Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνη… κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου, κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου. Συνέχεια »
Η εκδήλωση έλαβε χώρα στην Ερμούπολη Σύρου στα πλαίσια του φεστιβάλ «Σύρος-Πολιτισμός». Φιλοξενήθηκε στον κήπο της Μονής Αδελφών του Ελέους στις 31 Ιουλίου 2011.
Το κείμενο μπορείτε να το βρείτε στη διεύθυνση:www.snhell.gr
Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς…· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας». Συνέχεια »
Ο Κώστας Τσόκλης αφήνεται στη μαγεία του λόγου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη να μας ταξιδέψει με τον προσωπικό του αφηγηματικό τόνο στα κείμενά του. Ο εικαστικός συναντά μέσα από ένα παράλληλο πνευματικό επίπεδο δημιουργίας τον παραμυθένιο κόσμο του συγγραφέα, την απλότητα και τη σοφία του.
Στο συγκεκριμένο βίντεο διαβάζει το: “Πατέρα στο σπίτι”
Η εκδήλωση έλαβε χώρα στην Ερμούπολη Σύρου στα πλαίσια του φεστιβάλ “Σύρος-Πολιτισμός”. Φιλοξενήθηκε στον κήπο της Μονής Αδελφών του Ελέους στις 31 Ιουλίου 2011.
-Μπάρμπα , βάλε λίγο λαδάκι μες στο γυαλί , είπε η μάνα μου , γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Ήταν πενταετές παιδί, ζωήρο, με λαμπρά μεγάλα μάτια , ντυμένο με κουρέλια. Και με παιδική χάρη, με σπαρακτικό μέσα στην αθωότητα χαμόγελο, πρόφερε κάθε φορά την φράση αυτή, της οποίας όλο το βάθος δεν ήταν ικανό να κατανοήσει, τόσο , ώστε οι άνθρωποι , αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, όπως εγώ, το καλούσαν , και του απέτειναν την παραπάνω ερώτηση του μικρού παντοπώλη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να ακούσουν από το στόμα του την απόκριση. Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα. Συνέχεια »
Σειρά εκπομπών εσωτερικής παραγωγής της ΕΡΤ για τα εκατό χρόνια από το θάνατο του κορυφαίου έλληνα πεζογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (3.1.1911 – 3.1.2011).
Μάννα μου, εγώ ΄μαι τ΄ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει,
είναι οι δύο πρώτοι στίχοι από το νεανικό ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Προς την Μητέρα μου, γραμμένο πίσω από ένα γράμμα του, το 1874. Η τέταρτη στροφή του ίδιου ποιήματος βρίσκεται και στο μυθιστόρημά του Η Φόνισσα.
Στην πρώτη εκπομπή, ο διηγηματογράφος Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος φωτίζει πλευρές του άγνωστου Παπαδιαμάντη.
Οσο ζούσε ήταν η προσωποποίηση του… «loser». Μεγαλωμένος σαν ξεπεσμένο αρχοντόπουλο, χωρίς παρέες, και παθιασμένος με τα γράμματα από μικρός, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του στην Αθήνα σε απόσταση ασφαλείας από τους «κουλτουριάρηδες» της εποχής, πλημμυρισμένος από νοσταλγία για το νησί του, τη Σκιάθο. Στον αιώνα που μεσολάβησε όμως από τον θάνατό του, στις 3 Ιανουαρίου του 1911, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εκτιμήθηκε και μυθοποιήθηκε όσο ελάχιστοι ομότεχνοί του. Γιατί;
Μεταφράζων και μεταφραζόμενος
Με τι κριτήρια τού αποδίδονται σήμερα μεταφράσεις όπως του «Δράκουλα», που είχαν δημοσιευτεί χωρίς την υπογραφή του; Πόσο θεμιτό είναι να μεταφέρονται τα έργα του στα νεοελληνικά; Και σε ποιο βαθμό προδίδεται η γραφή του όταν μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες; Τέτοιου είδους ερωτήματα θα φωτιστούν στο Γ’ Διεθνές Συνέδριο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών που θα γίνει το φθινόπωρο, στη Σκιάθο μάλλον, με κεντρικό θέμα «Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος». Πάνω από ενενήντα μελετητές ζήτησαν να λάβουν μέρος σ’ αυτό ώς τώρα, αλλά μέσα σ’ ένα διήμερο οι εισηγήσεις δεν μπορούν να ξεπερνούν τις σαράντα. Για την επιλογή τους εργάζεται ήδη επιστημονική επιτροπή (Ν. Βαγενάς, Φ. Δημητρακόπουλος, Σ. Ζουμπουλάκης, Α. Μπερλής, Ι. Ναούμ, Λ. Τριανταφυλλοπούλου. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη).
Στοιχεία ταυτότητας
Γιος παπά, γεννημένος πριν από 160 χρόνια, το 1851, στη Σκιάθο, φοίτησε με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών προβλημάτων, σε γυμνάσια της Χαλκίδας, του Πειραιά και στο Βαρβάκειο, και μολονότι γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, για τους ίδιους λόγους, δεν το τελείωσε. Στο μεταξύ είχε μαθητεύσει για λίγο και στα σκληρά αγιορείτικα ήθη, αλλά παρ’ όλο που γοητεύτηκε από τον μοναχισμό, διάλεξε να ζήσει ως αναχωρητής μέσα στο πλήθος της πρωτεύουσας.
Μορφώθηκε μόνος του, παρακολουθώντας επιλεκτικά διαλέξεις στη Φιλοσοφική, όπως μόνος του έμαθε αγγλικά και γαλλικά για να διαβάζει στο πρωτότυπο τα σπουδαία έργα της εποχής του και όχι μόνο. Αρχικά βιοποριζόταν κάνοντας ιδιαίτερα σε μαθητές, κι από το 1879 συνεργαζόμενος με εφημερίδες και περιοδικά ως συγγραφέας και μεταφραστής. Οι τσέπες του ήταν τρύπιες: με το που έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, στου Ψυρρή, πλήρωνε το νοίκι για το δωμάτιό του, έστελνε λεφτά στην οικογένειά του, μοίραζε στους φτωχούς, δεν κρατούσε τίποτε για τον εαυτό του.
Μέγας πότης, μανιώδης καπνιστής και πάντα εργένης, «θ’ αφήσει στην ιστορία των γραμμάτων αυτή τη φιγούρα του άπλυτου, του κακοντυμένου, του λιγομίλητου επαρχιώτη, που θα κέρδιζε πολλά ως συγγραφέας, επειδή είχε χάσει πολλά σαν άνθρωπος», σημειώνει στο «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ» ο Κωστής Παπαγιώργης (εκδ. Καστανιώτη). Στη Σκιάθο επέστρεψε οριστικά, το 1908, τρία μόλις χρόνια πριν πεθάνει από πνευμονία. Και πριν αφήσει την τελευταία του πνοή έψαλε το τροπάριο «Την χείραν σου την αψαμένην» και ζήτησε να διαβάσει Σέξπιρ από την αγγλική έκδοση που είχε πάντα στο πλάι του.Συνέχεια »
100 χρόνια από τον θάνατο και 160 από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
OΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.
Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών
Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.
Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας…
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή,λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή,μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτηλουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώνταςμε τα χέρια του ένα πανωφόριπου του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζωμε κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.
Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.
Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.
Η διαμάχη για το έργο του
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.
Δεν είναι λίγες οι φορές που εντοπίζω στη «Νέα Εστία» ενδιαφέροντα µελετήµατα στις τελευταίες σελίδες, στην ενότητα «Μηνολόγιο». Σε αυτό το τεύχος δηµοσιεύεται το πρωτότυπο θέµα της Φένιας Αδαµίδου «Ο ηδονοβλεψίας συγγραφέας Οι περιπτώσεις του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη, του Οδυσσέα Ελύτη και του Ανδρέα Εµπειρίκου».
Η συγγραφέας του µελετήµατος παραθέτει πολλά αποσπάσµατα από κείµενα των τριών «που διακρίνονται, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, για την ηδονοβλεπτική τους διάθεση», τονίζοντας εισαγωγικά ότι «ο όρος ηδονοβλεψίας είναι τεχνικός, που σηµαίνει ότι ούτε απαξιωτικά ή µειωτικά χρησιµοποιείται ούτε υπαινίσσεται κάποια νοµική ή κλινική χροιά». Η Αδαµίδου χωρίζει το κείµενό της σε τρεις ενότητες: 1) Υπαινικτικές ηδονοβλεψίες, 2) Η περιγραφή ενδυµάτων ως άλλοθι αποκαλύψεων, 3) Μέσα από την κλειδαρότρυπα. Υπενθυµίζοντας ότι η ηδονοβλεπτική διάθεση του Εµπειρίκου εντοπίζεται και σε φωτογραφίες νεαρών κοριτσιών που έχει τραβήξει ο ίδιος (βλ. το λεύκωµα «Η Ανδρος του Ανδρέα Εµπειρίκου», Εκδ. Αγρα (Καΐρειος Βιβλιοθήκη), αντιγράφω το συµπέρασµα της Αδαµίδου: «Στον Παπαδιαµάντη η λαθραία θέαση ενός ούτως ή άλλως απαγορευµένου ερωτικού θεάµατος γίνεται (κατά τον Ελύτη) σχεδόν ανεξέλεγκτα, γεγονός που, παρά τον αισθησιασµό της περιγραφής, παραπέµπει στην αθωότητα του τυχαίου. Στο έργο του ίδιου του Ελύτη η ηδονοβλεπτική διάθεση είναι προφανής και διάχυτη σε όλο το έργο. Ως εκ τούτου η ηδονοβλεψία ορίζεται ως ενέργεια προγραµµατισµένη, το ερωτικό κρυφοκοίταγµα όχι µόνο φαίνεται να επιδιώκεται, αλλά κάποτε και να επιβάλλεται. Τέλος, στον Εµπειρίκο οι πολλαπλές σκηνές παρατεταµένης και ελευθέριας ηδονοβλεψίας, τόσο στον «Μεγάλο Ανατολικό» όσο και σε άλλα κείµενα, αποτελούν µια κατηγορία της απροκάλυπτης, επιδεικτικής και επιθετικής κάποτε ερωτικής συµπεριφοράς, που ο ίδιος ο ποιητής / ψυχαναλυτής πρεσβεύει. Ωστόσο ένα είναι σαφές: και στους τρεις συγγραφείς η λαθραία ερωτική θέαση δεν είναι τίποτε άλλο παρά µια διαφορετική όψη του µεγάλου εγκόσµιου θεάµατος».
Ο Νίκος Ξυδάκης αναφέρεται στο έργο του Παπαδιαμάντη “Ξεπεσμένος Δερβίσης” Η μεγάλη τέχνη, η ανυπέρβλητη, του Παπαδιαμάντη στον Δερβίση, είναι, αφενός, ο τρόπος που βλέπει, ακροάται, οσμίζεται, αισθάνεται τον αστικό βίο· αφετέρου, ο τρόπος που καταγράφει και φορμάρει: χωρίς μυθοπλασία, χωρίς ηθικό δίδαγμα, χωρίς κρίσεις επί των ανθρώπων, χωρίς να σκαρώνει χαρακτήρες. Είπαμε, λυρικό μοντάζ σκηνών, αποσπάσματα που συναρμόζονται οργανικά ως εκ της παραθέσεως, από το ένα χάραμα στο άλλο, από το πρώτο σαλέπι ώς το τελευταίο, και, κυρίως, ως εκ της μουσικής που διατρέχει και διαποτίζει όλην την αφήγηση, το τραγούδισμα γι’ αυτόν τον φερέοικο: «Νάι, νάι, γλυκύ. Νάζι – κατά έν ζήτα ελαττούται. Αύρα, ουρανός, άσμα γλυκερόν, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν. Νάι, νάι. Κατά δύο κοκκίδας, διαφέρει διά να είναι το Ναι, οπού είπεν ο Χριστός. Το Ναι το ήμερον, το ταπεινόν, το πράον, το Ναι το φιλάνθρωπον».
Ο κόσμος του Θησείου, του καφενείου, του σαλεπιτζή μες στο χάραμα είναι κόσμος ανοιχτός· κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε ο δερβίσης, ποιος είναι, πού κατέληξε· όλοι αναρωτιούνται, όπως ο αφηγητής, μα κανείς δεν πιέζει για μια αληθοφανή απάντηση· προτιμούν να φαντάζονται, αφήνουν μετέωρα τα ερωτήματα. Είναι ο ανοιχτός κόσμος της ανατολικής μητροπόλεως, της ανατέλλουσας φαντασμαγορίας: «Είχεν αναφανεί. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων. Πόθεν; Από την Ρούμελην, από την Ανατολήν, από την Σταμπούλ. Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ποίος; Ητον Δερβίσης; Ητον βεκτασής, χόντζας, ιμάμης; Ητον ουλεμάς, διαβασμένος; Υψηλός, μελαψός, συμπαθής, γλυκύς, άγριος. Με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του, με τον δουλαμάν του. Ητο εις εύνοιαν, εις δυσμένειαν; Είχεν ακμάσει, είχεν εκπέσει, είχεν εξορισθεί; Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.[…] Ζει, απέθανε, περιπλανάται εις άλλα μέρη, ανεκλήθη από της εξορίας, επανέκαμψεν εις τον τόπον του; Κανείς δεν ηξεύρει. Ισως την ώραν ταύτην ν’ ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των Ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ισως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης. Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ».
Καθόμαστε στο μικρό καφενείο του κόσμου, ίδιο απ’ το 1896 στο 2010. Ο Δερβίσης πίνει πλάι μας μαστίχα κερασμένη, «άστεγος, ανέστιος, φερέοικος». All night long. Στο παρόν και στο μέλλον.
«Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου».
Περιγράφει τον εαυτό του αυτολοιδορούμενος ο παπαδιαμαντικός αφηγητής, στο «Ονειρο στο κύμα». Και περιγράφει την παρούσα κατάσταση πικράς αθυμίας του Ελληνος, έτσι δεμένου με κοντό σχοινί, ώστε αν τεντωθεί να κινδυνεύει να πνιγεί, να σχοινιασθή.
Οσες φορές διαβάζω το «Ονειρο στο κύμα», διακρίνω κάτι καινούργιο. Τούτη τη φορά, μέσα από την αυτολοιδορία του Παπαδιαμάντη διακρίνω τη σοφή αποδοχή του παρόντος: το παρόν ως ήπια διάψευση προσδοκιών, ως αναπόφευκτη προδοσία του παρελθόντος, το παρόν ως αναπόδραστη πτώση του φυσικού ανθρώπου, του «ωραίου εφήβου, του καστανόμαλλου βοσκού», και ως ανάδυση του μετέωρου μεσήλικου, του «περιωρισμένου και ανεπιτήδειου».
Ετσι ακούει τον σφυγμό της τώρα η γενιά της μεταπολίτευσης: νηματώδη, σιγαλό, σβησμένο· σαν υπόμνηση διαρκούς προδοσίας, σαν αφήγηση μετάλλαξης: «Ημην πτωχόν βοσκόπουλο εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. […] Ημην ωραίος έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις…»
Ημην ο Δάφνις, ο Ορφέας… Και είμαι δεσμώτης, ηττημένος, υπόδουλος και άπραγος. Το ένα άκρο της αφήγησης μάς φέρνει αβίαστα στο άλλο. Ο αφηγητής δεν νοσταλγεί μόνο, περιγράφει εναργώς την προδιαγεγραμμένη πορεία, από την αθωότητα προς τη γνώση, από την ανεμελιά του ευγενούς άγριου προς την κατήφεια του αποξενωμένου μισθωτού. Ωστόσο, η αποδοχή της σκληρής μοίρας, ο αυτοοικτιρμός και ο αυτοσαρκασμός, δεν αποτρέπουν τον στεναγμό και τη λαχτάρα της αναπολήσεως: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..». Ο πυρήνας είναι πυρακτωμένα ρομαντικός, είναι η αιώνια επιστροφή στη νιότη, ο Παπαδιαμάντης δεν αποδέχεται την προσγείωση στον «περιωρισμένο και ανεπιτήδειο» βίο, αντηχεί τον αιώνιο έφηβο Ρεμπώ, τον παράφορο Μπωντλέρ, τον ειρωνευτή Φλωμπέρ, τον ανατόμο Μπαλζάκ.
Η μουσική επένδυση από το δίσκο- έκπληξη «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Το σκοτεινό τρυγόνι». Περιλαμβάνει τραγούδια που έγραψαν πάνω σε στίχους του Σκιαθίτη τρεις νέοι από την Ιεράπετρα, ερασιτέχνες μουσικοί, κυρίως ο Νίκος Μαστοράκης, Το συγκεκριμένο ερμηνεύεται από τη Νίκη Τσαϊρέλη
Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς…· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου, κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.
Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα, δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.Συνέχεια »
Ενα ηδύτατο βιβλιαράκι 35 σελίδων για τον μέγιστο ταπεινό της ελληνικής πεζογραφίας των αρχών του 20ού αιώνα, με τίτλο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – στα άδυτα της δημοσιογραφίας» (έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ).
Το υπογράφει ο Στέλιος Παπαθανασίου, δρ Φιλολογίας και Θεολογίας στη Θεσσαλονίκη.
Με πυκνό λόγο σκιαγραφείται η προσωπικότητά του μέσα από την πολύμοχθη εργασία του σε αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής (πεζογραφήματα, δοκίμια, μεταφράσεις), αλλά και με τις περιγραφές-μαρτυρίες των τότε συναδέλφων του.
Οικείος και απόμακρος, άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο-λογοτέχνη Δημήτρη Χατζόπουλο. Αλλά και «Μένιππος φιλόσοφος», «πνευματώδης Λουκιανός».
Τον εργασιομανή Παπαδιαμάντη συνάντησε βιαστικό στον δρόμο ο Παύλος Νιρβάνας ένα δειλινό. «”Αφισέ με! Πηγαίνω να προφθάσω τον Ηλιον, πριν δύση. Είναι ένας μήνας που έχω να τον ιδώ. Και ποτέ δεν τον προφθαίνω”». Κι έτρεχε να τον αντικρύσει οπίσω από την Ακρόπολιν».
Ο Νιρβάνας ήταν παρών στη στιχομυθία του με τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Αστυ», Δημήτριο Κακλαμάνο, σχετικά με την αμοιβή του ως τακτικού μεταφραστή. «Ο Κακλαμάνος τού προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Κι ο κυρ-Αλέξανδρος απάντησε: “Πολλές είναι οι 150. Μου φτάνουν 100″… Κι έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέση λέξη».
Χωρίς να καταφέρει να δει στη ζωή του δικό του τυπωμένο βιβλίο, αυτός που «δεν είχε καιρόν ν’ αποκτήσει χρήματα» πέθανε πάμπτωχος τον Γενάρη του 1911, στη γενέτειρά του Σκιάθο. Κερδίζοντας την αιωνιότητα με τα γραπτά του και κερδίζοντας αμέτρητο πλούτο ψυχικό οι χιλιάδες αναγνώστες του.
Το βιβλιαράκι τελειώνει με το ολιγοσέλιδο περιηγητικό κείμενο του Παπαδιαμάντη «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις». Σ’ αυτό περιδιαβαίνει τις γειτονιές γύρω από την Ακρόπολη με το αισθαντικό άρωμα των λέξεών του.
“Να σε χαρεί κι η άνοιξη
μαζί με τα λουλούδια
όπου ‘ναι σαν αμέτρητα
ζωγραφιστά τραγούδια…
Τη χάρη σου τη σπλαχνική
μη μ’ αρνηστείς αρνί μου
αγάπη μου αιώνια
αγάπη μου στερνή μου”…
«Αν πεζογραφία είναι η γλώσσα της διάνοιας, ποίηση είναι η γλώσσα της καρδιάς».
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης άρχισε και έκλεισε το έργο του με στίχους. Η τέχνη του Αλ. Παπαδιαμάντη και η μουσική τέχνη έχουν, ένα κοινό σημείο.
Η μουσική τέχνη έχει σκοπό την καλλιτεχνική συγκίνηση – αυτό που στα νεότερα χρόνια λέμε αισθητική χαρά. Κι ο κυρ-Αλέξανδρος εδώ και 130 τουλάχιστον χρόνια καλεί κάθε Έλληνα να του χαρίσει μια αισθητική χαρά. Η προσφορά αυτή είναι το καλύτερο και το χρησιμότερο που μπορεί να δώσει ένας πνευματικός άνθρωπος.
Οι Νίκος Μαστοράκης, Μανόλης Λιαπάκης και Κώστας Πανταζής (ερασιτέχνες μουσικοί) μελοποίησαν 12 ποιήματα – κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για τις ανάγκες της θεατρικής διασκευής του έργου «Φόνισσα» που παρουσιάστηκε το 2003 από τη θεατρική ομάδα του δήμου Ιεράπετρας. Τα 12 αυτά τραγούδια κυκλοφορούν σε ένα cd με τίτλο «Το σκοτεινό τρυγόνι» με τη συμμετοχή γνωστών τραγουδιστών. Σε 3 από αυτά συμμετέχει ο Σωκράτης Μάλαμας, σε 2 ο Ψαραντώνης, σε 2 η Νίκη Τσαΐρέλη και από ένα η Λιζέτα Καλημέρη, η Μαρία Κώττη (τραγουδίστρια των Χαΐνηδων), η Νίκη Ξυλούρη,ο Χαρίλαος Παπαδάκης και ο Μανόλης Λιαπάκης.
Η μουσική έχει παιχτεί από φυσικά όργανα και έχει πολλά στοιχεία της παραδοσιακής και κρητικής μουσικής αλλά και της έντεχνης μουσικής.
Μια έκθεση με κείμενα και έργα εμπνευσμένα από τον κόσμο του Σκιαθίτη διηγηματογράφου. Από τις 11 Δεκεμβρίου έως τις 17 Ιανουαρίου στην έδρα της γκαλερί “24”, στην οδό Σπευσίππου 38. Εκθέτουν οι ζωγράφοι: Μαριλίτσα Βλαχάκη, Βαρβάρα Λιακουνάκου, Τάσος Μαντζαβίνος, Μανώλης Μπιτσάκης, Κώστας Παπανικολάου, Εδουάρδος Σακαγιάν. Τα κείμενα έχει επιμεληθεί ο Μισέλ Φάις.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή