Αρχείο για 3 Ιουνίου, 2012

Πρωινή βόλτα. Στα ίδια μέρη σαράντα χρόνια και βάλε. Το οικείο που ζυμώθηκε με τη μικρή σου ζωή: ένα παιδικό παπούτσι που βράχηκε στην ακροθαλασσιά, η εκτόνωση μετά από ένα σχολικό διαγώνισμα, τα ανόητα ερωτόλογα των ερωτευμένων, ένα παιδί που ανεβάζεις στην κούνια, ο πόνος που σε πλημμυρίζει ξαφνικά καθώς το ηλιοβασίλεμα ματώνει τα μάτια σου.
Και το καινούργιο: ένα κατακόκκινο λουλούδι ιβίσκου σε μια μάντρα, ο ασημένιος κουβάς που ποτίζει τα λουλούδια, τα γερά φύλλα της συκιάς αναδεύουν τους αρσενικούς τους οπούς στον πρωινό ήλιο. Στο πάρκο τα ξερά κλαδιά έγιναν κίτρινοι κατηφέδες και ο απέναντι ξένος σε καλημερίζει με το βλέμμα. Η μυρωδιά του καφέ σε ένα λευκό φλυτζάνι στο τραπέζι και η θάλασσα μικρή και πράσινη, πρωινή και νήπια διάθεση και ποιος τελικά θα την εξαντλήσει;

Τι είναι η συμβίωση ρώτησες. Μάχη και αίμα και αλληλοσπάραγμα καθώς ο καθένας περιφρουρεί το μικρό κομμάτι της ύπαρξής του μέχρι να βρει τρόπο να χωρέσει στη ζωή του άλλου…
Και είναι και πολλά μικρά πράγματα εύκολα σαν την ανάσα που βγαίνει αβίαστα, ίδια απαραίτητα με αυτήν:
Η μυρωδιά του άλλου καθώς ανοίγεις τη ντουλάπα με τα ρούχα, το ηχόχρωμα της φωνής του στο διπλανό δωμάτιο, το αποτύπωμα στο διπλανό μαξιλάρι. Είναι ο απέναντι σου στο μεσημεριανό τραπέζι με τις μικρές και τις μεγάλες κουβέντες της ημέρας, η αγκαλιά της χαλάρωσης στον καναπέ, το σφίξιμο του χεριού στα δύσκολα και το βλέμμα “είμαι και εγώ εκεί που είσαι”. Και είναι ακόμη το σώμα που γυρίζει στο κρεβάτι και σε αγκαλιάζει προστατευτικά, και ακόμα όταν οι χυμοί της νύχτας ανεβαίνουν τους ρουφάς από τα χείλη και μετά τέλος για ένα μικρό δευτερόλεπτο ίσο με μια αιωνιότητα χάνεσαι μαζί στην καρδιά του κόσμου.
Στην ακροθαλασσιά τα πόδια μπλέκονται στη λάσπη και σε τραβάνε καθώς παλεύεις να βρεις στέρεο έδαφος να βγεις. Και εκεί έξω άπατοι βυθοί, τα πόδια παλεύουν να σε κρατήσουν πάνω μέχρι το σώμα να αφεθεί να γίνει ένα με το νερό και τότε όλα γίνονται υγρά και ο αέρας κάνει αρμύρα τις σταγόνες στο πρόσωπό σου, και η ανάσα, ανάσα ωκεανού.

“Θα μπορούσε να είναι υπέροχα” κατά τον ποιητή.

Comments 0 σχόλια »

Σκίτσο του Μίκη Ματσάκη

Εις σε προστρέχω τέχνη της ποίησης …

Ανήλιαγες  μίζερες αίθουσες που πριν από μας “φιλοξένησαν” μαθητές για να τους μυήσουν – ανάμεσα στα άλλα και στην ποίηση. Οι τοίχοι και τα ταβάνια, γεμάτα μούχλα, πέφτουν σε ξέφτια, στις πόρτες η σκουριά παραμονεύει κάτω από ένα βιαστικό βάψιμο. Τα παράθυρα ανοίγουν δύσκολα σκεβρωμένα από την υγρασία. Το φως, νεκροτομείου, βουλιάζει στους μουντούς τοίχους.

Τα γραπτά ατελείωτα, αναμασούν – πετυχημένα κάποτε -τα κατεβατά, δικά μας και των φροντιστηρίων, με τα οποία τους γεμίσαμε το κεφάλι. Και το θέμα: ο πανικός της φθοράς  ενός γηράσκοντος εστέτ για τον οποίο η ομορφιά υπήρξε νόημα ζωής, δοσμένο με αξιοπρέπεια και καλαισθησία. Και οι μαθητές, νέοι έφηβοι με το αίμα τους να βράζει τι σχέση έχουν με αυτή την “προχωρημένη ώρα”;

Κάπου ένα γελάκι, η αδεξιότητα του μαθητή που δεν έχει καταλάβει τίποτε και γράφει ότι κουρέλια ερμηνείας μπορεί να ανασύρει από τη στομωμένη του μνήμη συρράπτοντάς τα σε ένα υπερρεαλιστικό συνοθύλευμα.

Φέρε τα φάρμακά σου τέχνη της ποίησης, για να αντέξω τη ματαίωση χαραγμένη σε κάθε γραπτό που σηκώνω. Να ξέρω ότι και την άλλη χρονιά θα προσπαθήσω να περάσω την ανατριχίλα του ποιητικού λόγου μέσα από της συμπληγάδες “της ύλης των πανελληνίων”. Να δώσω στα παιδιά το μαγικό υγρό της Αλίκης για να περάσουν το μικρό πορτάκι και να μπούν στο χώρο της Φαντασίας, να ακολουθήσουν τις διαδρομές του Λόγου πάνω στο χαρτί, να ανοίγουν καινούργια μονοπάτια.

Νάρκης του άλγους: κάποτε – σπάνια- καθώς ένα ακόμα τετράδιο ανοίγεται μπροστά σου, ένα αεράκι δροσιάς. Ο λόγος καθαρός, δύο κρύσταλλα που ακουμπούν, κυλάει, χορεύει, ανασκαλεύοντας σαν άλλη θάλασσα τα βότσαλα. Και η ποίηση είναι ξαφνικά εκεί, άγουρη, ζωντανή, κυλάει στις φλέβες.

Για αυτό το γραπτό άλλη μια χρονιά στον ωκεανό της μιζέριας και της άρνησης.

Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο

Comments 0 σχόλια »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων