Η πρώτη ταινία του Φρανσουά Τριφό παραμένει άφθαρτη στον χρόνο. Ο 14χρονος Ζαν-Πιερ Λεό στον ρόλο του Αντουάν Ντουανέλ – ενός αντιήρωα στον αντίποδα του δικού μας… Βασιλάκη Καΐλα. Η ταινία είναι αφιερωμένη στον Αντρέ Μπαζέν, θεωρητικό της γαλλικής νουβέλ βαγκ και πνευματικό πατέρα του Τριφό. Ο Αντουάν νιώθει πως περισσεύει σε ένα στενάχωρο διαμέρισμα όπου ζει σαν φιλοξενούμενος. Η μητέρα του τον παραμελεί, σκέφτεται περισσότερο τους εφήμερους εραστές της, ενώ ο συμπαθής θετός πατέρας του, που είναι μέλος μιας λέσχης αυτοκινήτου, απλώς δεν νοιάζεται. Στο σχολείο τα πράγματα είναι πιο σκούρα για τον ευαίσθητο Αντουάν. Ενας αυταρχικός φιλόλογος τον τιμωρεί για ασήμαντη αφορμή, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου. Λίγο μετά, ένα παράπτωμα του Αντουάν θα τον στείλει στο αναμορφωτήριο… Ασπρόμαυρη φωτογραφία από τον Ανρί Ντεκέ. Μουσική από τον Ζαν Κονσταντέν. Παίζουν, επίσης, Κλερ Μοριέ, Αλμπέρ Ρεμί. (Στα θερινά σινεμά στις 21/7)

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μια παρέα νεοφώτιστων Γάλλων κινηματογραφιστών που είχαν ως κοινή αφετηρία τους το περιοδικό Cahiers du Cinema, δημιούργησε ένα νέο κύμα. Οι αφηγήσεις τους έθεσαν το αίτημα μιας άλλης σχέσης του σκηνοθέτη με την ταινία, αλλά και το ζήτημα μιας άλλης σχέσης του θεατή με τον κινηματογράφο. Ο θεατής έπρεπε να πάψει να είναι ένας παθητικός αποδέκτης «ψυχαγωγικού» θεάματος. Οι εικόνες έχασαν μεμιάς την αθωότητά τους και οι κινηματογραφικοί ήρωες έγιναν ηθικά διφορούμενοι.Μεταξύ των επιφανών της νεοκυματικής παρέας ήταν ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ και ο Φρανσουά Τριφό. Ο μαρξιστής Γκοντάρ άφησε το πνεύμα της επανάστασης να στοιχειώσει τις εικόνες του, οι οποίες κυλούσαν σαν αμερικανική ταινία, με αλλαγμένη, όμως, τη λογική σειρά: αρχή, μέση, τέλος. Ο «ανένταχτος» και εξίσου πολυσύνθετος Τριφό ήταν ο πιο ευαίσθητος της παρέας, ο πιο λυρικός και ανεπαίσθητα μοντέρνος σκηνοθέτης της γαλλικής νουβέλ βαγκ.Δύο ταινίες-ορόσημα εκείνης της εποχής θα προβληθούν σε επανέκδοση το φετινό καλοκαίρι. Την ερχόμενη Πέμπτη, τα «400 χτυπήματα» του Τριφό και στις 18/8 το «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ. Οι φίλοι του πάντα ανήσυχου Γκοντάρ μπορούν να δουν και την πρόσφατη ταινία του, «Socialisme», που έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές ημέρες.Ο Μότσαρτ και τα πιάταΟ Τριφό αγαπούσε τις ταινίες του Ρενουάρ, του Οφίλς, του Χίτσκοκ. (Οι συνεντεύξεις του με τον Χίτσκοκ είναι ένα μάθημα κινηματογραφικής αισθητικής, αλλά κι ένα ηχηρό χαστούκι σε αυτούς που θεωρούσαν τον μετρ του σασπένς παρακατιανό σκηνοθέτη.) Στο ντεμπούτο του, στα «400 χτυπήματα», ήρθε στο προσκήνιο μαζί με τον 14χρονο Ζαν Πιερ Λεό, ο οποίος έγινε στη συνέχεια ο αγαπημένος του ηθοποιός και alter ego του. Η ταινία αρχίζει σαν ντοκιμαντέρ στους δρόμους του Παρισιού και τελειώνει σε μια παραλία με ένα «παγωμένο» γκρο πλαν του Αντουάν Ντουανέλ (Λεό). Ο Αντουάν κοιτάζει τον θεατή στα μάτια με διφορούμενο βλέμμα και ανάμεικτα συναισθήματα, όπως η τολμηρή Μόνικα του Μπέργκμαν στο «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», το 1952.Είχε πει κάποτε ο Τριφό πως «είναι πιο ποιητική η εικόνα ενός παιδιού που πλένει πιάτα από την εικόνα ενός παιδιού ντυμένου στο βελούδο να κόβει λουλούδια στον κήπο με μουσική υπόκρουση Μότσαρτ». Η ζωή, πεζή και σκληρή, εμπεριέχει ποίηση. Αρκεί, βέβαια, να είσαι έτοιμος να την διακρίνεις.Η φλόγα και ο ΜπαλζάκΣτο γαλλικό σινεμά, η παιδική ηλικία είχε ήδη μια μεγάλη παράδοση (από τη «Διαγωγή μηδέν» του Ζαν Βιγκό, 1933, μέχρι τα «Απαγορευμένα παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν, 1952), τα «400 χτυπήματα», όμως, είναι ο μεγαλύτερος σταθμός αυτής της παράδοσης. Ο Τριφό χαμηλώνει στο ύψος του alter ego του για να φέρει σε αντιπαράθεση την «απόλυτη ηθική» του παιδιού με τη «σχετική ηθική» του ενήλικα.Ο Αντουάν Ντουανέλ είναι ένας αντιήρωας της νέας εποχής, το παιδί που απομακρύνεται από ό, τι στερεότυπο είχε δημιουργήσει γύρω του ο κινηματογράφος. Είναι ένα «μαύρο πρόβατο» στο σχολείο και στην οικογένεια, αλλά κι ένας χαρακτήρας – καθρέφτης βιωμάτων της τρυφερής ηλικίας του Τριφό. Χωρίς νοσταλγία και με απαράμιλλο χιούμορ. Ο Αντουάν έχει την αγριάδα της πρώιμης εφηβείας και ταυτοχρόνως τη διακριτική μελαγχολία ενός ποιητή, αλλά και το λεπτό χιούμορ ενός διανοούμενου. Παράδειγμα, η σκηνή ανθολογίας στην οποία παρ’ ολίγον να τυλίξει στις φλόγες το σπίτι του, ανάβοντας κερί στο εικόνισμα του… Μπαλζάκ. Στο σχολείο, ο Αντουάν ορκίζεται, όπως ο Τομ Σόγερ, πως θα «σπάσει τα μούτρα» του δεσποτικού φιλολόγου του όταν θα ’ρθει η ώρα να πάει φαντάρος. Εχεις μια αίσθηση πίκρας και χαράς παρακολουθώντας τα παιχνίδια της μοίρας μαζί του.Ο Τριφό σκιαγραφεί μια διαδικασία αποκοινωνικοποίησης του παιδιού, που βγαίνει από το κάδρο του ακαδημαϊκού σινεμά αφήνοντας το ένστικτό του να το οδηγήσει στη φύση. (Τα «400 χτυπήματα» είναι κι ένα μπαζενικό σχόλιο για τον ίδιο τον κινηματογράφο). Χρόνια μετά, στο «Ενα αγρίμι στην πόλη», ο Τριφό θα περιγράψει πιο εγκεφαλικά την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία. Γι’ αυτόν το θεμέλιο μιας ευτυχισμένης ανθρώπινης κοινωνίας είναι η παιδεία.dbouras@kathimerini. grΞαναπροβάλλεται σε επανέκδοση η αριστουργηματική ταινία «400 χτυπήματα», σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φρανσουά Τριφό

Του Δημητρη Mπουρα kathimerini. gr

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μια παρέα νεοφώτιστων Γάλλων κινηματογραφιστών που είχαν ως κοινή αφετηρία τους το περιοδικό Cahiers du Cinema, δημιούργησε ένα νέο κύμα. Οι αφηγήσεις τους έθεσαν το αίτημα μιας άλλης σχέσης του σκηνοθέτη με την ταινία, αλλά και το ζήτημα μιας άλλης σχέσης του θεατή με τον κινηματογράφο. Ο θεατής έπρεπε να πάψει να είναι ένας παθητικός αποδέκτης «ψυχαγωγικού» θεάματος. Οι εικόνες έχασαν μεμιάς την αθωότητά τους και οι κινηματογραφικοί ήρωες έγιναν ηθικά διφορούμενοι.

Μεταξύ των επιφανών της νεοκυματικής παρέας ήταν ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ και ο Φρανσουά Τριφό. Ο μαρξιστής Γκοντάρ άφησε το πνεύμα της επανάστασης να στοιχειώσει τις εικόνες του, οι οποίες κυλούσαν σαν αμερικανική ταινία, με αλλαγμένη, όμως, τη λογική σειρά: αρχή, μέση, τέλος. Ο «ανένταχτος» και εξίσου πολυσύνθετος Τριφό ήταν ο πιο ευαίσθητος της παρέας, ο πιο λυρικός και ανεπαίσθητα μοντέρνος σκηνοθέτης της γαλλικής νουβέλ βαγκ.

Δύο ταινίες-ορόσημα εκείνης της εποχής θα προβληθούν σε επανέκδοση το φετινό καλοκαίρι. Την ερχόμενη Πέμπτη, τα «400 χτυπήματα» του Τριφό και στις 18/8 το «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ. Οι φίλοι του πάντα ανήσυχου Γκοντάρ μπορούν να δουν και την πρόσφατη ταινία του, «Socialisme», που έκανε πρεμιέρα πριν από μερικές ημέρες.

Ο Μότσαρτ και τα πιάτα

Ο Τριφό αγαπούσε τις ταινίες του Ρενουάρ, του Οφίλς, του Χίτσκοκ. (Οι συνεντεύξεις του με τον Χίτσκοκ είναι ένα μάθημα κινηματογραφικής αισθητικής, αλλά κι ένα ηχηρό χαστούκι σε αυτούς που θεωρούσαν τον μετρ του σασπένς παρακατιανό σκηνοθέτη.) Στο ντεμπούτο του, στα «400 χτυπήματα», ήρθε στο προσκήνιο μαζί με τον 14χρονο Ζαν Πιερ Λεό, ο οποίος έγινε στη συνέχεια ο αγαπημένος του ηθοποιός και alter ego του. Η ταινία αρχίζει σαν ντοκιμαντέρ στους δρόμους του Παρισιού και τελειώνει σε μια παραλία με ένα «παγωμένο» γκρο πλαν του Αντουάν Ντουανέλ (Λεό). Ο Αντουάν κοιτάζει τον θεατή στα μάτια με διφορούμενο βλέμμα και ανάμεικτα συναισθήματα, όπως η τολμηρή Μόνικα του Μπέργκμαν στο «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», το 1952.

Είχε πει κάποτε ο Τριφό πως «είναι πιο ποιητική η εικόνα ενός παιδιού που πλένει πιάτα από την εικόνα ενός παιδιού ντυμένου στο βελούδο να κόβει λουλούδια στον κήπο με μουσική υπόκρουση Μότσαρτ». Η ζωή, πεζή και σκληρή, εμπεριέχει ποίηση. Αρκεί, βέβαια, να είσαι έτοιμος να την διακρίνεις.

Η φλόγα και ο Μπαλζάκ

Στο γαλλικό σινεμά, η παιδική ηλικία είχε ήδη μια μεγάλη παράδοση (από τη «Διαγωγή μηδέν» του Ζαν Βιγκό, 1933, μέχρι τα «Απαγορευμένα παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν, 1952), τα «400 χτυπήματα», όμως, είναι ο μεγαλύτερος σταθμός αυτής της παράδοσης. Ο Τριφό χαμηλώνει στο ύψος του alter ego του για να φέρει σε αντιπαράθεση την «απόλυτη ηθική» του παιδιού με τη «σχετική ηθική» του ενήλικα.

Ο Αντουάν Ντουανέλ είναι ένας αντιήρωας της νέας εποχής, το παιδί που απομακρύνεται από ό, τι στερεότυπο είχε δημιουργήσει γύρω του ο κινηματογράφος. Είναι ένα «μαύρο πρόβατο» στο σχολείο και στην οικογένεια, αλλά κι ένας χαρακτήρας – καθρέφτης βιωμάτων της τρυφερής ηλικίας του Τριφό. Χωρίς νοσταλγία και με απαράμιλλο χιούμορ. Ο Αντουάν έχει την αγριάδα της πρώιμης εφηβείας και ταυτοχρόνως τη διακριτική μελαγχολία ενός ποιητή, αλλά και το λεπτό χιούμορ ενός διανοούμενου. Παράδειγμα, η σκηνή ανθολογίας στην οποία παρ’ ολίγον να τυλίξει στις φλόγες το σπίτι του, ανάβοντας κερί στο εικόνισμα του… Μπαλζάκ. Στο σχολείο, ο Αντουάν ορκίζεται, όπως ο Τομ Σόγερ, πως θα «σπάσει τα μούτρα» του δεσποτικού φιλολόγου του όταν θα ’ρθει η ώρα να πάει φαντάρος. Εχεις μια αίσθηση πίκρας και χαράς παρακολουθώντας τα παιχνίδια της μοίρας μαζί του.

Ο Τριφό σκιαγραφεί μια διαδικασία αποκοινωνικοποίησης του παιδιού, που βγαίνει από το κάδρο του ακαδημαϊκού σινεμά αφήνοντας το ένστικτό του να το οδηγήσει στη φύση. (Τα «400 χτυπήματα» είναι κι ένα μπαζενικό σχόλιο για τον ίδιο τον κινηματογράφο). Χρόνια μετά, στο «Ενα αγρίμι στην πόλη», ο Τριφό θα περιγράψει πιο εγκεφαλικά την ακριβώς αντίστροφη διαδικασία. Γι’ αυτόν το θεμέλιο μιας ευτυχισμένης ανθρώπινης κοινωνίας είναι η παιδεία.

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων