Αρχείο για 17 Ιουλίου, 2011

Η πρώτη ταινία του Φρανσουά Τριφό παραμένει άφθαρτη στον χρόνο. Ο 14χρονος Ζαν-Πιερ Λεό στον ρόλο του Αντουάν Ντουανέλ – ενός αντιήρωα στον αντίποδα του δικού μας… Βασιλάκη Καΐλα. Η ταινία είναι αφιερωμένη στον Αντρέ Μπαζέν, θεωρητικό της γαλλικής νουβέλ βαγκ και πνευματικό πατέρα του Τριφό. Ο Αντουάν νιώθει πως περισσεύει σε ένα στενάχωρο διαμέρισμα όπου ζει σαν φιλοξενούμενος. Η μητέρα του τον παραμελεί, σκέφτεται περισσότερο τους εφήμερους εραστές της, ενώ ο συμπαθής θετός πατέρας του, που είναι μέλος μιας λέσχης αυτοκινήτου, απλώς δεν νοιάζεται. Στο σχολείο τα πράγματα είναι πιο σκούρα για τον ευαίσθητο Αντουάν. Ενας αυταρχικός φιλόλογος τον τιμωρεί για ασήμαντη αφορμή, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου. Λίγο μετά, ένα παράπτωμα του Αντουάν θα τον στείλει στο αναμορφωτήριο… Ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον Ανρί Ντεκέ. Μουσική από τον Ζαν Κονσταντέν. Παίζουν, επίσης, Κλερ Μοριέ, Αλμπέρ Ρεμί. (Στα θερινά σινεμά στις 21/7)

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μια παρέα νεοφώτιστων Γάλλων κινηματογραφιστών που είχαν ως κοινή αφετηρία τους το περιοδικό Cahiers du Cinema, δημιούργησε ένα νέο κύμα. Οι αφηγήσεις τους έθεσαν το αίτημα μιας άλλης σχέσης του σκηνοθέτη με την ταινία, αλλά και το ζήτημα μιας άλλης σχέσης του θεατή με τον κινηματογράφο. Ο θεατής έπρεπε να πάψει να είναι ένας παθητικός αποδέκτης «ψυχαγωγικού» θεάματος. Οι εικόνες έχασαν μεμιάς την αθωότητά τους και οι κινηματογραφικοί ήρωες έγιναν ηθικά διφορούμενοι.Μεταξύ των επιφανών της νεοκυματικής παρέας ήταν ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ και ο Φρανσουά Τριφό. Ο μαρξιστής Γκοντάρ άφησε το πνεύμα της επανάστασης να στοιχειώσει τις εικόνες του, οι οποίες κυλούσαν σαν αμερικανική ταινία, με αλλαγμένη, όμως, τη λογική σειρά: αρχή, μέση, τέλος. Ο «ανένταχτος» και εξίσου πολυσύνθετος Τριφό ήταν ο πιο ευαίσθητος της παρέας, ο πιο λυρικός και ανεπαίσθητα μοντέρνος σκηνοθέτης της γαλλικής νουβέλ βαγκ.Δύο ταινίες-ορόσημα εκείνης της εποχής θα προβληθούν σε επανέκδοση το φετινό καλοκαίρι. Την ερχόμενη Πέμπτη, τα «400 χτυπήματα» του Τριφό και στις 18/8 το «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ. Οι φίλοι του πάντα ανήσυχου Γκοντάρ μπορούν να δουν και την πρόσφατη ταινία του, «Socialisme», που έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές ημέρες.Ο Μότσαρτ και τα πιάταΟ Τριφό αγαπούσε τις ταινίες του Ρενουάρ, του Οφίλς, του Χίτσκοκ. (Οι συνεντεύξεις του με τον Χίτσκοκ είναι ένα μάθημα κινηματογραφικής αισθητικής, αλλά κι ένα ηχηρό χαστούκι σε αυτούς που θεωρούσαν τον μετρ του σασπένς παρακατιανό σκηνοθέτη.) Στο ντεμπούτο του, στα «400 χτυπήματα», ήρθε στο προσκήνιο μαζί με τον 14χρονο Ζαν Πιερ Λεό, ο οποίος έγινε στη συνέχεια ο αγαπημένος του ηθοποιός και alter ego του. Η ταινία αρχίζει σαν ντοκιμαντέρ στους δρόμους του Παρισιού και τελειώνει σε μια παραλία με ένα «παγωμένο» γκρο πλαν του Αντουάν Ντουανέλ (Λεό). Ο Αντουάν κοιτάζει τον θεατή στα μάτια με διφορούμενο βλέμμα και ανάμεικτα συναισθήματα, όπως η τολμηρή Μόνικα του Μπέργκμαν στο «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», το 1952.Είχε πει κάποτε ο Τριφό πως «είναι πιο ποιητική η εικόνα ενός παιδιού που πλένει πιάτα από την εικόνα ενός παιδιού ντυμένου στο βελούδο να κόβει λουλούδια στον κήπο με μουσική υπόκρουση Μότσαρτ». Η ζωή, πεζή και σκληρή, εμπεριέχει ποίηση. Αρκεί, βέβαια, να είσαι έτοιμος να την διακρίνεις.Η φλόγα και ο ΜπαλζάκΣτο γαλλικό σινεμά, η παιδική ηλικία είχε ήδη μια μεγάλη παράδοση (από τη «Διαγωγή μηδέν» του Ζαν Βιγκό, 1933, μέχρι τα «Απαγορευμένα παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν, 1952), τα «400 χτυπήματα», όμως, είναι ο μεγαλύτερος σταθμός αυτής της παράδοσης. Ο Τριφό χαμηλώνει στο ύψος του alter ego του για να φέρει σε αντιπαράθεση την «απόλυτη ηθική» του παιδιού με τη «σχετική ηθική» του ενήλικα.Ο Αντουάν Ντουανέλ είναι ένας αντιήρωας της νέας εποχής, το παιδί που απομακρύνεται από ό, τι στερεότυπο είχε δημιουργήσει γύρω του ο κινηματογράφος. Είναι ένα «μαύρο πρόβατο» στο σχολείο και στην οικογένεια, αλλά κι ένας χαρακτήρας – καθρέφτης βιωμάτων της τρυφερής ηλικίας του Τριφό. Χωρίς νοσταλγία και με απαράμιλλο χιούμορ. Ο Αντουάν έχει την αγριάδα της πρώιμης εφηβείας και ταυτοχρόνως τη διακριτική μελαγχολία ενός ποιητή, αλλά και το λεπτό χιούμορ ενός διανοούμενου. Παράδειγμα, η σκηνή ανθολογίας στην οποία παρ’ ολίγον να τυλίξει στις φλόγες το σπίτι του, ανάβοντας κερί στο εικόνισμα του… Μπαλζάκ. Στο σχολείο, ο Αντουάν ορκίζεται, όπως ο Τομ Σόγερ, πως θα «σπάσει τα μούτρα» του δεσποτικού φιλολόγου του όταν θα ’ρθει η ώρα να πάει φαντάρος. Εχεις μια αίσθηση πίκρας και χαράς παρακολουθώντας τα παιχνίδια της μοίρας μαζί του.Ο Τριφό σκιαγραφεί μια διαδικασία αποκοινωνικοποίησης του παιδιού, που βγαίνει από το κάδρο του ακαδημαϊκού σινεμά αφήνοντας το ένστικτό του να το οδηγήσει στη φύση. (Τα «400 χτυπήματα» είναι κι ένα μπαζενικό σχόλιο για τον ίδιο τον κινηματογράφο). Χρόνια μετά, στο «Ενα αγρίμι στην πόλη», ο Τριφό θα περιγράψει πιο εγκεφαλικά την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία. Γι’ αυτόν το θεμέλιο μιας ευτυχισμένης ανθρώπινης κοινωνίας είναι η παιδεία.dbouras@kathimerini. grΞαναπροβάλλεται σε επανέκδοση η αριστουργηματική ταινία «400 χτυπήματα», σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φρανσουά Τριφό

Του Δημητρη Mπουρα kathimerini. gr

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μια παρέα νεοφώτιστων Γάλλων κινηματογραφιστών που είχαν ως κοινή αφετηρία τους το περιοδικό Cahiers du Cinema, δημιούργησε ένα νέο κύμα. Οι αφηγήσεις τους έθεσαν το αίτημα μιας άλλης σχέσης του σκηνοθέτη με την ταινία, αλλά και το ζήτημα μιας άλλης σχέσης του θεατή με τον κινηματογράφο. Ο θεατής έπρεπε να πάψει να είναι ένας παθητικός αποδέκτης «ψυχαγωγικού» θεάματος. Οι εικόνες έχασαν μεμιάς την αθωότητά τους και οι κινηματογραφικοί ήρωες έγιναν ηθικά διφορούμενοι.

Μεταξύ των επιφανών της νεοκυματικής παρέας ήταν ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ και ο Φρανσουά Τριφό. Ο μαρξιστής Γκοντάρ άφησε το πνεύμα της επανάστασης να στοιχειώσει τις εικόνες του, οι οποίες κυλούσαν σαν αμερικανική ταινία, με αλλαγμένη, όμως, τη λογική σειρά: αρχή, μέση, τέλος. Ο «ανένταχτος» και εξίσου πολυσύνθετος Τριφό ήταν ο πιο ευαίσθητος της παρέας, ο πιο λυρικός και ανεπαίσθητα μοντέρνος σκηνοθέτης της γαλλικής νουβέλ βαγκ.

Δύο ταινίες-ορόσημα εκείνης της εποχής θα προβληθούν σε επανέκδοση το φετινό καλοκαίρι. Την ερχόμενη Πέμπτη, τα «400 χτυπήματα» του Τριφό και στις 18/8 το «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ. Οι φίλοι του πάντα ανήσυχου Γκοντάρ μπορούν να δουν και την πρόσφατη ταινία του, «Socialisme», που έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές ημέρες.

Ο Μότσαρτ και τα πιάτα

Ο Τριφό αγαπούσε τις ταινίες του Ρενουάρ, του Οφίλς, του Χίτσκοκ. (Οι συνεντεύξεις του με τον Χίτσκοκ είναι ένα μάθημα κινηματογραφικής αισθητικής, αλλά κι ένα ηχηρό χαστούκι σε αυτούς που θεωρούσαν τον μετρ του σασπένς παρακατιανό σκηνοθέτη.) Στο ντεμπούτο του, στα «400 χτυπήματα», ήρθε στο προσκήνιο μαζί με τον 14χρονο Ζαν Πιερ Λεό, ο οποίος έγινε στη συνέχεια ο αγαπημένος του ηθοποιός και alter ego του. Η ταινία αρχίζει σαν ντοκιμαντέρ στους δρόμους του Παρισιού και τελειώνει σε μια παραλία με ένα «παγωμένο» γκρο πλαν του Αντουάν Ντουανέλ (Λεό). Ο Αντουάν κοιτάζει τον θεατή στα μάτια με διφορούμενο βλέμμα και ανάμεικτα συναισθήματα, όπως η τολμηρή Μόνικα του Μπέργκμαν στο «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», το 1952.

Είχε πει κάποτε ο Τριφό πως «είναι πιο ποιητική η εικόνα ενός παιδιού που πλένει πιάτα από την εικόνα ενός παιδιού ντυμένου στο βελούδο να κόβει λουλούδια στον κήπο με μουσική υπόκρουση Μότσαρτ». Η ζωή, πεζή και σκληρή, εμπεριέχει ποίηση. Αρκεί, βέβαια, να είσαι έτοιμος να την διακρίνεις.

Η φλόγα και ο Μπαλζάκ

Στο γαλλικό σινεμά, η παιδική ηλικία είχε ήδη μια μεγάλη παράδοση (από τη «Διαγωγή μηδέν» του Ζαν Βιγκό, 1933, μέχρι τα «Απαγορευμένα παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν, 1952), τα «400 χτυπήματα», όμως, είναι ο μεγαλύτερος σταθμός αυτής της παράδοσης. Ο Τριφό χαμηλώνει στο ύψος του alter ego του για να φέρει σε αντιπαράθεση την «απόλυτη ηθική» του παιδιού με τη «σχετική ηθική» του ενήλικα.

Ο Αντουάν Ντουανέλ είναι ένας αντιήρωας της νέας εποχής, το παιδί που απομακρύνεται από ό, τι στερεότυπο είχε δημιουργήσει γύρω του ο κινηματογράφος. Είναι ένα «μαύρο πρόβατο» στο σχολείο και στην οικογένεια, αλλά κι ένας χαρακτήρας – καθρέφτης βιωμάτων της τρυφερής ηλικίας του Τριφό. Χωρίς νοσταλγία και με απαράμιλλο χιούμορ. Ο Αντουάν έχει την αγριάδα της πρώιμης εφηβείας και ταυτοχρόνως τη διακριτική μελαγχολία ενός ποιητή, αλλά και το λεπτό χιούμορ ενός διανοούμενου. Παράδειγμα, η σκηνή ανθολογίας στην οποία παρ’ ολίγον να τυλίξει στις φλόγες το σπίτι του, ανάβοντας κερί στο εικόνισμα του… Μπαλζάκ. Στο σχολείο, ο Αντουάν ορκίζεται, όπως ο Τομ Σόγερ, πως θα «σπάσει τα μούτρα» του δεσποτικού φιλολόγου του όταν θα ’ρθει η ώρα να πάει φαντάρος. Εχεις μια αίσθηση πίκρας και χαράς παρακολουθώντας τα παιχνίδια της μοίρας μαζί του.

Ο Τριφό σκιαγραφεί μια διαδικασία αποκοινωνικοποίησης του παιδιού, που βγαίνει από το κάδρο του ακαδημαϊκού σινεμά αφήνοντας το ένστικτό του να το οδηγήσει στη φύση. (Τα «400 χτυπήματα» είναι κι ένα μπαζενικό σχόλιο για τον ίδιο τον κινηματογράφο). Χρόνια μετά, στο «Ενα αγρίμι στην πόλη», ο Τριφό θα περιγράψει πιο εγκεφαλικά την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία. Γι’ αυτόν το θεμέλιο μιας ευτυχισμένης ανθρώπινης κοινωνίας είναι η παιδεία.

Comments 0 σχόλια »

Υποφέρουμε σήμερα από διάφορες νευρώσεις της αφθονίας – όχι ακριβώς εθισμούς, αλλά ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές με τις οποίες πολλοί από μας επιστρέφουμε σταθερά σε κάποια πηγή περίσπασης.

Επειδή γράφω για τα βιντεοπαιχνίδια, συχνά με ρωτάνε –κυρίως ανήσυχοι γονείς– αν πιστεύω στον εθισμό στα βιντεοπαιχνίδια. Δεν πιστεύω –ο εθισμός είναι πολύ ισχυρή λέξη και πρέπει να την κρατάμε για τις ουσίες που προκαλούν σωματικά συμπτώματα στέρησης–, σίγουρα όμως πιστεύω στη νοσηρή εμμονή στα βιντεοπαιχνίδια. Τα παιχνίδια είναι ένας τρόπος να απομακρύνεσαι από τον πραγματικό κόσμο για λίγο. Δεν είναι όμως το μόνο πράγμα που χρησιμοποιούμε μ’ αυτόν τον τρόπο.

Η εύκολη πρόσβαση στην πίστωση επέτρεψε σε χαμηλού εισοδήματος ανθρώπους να γίνουν «ψυχαναγκαστικοί» καταναλωτές. Η πλημμύρα εικόνων στο Ιντερνετ έδωσε την ευκαιρία για την «πορνο-εξάρτηση». Και το ίδιο το Ιντερνετ –πηγή απεριόριστης πληροφόρησης– μπορεί να γίνει αντικείμενο εμμονής.

Μια από τις δυσκολότερες προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου είναι η αντιμετώπιση της αφθονίας. Και γίνεται ακόμα δυσκολότερη, επειδή αν παραδεχτείς το πρόβλημα, φαίνεσαι κακομαθημένος. Συχνά σκέφτομαι πώς ζούσε η γιαγιά μου: ποτέ δεν είχε διαβατήριο, ποτέ δεν ταξίδεψε έξω από τη χώρα, ποτέ δεν είχε τηλεόραση, έραβε μόνη της τα ρούχα της και η μεγαλύτερη ευχαρίστησή της ήταν να διαβάζει βιβλία που δανειζόταν από την τοπική βιβλιοθήκη. Με κάνει να νιώθω κακομαθημένη ομολογώντας ότι ξοδεύω χρήματα σε πράγματα που ούτε έχω ανάγκη ούτε επιθυμώ ιδιαίτερα, μόνο και μόνο επειδή βαριέμαι, ότι δυσκολεύομαι να κλείσω το Ιντερνετ και να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου. Υπάρχει λύση γι’ αυτές τις «χαμηλού προφίλ» εμμονές; Το Κέντρο Μπέτι Φορντ δεν θεραπεύει την εμμονή με το Facebook ή τη συνήθεια να βλέπεις τηλεόραση αντί να αντιμετωπίζεις τα συναισθήματά σου.

Συμμετέχω στο Σχολείο της Ζωής, ένα κοινωνικό εγχείρημα στο Λονδίνο με στόχο τη χρησιμοποίηση της φιλοσοφίας ως βοήθειας στη σύγχρονη ζωή. Σε ένα μάθημα όπου διδάσκω ασχολούμαστε με την αντιμετώπιση δύσκολων συναισθημάτων. Το να εκφράζεις την οργή ή το άγχος σου μπορεί να αποβεί βλαβερό. Ομως, όπως έχει πει ο φιλόσοφος Τζούλιαν Μπαγκίνι: «Οταν προσπαθείς να ψυχράνεις θερμά συναισθήματα, καταλήγεις είτε να τα καταστείλεις είτε να τα χάσεις εντελώς. Κανένα από τα δύο δεν είναι επιθυμητό». Τι να κάνουμε λοιπόν για να αντιμετωπίσουμε αυτά τα μπελαλίδικα συναισθήματα; Οχι πάντως ν’ ασχοληθούμε με το Τwitter. Ούτε να αγοράσουμε κάτι που δεν χρειαζόμαστε. Ούτε να ανοίξουμε την TV. Απλώς να τα νιώσουμε.

Καθημερινή / The Guardian της Ναόμι Αλντερμαν η οποία είναι συγγραφέας και ειδική στα βιντεοπαιχνίδια.

Πριν λίγες μέρες συζητούσα με μία φίλη για τις ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες των easy games των κοινωνικών δικτύων. Μπορεί όλα γύρω σου να σωριάζονται σε συντρίμια αλλά η πόλη σου λειτουργεί άψογα στο cityville… Ενα κλικ μπορεί να είναι θεραπευτικό. Οπότε μη βιαστείτε να κλειστείτε σε κλινική απεξάρτησης. Μπορείτε να παλινδρομήσετε στην ηλικία που παίζατε ανέμελοι.

Αν λοιπόν ψάχνετε για συμπαίκτες …πιέσατε το κομβίον www.facebook.com/TerraComputerata όπου θα δείτε ότι και οργώνουμε και ρυθμίζουμε την πόλη μας…

Comments 0 σχόλια »

Ένα νέο παιχνίδι στα social media, με πρωταγωνιστές Άραβες ήρωες, έκανε την εμφάινσή του στο Facebook. O άνθρωπος πίσω από αυτό το project λέγεται Suleiman Βakhit και ελπίζει ότι το «Ηappy Oasis» μπορεί να δημιουργήσει θετικά πρότυπα για τα παιδιά που σε άλλη περίπτωση θα δελεάζονταν από εξτρεμιστικές απόψεις.

Το παιχνίδι διατέθηκε στο κοινό αυτήν την εβδομάδα και έχει ήδη 50.000 «οπαδούς» (followers). O προσφάτως επιλεγμένος συνεργάτης του TED κ. Bakhit, μίλησε γι΄αυτό το εγχείρημα πρόσφατα στο Εδιμβούργο. Ενώ κατάγεται από την Ιορδανία, υπήρξε φοιτητής στις ΗΠΑ, στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα όταν συνέβησαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Λίγο πιο μετά δέχτηκε επίθεση από 4 ανθρώπους λόγω της Αραβικής του καταγωγής.

Και ενώ κάποιος θα περίμενε ότι αυτό το συμβάν θα άφηνε «πικρή» γεύση στον Bakhit, αυτός αποφάσισε ότι θα εμπλεκόταν σε μια ενημερωτική καμπάνια. «Συνειδητοποίησα ότι πολεμάς τον εξτρεμισμό αν ξεκινήσεις με τους νέους. Το μήνυμα ήταν απλό – ‘Δεν είμαστε όλοι τρομοκράτες’», δήλωσε στο BBC. «Οπλισμένος» λοιπόν μ’ ένα όχι τόσο μαγικό χαλί, ξεκίνησε να λέει ιστορίες εμπνευσμένες από τον Αλαντίν σε διάφορα τοπικά σχολεία.

«Μια μέρα ένα παιδί με ρώτησε αν υπήρχε κάποιος Άραβας υπεράνθρωπος και τότε κατάλαβα ότι δεν υπήρχε», θυμάται. Έτσι άρχισε να γράφει ένα βιβλίο-κόμικ που είχε σκοπό τη δημιουργία ενός εύρους θετικών προτύπων Αράβων, συμπεριλαμβανομένου και ενός θηλυκού Tζέιμς Μποντ και ενός Ιορδανού πράκτορα που πολεμά εναντίον εξτρεμιστών.

Στην Ιορδανία, το βιβλίο του Bakhit πούλησε 300.000 αντίτυπα, γεγονός που τον οδήγησε να συνειδητοποίησει ότι υπήρχε η προοπτική για μια έκδοση στο Ιντερνετ.

«Τα έντυπα media πεθαίνουν, ωστόσο, υπάρχουν 30 εκατομμύρια Άραβες στο Facebook· γι’ αυτό σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να κάνω παιχνίδια με το ίδιο μήνυμα», σχολίασε ο Βakhit και εξήγησε: «Ακολούθησα μια προσέγγιση peer-to peer, καλώντας τα παιδιά να δημιουργήσουν τις δικές τους ιδέες».

Αν και αναποφάσιστος στην αρχή σχετικά με τη δημιουργία ενός χαρακτήρα που φόραγε μπούρκα, τελικά προχώρησε στην υλοποίηση του καθώς οι όποιες πολιτικές διαφωνίες τελικά ξεπεράστηκαν. Ο Bakhit πρόσθεσε ότι τώρα ελπίζει να μεταφέρει το βιβλίο του στο Πακιστάν, μια χώρα όπου ο εξτρεμισμός αυξάνεται ολοένα και περισσότερο.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από BBC

Comments 0 σχόλια »

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων