Ο καθηγητής κ. Χρήστος Ντούμας μας διαφωτίζει για την ετυμολογία της λέξης “Αιγαίο“:
Πιο πειστική φαίνεται η ετυμολογία της λέξης αιγαίον από το αιξ (κατσίκα), παράγωγο του ομηρικού ρήματος αΐσσω (πηδώ). Από τα αρχαιότερα εξημερωμένα ζώα η αίγα είναι αυτό που κατ’ εξοχήν αναρριχάται, σκαρφαλώνει στους βράχους πηδώντας. Οι αρχαίοι Ελληνες συνεκδοχικά συνήθιζαν να αποκαλούν «αίγες» και τα κύματα, προφανώς επειδή κι αυτά? πηδούν όταν η θάλασσα είναι αγριεμένη. Ο παραδοξογράφος Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός από την Εφεσο (2ος αι. μ.Χ.) είναι σαφής, όταν γράφει: «?τα μεγάλα κύματα αίγας εν τη συνηθεία λέγομεν? και το φοβερώτατον πέλαγος Αιγαίον λέγεται» («Ονειροκριτικόν» II, 12). Με παρόμοια συνεκδοχή σημερινοί νησιώτες του Αιγαίου αποκαλούν «πρόβατα» τα μεγάλα κύματα, ακριβώς όπως οι Γάλλοι («moutons»), ενώ οι Αγγλοι τα αποκαλούν «άσπρα άλογα» (white horses). Τι πιο ταιριαστό όνομα θα μπορούσε, λοιπόν, να δοθεί σε μια θάλασσα σχεδόν μονίμως φουρτουνιασμένη, γεμάτη «αίγες», παρά αυτό που την περιγράφει; Προφανώς για τον ίδιο λόγο η ακτή, όπου καταλήγουν πηδώντας «οι αίγες της αλός» (τα θαλάσσια κύματα), ονομάστηκε αιγιαλός (σημ. γιαλός).
Επίθετα με κατάληξη -αιος δηλώνουν σχέση με αυτό που σημαίνει η αντίστοιχη ρίζα. Παραδείγματος χάριν αγελαίος είναι ο ανήκων σε αγέλη, αγοραίος ο της αγοράς, αρχαίος ο έχων απόσταση από την αρχή, βουλαίος ο σχετιζόμενος με τη βουλή, δίκαιος ο σεβόμενος και εφαρμόζων την δικαιοσύνη, εδραίος ο έχων έδρα, ο σταθερός, Ηραίος ο έχων σχέση με την Ηρα, θυραίος ο εκτός της θύρας, πηγαίος ο της πηγής, ωραίος ο της ώρας κ.ο.κ. Ετσι, και η πλήρης «αιγών» θάλασσα αποκλήθηκε Αιγαίον Πέλαγος.