του Νίκου Βατόπουλου

Ανεβαίνοντας σκαλί σκαλί και όροφο τον όροφο την Πινακοθήκη Γκίκα, στην οδό Κριεζώτου, έχεις την αίσθηση ότι ζεις στον αφρό. Μιάμιση ώρα μέσα σε αυτήν την «Κιβωτό» του Μουσείου Μπενάκη, σε μια σύντομη επίσκεψη (γιατί απαιτούνται ώρες και επανειλημμένες επισκέψεις), ρουφάς αυτό που σου λείπει: νόημα, ομορφιά, ουσία, πολιτισμό. Ζωή με μεδούλι.

Γι’ αυτό βγαίνεις λίγο ζαλισμένος, σαν να είχες πάει στον κινηματογράφο και η ταινία να σε πήρε μαζί της. Όταν βγαίνεις στα φώτα, είναι όλα αλλιώς. Έστω για λίγο… Σκεφτόμουν με δέος, είναι η αλήθεια, την επένδυση μόχθου και γνώσης για να στηθεί αυτό το μουσείο – ίσως το πιο «προσωπικό» του ‘Αγγελου Δεληβορριά. Γιατί η Πινακοθήκη Γκίκα είναι ένα μεγάλο ψηφιδωτό από αχανείς μικρόκοσμους, ψηφίδες, θυλάκους, θραύσματα, παλίμψηστα και σπαράγματα, μωσαϊκά και αλυσιδωτές εικόνες, κολάζ και αναπτύγματα, μεγεθύνσεις και σμικρύνσεις, ωκεανούς και δροσοσταλίδες. Είναι ο μέγας κόσμος.

Μπαίνεις στη δίνη του, αφήνεσαι και ζαλίζεσαι στο στριφογύρισμά του, στις ελικοειδείς γέφυρές του που ενώνουν πλαγιές που δεν φανταζόσουν. Εκεί, στην οδό Κριεζώτου, σε αυτό το όμορφο αρχοντικό κτίριο του 1932-34, σχεδιασμένο από τον μετρ αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη για την οικογένεια του Γκίκα, νανουρίζεται ένας ολόκληρος κόσμος. Δυο βήματα από το Σύνταγμα, σε μια «χαράδρα» ανάμεσα στην Πανεπιστημίου και την Ακαδημίας, συναντιέσαι με την Ελλάδα που σου λείπει. Είναι όλοι εκεί. Τους ξέρεις όλους. Αλλά δεν ήξερες πόσο αγαπητοί σού είναι. Ο ένας δίπλα στον άλλον, σου ψιθυρίζουν το τραγούδι της πατρίδας με τα χρώματα της νιότης σου, με το χαμόγελο των γονιών σου, με την ανάσα μιας Ελλάδας που, δεν μπορεί, ζει κάπου ανάμεσά μας. Ακόμα. Ενας ένας, από ποιον να πρωταρχίσεις… Από τον Μόραλη στον Τσαρούχη, από τον Κεφαλληνό στον Τάσσο, από τον Πικιώνη στον Κωνσταντινίδη, από τον Βενέζη στον Θεοτοκά, από τον Σπαθάρη στον Γουναρόπουλο, από τον Σεφέρη στον Ρίτσο, από τον Σκαλκώτα στον Μητρόπουλο, από τον Κόντογλου στον Παπαλουκά. από τον Καρυωτάκη στον Σκαρίμπα, από τον Απάρτη στον Ζογγολόπουλο, από τον Χατζιδάκι στον Θεοδωράκη, από την Παπαϊωάννου στον Χαρισιάδη, από τον Εγγονόπουλο στον Βασιλείου… δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Είναι οξυγόνο. Είναι μετάληψη.

Δεν με πείραξε ότι εκείνη την ώρα, Σάββατο πρωί, με τα καταστήματα ανοικτά σε περίοδο εορταστική, ήμουν μόνος σε αυτό το μουσείο-Κιβωτό. Όταν έφευγα, άκουσα τον ψίθυρο από άλλους επισκέπτες και τα βήματά τους. Είχα το προνόμιο, αν και δεν θα έπρεπε σε μια τόσο μεγάλη πόλη, να συνομιλήσω σιωπηρά, μόνος, σαν σε ναό, σαν σε πηγή, με όσους κάνουν το άκουσμα της Ελλάδας γλυκό. Είναι σχεδόν επώδυνο.

Στους επάνω ορόφους, στον κόσμο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στο σπίτι και στο ατελιέ του, σαν επίστεψη, σαν παράδεισος και σαν αετοφωλιά, είναι ο κόσμος του ζωγράφου. Σιωπηλός αλλά τόσο εύηχος, πλημμυρισμένος ομορφιά και σοφία. Οι απαντήσεις δίνονται μόνες τους. Κατεβαίνοντας με το ασανσέρ, ένιωσα να έμπαινα σε έναν προθάλαμο προετοιμασίας εξόδου στην «πραγματική» ζωή. Ήξερα ότι πίσω μου άφηνα ένα κομμάτι, που θα ξανάβρισκα σύντομα.

Πηγή: Η Καθημερινή 

set φωτογραφιών

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων