Μας λένε κάποιοι, που δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμης ανησυχίας για την επιβίωση του ελληνικού έθνους, ότι η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει να χαθεί.
Και σπεύδουν να μας δώσουν παραδείγματα λαθών που ψάρεψαν στο δημόσιο λόγο, οικτίροντας τους αμαθείς που λένε «ανταπεξέρχομαι» αντί για το σωστό «αντεπεξέρχομαι», «απανέκαθεν» αντί «ανέκαθεν», «όλους όσους» αντί «όλους όσοι».
Η γλωσσολογία τούς διαψεύδει. Η γλώσσα μας όχι μόνο δεν φαίνεται να χάνεται, αλλά συνεχίζει ακμαία την πορεία της στο χρόνο. Οπως κάθε γλώσσα, έτσι και η ελληνική εμπλουτίζεται, προσαρμόζεται και εξελίσσεται. Μας λέει, επίσης, η γλωσσολογία ότι το σωστό και το λάθος στη γλώσσα δεν είναι απόλυτες έννοιες και ότι η υπόδειξη του σωστού δεν είναι πάντα όσο αθώα φαίνεται. Συχνά η υπόδειξη του σωστού και ο στιγματισμός του λάθους λειτουργούν εξουσιαστικά, προάγοντας κοινωνικές ανισότητες.
«Η “σωστή” χρήση της γλώσσας» γράφει στο βιβλίο της «Γλώσσα και ιδεολογία» η Αννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών, «αποτελεί, κατά την κοινωνιογλωσσολογία, τυπικό σύστημα, προϊόν καθαρά κοινωνικής επεξεργασίας, που ορίζει ποιες επιλογές πρέπει να κάνει ο ομιλητής για να προσαρμόζεται στο αισθητικό ή κοινωνικό και μορφωτικό γλωσσικό ιδεώδες των κοινωνικών ομάδων που διαθέτουν κύρος και εξουσία».
Αυτό συμβαίνει διότι η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη και αθώα. Κάθε γλωσσική ανταλλαγή, λέει ο ανθρωπολόγος Πιέρ Μπουρντιέ στο βιβλίο του «Γλώσσα και συμβολική εξουσία», εκτός από σχέση επικοινωνίας, «είναι επίσης μια οικονομική ανταλλαγή […], η οποία είναι ικανή να προσπορίσει ένα ορισμένο κέρδος, υλικό ή συμβολικό». Ως χρήστες της γλώσσας, διαθέτουμε κατά τον Μπουρντιέ ένα γλωσσικό κεφάλαιο, μια ικανότητα να ελισσόμαστε μέσα στη γλώσσα. Οσο μεγαλύτερο είναι το γλωσσικό μας κεφάλαιο τόσο περισσότερο διακρινόμαστε από τους άλλους και άλλο τόσο περισσότερο καταφέρνουμε να ελιχθούμε στον κοινωνικό καταμερισμό.
«Δεν υπάρχουν για τη γλωσσολογία τυχαία ή ανόητα λάθη» λέει η Μάρω Κακριδή – Φερράρι. «Τα λάθη γίνονται σε σημεία του συστήματος που είτε είναι αδιαφανή είτε αποτελούν εξαιρέσεις στους γλωσσικούς κανόνες. Οταν κάποιος λέει: “Τα αποτελέσματα επεξεργάστηκαν από ειδικούς”, το λέει επειδή παρασύρεται από την ενεργητική διάθεση του ρήματος επεξεργάζομαι, που όμως είναι αποθετικό και δεν έχει ενεργητική φωνή. Πιθανότατα αυτό το λάθος κάποια στιγμή να ενταχθεί στην πρότυπη γλώσσα και να μη θυμόμαστε ότι κάποτε ήταν λάθος. Οπως δεν θυμόμαστε σήμερα ότι κάποτε το “δείχνω” ήταν λάθος και το σωστό ήταν το “δεικνύω”, και ότι ακόμη παλιότερα το σωστό ήταν το “δείκνυμι”».
Αλλο λάθος, για το οποίο έχει γίνει μεγάλος θόρυβος, είναι το «απανέκαθεν». Εξηγεί ο μεταφραστής Γιάννης Η. Χάρης, που αρθρογραφεί χρόνια για τη γλώσσα: «Το αρχαϊκό επίθημα “-θεν” δεν είναι διαφανές. Δεν μπορεί να το αναγνωρίσει κάποιος, να καταλάβει μόνος του ότι σημαίνει “από”, παρά μόνο αν το έχει διδαχτεί ειδικά. Οταν θέλει, λοιπόν, να χρησιμοποιήσει το “ανέκαθεν” ως επίρρημα, βάζει μπροστά την πρόθεση “από”, την οποία δεν αναγνωρίζει στο “-θεν” – όπως λέει “από μακριά”, “από κοντά” ή “από παλιά”, που έχει, μάλιστα, παραπλήσια σημασία με το ανέκαθεν».
Για όσους διαμαρτυρηθούν, ο Γιάννης Η. Χάρης επισημαίνει ότι αυτό το λάθος βρίσκεται μεταξύ άλλων στον Ομηρο («απ’ ουρανόθεν», καθώς και «εξ ουρανόθεν»), στους Ευαγγελιστές («από μακρόθεν») και στον Ελύτη, έστω κι αν ο ποιητής το χρησιμοποίησε για λόγους προσωδίας («πάλι βγήκα εκεί / που το κολύμπι μ’ έβγαζε απ’ ανέκαθεν» («Τα ελεγεία της οξώπετρας»). Μάλιστα, ο Εμμανουήλ Κριαράς το έβαλε στο λεξικό του ως λαϊκό τύπο.
Πρέπει, λοιπόν, να σταματήσουμε να διορθώνουμε; «Αν δεν διορθώσουμε κάποιον», λέει η Μάρω Κακριδή – Φερράρι, «τον αφήνουμε εκτεθειμένο στην κριτική και στο στιγματισμό, μια που το σχολείο και η κοινωνία έχουν συγκεκριμένη αντίληψη για το “λάθος”. Η διόρθωση είναι μια κοινωνική πράξη, όχι γλωσσολογική. Στοχεύει στο να μάθει κάποιος, για δικό του κέρδος, αυτό που είναι γενικότερα αποδεκτό σε μια συγκεκριμένη στιγμή».
«Διορθώνουμε και περιμένουμε να δούμε, γιατί απλούστατα δεν ξέρουμε τι, αν και πότε θα επικρατήσει» λέει ο Γιάννης Η. Χάρης. «Το θέμα είναι η ιδεολογία που διέπει τη διόρθωση, αν η διόρθωση έχει αυστηρά ρυθμιστικό χαρακτήρα, που αποκλείει δηλαδή, που απορρίπτει προγραμματικά την εξέλιξη της γλώσσας. Γε- νικότερα, ο ίδιος ο λόγος για τη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί εξουσιαστικός· ακόμη και η κουβέντα που κάνουμε εδώ».
Με εξουσιαστικό τρόπο λειτουργεί ως προς το ύφος η χρήση λόγιας και, κυρίως, αρχαΐζουσας γλώσσας, διότι εμφανίζει τον ομιλητή ως κάτοχο μιας ανώτερης, υποτίθεται, μορφής γλώσσας. Λέμε πολύ συχνά πια «λαμβάνω» αντί για «παίρνω» και όλο και συχνότερα «ουδείς» αντί για «κανένας». Στην τηλεόραση, στις πλημμύρες τα νερά δεν ξεχειλίζουν, αλλά «τα ύδατα υπερχειλίζουν»· ο ασθενής δεν μεταφέρεται στο νοσοκομείο, αλλά «διακομίζεται» και η νύφη δεν μπαίνει στην εκκλησία, αλλά «εισέρχεται του ναού» (που είναι και γραμματικό λάθος, διότι το εισέρχομαι δεν συντάσσεται με γενική, όπως το εξέρχομαι· λάθη τέτοιου είδους αφθονούν σ’ αυτές τις περιπτώσεις βεβιασμένης χρήσης αρχαΐζουσας γλώσσας, ακριβώς διότι εκεί παραβιάζεται το γλωσσικό αίσθημα).
«Ο μορφωμένος ομιλητής της επίσημης παραλλαγής» γράφει η Αννα Φραγκουδάκη (αναφερόμενη στη μελέτη του Μιχαήλ Σετάτου για την παρεμβολή στοιχείων της καθαρεύουσας στην καθημερινή ομιλία) «που χρησιμοποιεί καθαρευουσιανισμούς, όπως “εκ προοιμίου”, “δεδομένου του θέματος”, “εις άγραν”, “ουδενός εξαιρουμένου”, “τας παρούσας συνθήκας”, στοχεύει αλλά και πετυχαίνει την κοινωνική διάκριση, τη μετάδοση του έμμεσου μηνύματος της κοινωνικής του ανωτερότητας που αποδεικνύουν η γνώση και χρήση των καθαρευουσιανισμών». Αντίθετα, προσθέτει, ο λαϊκός ομιλητής χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με διάθεση ειρωνείας, όταν λέει «η συμβία μου» και «στας διαταγάς σας».
Ο Γιάννης Η. Χάρης αποδίδει την τάση προς ένα ύφος λόγιο και αρχαϊκό στην ανασφάλεια που νιώθουμε για τη γλώσσα. «Γιατί πριν από 15 χρόνια καταργήσαμε το “Σαπφώς” και κρατήσαμε αποκλειστικά το “Σαπφούς”; Και, μάλιστα, επιβάλαμε την αρχαϊκή κατάληξη ακόμα και σε λαϊκά ονόματα: της Γωγούς, της Ζωζούς; Διότι κάποιος μας το υπέδειξε και επειδή νιώθουμε ανασφάλεια για τη γλώσσα μας, λόγω της συστηματικής απαξίωσής της. Καταφεύγουμε, λοιπόν, στον λόγιο τύπο όπου νιώθουμε ασφαλείς, γιατί αυτόν, ακόμα και λανθασμένο, δεν τον διορθώνει κανείς. Βέβαια, ακόμα και αυτά όλα ενδέχεται να επικρατήσουν, ακόμα κι όταν πρόκειται για αναντίλεκτα λάθη. Δεν θα πάθει τίποτα η γλώσσα. Εχει, όμως, σημασία να αναδεικνύεται ο κοινωνικός λόγος μιας τέτοιας αλλαγής».