Σπούτνικ σημαίνει συνοδοιπόρος, μαθαίνω από το βιβλίο του Μουρακάμι. “Έκλεισα τα μάτια και αφουγκράστηκα προσεκτικά τους επιγόνους του Σπούτνικ, που ακόμη και τώρα έκαναν το γύρο της Γης, έχοντας τη βαρύτητα μοναδικό δεσμό τους με τον πλανήτη. Μοναχικές μεταλλικές ψυχές στο αδιατάρακτο σκοτάδι του διαστήματος, συναντιούνται, προσπερνούν η μία την άλλη και χωρίζουν για να μην ξανασυναντηθούν ποτέ πια. Δεν ανταλλάσουν μεταξύ τους λόγια. Δεν δεσμεύονται με υποσχέσεις». Οι ήρωες στο Σπούτνικ Αγαπημένη φέρουν αμετάκλητα τις ιδιότητες ενός μεταλλικού, κενού περιεχομένου δορυφόρου. Ο αφηγητής Κ, η Σουμίρε και η Μίου είναι σώματα που απέχουν από την πραγματική ζωή, καταδικασμένα σε αέναες περιστροφές γύρω από πρόσωπα και καταστάσεις που επιθυμούν (με πόνο και βογγητό), αλλά με τα οποία ποτέ δεν θα έρθουν σε επαφή.
Ένα μεγάλο μέρος του “Σπούτνικ αγαπημένη” εκτυλίσσεται σʼ ένα ελληνικό νησί, έξω από τη Ρόδο. Και η ονειρική ατμόσφαιρα του νησιού αποδίδεται με πολύ λεπτές πινελιές. Το τέλος με απογοήτευσε λιγάκι καθώς προηγείται μία κορύφωση με την αποκάλυψη του μυστικού της Μίου και περίμενα να δω τι λύση θα έδινε, πλην όμως… ας μη σας το χαλάσω. Οι ανθρώπινες σχέσεις στον Μουρακάμι είναι σαν γρίφος του Ζεν: Ερωτήματα, καμιά απάντηση: Πρέπει να διαλογιστείς στο γρίφο, για να βρεις το νόημα. Σʼ αναγκάζει να σκύψεις βαθιά μέσα σου, για νʼ ανακαλύψεις πράματα που ούτε καν υποψιαζόσουν ότι υπήρχαν.
Ένδον σκάπτε!