Τις παραμονές στοιχηματίζουμε. Με την ανακοίνωση των βραβείων λογοτεχνίας όλοι -αναγνώστες, κριτικοί, εκδότες, συγγραφείς- είτε επιχαίρουν είτε σιχτιρίζουν απογοητευμένοι, καταδικάζοντας τις αποφάσεις των επιτροπών. Την επομένη, οι εκδότες βάζουν τις γνωστές κόκκινες χάρτινες ταινίες γύρω από τα βιβλία, αναγγέλλοντας το βραβείο.Επιδιώκουν μ? αυτόν τον τρόπο να κάνουν ελκτικό το βιβλίο σε ακόμη μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό. Αυτό είναι το θέμα μας: ένα λογοτεχνικό βραβείο, μεγαλύτερου ή μικρότερου κύρους, λειτουργεί ως αναγνωστικό κίνητρο; Οι απαντήσεις ποικίλλουν, και είναι τόσες όσες και οι περιπτώσεις των βραβευμένων συγγραφέων. Αλλοτε ένα άγνωστο όνομα, για λόγους σχεδόν ακατανόητους, γίνεται αγαπημένο συγγραφικό είδωλο σε όλο τον κόσμο. Αλλοτε, πάλι, ένας ήδη καταξιωμένος συγγραφέας που τιμάμε με Νομπέλ, Booker ή άλλο ανάλογο βραβείο, δεν γνωρίζει την αναμενόμενη υποδοχή. Το βραβείο έρχεται αργά.
Εχουν χάσει άραγε την αίγλη τους τα βραβεία; Προτιμούν οι αναγνώστες να μην διαβάζουν όποιον τους υποδεικνύεται από έναν αόρατο «κανόνα»; Επιζητούν την ικανοποίηση της προσωπικής ανακάλυψης ή απλώς τα αναγνωστικά κριτήρια έχουν αλλάξει;
Πριν από λίγες μέρες, όταν ανακοινώθηκε το φετινό Νομπέλ Λογοτεχνίας, όλοι αναρωτιόμαστε, στην αρχή δειλά δειλά, ποιος είναι ο βραβευμένος. Ελάχιστοι τον ήξεραν κατ? όνομα. Ελάχιστους γαλλομαθείς βρήκα που είχαν διαβάσει έστω ένα βιβλίο του. Μια πρώτη βόλτα στα βιβλιοπωλεία πιστοποιεί την αδιαφορία του κοινού.
Ο Λε Κλεζιό είναι μία από τις περιπτώσεις που οι αναγνώστες φαίνεται να γυρίζουν την πλάτη στις αποφάσεις των επιτροπών. Δεν συμβαίνει πάντα έτσι και δεν συμβαίνει με όλους έτσι. Πόσο μας επηρεάζει ένα βραβείο στο να γνωρίσουμε το έργο ενός συγγραφέα; Ιδού το σημερινό ερώτημα.
Τα λογοτεχνικά βραβεία παρακινούν τους αναγνώστες; Άρθρο της Όλγας Σελλά στην Καθημερινή