Η τελευταία μεγάλη μάχη που δόθηκε στις ΗΠΑ για τον περιορισμό κάποιας τεχνολογίας αφορούσε την κρυπτογραφία. Αυτή είναι η μέθοδος κωδικοποίησης των μηνυμάτων με βάση έναν αλγόριθμο, έτσι ώστε κανείς, εκτός του παραλήπτη, να μην μπορεί να τα διαβάσει. Για παράδειγμα, η λέξη «ΞΒΚ» είναι το «ΝΑΙ» κρυπτογραφημένη με τον αλγόριθμο «ν+1». Φυσικά σήμερα χρησιμοποιούνται απείρως πιο πολύπλοκοι αλγόριθμοι και οι υπολογιστές (που έχουν το «κλειδί») κάνουν την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων σε κλάσματα δευτερολέπτου.Οταν άρχισε να εξαπλώνεται αυτή τεχνολογία, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ θορυβήθηκαν. Ως πρώτο βήμα επιχείρησαν την απαγόρευσή της. Σκόνταψαν, όμως, στην πρώτη τροπολογία του Συντάγματος που απαγορεύει τη λογοκρισία. Ο κρυπτογραφημένος λόγος είναι λόγος, ασχέτως πώς εκφέρεται. Αν κάποιος θέλει να πει «ΞΒΚ» αντί «ΝΑΙ», έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει και «το Κογκρέσο δεν πρέπει να κάνει νόμο που να του το απαγορεύει». Υπήρξαν σκέψεις για «ονομαστικοποίηση» των αλγόριθμων, να καταθέσουν δηλαδή οι εταιρείες παραγωγής τηλεφώνων και κινητών τα «κλειδιά» στην Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας (NSA), αλλά γρήγορα εγκαταλείφθηκε ως άγονη. Τα προγράμματα κρυπτογράφησης κυκλοφορούσαν ευρέως στο Διαδίκτυο και όπως σάρκαζαν τότε πολλοί, το να δώσει κανείς τα κλειδιά κρυπτογράφησης στην NSA είναι «σαν να αναθέτει σε κάποιον οφθαλμολάγνο να του περάσει τις κουρτίνες στο σπίτι».
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε τότε να περιορίσει τη γνώση της κρυπτογραφίας εντός των συνόρων της χώρας. Τη χαρακτήρισε «πολεμικό υλικό υψηλής τεχνολογίας» και απαιτούσε άδεια των ομοσπονδιακών αρχών για την εξαγωγή της· όπως γίνεται με πυραύλους ή αεροσκάφη. Το 1991 ο καθηγητής Μαθηματικών του Πανεπιστημίου του Ιλινόις, ο Ντάνιελ Μπερνστίν, έφτιαξε ένα ισχυρό αλγόριθμο κρυπτογράφησης που τον ονόμασε «Snuffle». Περιέγραψε τον κώδικα σε ένα επιστημονικό άρθρο το οποίο δημοσίευσε σε μια μαθηματική επιθεώρηση. Tο άρθρο αυτό υπήρχε σε όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου και προφανώς οποιοσδήποτε (Αμερικανός ή ξένος) μπορούσε να το φωτοτυπήσει και να το πάρει.
Δύο χρόνια μετά την έκδοση του άρθρου ο Μπερνστίν, μαζί με την οργάνωση για τα πολιτικά δικαιώματα στον κυβερνοχώρο «Electronic Frontier Foundation», αποφάσισαν να δοκιμάσουν τη συνταγματικότητα του νόμου στα δικαστήρια. Ο συγγραφέας ζήτησε άδεια εξαγωγής του δικού του άρθρου του, από την αρμόδια υπηρεσία του Στέιτ Nτιπάρτμεντ! Φυσικά του την αρνήθηκαν, άσχετα αν το άρθρο ήδη υπήρχε στις βιβλιοθήκες του εξωτερικού. H απόφαση της δικαστού Μέριλιν Πάτελ ήταν ιστορική: «Tο δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να βρει αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ της γλώσσας προγραμματισμού των υπολογιστών και των Γερμανικών ή Γαλλικών…. Οπως η μουσική και οι μαθηματικές εξισώσεις, η γλώσσα των υπολογιστών είναι ακριβώς αυτό που υποδηλώνει η λέξη: γλώσσα, και μεταδίδει πληροφορίες ή σε υπολογιστή ή σε εκείνους που ξέρουν να τη διαβάζουν… Ετσι, αν και ο κώδικας Snuffle εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κρυπτογράφηση μηνυμάτων, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί έκφραση…».
Ο νόμος κατέπεσε πριν προλάβει ο Ρίτσαρντ Γουάιτ να αναδείξει τη γελοιότητά του. Ο εν λόγω Αμερικανός πολίτης έγραψε με τατουάζ ένα ισχυρό αλγόριθμο στο μπράτσο του. Αποφάσισε να ταξιδέψει στο εξωτερικό και ζήτησε άδεια εξαγωγής του… χεριού του.
Ιnfo
-Ithiel de Sola Pool, «Technologies of Freedom», Harvard University Press
-Stephen Pincock, «Κρυπτογραφία», εκδ. «Τραυλός»