Κάποτε οι άνθρωποι διάβαζαν. Κάποτε έβγαιναν για περίπατο απολαμβάνοντας τις συναντήσεις και την ανάγνωση των τοπίων της υπαίθρου ή της πόλης σαν να επρόκειτο για μια μεταφορά (στη χειρότερη περίπτωση, ένα υποκατάστατο) της κυκλοφορίας του Λόγου μέσα στην κοινότητα. Διασκέδαζαν επικοινωνώντας με το διάχυτο πνεύμα των εξελίξεων μέσω της μεταβλητής τους θέσης στον αστερισμό των τοπωνυμίων, των δρόμων, των μεγάρων και των μαγαζιών. Περπατώντας/διαβάζοντας, δεν τους έλειπαν οι αμφιβολίες ούτε οι παλινδρομήσεις – συγχρονίζονταν με το ξετύλιγμα των μαιάνδρων σαν να ακολουθούσαν λεπτές χαραμάδες στην επιφάνεια του χρόνου. Στο συλλογικό ασυνείδητο, το να τριγυρνάς σήμαινε εν μέρει ότι ήσουν βαθυστόχαστος. Ρεμβασμός και πεζοπορία ανήγγειλλαν από κοινού την ευφυή πλευρά του καθήκοντος.
Ετσι το περπάτημα, ως ανάγνωση του κόσμου, διευκόλυνε τις αντηχήσεις του ψυχισμού, αξιοποιούσε ένα εφευρετικό πηγαινέλα από τη μία εντύπωση στην άλλη. Η σταδιακή διείσδυση στο μυστήριο του περιβάλλοντος χώρου δεν μπορούσε να συντελεστεί μόνο με τα μάτια, δίχως τη βοήθεια των ποδιών, δίχως τον ευχάριστο καιροσκοπισμό τους, δίχως τη ράθυμη υπακοή στη γλώσσα της τυχαίας κίνησης – η λειτουργία των ποδιών ισοδυναμούσε με το πέρασμα από τη μία παράγραφο στην επόμενη. Εφόσον ο κόσμος ήταν ένα κείμενο, εφόσον ήταν το Liber Mundi για το οποίο μας μιλούσαν οι αρχαίοι, τα πόδια ύφαιναν την ύπαρξη μέσα στην αναλώσιμη χρονικότητα εκείνου του κόσμου, καλλιεργώντας την κλίση προς μιαν αέναη αλλαγή του βιώματος, άρα προς την αιωνιότητα (που είναι κυκλική), ενώ ταυτόχρονα παρέμεναν τα όργανα του εφήμερου. Διότι τα πόδια δεν ήταν χέρια, ούτε δημιουργούσαν, ήταν οδηγοί ματιών. Αφηναν χνάρια στην άμμο, σημάδια μιας διέλευσης που ο χρόνος ακύρωνε για να τα ανανεώσει αμέσως μετά, όπως συμβαίνει με το ξεφύλλισμα ενός μυθιστορήματος. Τα πόδια ρύθμιζαν τις μεταβολές της διάθεσης αγγίζοντας τη γη με την αθέλητη ειλικρίνεια, και συνάμα την καχυποψία, ενός αναγνώστη που τα μάτια του βαδίζουν, τρέχουν, στρίβουν, σταματούν και ξαναρχίζουν.
Σαν να λέμε ότι ο περίπατος ήταν η παιδεία μας. Εκτοτε, απομακρυνόμενοι απ’ τις εστίες των θεσμών και των νοημάτων που γαλούχησαν το κοινωνικό υποκείμενο ίσαμε τις εσχατιές του νεωτερικού σύμπαντος, βρεθήκαμε να κάνουμε τα τελευταία βήματα της Ιστορίας. Αναπόφευκτα, είχε έρθει η εποχή που οι άνθρωποι έπαψαν να περπατούν συνειδητά και, προς στιγμήν, αφοσιώθηκαν στον φθορισμό της μικρής οθόνης, σ’ αυτή την παθητική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που υπόσχονταν οι παραισθήσεις -οι άνθρωποι εγκαταλείφθηκαν οικειοθελώς σε μια ζωή όπου η επεξεργασία των στοιχείων της αντίληψης δεν απαιτούσε καμία δαπάνη, ούτε σκέψης, ούτε συγκίνησης, ούτε σωματικής ενέργειας· έπαψαν να διαβάζουν, είτε βιβλία, είτε τοπία, είτε τη μοίρα και περίμεναν την ανάσταση των νεκρών μέσω βίντεο. Ο αληθινός αέρας, τα χρώματα του φωτός που περιέβαλλε κάθε ξεχωριστή έκπληξη, οι συναισθηματικοί ελιγμοί, τα σταυροδρόμια των αποφάσεων και οι ευωδίες της ύλης που συσσωρεύονταν στην αγορά -όλες αυτές οι συμβολικές ανταλλαγές τους άφηναν απαθείς.