Στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε από την υπουργό Παιδείας κυρία Διαμαντοπούλου για τις αλλαγές στην εκπαίδευση, και παράλληλα με την καθιέρωση πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας για τους εκπαιδευτικούς, χρειάζεται να περιληφθεί και ένα άρθρο για τη διδασκαλία της Ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση.Παρά το γεγονός ότι η ιστοριογραφία της χώρας μας έχει αναπτυχθεί με νέες έρευνες και έχει εμπλουτιστεί με νέες προσεγγίσεις και θεματικές, το σχολείο συνεχίζει να μένει καθηλωμένο σε κύκλους επανάληψης της ίδιας Ιστορίας- αρχαία, μέση, νεότερη- τόσο στο γυμνάσιο όσο και στο λύκειο, με σχολικά βιβλία που αν δεν αποπροσανατολίζουν, πάντως αφυδατώνουν και δυσκολεύουν τη μάθηση. Τα φτωχά αποτελέσματα στις εξετάσεις είναι ένας μόνο από τους δείκτες αυτής της αποτυχίας.
Δυστυχώς η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία η Ιστορία δεν διδάσκεται από ιστορικούς, και δεν υπάρχει η ειδικότητα του ιστορικού στο σχολείο. Την Ιστορία τη διδάσκουν γενικώς «φιλόλογοι» (ειδικότητα ΠΕ02), που σημαίνει απόφοιτοι σχολών της Φιλοσοφικής (φιλολογίας, ψυχολογίας-παιδαγωγικών, γαλλικής, αγγλικής, γερμανικής κλπ. φιλολογίας) που ενδέχεται να μην έχουν διδαχθεί ούτε ένα μάθημα Ιστορίας. Οταν καλούνται να διδάξουν Ιστορία όσοι δεν την έχουν διδαχθεί συνήθως αρκούνται στην πιστή αναπαραγωγή του σχολικού εγχειριδίου. Χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και ενδιαφέρον για το πεδίο, χωρίς βιβλιογραφική ενημέρωση, δεν μπορούν να ενεργοποιήσουν το ενδιαφέρον των μαθητών, ούτε βέβαια να μεταδώσουν την αίσθηση της ιστορικότητας. Η Ιστορία στο σχολείο γίνεται ένα βαρετό μάθημα που οδηγεί στην αποστήθιση.
Οι απόφοιτοι των τμημάτων αυτών επιλέγονται με εξετάσεις στον ΑΣΕΠ με ενιαία ύλη της οποίας ο κεντρικός κορμός είναι τα φιλολογικά μαθήματα. Για τη διαιώνιση
[Η διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο γίνεται με τέτοιο τρόπο στα Γυμνάσια και στα Λύκεια με αποτέλεσμα να έχει καταλήξει ένα βαρετό μάθημα το οποίο οι μαθητές πρέπει απλώς να αποστηθίσουν ]
Η διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο γίνεται με τέτοιο τρόπο στα Γυμνάσια και στα Λύκεια με αποτέλεσμα να έχει καταλήξει ένα βαρετό μάθημα το οποίο οι μαθητές πρέπει απλώς να αποστηθίσουν
αυτής της πρωτοτυπίας, προβάλλεται ως κύρια δικαιολογία ότι στην Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής κατανομής των σχολείων, καθώς και της κατανομής των ανθρωπιστικών μαθημάτων στο σχολικό πρόγραμμα, η καθιέρωση ειδικοτήτων θα ήταν μια αναποτελεσματική και περιττή πολυτέλεια. Το ίδιο γεγονός ωστόσο δεν εμποδίζει να γίνονται σεβαστές οι ειδικεύσεις των αποφοίτων της Φυσικομαθηματικής σε φυσικούς που διδάσκουν φυσική, σε μαθηματικούς που διδάσκουν μαθηματικά, σε χημικούς που διδάσκουν χημεία και σε βιολόγους που διδάσκουν βιολογία.
Ο κύριος λόγος αυτής της αντιεπιστημονικής εμμονής στον ρόλο του «φιλολόγου» που διδάσκει τα πάντα είναι ότι δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη η αυτοτελής συγκρότηση του ιστορικού κλάδου. Ως τώρα οι μηχανισμοί του υπουργείου Παιδείας κατέχονταν από το παρωχημένο πνεύμα του ελληνικού 19ου αιώνα που έβλεπε την Ιστορία ως παρακλάδι της φιλολογίας. Οφείλεται επίσης αυτή η καθυστέρηση και στο γεγονός ότι οι ιστορικοί- πανεπιστημιακοί ή ερευνητές- ελάχιστη προσοχή έδωσαν, ως τώρα, στην αναμόρφωση της διδασκαλίας της Ιστορίας στο σχολείο, σε αντίθεση με τους μαθηματικούς και τους φυσικούς επιστήμονες οι οποίοι έδειξαν ένα διαρκές και αποτελεσματικό ενδιαφέρον.
Είναι όμως πλέον καιρός να αρθεί αυτός ο απαράδεκτος αναχρονισμός, ο οποίος έχει καταστροφικές συνέπειες τόσο ως προς τη διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο, όσο επίσης και ως προς τη συγκρότηση του προγράμματος των ιστορικών τμημάτων, τα οποία τείνουν να μετατραπούν σε πανδιδακτήρια με την προσθήκη πλήθους φιλολογικών μαθημάτων, για να εξυπηρετήσουν την προσδοκώμενη επάρκεια των αποφοίτων τους. Αποτέλεσμα; Λίγο απ΄ όλα.
Χρειάζεται επομένως να καθιερωθεί η ειδικότητα του ιστορικού στο σχολείο, και ταυτόχρονα να γίνει μια σοβαρή αναδιοργάνωση του αναλυτικού προγράμματος που αφορά την εκπαίδευση της Ιστορίας, η οποία κακώς περιορίζεται σε μια γεγονοτολογική αντίληψη. Η Ιστορία αφορά την προβληματική των σχέσεών μας με το παρελθόν, περιλαμβανομένης της συγκρότησης της ιστορικής συνείδησης και της συλλογικής μνήμης. Το αίτημα να διδάσκει κανείς το αντικείμενο που έχει σπουδάσει θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο, χωρίς παραχωρήσεις σε λαϊκιστικές-συντεχνιακές απαιτήσεις να διδάσκουν όλοι όλα. Και δεν χρειάζεται βέβαια να επιχειρηματολογήσει κανείς επιπροσθέτως για το πόσο σημαντική είναι η διδασκαλία της Ιστορίας στο σχολείο για τη συγκρότηση της δημόσιας κουλτούρας και πολιτών με κριτική σκέψη.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ονειρεύομαι τη μέρα που στα γυμνάσια και στα λύκεια θα αρχίσει να διδάσκεται ένα καινούργιο μάθημα, το μάθημα της Λογοτεχνίας. Οι μαθητές θα έρχονται σε επαφή με έργα της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που με τη σωστή διδακτική προσέγγιση θα τους βοηθούν να πλουτίσουν τον συναισθηματικό τους κόσμο και να οξύνουν ακόμη περισσότερο την κοινωνική ευαισθησία τους. Μέσα από την ανάγνωση και την προσπέλαση των κειμένων οι έφηβοι θα ανιχνεύουν τις αγωνίες και τους προβληματισμούς των δημιουργών, θα σχολιάζουν τις αξίες και τη δράση των λογοτεχνικών προσώπων και θα έχουν την ευκαιρία να δουν πώς καθρεφτίζεται η δική τους προσωπικότητα στους ήρωες, θετικούς ή μη, των βιβλίων.
«Μα», ακούω την ένσταση, «αυτό το μάθημα ήδη υπάρχει στα σχολεία και διδάσκεται εδώ και χρόνια!».
Πικρή διαπίστωση: όσοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εμπλέκονται στη διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος στον χώρο της μέσης εκπαίδευσης, κυρίως όσοι το διδάσκουμε στην τάξη και δεν τρεφόμαστε με μεγαλοϊδεατισμούς ή από καθέδρας θεωρίες, όλοι λίγο- πολύ έχουμε καταλήξει στο οδυνηρό συμπέρασμα ότι τέτοιο μάθημα δεν υφίσταται. Εκτός αν θεωρούμε μάθημα Λογοτεχνίας τα δεκάδες αποσπάσματα από ευρύτερες αφηγηματικές ή ποιητικές συνθέσεις που ένας μαθητής «διδάσκεται» τα έξι χρόνια της φοίτησής του, την πληθώρα γραμματολογικών-φιλολογικών πληροφοριών με τις οποίες βομβαρδίζεται, την ύπαρξη διδακτικού στόχου σε κάθε ανάλυση κειμένου (λες και το κείμενο είναι κυνηγετικό θήραμα), την ισοπεδωτική εισβολή της αφηγηματολογίας (δεκατριάχρονα παιδιά πρέπει να μάθουν για τις οπτικές αφήγησης…), τις κατευθυνόμενες ερωτήσεις-ασκήσεις για το ξεκλείδωμα του εκάστοτε αποσπάσματος (πολλές από τις οποίες ανήκουν σε άλλο γνωστικό αντικείμενο, π.χ. ο χωρισμός σε παραγράφους και η εύρεση πλαγιότιτλων) ή τον τραγέλαφο των εξετάσεων.
Αποτέλεσμα; Ενας μαθητής Γυμνασίου ή Λυκείου λίγο καιρό μετά δεν θυμάται το παραμικρό απ΄ όσα διδάχθηκε σε όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς (το πολύ πολύ να έχει συγκρατήσει το κείμενο που «έπεσε» στις εξετάσεις του Ιουνίου). Και το χειρότερο, δεν του έχει δοθεί η ευκαιρία να αγαπήσει στο ελάχιστο τη λογοτεχνία. Για το αν έγινε βιβλιόφιλος ή επαρκής αναγνώστης, καλύτερα ας μην το συζητήσουμε.
Εκείνο λοιπόν που πρέπει να γίνει το ταχύτερο δυνατόν είναι το μάθημα της Λογοτεχνίας να επανιδρυθεί- κι ας μην είναι πολιτικό κόμμα. Σε μια τέτοια διαδικασία το πρώτο που πρέπει να αλλάξει είναι η φιλοσοφία του μαθήματος. Να συνειδητοποιήσουμε μια και καλή ότι πέρασαν οι εποχές όπου χρησιμοποιούσαμε τη Λογοτεχνία στο σχολείο για να μεταβιβάσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά. Το μοντέλο αυτό έχει πια ξεπεραστεί. Τη μετάδοση του λογοτεχνικού Κανόνα από γενιά σε γενιά την έχει επισκιάσει σήμερα- καλώς!- η ανάγκη των μαθητών να έρθουν σε επαφή με κείμενα που τους προκαλούν πολλαπλώς το ενδιαφέρον και τους βοηθούν στην αυτοέκφραση. Με μια τέτοια αλλαγή πλεύσης και προσανατολισμού η σχολική τάξη θα μπορέσει να λειτουργήσει σαν μικρή λέσχη ανάγνωσης, με τον εκπαιδευτικό στον ρόλο του κατηρτισμένου και έξυπνου συντονιστή, και εν συνεχεία σαν ένα μικρό εργαστήρι δημιουργικής γραφής. Οσοι από εμάς παίρνουμε κατά καιρούς μέρος στο πρόγραμμα του ΕΚΕΒΙ «Συγγραφείς στα σχολεία» γνωρίζουμε από πρώτο χέρι με πόση επιτυχία οι μαθητές προσεγγίζουν το λογοτεχνικό έργο όταν δεν έχουν στα πόδια τους τα βαρίδια της γραμματολογίας, αλλά τους δίδεται η ευκαιρία να γίνουν οι ίδιοι συν-δημιουργοί επεμβαίνοντας δημιουργικά στο κείμενο και παράγοντας λόγο, προφορικό ή γραπτό.
Και επιτέλους να καθιερωθεί και στη χώρα μας η διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου- διαδικασία αυτονόητη και δοκιμασμένη στα σχολεία της Ευρώπης εδώ και πολλά χρόνια. Ας αναλογιστούμε τι μεγάλο κέρδος θα είναι για έναν έφηβο αν, τελειώνοντας το σχολείο, έχει διαβάσει κάποια από τα παρακάτω έργα (ενδεικτικός ο κατάλογος, μα όχι τυχαίος, ούτε βέβαια εξαντλητικός): Ηλιος ο Πρώτος, Ο Βασίλης ο Αρβανίτης,Η φόνισσα,Ο μικρός πρίγκιπας, Ο γέρος και η θάλασσα,Το τέλος της μικρής μας πόλης,Στροφή,Ο φύλακας στη σίκαλη, Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Το λίγο του κόσμου, Τέταρτη διάσταση, Το ημερολόγιο της Αννας Φρανκ, Η τιμή και το χρήμα, Ασκητική, Για ένα φιλότιμο, Το πλατύ ποτάμι,Λεωνής,Σύγνεφο με παντελόνια,Μοσκώβ Σελήμ,Τα ρω του έρωτα… Να έχει πάρει μια καλή και ποικίλη γεύση από την ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία, παλαιότερη και σύγχρονη, από το μυθιστόρημα και το διήγημα, από την πρόζα και την ποίηση. Αποφοιτώντας δηλαδή να έχει στο δισάκι της βιβλιοφιλίας του 5- 10 έργα που ίσως του αλλάξουν τον τρόπο να βλέπει τον κόσμο. Αν μάλιστα σ΄ αυτή τη διαδικασία προστεθούν ο εμπλουτισμός και η στήριξη των
σχολικών βιβλιοθηκών, η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών για τη διδασκαλία του μαθήματος, καθώς και η συνδρομή της Εταιρείας Συγγραφέων- συνάδελφοι, δεν είμαστε μόνο συνδικαλιστικό όργανο-, τότε μπορούμε να μιλάμε για ένα νέο δυναμικό ξεκίνημα. Να, λοιπόν, πεδίο σύγκλισης και συνεργασίας για τα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού.
Από ένα τέτοιο (καινούργιο) μάθημα κερδισμένοι θα βγούμε όλοι, ιδίως οι νέοι. Και το σημαντικότερο: από τη στιγμή που θα έχει πλαστεί ένα ποιοτικό αναγνωστικό κοινό εικοσάρηδες να περνούν το κατώφλι του βιβλιοπωλείου-, αυτόματα διασφαλίζεται το μέλλον της ανάγνωσης. Με λίγα λόγια, η ίδια η λογοτεχνία.
Σχέση βασισμένη σε μια παρωχημένη μορφή διδασκαλίας, η οποία βομβαρδίζει τους μαθητές με γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα, ασύνδετα και απόμακρα από το αρχαίο κείμενο. Μια φορμαλιστική διδασκαλία, που δεν συνομιλεί με τη νεοελληνική γλώσσα αλλά, αντίθετα, προκαλεί περισσότερη γλωσσική σύγχυση στους μαθητές. Μια μονόδρομη διδασκαλία που αντιμετωπίζει την αρχαία σκέψη και τις ιδέες της ως μαυσωλείο κανόνων. Με σχολικά βιβλία δήθεν διαθεματικά (!), τα οποία περιέχουν κείμενα που δεν μπορεί να προσεγγίσει ένας απόφοιτος των φιλοσοφικών σχολών. Με διδάσκοντες είτε ανεπαρκώς προετοιμασμένους στα πανεπιστήμια για μια σύγχρονη διδασκαλία του μαθήματος είτε καθηλωμένους στη λογική μιας γραμματικοσυντακτικής αποστήθισης. Δεν είναι τυχαίο που δεν έχει γίνει ούτε επιτράπηκε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο καμία έρευνα για την 20ετή σχεδόν δουλοπρεπή εφαρμογή αυτής της μηχανιστικής και αντιπαιδαγωγικής διδασκαλίας. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια ιδεολογική επιλογή, συνυφασμένη με τη λογική του σημερινού σχολείου της πλήξης και της έλλειψης δημιουργικότητας, με στόχο την παιδαγωγική και πνευματική χειραγώγηση των μαθητών, αλλά και την ολοκληρωτική αποξένωσή τους από τις «επικίνδυνες» ιδέες των αρχαίων κειμένων, μέσω της καλλιέργειας μιας απέχθειας για την αρχαιογνωσία.
*Ο κ. Κ. Αγγελάκος είναι επίκουρος καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του περιοδικού «Νέα Παιδεία».
Σίγουρα υπάρχουν διδακτικές μέθοδοι που κάνουν ένα γλωσσικό μάθημα συναρπαστικό και άλλες που το κάνουν αποκρουστικό. Στην Ελλάδα, όπου τα τελευταία 35 χρόνια οι «στρατηγικές» των υπουργών Παιδείας είναι συνήθως ιδεολογικές και όχι παιδαγωγικές, επιλέγονται οι πιο αποκρουστικές μέθοδοι διδασκαλίας. Δεν νομίζω να υπήρξε υπουργός υποψιασμένος για τις δύο θεμελιώδεις στην εκπαίδευση διαπιστώσεις: Πρώτον, ότι άνθρωπος χωρίς γλώσσα είναι άνθρωπος χωρίς σκέψη – ανάπηρη γλώσσα σημαίνει ανάπηρη σκέψη. Και δεύτερον, ότι σήμερα που η πληροφορία είναι αφειδώς προσιτή σε όλους, η σχολική εκπαίδευση θα έχει γονιμότητα μόνο αν θεμελιωθεί κατά προτεραιότητα στη διδασκαλία της γλώσσας ως λογικής και των μαθηματικών ως γλώσσας.
Η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία είναι κεντρικό πολιτικό πρόβλημα: Εχουμε κουραστεί από την προγονοπληξία, την κενή ρητορεία για τον κάποτε πολιτισμό μας, θέλουμε να τα παραμερίσουμε όλα αυτά; ΄Η πιστεύουμε ότι η αρχαία γλώσσα είναι στέρεο, εκπληκτικό σε αρτιότητα εφαλτήριο για το άλμα στη λογική συγκρότηση, την κριτική οξυδέρκεια, τη δημιουργική φαντασία σήμερα; Αν θέλουμε το πρώτο, να καταργήσουμε τα Αρχαία. Αν θέλουμε το δεύτερο, να τα διδάξουμε, σαν συναρπαστικό παιχνίδι, από το δημοτικό. Το Ετυμολογικό και το Συντακτικό της Αρχαίας έχει πειραματικά αποδειχθεί ότι γίνεται παιχνίδι για τα παιδιά. Παράλληλα, την τρέχουσα γλώσσα να την προσλαμβάνουν τα παιδιά από κορυφαία σημερινά λογοτεχνήματα, χωρίς Γραμματική και Συντακτικό «της Δημοτικής», δηλαδή της τεχνητής μας σχιζοφρένειας. Ο Παπανούτσος έλεγε σοφά: «Μόνο πατώντας στέρεα στην αρχαία γλώσσα μπορούμε να πλάσουμε σωστά (δημιουργικά) τη δημοτική».
Με αφορμή τις διαμάχες που ξεσπούν κάθε χρόνο για τον τρόπο παρουσίασης των αρχαίων τραγωδιών, ο Απόστολος Λακασάς τοποθετείται σε άρθρο του στην Καθημερινή για το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών:
Σήμερα, οι μαθητές στο σχολείο διδάσκονται για τις αρχαίες τραγωδίες, αλλά ελάχιστοι μαθαίνουν την αξία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και των έργων αυτών. Η διδασκαλία των αρχαίων έχει καταντήσει για τους πολλούς βαρετό μάθημα, και μόνο λίγοι κατανοούν αληθινά την εσωτερική δομή και συνοχή της γλώσσας, τη μαθηματική οργάνωσή της, την πρακτική αξία που έχει η γνώση της στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Κατά τ’ άλλα, τα παιδιά διδάσκονται για μία κόρη που θέλει να εκδικηθεί τη μητέρα της, η οποία σκότωσε τον άντρα της και τώρα συζεί με τον εραστή της. Κάτι σαν τα «Μυστικά της Εδέμ»!
Ετσι όπως γίνεται στα σχολεία η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, έχει καταλήξει να είναι μία διαδικασία άκεφη, που απλώς υπηρετεί τα συντεχνιακά συμφέροντα ώστε να ικανοποιηθεί ο κλάδος των φιλολόγων, που είναι ο πλέον πολυπληθής στην ελληνική εκπαίδευση.
Προς διδάσκοντες το μάθημα της Ιστορίας: Στην επόμενη κατανομή μαθημάτων, σκεφτείτε το καλά. Ειδικά αν πλησιάζετε την επικίνδυνη ηλικία. Γιατί ένα είναι σίγουρο. Η ανάθεση της Ιστορίας μπορεί να σας χαρίσει κι ένα εγκεφαλικό.
Μαθαίνουμε ότι βουλευτής εισέβαλε στο 3ο Γυμνάσιο Σερρών, επικαλούμενος ανώνυμες καταγγελίες γονέων, και απαίτησε από τον διευθυντή του σχολείου να καλέσει ενώπιόν του την καθηγήτρια της Ιστορίας για να δώσει εξηγήσεις για το περιεχόμενο της διδασκαλίας της για το ζήτημα του φασισμού. Ο κ. βουλευτής απαίτησε μάλιστα να μπει και στην τάξη για να δει τους μαθητές και να τους ανακρίνει για τα όσα είπε η καθηγήτρια και δεν άρεσαν στους πληροφοριοδότες του.
Η συνάδελφος θα περάσει τη διαδικασία της ένορκης διοικητικής εξέτασης…
Η ΟΛΜΕ θα καταδικάσει και θα βγάλει ψήφισμα.
Η Ιστορία είναι επικίνδυνο μάθημα. Εδώ έχει φάει υπουργό…
Το άρθρο του Απ. Λακασά στην Καθημερινή θέλει προσεκτικό διάβασμα:
Θεολόγοι απορρίπτουν μαθητές στα Θρησκευτικά καθώς, όπως φαίνεται, εκείνοι είναι αδιάφοροι για το μάθημα ή δεν… κάθονται φρόνιμα στην τάξη. Αυτό διαπίστωσε σχολικός σύμβουλος στη Δυτική Ελλάδα και απέστειλε εγκύκλιο στα σχολεία με την οποία τους ζητά και ο πιο αδύνατος μαθητής να έχει προβιβάσιμο βαθμό τον Ιούνιο. Συγκεκριμένα, ο σχολικός σύμβουλος τονίζει στους εκπαιδευτικούς της περιφέρειάς του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Με την παρατήρηση ότι εσείς είστε αυτός – αυτή που κουμαντάρετε την τάξη, εσείς ξέρετε καλύτερα από τον καθένα τα παιδιά κι εσείς έχετε την παιδαγωγική ελευθερία αλλά και την ευθύνη αυτού που κάνετε, επισημαίνω τα παρακάτω:
– Οι μαθητές να εξετάζονται σε αυτό που έχει δουλευτεί καλά μέσα στην τάξη, δηλαδή στην ουσία του μαθήματος και όχι σε ανούσιες λεπτομέρειες και δευτερευούσης σημασίας ζητήματα.
– Μη ζητάτε από τους μαθητές σας αυτολεξεί απόδοση θεολογικών όρων και παραγράφων. Δεν έχει νόημα γιατί αφενός τους ταλαιπωρείτε και αφετέρου τους κάνετε να αποστρέφονται το μάθημα.
– Ο βαθμός του τριμήνου του μαθητή μερικώς εξαρτάται από το τι έγραψε στο διαγώνισμα. Θα πρέπει να συνυπολογίζονται στη διαμόρφωσή του η προφορική του επίδοση, οι εργασίες του, η συμμετοχή και η δραστηριότητά του στο μάθημα, η όλη προσπάθειά του.
– Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να εξαρτάται ο βαθμός «από το αν κάθεται φρόνιμα ή όχι στην τάξη».
– Δεν είναι παιδαγωγικά ορθό ο μαθητής να έχει στα Θρησκευτικά μικρότερο βαθμό και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τον μέσο όρο της βαθμολογίας του.
– Να μεταχειρίζεστε δίκαια τους μαθητές. Εχει παρατηρηθεί ότι μαθητής με βαθμό 8 στο διαγώνισμα να παίρνει 18 στην καρτέλα και μαθητής του ιδίου τμήματος με βαθμό 12 στο διαγώνισμα να παίρνει 12. Γιατί τόση μεγάλη απόκλιση από τον ένα μαθητή στον άλλο; Είναι αδιανόητο και δικαίως μπορεί να διαμαρτυρηθεί ο δεύτερος μαθητής και οι γονείς του».
Τελειώνοντας τους ζητά να φροντίζουν «ώστε και ο πιο αδύνατος μαθητής σας να έχει προβιβάσιμο βαθμό τον Ιούνιο».
Η τελευταία οδηγία δεν είναι λίγο περίεργη; κάτι σε laissez faire laisez passe Aν οι καθηγητές της Δυτικής Ελλάδος λάβουν υπ΄ όψιν τους την εγκύκλιο δεν θα δημιουργηθούν θέματα ανισότητας με τους μαθητές της υπόλοιπης Ελλάδας;
Στο άρθρο του Γιάννη Ζέρβα, Επίκουρου καθηγητή ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιο Αθηνών διαβάζουμε:
Η χρήση της αφήγησης στη διδασκαλία είναι πολλαπλά χρήσιμη. Τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο η παρουσίαση ενός θέματος μπορεί να παραμείνει άψυχη και κουραστική, όσο σημαντικά και αν είναι αυτά που παρουσιάζονται, αν δεν περιλαμβάνει καθόλου «δραματικό στοιχείο». Ως προς αυτό οι ψυχοθεραπευτές είναι πολύ τυχεροί. Η ίδια η φύση της θεραπευτικής σχέσης εγγυάται την παρουσία «δραματικού στοιχείου», δηλαδή τη διαλεκτική.
Δεν είναι τυχαίο ότι, όσον αφορά τη διδασκαλία γενικότερα, οι καλύτεροι δάσκαλοι είναι ικανοί αφηγητές. Ισως οι δάσκαλοι (κάθε βαθμίδας, κατεύθυνσης και προσανατολισμού) να έπρεπε, πέρα από τη γνώση της τεχνολογίας, να παρακολουθούν και μαθήματα αφήγησης. Ισως εκτός από την υποχρέωση για ΕCDL* να έπρεπε να πάρουν και μια εκπαίδευση στη μυθοπλασία ή στη λογοτεχνία! Οσο ακραίο και αν ακούγεται αυτό (και γιατί άραγε είναι πιο ακραίο από το ζητούν να γίνει… καλύτερη γραμματέας ο δάσκαλος; Τι θα είχε να γράψει στο Word ή στο ΡowerΡoint αν δεν έχει τίποτε να αφηγηθεί;). Η σύγχρονη τάση διδασκαλίας με αλγόριθμους, επιστημονική ουδετερότητα, αποστασιοποίηση και μια ανόητη διασπαστική γραφιστική τυπογραφική παρουσίαση, κακέκτυπο ξένων προτύπων, αντί να λειτουργεί στην υπηρεσία της αφήγησης, καταφέρνει ουσιαστικά να την καταστρέφει. Και όταν η αφήγηση υπονομεύεται, υπονομεύεται και το νόημα και η δυνατότητα να γίνει η διδασκαλία αυτό που θα έπρεπε εξαρχής να είναι: ερέθισμα για δημιουργία. Στο μέτρο που η σχέση με τους διδασκoμένους περιλαμβάνει φροντίδα, ο δάσκαλος θα πρέπει να βρει τρόπο να «φροντίσει» και να «εξανθρωπίσει» την παρουσίαση του υλικού διδασκαλίας. Γιατί αν δεν καταφέρουμε να εμπνεύσουμε τους μαθητές να βρουν τη δική τους δημιουργική δύναμη, είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι θα χάσουμε και το νόημα και το παιχνίδι.
Oι Βερολινέζοι κλήθηκαν να αποφασίσουν, σε δημοψήφισμα την περασμένη Κυριακή, ποια είναι η θέση του Θεού στα σχολεία της γερμανικής πρωτεύουσας. Αλλά το ερώτημα έμεινε αναπάντητο, καθώς δεν προσήλθε στις κάλπες το 25% των πολιτών, ώστε να είναι έγκυρο το αποτέλεσμα.
Οι Βερολινέζοι ψήφισαν για το αν οι χριστιανοί, οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι μαθητές θα παρακολουθούν ένα κοινό μάθημα για τις ηθικές αξίες ή αν θα διδάσκονται ξεχωριστά το μάθημα των Θρησκευτικών.
Το ζήτημα είχε προκαλέσει πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες, που ελέγχουν την τοπική κυβέρνηση μαζί με τους Οικολόγους, και στη συντηρητική αντιπολίτευση, που είχε πάρει το μέρος της διδασκαλίας των Θρησκευτικών.
Το 2005, έπειτα από έγκλημα τιμής με θύμα μια νεαρή τουρκάλα, το Βερολίνο αποφάσισε να εγκαινιάσει στα σχολεία ένα μάθημα για τις ηθικές αξίες. Οι πιο συντηρητικοί απάντησαν με το αίτημα της διδασκαλίας των Θρησκευτικών.
Η πρωτοβουλία τους συγκέντρωσε τις 270.000 υπογραφές που χρειάζονταν για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, αλλά οι κάλπες δεν έδωσαν λύση. Το μόνο βέβαιο είναι ότι σε μια πόλη όπου σχεδόν οι μισοί μαθητές σε κάποιες γειτονιές είναι μουσουλμάνοι το θέμα της διδασκαλίας των Θρησκευτικών δεν πρόκειται να φύγει από το προσκήνιο.
Ο Ευγένιος Αρανίτσης τοποθετείται για το μάθημα των θρησκευτικών:” Έτσι, το περιλάλητο μάθημα θρησκευτικών μπορεί να θεωρηθεί σαν το μοντέλο όλων των μαθημάτων: η κοινωνία το βλέπει με συμπάθεια και, συνάμα, το περιφρονεί, ενώ κανένας δεν μπορεί να το καταργήσει, ακριβώς επειδή, κατ’ ουσίαν, έχει ήδη καταργηθεί. Αντιπροσωπεύει το ερείπιο που άφησαν πίσω τους αφ’ ενός ο προτεσταντικός πουριτανισμός και τα κατηχητικά που δίδασκαν επί δεκαετίες την Ορθοδοξία σαν να επρόκειτο για κώδικα αγνότητας, αφ’ ετέρου η κατάρρευση του κοινωνικού μας δεσμού με τις πνευματικές έννοιες, εξαιτίας της οποίας, για παράδειγμα, το Πάσχα είναι, πια, οτιδήποτε εκτός από γιορτή πένθους και χαράς. Κάνοντας έκκληση για την «αναβάθμιση» του μαθήματος, ο Αρχιεπίσκοπος, σίγουρα απείρως ευφυέστερος απ’ τους προκατόχους του, ξεχνάει ωστόσο ότι η πραγματικότητα στην οποία το μάθημα αντιστοιχεί είναι αυτή καθεαυτήν εγκαταλελειμμένη από κάθε πνευματικότητα. Μοιάζει με το να θέλεις να ενισχύσεις τη διδασκαλία του μαθήματος της ζωγραφικής σ’ έναν κόσμο τυφλών”.
Το μάθημα των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο παραμένει ομολογιακό και κατηχητικό, παρά την πρόσφατη αλλαγή των διδακτικών βιβλίων. Το ισχύον μάθημα αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στην Ορθοδοξία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που δεν παραλλάσσουν την ουσία, βασίζεται στην αυθαίρετη προϋπόθεση ότι εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι μετέχουν της ίδιας πίστης και καταφάσκει την αλήθεια του συγκεκριμένου θρησκευτικού δόγματος. Ο ισχυρισμός που διατυπώνεται από διάφορες πλευρές, συμπεριλαμβανομένου και του τ. υπουργού Παιδείας κ. Στυλιανίδη, πως δήθεν το μάθημα δεν είναι πλέον ομολογιακό διότι αναφέρεται και σε άλλες θρησκείες (αναφορά που εξαντλείται σε 12 σελίδες στο πλαίσιο όλης της υποχρεωτικής εκπαίδευσης), δεν ευσταθεί. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που νομιμοποιεί το δικαίωμα απαλλαγής του μαθητή από ένα υποχρεωτικό μάθημα του αναλυτικού προγράμματος, στο βαθμό που ο ομολογιακός του χαρακτήρας συγκρούεται με την αρχή της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης δεν διακυβεύεται μόνον στην περίπτωση των ετερόδοξων ή αλλόθρησκων, αλλά πλήττεται εξίσου και στην περίπτωση των ορθόδοξων μαθητών, γιατί οιαδήποτε υποχρεωτική κατήχηση παραβιάζει την ελευθερία της συνείδησης. Η δημοκρατία δεν μπορεί να θέτει την κατήχηση ως δίλημμα προς τον πολίτη με το ερώτημα της απαλλαγής. Αυτός ο ρόλος ανήκει στις εκκλησίες και όχι στη συντεταγμένη πολιτεία.
Η ιδιότυπη και κατά κανόνα χαμηλής ποιότητας αφήγηση που επιχειρείται στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μαθήματος αδυνατεί να συλλάβει τη συνθετότητα του θρησκευτικού φαινομένου, ενώ υπολείπεται ακόμη και ως προσέγγιση της Ορθοδοξίας. Στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει τεθεί το ζήτημα της απάλειψης του κατηχητικού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και της αναπροσαρμογής του με στόχο το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων. Ενα μάθημα το οποίο να μελετά την ιστορία του θρησκευτικού φαινομένου στις πολιτισμικές, κοινωνικές και φιλοσοφικές του διαστάσεις, απαλλαγμένο από δογματικά και κατηχητικά στοιχεία, δεν αποτελεί μεταμοντέρνο αίτημα μιας διαπολιτισμικής φιλολογίας του συρμού, αλλά αίτημα δημοκρατίας. Δεν πρόκειται για το σεβασμό «των άλλων», αλλά για το σεβασμό του εαυτού μας.
* Η κ. Εύη Ζαμπέτα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο βραβευμένος μεταφραστής Ντέιβιντ Κόνολι αναρωτιέται: “Για τα μαθήματα στο ελληνικό πανεπιστήμιο, ο Ντέιβιντ Κόνολι παρατηρεί: «Μιλάω στους φοιτητές για νεοελληνική λογοτεχνία και δεν ξέρουν. Εκατόν πενήντα παιδιά δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον Μένη Κουμανταρέα ή τον Σωτήρη Δημητρίου. Είναι απελπιστική η κατάσταση. Ζήτησα τις προάλλες να μου πουν έναν στίχο του Σεφέρη. Δεν ήξεραν ούτε καν έναν στίχο από τους μελοποιημένους του Θεοδωράκη.
Η Έλενα Ακρίτα στα ΝΕΑ προσεγγίζει -ως παθούσα μάνα- τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο ελληνικό σχολείο:
Ζούμε σε μια χώρα με βαριά πολιτιστική κληρονομιά. Μια χώρα με μέγιστους πεζογράφους και ποιητές. Γι΄ αυτό άλλωστε υπάρχει στη διδακτέα- λέμε τώρα!- ύλη το μάθημα της Λογοτεχνίας.
Το μάθημα αυτό επισήμως είναι η εισαγωγή του παιδιού στον μαγικό κόσμο των γραμμάτων. Ανεπισήμως είναι μια συνειδητή μεθόδευση που οδηγεί τον μαθητή να μισήσει θανάσιμα κάθε μορφή γραπτού λόγου. Και λέω «συνειδητά», διότι σαφώς και συμφέρει παρόμοια καθεστώτα ο σκοταδισμός, η άγνοια, η αμάθεια και- ακόμα χειρότερα- η ημιμάθεια. Και π; vς το πετυχαίνουμε αυτό; Πολύ απλά: Μετατρέπουμε το μαγευτικό ταξίδι της ψυχής και του νου σε μια αργή, βασανιστική διαδρομή προς στα κάτεργα.
…Και για να μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας: ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ πως όλες αυτές τις εργασίες δεν τις κάνουν τα παιδιά. Οι γονείς τις κάνουν. Οι γονείς βαθμολογούνται. Το ζητούμενο δηλαδή είναι «ποιος μπαμπάς γράφει την καλύτερη εργασία, ποια μαμά τη χειρότερη».
Και φυσικά τα παιδιά μας μεγαλώνουν. Και φυσικά μισούν το διάβασμα. Και φυσικά βλέπουν βιβλίο και κάνουν το σημείο του σταυρού για να το ξορκίσουνε. Κι επειδή αυτό είναι πλέον το ζητούμενο της Παιδείας, όπως την ξέρουμε, πρέπει να συγχαρούμε τους ειδήμονες. Μπράβο, μάγκες, τα καταφέρατε μια χαρά. Γεμίσατε τα Ίντερνετ καφέ και αδειάσατε τις βιβλιοθήκες! Μπράβο βρε, πάντα, τέτοια! Είστε ΟΚ τώρα, ή έχει κι άλλο πάτο το πηγάδι;
Και λέω εγώ τώρα… Δεν υπάρχει μόνον υπαρκτός σοσιαλισμός…
Επειδή η διδασκαλία της γλώσσας δεν είναι διδασκαλία ενός μαθήματος όπως τα άλλα, αλλά διαχέεται και διαποτίζει όλα τα άλλα αντικείμενα μάθησης λόγω της άμεσης σχέσης της με τη σκέψη του ανθρώπου, χρειάζεται μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου διδασκαλίας της γλώσσας και στις δύο βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Και οι δύο άξονες που συνιστούν τη γλώσσα, το λεξιλόγιο από τη μια μεριά (έννοιες-σημασίες-λέξεις) και η οργάνωση τού λεξιλογίου σε νοήματα με γραμματικές και συντακτικές δομές χρειάζεται να διδαχθούν από μια νέα σκοπιά, την επικοινωνιακή. Αντί του γραμματικοσυντακτικού φορμαλισμού που κατακλύζει τη διδασκαλία και καταπνίγει την ουσία της γλώσσας, χρειάζεται με ουσιαστικό και ελκυστικό τρόπο να διδαχθούν οι δυνατότητες έκφρασης που παρέχει κάθε γλώσσα και εν προκειμένω η ελληνική, ένα τεράστιο φάσμα επιλογών που διαμορφώνουν το ύφος του καθενός μας και που μπορούν να εξηγηθούν και να συνειδητοποιηθούν από μια σωστή επικοινωνιακή διδασκαλία της γλώσσας. Αντί να μιλάμε συνεχώς για επιθετικούς προσδιορισμούς και κατηγορούμενα ή ανώμαλα ρήματα και υποτακτικές και για όλες αυτές τις απωθητικές «ταμπέλες» που δεν λένε τίποτε στους μαθητές, μπορούμε να τους αποκαλύψουμε τον κόσμο της γλώσσας που χρησιμοποιεί τους γραμματικοσυντακτικούς αρμούς για να συνθέσει νοήματα από τις μεμονωμένες λέξεις.
Αυτός ο σύνθετος διανοητικός μηχανισμός που συνιστά το πνεύμα του ανθρώπου και που έχει ως κύριο τρόπο έκφρασης τη γλώσσα πρέπει να καταδειχθεί στους μαθητές με απλό και κατανοητό τρόπο από κατάλληλα καταρτισμένους δασκάλους. Και αυτό -η απαιτούμενη κατάρτιση των δασκάλων- είναι κύριο ζητούμενο, αυτό που λείπει από τα πανεπιστήμιά μας στο βαθμό που θα έπρεπε. Θεωρώ απαραίτητη τη φοίτηση των μελλοντικών δασκάλων σε ειδικό τμήμα επιμόρφωσης ετήσιας διάρκειας με αυστηρές καταληκτήριες εξετάσεις προτού φτάσουν στην τάξη οι άνθρωποι που θα διδάξουν τα παιδιά μας. Οχι μόνο για το θέμα της γλώσσας αλλά γενικότερα για τα αντικείμενα και τον τρόπο διδασκαλίας των μαθημάτων και στις δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης χρειάζεται να ληφθούν τολμηρές αποφάσεις κατόπιν συζητήσεως και με στελέχη της μαχόμενης εκπαίδευσης που ξέρουν τα θέματα από μέσα.
Πώς θα κάνουμε τα παιδιά να αγαπήσουν το σχολείο, πώς θα τα μάθουμε να δουλεύουν σε βιβλιοθήκη και ν’ αξιοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία για την αναζήτηση ουσιωδών πληροφοριών, πώς θα αυτενεργούν και πώς θα σκέπτονται δημιουργικά, αυτά είναι κύρια θέματα που πρέπει επιτέλους να απασχολήσουν έμπρακτα τον σχεδιασμό της ελληνικής σχολικής εκπαίδευσης.
Η Μαριάννα Τζιαντζή μας διηγείται στην “Κ”: “Μια πρόσφατα διορισμένη καθηγήτρια Φυσικής στο λύκειο μιας μικρής πόλης τόλμησε να δώσει στους μαθητές της μερικές δεκάδες φωτοτυπημένες ασκήσεις με αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας για να τις λύσουν στο σπίτι. Συνάντησε, όμως, την αντίδραση των συναδέλφων της που της εξήγησαν ότι «αυτά είναι για τα απογευματινά». Στο δημόσιο σχολείο απλώς διεκπεραιώνουμε, βγάζουμε την ύλη, όμως η ουσιαστική διδασκαλία γίνεται το απόγευμα, στα ιδιαίτερα. Είναι αυτονόητο ότι υπάρχουν καθηγητές που δίνουν την ψυχή τους στην τάξη, όμως οι δάσκαλοι αυτοί, που πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα, διαρκώς λιγοστεύουν. Η επωδός στο τέλος της παράδοσης «τα υπόλοιπα θα σας τα πουν στο φροντιστήριο» δεν προκαλεί πια ούτε έκπληξη ούτε ανατριχίλα, ενώ ο κυνισμός και η χρησιμοθηρία των ενηλίκων περνούν και στον κόσμο των παιδιών”.
Το κυνήγι του ευδαιμονισμού από τη μια και ο αγώνας για την επιβίωση από την άλλη καθιστούν την ερασιτεχνική ενασχόληση με την επιστήμη «απογευματινή» πολυτέλεια. Το ταξίδι είναι γοητευτικό αλλά δύσκολο, αφού η στοιχειώδης ενημέρωση για τις εξελίξεις που συντελούνται στις επιστήμες απαιτεί κόπο και μελέτη. Κυρίως όμως απαιτεί ένα πνευματικό κοινωνικό περιβάλλον που θα την τροφοδοτεί και θα την ενθαρρύνει μια τέτοια ενασχόληση ? και το περιβάλλον αυτό δεν το βρίσκουμε στη δημόσια σφαίρα αλλά, αν είμαστε τυχεροί, στον φιλικό ή στενά οικογενειακό μας κύκλο. «Οσ? άνθια βγαίνουν και καρποί» από το δέντρο της επιστήμης, «τόσ? άρματα σε κλειούνε», τόσες ανάγκες, τόσες μικρές και μεγάλες αθλιότητες, τόσοι άσκοποι κύκλοι μας καθηλώνουν.
Στα επιμορφωτικά μαθήματα μία εκλεκτή συνάδελφος μοιράστηκε μαζί μας τις συμβουλές που τους εμπιστεύτηκε ο σχολικός τους σύμβουλος για την εικόνα του επιθυμητού παιδαγωγού: “Ο παιδαγωγός θα έπρεπε να έχει τη σοφία ενός Σωκράτη, την οξύνοια ενός Lessing, τη φιλαλήθεια ενός Tillich, την υγεία και τη δύναμη ενός αρχαίου Γερμανού, τον ενθουσιασμό ενός Pestalozzi την ευφράδεια ενός Saltzman, το συναίσθημα ενός Hegel, τις γνώσεις ενός Leibnitz και την αγάπη του Ιησού Χριστού”.
Στο βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι “Σπούτνικ αγαπημένη” ένας ήρωας περιγράφει πως έγινε δάσκαλος. “Δεν ήταν κάτι που είχα σχεδιάσει, αλλά, όταν έγινε τελικά, ανακάλυψα ένα βαθύ σεβασμό και μία ανυπόκριτη αγάπη για το επάγγελμα, που ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είχα. Και για να μη μασάω τα λόγια μου, η πραγματικότητα ήταν ότι εντελώς τυχαία ανακάλυψα τον εαυτό μου.
Στεκόμουν μπροστά στην τάξη, διδάσκοντας τους πιτσιρικάδες βασικά πράγματα σχετικά με τη γλώσσα, τη ζωή, τον κόσμο, κι ανακάλυπτα ότι ταυτόχρονα δίδασκα και τον ίδιο μου τον εαυτό από την αρχή όλα αυτά τα πράγματα -φιλτραρισμένα μέσα από τα μάτια και τα μυαλά αυτών των παιδιών. Όταν κάνεις σωστά αυτή τη δουλειά, αυτή η εμπειρία είναι αναζωογονητική. Βαθιά, θα έλεγα”. σ.85-86 Εκδόσεις Ωκεανίδα.
Μάλλον κάτι τέτοια διαβάζει και η ηγεσία του Υπουργείου και δε συζητά το θέμα της αύξησης των μισθών μας. Εμ μας αναζωογονούν και δε χρειάζεται να τρέχουμε στα σπα, θέλουμε και τα ρέστα.
Περισσότεροι από 250 πανεπιστημιακοί, ερευνητές και εκπαιδευτικοί ζητούν με ψήφισμά τους την ουσιαστική διδασκαλία της Θεωρίας της Εξέλιξης στο μάθημα της Βιολογίας στα σχολεία. «Χωρίς τη διδασκαλία της Εξέλιξης ο μαθητής, ο αυριανός πολίτης, κινδυνεύει να μην αντιληφθεί ποτέ τον κόσμο που τον περιβάλλει ως αυτό που πράγματι είναι» αναφέρουν χαρακτηριστικά και προσθέτουν ότι σήμερα η διδασκαλία της Βιολογίας στο σχολείο είναι «λειψή».
«Εμείς που υπογράφουμε το ακόλουθο κείμενο ζητούμε από την Ελληνική Πολιτεία να αναγνωρίσει τη σημασία της διδασκαλίας της Βιολογίας στην εκπαίδευση προχωρώντας στην αναμόρφωση των ωρολογίων προγραμμάτων και των προγραμμάτων σπουδών του Γυμνασίου και του Λυκείου (Ενιαίου και Τεχνικού) σύμφωνα με τα διεθνώς ισχύοντα και τις ανάγκες του έλληνα μαθητή και αυριανού πολίτη για ουσιαστική γνώση και κατανόηση των βιολογικών φαινομένων.
Ιδιαιτέρως ζητούμε στην αναμόρφωση αυτή να περιλαμβάνεται η διδασκαλία της Εξέλιξης, που είτε δεν προβλέπεται (Λύκειο) είτε προβλέπεται και για διάφορους λόγους δεν πραγματοποιείται (Γυμνάσιο), παρά τη σημασία της ως ενοποιητικού πλαισίου της επιστήμης της Βιολογίας και την ανυπολόγιστη παιδαγωγική αξία της.
Χωρίς τη διδασκαλία της Εξέλιξης οι μαθητές μας δεν στερούνται της γνώσης ενός εξειδικευμένου κεφαλαίου της Βιολογίας αλλά της δυνατότητας να κατανοήσουν τα μεγάλα θέματα υγείας και περιβάλλοντος που καθημερινά καταγράφει η τρέχουσα παγκόσμια επικαιρότητα.
Χωρίς τη διδασκαλία της Εξέλιξης οι μαθητές μας δεν μπορούν να κατανοήσουν: Συνέχεια »
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή