«Τον πρώτο καιρό στο Γυμνάσιο φοβόμουν. Όλοι ήταν μεγαλύτεροι, δεν ήξερα κανέναν. Δεν ήμουν πολύ ομιλητικός στην αρχή, περίμενα σ΄ ένα παγκάκι να χτυπήσει το κουδούνι, να τελειώσει το μάθημα και να φύγω από το σχολείο».
Για τον Στάθη, την Έφη, τον Ροβέρτο και την Κωνσταντίνα οι πρώτες ημέρες ως «πρωτάκια» στο Γυμνάσιο δεν ήταν όπως τις περίμεναν. Μαθητές σήμερα της Β΄ Γυμνασίου στο 9ο Γυμνάσιο Καλλιθέας «Μάνος Χατζιδάκις», θυμούνται ότι τέτοια περίοδο πέρυσι τα συναισθήματά τους ήταν μπερδεμένα. Τα μαθήματα που ήταν πιο δύσκολα, το γεγονός ότι βρίσκονταν σε έναν άγνωστο χώρο με παιδιά που δεν ήξεραν, αλλά και η εναλλαγή καθηγητών που έμπαιναν στη σχολική αίθουσα ήταν από τις βασικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν. «Ήμουν με μεγαλύτερα παιδιά με τα οποία δεν μπορούσα να κάνω παρέα. Στο Δημοτικό είχαμε φιλίες με όλες τις τάξεις. Ήμασταν πιο δεμένοι», λέει ο 13χρονος Ροβέρτος. Όπως δηλώνουν οι μαθητές, χρειάστηκε να περάσει το πρώτο «κρίσιμο» τρίμηνο προκειμένου να αρχίσουν να προσαρμόζονται στα νέα σχολικά δεδομένα.
Ένας στους τέσσερις δηλώνει ότι δεν πολυκαταλαβαίνει τα μαθήματα και επίσης ένας στους τέσσερις φοβάται τους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων στα διαλείμματα.
Τα πιο εμφανή στοιχεία της αλλαγής είναι ότι αυτή συνεπάγεται χάσιμο φίλων, νέες γνωριμίες, περισσότερους από έναν εκπαιδευτικούς, το να γίνεται κάποιος ο νεώτερος ενώ ήταν ο μεγαλύτερος, διαφορετικές διδακτικές μεθόδους και πιο απαιτητική εργασία στο σπίτι. Οι αγωνίες των μαθητών περιστρέφονται γύρω από πέντε κύρια ζητήματα: το μέγεθος και την πιο σύνθετη οργάνωση του νέου σχολείου, τους νέους τύπους πειθαρχίας και εξουσίας, τις νέες απαιτήσεις για δουλειά, την προοπτική να γίνει ένας μαθητής αντικείμενο άσκησης βίας και την περίπτωση να χάσει τους φίλους του.
ΔΥΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ, ο δρ Νίκος Αναστασάτος και η Λίνα Κεχαγιά, θέλοντας να απαντήσουν σε μια σειρά από προβλήματα που παρατηρούσαν στους μαθητές της Α΄ Γυμνασίου μελέτησαν το πώς βίωναν τη μετάβαση από το Δημοτικό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, στην ομάδα των ερωτήσεων που αφορούσαν την πληροφόρηση που είχαν από το Δημοτικό και τον χρόνο προσαρμογής τους καθίσταται σαφές το έλλειμμα ενημέρωσης για τους μαθητές της Στ΄ Δημοτικού προτού αλλάξουν βαθμίδα εκπαίδευσης, καθώς ο ένας στους δύο μαθητές δηλώνει ότι δεν ήταν ενημερωμένος από το Δημοτικό για το νέο περιβάλλον που θα συναντούσε. Το ένα τρίτο των μαθητών δηλώνουν ότι οι πρώτες ημέρες στο Γυμνάσιο «ήταν δύσκολες και ένιωθαν μοναξιά», θα ήθελαν από τους καθηγητές τους «να είναι πιο φιλικοί και ανεκτικοί» (κυρίως τα κορίτσια) και «περισσότερη βοήθεια για την προσαρμογή τους» (κυρίως τα αγόρια).
Ως προς τα μαθήματα, επτά στους δέκα μαθητές θεωρούν τα μαθήματα της Στ΄ του Δημοτικού ευκολότερα, ενώ δύο στους τρεις θεωρούν ότι τα μαθήματα του Γυμνασίου δεν αποτελούν συνέχεια της Στ΄ Δημοτικού και ότι δυσκολεύονται από τα νέα μαθήματα και τους πολλούς καθηγητές.
Ένας στους τέσσερις μαθητές επισημαίνουν ότι δεν πολυκαταλαβαίνουν τα νέα μαθήματα, ότι οι πολλοί καθηγητές τους δυσκολεύουν και αναγκάστηκαν να πάνε φροντιστήριο. Σχεδόν οι μισοί μαθητές ζητούν από τους καθηγητές τους να είναι περισσότερο φιλικοί και να μην ξεχνούν ότι αντιμετωπίζουν παιδιά και όχι ενηλίκους.
Τέλος, στα ζητήματα αισθήματος ασφάλειας και πειθαρχίας, πολλοί δηλώνει ότι ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια στο Δημοτικό ενώ ένας στους τέσσερις δηλώνουν ότι φοβάται, πάντα ή μερικές φορές, στα διαλείμματα τους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων. Οι μισοί μαθητές επιθυμούν μεγαλύτερη προστασία από μεγαλύτερους συμμαθητές τους στα διαλείμματα (υπερδιπλάσιο το ποσοστό των κοριτσιών από το αντίστοιχο των αγοριών). «Όταν τα μεγαλύτερα παιδιά μας φόβιζαν έξω, φεύγαμε», λέει ο Στάθης, ενώ η 13χρονη Έφη προσθέτει ότι αντιμετώπισε και παιδιά που ήταν υπεροπτικά απέναντί της.