Ο ορθόδοξος Κλήρος της εποχής της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ως γνωστόν, εκήρυττε, ότι ήταν «θέλημα Θεού» η Πόλη να τουρκέψει, «θεϊκή βούληση και τιμωρία», «Θεία Πρόνοια» και άλλα. Μέσα στα πλαίσια της «θέσης» αυτής της Εκκλησίας ήταν η εχθρότητά της κατά των Καθολικών της Ευρώπης, για την οποία καυχάται έως σήμερα. Αποτέλεσμα της εχθρότητας αυτής ήταν η αποτυχία της ένωσής της με την Καθολική Εκκλησία και η πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους, που κι αυτή συντελέστηκε με εσωτερική προδοσία. Κεντρικό πρόσωπο της τραγωδίας αυτής αποτέλεσε ο ανακηρυχθείς άγιος και στυλοβάτης της Ορθοδοξίας μητροπολίτης Εφέσου, Μάρκος ο Ευγενικός.
Κατά τις αρχές του 15ου αιώνα οι Τούρκοι χωρίς καμμία σχεδόν αντίσταση των τοπικών αρχόντων και με την βοήθεια των κληρικών είχαν εισβάλει στα Ελληνικά εδάφη ως «ελευθερωτές» απ’ τον βυζαντινό ζυγό. Γράφει ο Άγγλος συγγραφέας και περιηγητής R. Walpole στο έργο του «Travels in various Countries», σελ. 216 για την σχέση της Εκκλησίας με τους Τούρκους: …
… «Όταν οι ρασοφόροι είδαν την πρόοδο των τουρκικών όπλων στην Ανατολή επί του σουλτάνου Ορχάν (1.326-1.362) και φοβήθηκαν ενδεχόμενη πτώση της Κωνσταντινούπολης, έστειλαν αντιπροσωπία στην Προύσα, που ήταν τότε η πρωτεύουσα των Τούρκων, με πεσκέσι (χρηματικό δώρο) 14.000 τσεκινίων στον σουλτάνο και ζήτησαν, όπως οι κληρικοί συνεχίσουν να έχουν τις θρησκευτικές τους ελευθερίες, την εξουσία επί του λαού και την αποκλειστικότητα του Αγίου Όρους, όταν τα νικηφόρα στρατεύματά τους καταλύσουν την διοίκηση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.» Πάντοτε κατά τον Walpole, ο Ορχάν δέχθηκε το πεσκέσι και την προδοσία των μοναχών, που παραδίδονταν σ’ αυτόν εκατό χρόνια προ της άλωσης της Πόλης. Ο σουλτάνος τους έδωσε σχετικό φιρμάνι (έγγραφο), το οποίο υπήρχε στις Καρυές κατά την επίσκεψη του Walpole στην Μακεδονία κατά τις αρχές του 19ου αιώνα.
Στην Ευρώπη οι Δυτικοί ετοιμάζονταν ν’ αντισταθούν στην προέλαση των Τούρκων στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, αγνοώντας την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που την θεωρούσαν χαμένη υπόθεση. Προ του οθωμανικού κινδύνου, που εξαπλωνόταν απειλητικά, ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (όπως έπραξε και ο πατέρας του Μανουήλ Παλαιολόγος) παρεχώρησε στους Τούρκους πολλές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η κίνηση αυτή του έδωσε τα χρονικά περιθώρια να επιδιώξει τη βοήθεια των Δυτικών και του πάπα. Συνέχεια »
Σαν προχθές, 29 Μαΐου, το 1453 και ημέρα Τρίτη, πριν από 556 χρόνια «εάλω η Πόλις», αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τον νεότατο Τούρκο σουλτάνο Μωάμεθ και έγινε η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ελληνας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄, ο Παλαιολόγος, έπεσε μαχόμενος και από τότε στοιχειώνει τα όνειρά μας.
Από τότε αναφερόμαστε σε αυτήν την ημερομηνία με θρήνο και οδυρμό και η άλωση της Πόλης κατέλαβε στη συνείδησή μας την πιο κεντρική θέση σαν η μεγαλύτερη εθνική απώλεια. Η Τρίτη της 29ης Μαΐου 1453 είναι αποφράς ημέρα και όταν σήμερα επισκεπτόμαστε την Κωνσταντινούπολη με απομεινάρια πλέον Ελλήνων, αλλά πάμπολλα τα σημάδια από το πέρασμά τους, με αβάσταχτη μελαγχολία θυμόμαστε ότι «κάποτε ήταν δικά μας». Είναι δύσκολο να απαλλαγούμε από την καταθλιπτική μνήμη και να δεχθούμε ότι σχεδόν κανένα κράτος στην Ευρώπη δεν είναι σήμερα όμοιο με εκείνο που υπήρξε πριν από 550 χρόνια. Ετσι και το δικό μας κράτος, η σύγχρονη Ελλάδα, δεν είναι όμοιο με εκείνο που άλωσε ο Μωάμεθ Β΄.
Ο Μωάμεθ Β΄, από τη στιγμή που νεότατος διεδέχθη τον αποθανόντα αιφνιδίως πατέρα του Βαγιαζήτ Α΄, από την πρωτεύουσά του Αδριανούπολη είχε σταθερά το βλέμμα στραμμένο στην Κωνσταντινούπολη. «Προφητείες και θρύλοι του οθωμανικού κόσμου ωθούσαν το βλέμμα του προς τα κει, αλλά και ο ίδιος είχε βαθιά αίσθηση της ιστορίας, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Γνώριζε ότι η Κωνσταντινούπολη επί χίλια και πλέον χρόνια μέσα από μεγάλες περιπέτειες παρέμενε η αναμφισβήτητη πρωτεύουσα της Ευρώπης και της Ασίας, σύμβολο δύναμης και ισχυρού κράτους. Φιλοδοξούσε, μωαμεθανός αυτός, να διαδεχθεί τους χριστιανούς αυτοκράτορες και να συνεχίσει τη χιλιόχρονη ιστορία.
Εμείς θυμόμαστε την άλωση ως εθνική απώλεια. Ο Μωάμεθ Β΄ είχε ευρύτερη αντίληψη του γεγονότος. Ηξερε ότι ήταν η «μεγάλη στιγμή της Ιστορίας» και ήταν αυτός που θα την ενσάρκωνε και θα θεμελίωνε αυτό που αργότερα (πολύ σύντομα) γνώρισε ο κόσμος, την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως παγκόσμια δύναμη. Με σύγχρονους όρους, η άλωση της Κωνσταντινούπολης σημάδεψε την αρχή μιας μεγάλης γεωπολιτικής αλλαγής, που οι συνέπειές της είναι ακόμη εμφανείς, ιδιαίτερα στη Βαλκανική.
Οταν ο Μωάμεθ με ισχυρό στράτευμα (πεζούς, ιππικό, πυροβολικό και ναυτικό) άρχισε, στις 6 Απριλίου 1453, να πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη, το βυζαντινό κράτος ήταν σκιά του εαυτού του, μικρότερο και ασθενέστερο παρά ποτέ. Ουσιαστικά ολόκληρο το κράτος ήταν η πόλη και ο πληθυσμός της, αλλά και αυτός αποδεκατισμένος από τις επιδρομές και τις επιδημίες. Με δύο ισχυρές κοινότητες Ενετών και Γενουατών.
Αλλά επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ και γενικότερα την εποχή των Παλαιολόγων το κράτος της Κωνσταντινούπολης ήταν το ελληνικότερο παρά ποτέ. Τόσο στον πληθυσμό όσο και στη διοίκηση. Τίποτα πλέον δεν θύμιζε την ισχυρή πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας με ρωμαϊκή καταγωγή. Την ίδια εποχή των Παλαιολόγων η Κωνσταντινούπολη και άλλες περιοχές, γνήσια ελληνικές, στον Πόντο και στην Πελοπόννησο, γνώρισαν αιφνίδια και παράδοξη, σε σχέση με την αποδυνάμωση της κρατικής ισχύος, αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων και της τέχνης που μοιραία ανακόπηκε από την τουρκική κατάκτηση και δεν πρόλαβε να λάβει την έκταση και τη σημασία που την ίδια εποχή είχε η Αναγέννηση στη Δύση. Σήμερα αισθανόμαστε τη μειονεξία ότι δεν γνωρίσαμε Αναγέννηση όπως η Δύση. Και όμως, υπάρχουν πολλά ξεπετάγματα Αναγέννησης και στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου αλλά και κατά τη διάρκεια των ποικίλων κατακτήσεων του ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς, τους Ενετούς, τους Γενουάτες…
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, παρά τις μάλλον φεουδαρχικές του περιπέτειες στην Πελοπόννησο, πριν στεφθεί αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη (τέσσερα μόλις χρόνια πριν από την άλωση), είχε πλήρη συνείδηση ότι ήταν Ελληνας ηγεμόνας ελληνικού κράτους. Ολοι οι λαοί έχουν να επιδείξουν ηρωισμούς και ηρωικούς ηγεμόνες. Αλλά η απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ στην πρόσκληση του Μωάμεθ να παραδώσει την Πόλη και ο ίδιος να εγκατασταθεί όπου θέλει, σώος και αβλαβής, έχει πνοή Αρχαίας Ελλάδας και αρχαίων δημοκρατικών πόλεων: «Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος έπεσε μαχόμενος κοντά στην Πύλη του Ρωμανού, το πρωί της 29ης Μαΐου 1453. Εκτός από αυτό τίποτε άλλο δεν είναι ιστορικώς βεβαιωμένο. Δεν είναι βέβαιο ότι βρέθηκε το πτώμα του και αυτό διήγειρε τη λαϊκή φαντασία και αμέσως άρχισαν να πλάθονται λαϊκοί μύθοι και θρύλοι που τελικά συμπυκνώθηκαν στο θρύλο του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά», που με τη συγκίνηση που προκαλεί έπαιξε μοιραίο ρόλο στο νεότερο ελληνικό κράτος.
Την άλωση της Κωνσταντινούπολης περιγράφουν με πάθος οι χρονογράφοι Φραντζής, στενός φίλος και συνεργάτης του Κωνσταντίνου ΙΑ΄, Δούκας και Κριτόβουλος, φίλος του Μωάμεθ Β΄, που ζούσε στην αυλή του. Οι ίδιοι περιγράφουν τη ζωή, τον χαρακτήρα και τις τελευταίες μέρες του αυτοκράτορα.
Ο ανταποκριτής της Καθημερινής στην Κωνσταντινούπολη επισκέφθηκε το μουσείο της κατάκτησης με την έκθεση Panorama 1453 την Πέμπτη, παραμονή της 556ης επετείου της Αλωσης. Παρουσιάζει, σε σειρά από τρισδιάστατες πανοραμικές εικόνες και βίντεο, την εποποιία της Αλωσης, που εδώ αναφέρεται ως «Κατάκτηση της Ισταμπούλ». Είναι εντυπωσιακό και κατάμεστο από μαθητές, που έρχονται σε «εκπαιδευτική επίσκεψη». Αυτό που κυριαρχεί είναι μία προσπάθεια εξύμνησης του ηρωισμού και της κατάκτησης, της ανδρείας των πολιορκητών. Αλλά και η παρουσίαση της Αλωσης ως ιστορικά αναγκαίου και θρησκευτικά επιβαλλόμενου ανδραγαθήματος. Γίνεται εκτενής αναφορά στη λεγόμενη προφητεία του Μωάμεθ, με την οποία προείκαζε την κατάκτηση της Πόλης από τον στρατό του Ισλάμ. Πέρασα πολλή ώρα ακούγοντας την παρουσίαση που οι δάσκαλοι έκαναν στα παιδιά του δημοτικού. Η θέση μου ως μέλους του Ελληνισμού της Πόλης είναι a priori λεπτή. Ωστόσο, έχω ξεπεράσει προ πολλού το στάδιο της συναισθηματικής φόρτισης. Αυτό που με ενόχλησε είναι αυτό ακριβώς που ώθησε πολλούς Τούρκους διανοουμένους να διακωμωδήσουν τόσο το μουσείο όσο και τους επετειακούς εορτασμούς που λαμβάνουν χώρα κάθε 29η Μαΐου από το 1953. Δύο νεαροί φοιτητές ιστορίας, που επισκέπτονται το μουσείο «από περιέργεια», μου εκθέτουν τη δική τους άποψη. «Είναι θλιβερό να κηρύσσουν στα παιδάκια του δημοτικού το φιλοπόλεμο πνεύμα και τον εθνικό ανταγωνισμό». Ο γνωστός αναλυτής Μουράτ Μπελγκέ δέχθηκε τα πυρά πολλών «εθνικοφρόνων», όταν έγραψε σε άρθρο του στην Ταράφ: «Το να εορτάζει κάθε χρόνο μια κοινωνία το πώς στέρησε με τη βία μιαν άλλη από την πρωτεύουσά της μου φαίνεται ωμό». Πολλοί είναι πια οι διανοούμενοι που βρίσκουν γελοίους τους ετήσιους εορτασμούς της κατάκτησης. Ακόμη και ο εθνικιστικών πεποιθήσεων ιστορικός Ιλμπέρ Ορταϊλί υπενθυμίζει ότι οι Οθωμανοί σουλτάνοι ουδέποτε οργάνωσαν «εορτασμούς της κατάκτησης». Ωστόσο, για εκατομμύρια Τούρκους, 556 χρόνια μετά, η Αλωση παραμένει σημείο αναφοράς και κομπασμού.
Οδυσσέα Ελύτη, ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ – κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους κι έβγανε απ’ όλους Έναν που του χαμογελούσε τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ’ ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερξε να τού σταθεί
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
II
Θεέ μου και τώρα τι Που ‘χε με χίλιους να παλέψει χώρια με τη μοναξιά του ποιος αυτός που ‘ξερε μ’ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι
Που όλα τού τα ‘χαν πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ’ τη θάλασσα…)
Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ’ ένας πλάι του Μονάχα οι λέξειςτου οι πιστές που ‘σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μες στοχέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Και αντίκρυ σ’ όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
«Μεσημέρι από νύχτα – όλ’ η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει.
III
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ’ τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ’ ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι’ άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια
Του ‘φερναν Ενώ κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ’ αρχαία και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες τη λύπη του ?
Μεσημέρι από νύχτα και μήτ’ ένας πλάι του
«Μεσημέρι από νύχτα – όλ’ η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει
κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ’ αρχαία και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα
θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του
άσπαστη
κειτάμενος
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή