς ΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΥΜΑ!
Όλοι παίρνουμε εκδίκηση… Το μόνο κύμα στη ζωή που αναγγέλλει τη παρουσία του… Λίγο τόχεις; Το μεγάλο κύμα στη παραλία της Τήνου… Η εξέδρα του πατέρα μου… Μια ζωή έβαζε «εξέδρες» που έπρεπε να πιάσει…Στη τελευταία εξέδρα την «πάτησε»… «Δε θα με φάει ο καρκίνος θα το φάω εγώ»… Άπιαστη η εξέδρα! 40 χρονών παλικάρι!
Κι αν φέρνω και ξαναφέρνω, χρόνια τώρα τη σκηνή, ίσως είναι γιατί ήταν η μόνη απολύτως ανέμελη που μου χάρισε…Γιατί οι άνθρωποι λογαριάζουμε το κύμα ή μεγαλύτερο ή μικρότερο απ΄ ότι είναι στη πραγματικότητα… Αφιερώνουμε τα χρόνια μας σε άτεχνες μετρήσεις κυμάτων με λάθος όργανα…Ανυποψίαστοι, αθώοι, απροετοίμαστοι για την μόνη φερέγγυα μονάδα μέτρησης… Ότι η ζωή κρατάει τελικά… Όσο ένα μεγάλο κύμα!
Ο Χάρης Βλαβιανός δίνει τη δική του εκδοχή για το καλοκαίρι από τις σελίδες της “Ε”. Εξετάζει τις εικόνες του καλοκαιριού στην ελληνική ποίηση και τον τρόπο με τον οποίο έχει λειτουργήσει ο μύθος του Αιγαίου στην ελληνική παράδοση, σημειώνοντας πως το Αιγαίο δεν είναι μόνο μια Κιβωτός με πολύτιμους θησαυρούς, αλλά κι ένα πέρασμα, ένα σύνορο κι ένα γλωσσικό όριο το οποίο κάθε ποιητής καλείται, έτσι ή αλλιώς, να διασχίσει.
Οταν σκεφτόμαστε τη «θάλασσα» στην ελληνική ποίηση, το μυαλό των περισσοτέρων αυτομάτως ανακαλεί τον Ελύτη και το περίφημο Αιγαίο του, που τόσο αγάπησε και ύμνησε με τους φωτεινούς αλλά ταυτόχρονα αινιγματικούς του στίχους.
Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές στρέφεται στην πλέον επίπεδη, προβλέψιμη και φολκλορική εκδοχή του, που θυμίζει εκείνες τις κακόγουστες αφίσες του ΕΟΤ της δεκαετίας του 70′, οι οποίες κοσμούσαν τους τοίχους και τις βιτρίνες ταξιδιωτικών γραφείων και δημοσίων υπηρεσιών. Οπως, βέβαια, σωστά έχει παρατηρήσει ο Αρανίτσης, δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς από την επιδερμική πρόσληψη του έργου του Ελύτη ως φυσιολατρικού ή τουριστικού χρονικού.
Στην πραγματικότητα ο Ελύτης «ήταν ένας “μυστικός” ποιητής, δημιουργός ενός περίπλοκου κοσμοειδώλου, του οποίου οι ρίζες ανιχνεύονται κυρίως στον νεοπλατωνισμό αλλά και σε διάφορα μεταφυσικά δόγματα της Ανατολής. Με στοιχεία των συστημάτων αυτών συνέθεσε ένα σύμπαν μαγικών αντιστοιχιών, αναλογιών, μεταφορών, συσχετίσεων κάθε λογής, στο κέντρο του οποίου σκηνοθέτησε μια νέου τύπου συνάντηση του υποκειμένου με τον ελληνικό φυσικό κόσμο.
Η πρωτοφανούς ομορφιάς αυτή συνάντηση ήταν, ωστόσο, και παραμένει, ένα παράδοξο τόλμημα». Πρόκειται, καταλήγει ο Αρανίτσης, «για έναν τύπο λυρικής κρυπτογραφίας -όχι άμεσα προσιτό βεβαίως στον αμύητο αναγνώστη, που επιμένει μέχρι σήμερα να ταυτίζει τη σημαίνουσα εικονοποιία του Ελύτη με τρεχαντήρια, όστρακα και γοργόνες» (Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηρίξει κανείς ως αντίλογο ότι σ’ αυτή την πρόσληψη του έργου του συνέβαλε και ο ίδιος ο Ελύτης, αφού τα σχετικά κολάζ, για παράδειγμα, τα οποία φιλοτέχνησε και κατ’ επανάληψη εξέθεσε, επιμένουν σε μία μάλλον μονοδιάστατη, κοινότοπη και προβλέψιμη ανάγνωση του Αιγαίου).
Η κουλτούρα, όπως καλά γνωρίζουμε, είναι το θέατρο αντιμαχόμενων πολιτικών και ιδεολογικών τάσεων -ένα πεδίο μάχης όπου συχνά συντελούνται οι πιο ακραίες, αλλά και οι πιο κοινές αντιπαραθέσεις. Δεν είναι τόπος Απολλώνιας ευγένειας ή διονυσιακής έκστασης -κάθε άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τους τόπους που διαλέγουν οι ποιητές για να εγκαταστήσουν το ποιητικό τους σύμπαν: ακόμη κι όταν είναι κοινοί, μπορεί να διαφέρουν απόλυτα ως προς το περιεχόμενο, μπορεί να φορτίζονται με ολότελα διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες σημασίες.
Επιστρέφοντας στο προσφιλές μας Αιγαίο βλέπουμε ότι για τον Ελύτη δεν είναι μόνο ένα σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίησή του αλλά και ένας αγνός τόπος, μια Κιβωτός όπου η Ρωμιοσύνη εναπόθεσε τους θησαυρούς της ώστε να επιζήσουν αιώνια.
Για μένα, ωστόσο, (φαντάζομαι και για άλλους) που δεν ψάχνω να εντοπίσω το χαμένο κέντρο των πραγμάτων, ούτε τη σταθερή, αναλλοίωτη ουσία τους, γιατί απλούστατα μια τέτοια ουσία δεν υφίσταται, η θάλασσα αυτή είναι ένα «πέρασμα», ένα «σύνορο», ένα «γλωσσικό όριο», που ο κάθε ποιητής καλείται να διασχίσει· όχι μόνο το σύνορο ανάμεσα στην εμπειρία και τη γλώσσα που ο ίδιος μιλάει, αλλά κυρίως αυτό που τον χωρίζει από άλλες γλώσσες, παραδόσεις και ποιητικές συμβάσεις· σύνορο, που, κατά μία έννοια, πρέπει να διασχίσει αν θέλει να κατανοήσει και ν’ ανταποκριθεί στη νέα συνθήκη που μας καθορίζει-πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, αλλά και ηθική.
Οσο για την Ιστορία, γι’ αυτήν το Αιγαίο μπορεί να αποτελεί ένα σύμπλεγμα νησιών που επί αιώνες βίωσε την ειρηνική συνύπαρξη καθολικών και ορθόδοξων, εβραίων και μουσουλμάνων ακόμη, αλλά ταυτόχρονα, και ένα πεδίο πολέμου. Μια θάλασσα όπου καράβια με διάφορες σημαίες μάχονται λυσσαλέα για επικράτηση. Εν ολίγοις, ένα πέλαγος σπαραγμού και όχι μόνο άσπιλης ομορφιάς.
Είναι ζήτημα θέασης, λοιπόν, που σχετίζεται με τους στοχαστικούς προσανατολισμούς και αναζητήσεις (αλλά και ιδεοληψίες) του συγγραφέα αλλά και με τις συναισθηματικές και ψυχικές του ανάγκες ή τραύματα.
Ο Θεοτοκάς είχε κάποτε γράψει ότι προτιμά να παρατηρεί ένα τρεχαντήρι που αρμενίζει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο, παρά τις ζυμώσεις και τις εξελίξεις στα νέα κινήματα που είχαν μόλις ξεσπάσει στο Παρίσι -εννοούσε, προφανώς, τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό. Συνέχεια »
Το πρωί η θάλασσα έχει άλλη ποιότητα. Έχει σμιλέψει από βραδύς στην άμμο τα γεωμετρικά της σχήματα και δεν τολμάς να τα ταράξεις με τις πατημασιές σου.
Σήμερα η θάλασσα είχε βάλει τα δυνατά της, τόσο που μαγεύτηκα από την αρμονία των σχημάτων της.
“Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό· ”
Κι οι συνειρμοί με ταξίδεψαν σε χρόνια μακρινά, θυμήθηκα τους δασκάλους μου της γιόγκα, όταν εξηγούσαν τις τρεις ιδιότητες (gunas) της φύσης. Το πρωί κυριαρχεί η sattva. Η sattva είναι μια κατάσταση αρμονίας, ισορροπίας, χαράς και νοημοσύνης. Το πρωί μπορείτε π.χ. να βρείτε ευκολότερα λύσεις σε προβλήματα που σας έχουν βασανίσει. Η sattva είναι μία από τις τρεις gunas, που μαζί δημιουργούν τις θεμελιώδεις αρχές τις φύσης – ενέργεια, ουσία και συνείδηση.
Οι άλλες δύο gunas είναι το tamas (σκοτάδι) και η rajas (κίνηση- δραστηριότητες).
Στη χθεσινή μου βουτιά στην πανδέγμονα θάλασσα, μου έκανε παρέα ένας γλάρος. Νεαρότατος και φιλικότατος αφού δε δίστασε να με πλησιάσει τόσο που αν άπλωνα το χέρι μου, τον άγγιζα. Θυμήθηκα τον Γλάρο Ιωνάθαν Λίβινγκστον του Richard Bach, ένα Bestseller που ξεκλείδωσε τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων, και διηγείται την ιστορία ενός γλάρου ξεχωριστού. Ενός γλάρου που επιλέγει να βιώσει τη διαφορετικότητά του, να τη γιορτάσει, να την υπερασπιστεί. Ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον, ο Γλάρος, λατρεύει την περιπέτεια της πτήσης -που για εκείνον αντιπροσωπεύει την ελευθερία και την έκφραση. Μοχθεί για την εσωτερική του εξέλιξη, ανοίγει τις φτερούγες του προς ένα ταξίδι ανάτασης και έχει όλη τη διάθεση να μοιραστεί με τους υπόλοιπους γλάρους τη γνώση και εμπειρία του. Εις μάτην. Το Σμήνος, μονόχνοτο και βλοσυρό, αντικρούει τον ενθουσιασμό με περιφρόνηση. Κάθε απόπειρα προσέγγισης, κάθε προσπάθεια πειθούς πως το πέταγμα είναι κάτι παραπάνω από μια βαρετή διαδικασία ανεύρεσης τροφής, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες. Κι έτσι, ο Ιωνάθαν Λίβινγκστον ο Γλάρος -πιστός στις αρχές και στο ένστικτό του- αναχωρεί, απόκληρος πλέον, για το δικό του μεγάλο ταξίδι.
Αλλά ο δικός μου γλάρος μάλλον ξεκίναγε το ταξίδι του και δε φαινόταν τόσο προβληματισμένος. Χαιρόταν το κύμα απλά και το αεράκι που του φουρφούριζε τα πούπουλα της κεφαλής του. Κι εγώ την απελευθέρωση του νερού.
Η αποκαλωδίωση κράτησε μια μέρα. Τόσο χρειάστηκε για να εισαχθώ στον εναλλακτικό κόσμο της νήσου Σύρου. Μερικές φορές σκέφτομαι αν είναι εικονικός. Βλέπετε εδώ οι άνθρωποι καλημερίζονται και το εννοούν. Κάθε φορά την πατάω. Κάποιος άγνωστος με καλημερίζει στο δρόμο και κάθε φορά παραξενεύομαι. Παρατηρούσα τους καταστηματάρχες που άνοιγαν τα μαγαζιά τους και χωράτευαν ο ένας με τον άλλον. Σκέφτηκα, αυτή είναι η ποιότητα ζωής. Πριν μέρες στην Αθήνα θυμήθηκα δύο οδηγούς που είχαν πιαστεί πρωί-πρωί στα χέρια δι’ ασήμαντον αφορμήν. Εδώ καμία σχέση. Οι Συριανοί είναι άλλο πράγμα. Έτσι και ζητήσεις οδηγίες στο δρόμο, παρατάνε τη δουλειά τους και σε συνοδεύουν. Πάντα με το χαμόγελο. Φυσικά καθώς θα σας συνοδεύουν θα απαντήσετε σε μία μικρή ανάκριση για το γενεαλογικό σας δέντρο. Αλλά είναι ευγενικοί. Τι το προκαλεί; ο αέρας; η θάλασσα; το ότι μπορούν να απλώσουν τη ματιά τους στο απέραντο γαλάζιο;
Η θάλασσα, η πανδέγμων, με δέχτηκε ως παραλυτική πλέον από την πολύωρη στρέβλωση πίσω από την οθόνη. Η θάλασσα, η θάλασσα, η θάλασσα. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για το σπίτι μου. Έπρεπε να διεξάγω αγώνα για να το επανακτήσω από τις στρατιές των αραχνών που είχαν υφάνει το δικό τους βασίλειο. Κι εκεί που ετοιμαζόμουν να χαλαρώσω πριν τη μάχη των καλωδίων που θα διεξαγόταν, βλέπω μία ουρά σκορπιού να μου γνέφει. Η αδρεναλίνη πουσάρισε μεμιάς τους χτύπους μου, με μία κλωτσιά στο στήθος. Έγινα δολοφόνος, διαταράσσοντας την οικολογική μου συνείδηση, αλλά σόρρυ, δεν μπορούσαμε να μοιραστούμε το ίδιο σπίτι. Και ήταν θηριώδης στο μέγεθος. Τα αποτελέσματα της μάχης στη φωτό.
*Ο τίτλος του ποστ από ένα βιβλίο του Σάκη Σερέφα.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή